- Ὀδυσσέας Ἐλύτης (ε)


--> Σελίς 0, 1, 2, 3, 4, [5]

Ἕξη καὶ μία τύψεις γιὰ τὸν οὐρανὸ

Ὁ ἀγράμματος καὶ ἡ ὡραία

Συχνά, στὴν Κοίμηση τοῦ Δειλινοῦ, ἡ ψυχὴ της ἔπαιρνε ἀντίκρυ ἀπ’τὰ βουνὰ
- - - - μιὰν ἀλαφράδα, μ’ ὅλο ποὺ ἡ μέρα ἦταν σκληρή και ἡ αὔριο ἄγνωστη.

Ὅμως, ὅταν σκοτεινίαζε καλά κι ἔβγαινε τοῦ παπᾶ τὸ χέρι πάνω ἀπὸ τὸ κηπάκι
- - - - τῶν νεκρῶν, Ἐκείνη

Μόνη της, Ὄρθια, μὲ τὰ λιγοστά τῆς νύχτας κατοικίδια – τὸ φύσημα τῆς δεντρο-
- - - - λιβανιᾶς καὶ τὴν ἀθάλη τοῦ καπνοῦ ἀπὸ τὰ καμίνια – στῆς θαλάσσης τὴν
- - - - ἔμπαση ἀγρυπνοῦσε

Ἀλλιῶς ὡραία!

Λόγια μόλις τῶν κυμάτων ἢ μισομαντεμένα σ’ἕνα θρόισμα, κι ἄλλα ποὺ μοιάζουν
- - - - τῶν ἀποθαμένων κι ἀλαφιάζονται μέσα στὰ κυπαρίσσια, σὰν παράξενα
- - - - ζώδια, τὴ μαγνητική δορυφορῶντας κεφαλή τη ἄναβαν. Καὶ μία

Καθαρότη ἀπίστευτη ἄφηνε, σὲ μέγα βάθος μέσα της, τὸ ἀληθινὸ τοπίο νὰ φανῇ,

Ὅπου, σιμὰ στὸν ποταμό, παλεύανε τὸν Ἄγγελο οἱ μαῦροι ἀνθρῶποι, δείχνοντας
- - - - μὲ ποιόν τρόπο γεννιέται ἡ ὀμορφιά

Ἤ αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς, ἀλλιῶς, τὸ λέμε δάκρυ.

Κι ὅσο βαστοῦσε ὁ λογισμός της, ἔνιωθες, ἐξεχείλιζε τὴν ὄψη ποὺ ἔλαμπε μὲ
- - - - τὴν πίκρα στὰ μάτια καὶ μὲ τὰ πελώρια, σὰν παλιᾶς Ἱεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ’ ἀκρότατα σημεῖα τοῦ Μεγάλου Κυνός καὶ τῆς Παρθένου.

«Μακρυά ἀπ’τὴ λοιμικὴ τῆς πολιτείας, ὀνειρεύτηκα στὸ πλάι της μιὰν ἐρημιά,
- - - - ὅπου τὸ δάκρυ νὰ μὴν ἔχει νόημα, κι ὅπου τὸ μόνο φῶς νά ’ναὶ ἀπὸ τὴν πυρά
- - - - ποὺ κατατρώγει ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα.

Ὦμο τὸν ὦμο οἱ δυὸ μαζὶ ν’ ἀντέχουμε τὸ βάρος ἀπὸ τὰ μελλούμενα, ὁρκισμένοι
- - - - στὴν ἄκρα σιγαλιά καὶ στὴ συμβασιλεία τῶν ἄστρων,

Σὰ νὰ μήν κάτεχα, ὁ ἀγράμματος, πὼς εἶναι κεῖ ἀκριβῶς, μέσα στὴν ἄκρα σιγαλιά,
- - - - ποὺ ἀκούγονται οἱ πιὸ ἀποτρόπαιοι κρότοι

Καὶ πώς, ἀφ’ ὅτου ἀβάσταχτη ἔγινε στοῦ ἀντρὸς τὰ στέρνα ἡ μοναξιά, σκόρπισε
- - - - κι ἔσπειρε ἄστρα!»

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Λακωνικὸν

Ὁ καημὸς τοῦ θανάτου τόσο μὲ πυρπόλησε, ποὺ ἡ λάμψη μου ἐπέστρεψε στὸν ἥλιο.

Κεῖνος μὲ πέμπει τώρα μέσα στὴν τέλεια σύνταξη τῆς πέτρας καὶ τοῦ αἰθέρος

– Λοιπόν, αὐτός ποὺ γύρευα, ε ἶ μ α ι !

Ὦ λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,

Χειμῶνα ἐλάχιστε,

Ἡ ζωή καταβάλλει τὸν ὀβολό τοῦ φύλλου τῆς ἐλιᾶς

Καὶ στὴ νύχτα μέσα τῶν ἀφρόνων μ’ ἕνα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι τὸ νόμιμο
- - - - τοῦ Ἀνέλπιστου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὁ ἄλλος Νῶε

Ἔρριξα τοὺς ὁρίζοντες μὲς στὸν ἀσβέστη, καὶ μὲ χέρι ἀργό ἀλλὰ σίγουρο πῆρα νὰ χρίσω
- - - - τοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ μέλλοντός μου.

Ἡ ἀσέλγεια, εἶπα, εἶναι καιρός ν’ ἀρχίσῃ τώρα τὸ ἱερατικό της στάδιο, καὶ σὲ μιὰ Μονή Φωτὸς
- - - - ν’ ἀσφαλίσῃ τὴν ὑπέροχη στιγμή ποὺ ὁ ἄνεμος ἔξυσε λίγο συννεφάκι πάνω ἀπὸ
- - - - τ’ ἀκρότατο δέντρο τῆς γῆς.

Κεῖνα ποὺ μόνος μόχθησα νὰ βρῶ, γιὰ νὰ κρατήσω τὸ ὕφος μου μέσα στὴν καταφρόνια,
- - - - θά ’ρθουν – ἀπὸ τὸ δυνατό τοῦ εὐκαλύπτου ὀξύ ὥς τὸ θρόισμα τῆς γυναίκας
- - - - – νὰ σωθοῦν στῆς ἀσκητείας μου τὴν Κιβωτό.

Καὶ τὸ πιό μακρυνό καὶ παραγκωνισμένο ρυάκι, κι ἀπ’ τὰ πουλιά τὸ μόνο ποὺ μ’ἀφήκαν,
- - - - τὸ σπουργίτι, κι ἀπὸ τὸ πενιχρό τῆς πίκρας λεξιλόγιο, δύο, κἄν τρία, λόγια:
- - - - ψωμί, καημός, ἀγάπη...

(Ὦ Καιροί ποὺ στρεβλώσατε τὸ οὐράνιο τόξο, κι ἀπ’ τὸ ραμφί τοῦ σπουργιτιοῦ ἀποσπάσατε
- - - - τὸ ψίχουλο, καὶ δέν ἀφήσατε μήτε μιὰ τόση δά φωνοῦλα καθαροῦ νεροῦ νὰ συλλαβίσῃ
- - - - στὴ χλόη τὴν ἀγάπη μου,

Ἐγώ, που ἀδάκρυτος ὑπόμεινα τὴν ὀρφάνια τῆς λάμψης, ὦ Καιροί, δέ συγχωρῶ!..)

Κι ὅταν, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τρώγοντας τὰ σπλάχνα, λιγοστέψῃ ὁ ἄνθρωπος, κι ἀπὸ τὴ μιά
- - - - στὴν ἄλλη

Γενεά, κυλῶντας τὸ Κακό, ἀποθηριωθῇ μὲς στὸ παντερειπωτικό οὐράνιο,

Τὰ λευκά τῆς μοναξιᾶς μου μόρια, πάνω ἀπὸ τὴ σκουριά τοῦ χαλασμένου κόσμου
- - - - στροβιλίζοντας, θὰ πᾶν νὰ δικαιώσουν τὴ μικρή μου σύνεση

Κι ἁρμοσμένα πάλι τοὺς ὁρίζοντες μακρυά θ’ ἀνοίξουν, ἕνα-ἕνα στὰ χείλη τοῦ νεροῦ
- - - - νὰ τρίξουν τὰ λόγια τὰ πικρά,

Τὸ παλιό μου τῆς ἀπελπισίας νόημα δίνοντας

Ὡσὰν δάγκωμα σὲ φύλλο οὐρανικοῦ εὐκαλύπτου, ἡ ἁγία τῶν ἡδονῶν ἡμέρα νὰ μυρίσῃ

Καὶ γυμνή ν’ ἀνέβῃ τὸ ρεῦμα τοῦ Καιροῦ ἡ Γυναῖκα ἡ Χλοοφόρος

Ποὺ μ’ἀργότη ἀνοίγοντας βασιλική τὰ δάχτυλα, μιά γιὰ πάντα θὰ στείλῃ τὸ πουλί

Στῶν ἀνθρώπων τὸν ἀνίερο κάματο, ἀπὸ κεῖ ποὺ ἔσφαλε ὁ Θεός, νὰ στάξῃ

Τρίλια τῆς Παράδεισος!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἑφτὰ μέρες γιὰ τὴν αἰωνιότητα

ΚΥΡΙΑΚΗ – Πρωί, στὸ Ναὸ τοῦ Μοσχοφόρου. Λέω: νὰ γίνῃ ἀληθινή σὰ δέντρο ἡ ὡραία Μυρτῶ∙ καὶ τ’ἀρνὰκι της, κοιτάζοντας ἴσια στὰ μάτια τὸ δολοφόνο μου, γιὰ μιὰ στιγμή, νὰ τιμωρήσῃ τὸ πικρότατο μέλλον.

ΔΕΥΤΕΡΑ – Παρουσία χλόης καὶ νεροῦ στὰ πόδια μου. Ποὺ θὰ πῇ πὼς ὑπάρχω. Πρὶν ἢ μετά τὸ βλέμμα ποὺ θὰ μ’ἀπολιθώσῃ, τὸ δεξί χέρι ψηλά κρατῶντας ἕνα πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Γιὰ νὰ ἱδρύσω τὰ Νέα Ζώδια.

ΤΡΙΤΗ – Ἔξοδος τῶν ἀριθμῶν. Πάλη τοῦ 1 μὲ τὸ 9 σὲ μιὰ παραλία πανέρημη, γεμάτη μαῦρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στὰ βράχια. Τὰ δυὸ παλιὰ κι ἀγαπημένα μου ἄλογα, χρεμετίζοντας ὄρθια πάνω ἀπὸ τοὺς ἀτμοὺς ποὺ ἀνεβάζει τὸ θειάφι τῆς θαλάσσης...

ΤΕΤΑΡΤΗ – Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ Κεραυνοῦ. Τὸ καμμένο χέρι ποὺ θὰ ξαναβλαστήσῃ. Νὰ ἰσιώσει τὶς πτυχές τοῦ κόσμου.

ΠΕΜΠΤΗ – Ἀνοιχτή θύρα. Σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλὲς ἀπὸ γεράνια, καὶ πιὸ πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιῶν στὸν ἥλιο... Ἕνας τράγος μηρυκάζει ἀργά τοὺς αἰῶνες, κι ὁ καπνός γαλήνιος, ἀνεβαίνει μεσ’ ἀπὸ τὰ κέρατα.
Τὴν ὥρα ποὺ κρυφά, στὴν πίσω αὐλή, φιλιέται ἡ κόρη τοῦ περιβολάρη, κι ἀπὸ τὴν πολλή ἀγαλλίαση μιὰ γλάστρα πέφτει καὶ τσακίζεται...
Ἄ, νὰ σώσω αὐτὸν τὸν ἦχο!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – Τῆς Μεταμορφώσεως τῶν γυναικὼν ποὺ ἀγάπησα χωρίς ἐλπίδα: Ἠχώ: Μά-ρί-νααα! Ἑ-λέ-νηηη!.. Κάθε χτύπος καμπάνας, κι ἀπὸ μιὰ πασχαλιά στὴν ἀγκαλιά μου... Ὕστερα φῶς παράξενο, καὶ δύο ἀνόμοια περιστέρια ποὺ μὲ τραβοῦν ψηλά σ’ἕνα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι...

ΣΑΒΒΑΤΟ – Κυπαρίσσι ἀπὸ τὸ σόι μου, ποὺ τὸ κόβουν ἄντρες βλοσυροί καὶ ἀμίλητοι: γι’ἀρρεβῶνα ἢ θάνατο. Σκάβουν τὸ χῶμα γύρω καὶ τὸ ραντίζουν μὲ γαρυφαλλόνερο...
...Ἔχοντας ἐγὼ κιόλας ἀπαγγείλει τὰ λόγια ποὺ ἀπομαγνητίζουν τὸ ἄπειρο!

--> Σελίς 0, 1, 2, 3, 4, [5]