- Ὀδυσσέας Ἐλύτης (β)
Ἥλιος ὁ πρῶτος
– ΙΙ –
- - - - - - - - - - - ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Πάει καιρός ποὺ ἀκούστηκεν ἡ τελευταία βροχὴ
Πάνω ἀπὸ τὰ μυρμήγκια καὶ τὶς σαῦρες
Τώρα ὁ οὐρανὸς καίει ἀπέραντος
Τὰ φροῦτα βάφουνε τὸ στόμα τους
Τῆς γῆς οἱ πόροι ἀνοίγουνται σιγά-σιγά
Καὶ πλάι ἀπ' τὸ νερὸ ποὺ στάζει συλλαβίζοντας
Ἕνα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τὸν ἥλιο!
Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ κείτεται στὶς πάνω ἀμμουδιὲς
Ἀνάσκελα φουμέρνοντας ἀσημοκαπνισμένα ἐλιόφυλλα
Τὰ τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αὐτιά του
Τὰ μυρμήγκια δουλεύουνε στὸ στῆθος του
Σαῦρες γλιστροῦν στὴ χλόη τῆς μασχάλης
Κι ἀπὸ τὰ φύκια τῶν ποδιῶν του ἀλαφροπερνᾶ ἑνα κῦμα
Σταλμένο ἀπ' τὴ μικρὴ σειρῆνα ποὺ τραγούδησε:
Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνό καμμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ το ἁλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ρῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρό ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθύ πλεούμενο τῆς μέρας!
Ἔρχονται σιγανές βροχές ραγδαῖα χαλάζια
Περνᾶν δαρμένες οἱ στεριές στὰ νύχια τοῦ χιονιᾶ
Ποὺ μελανιάζει στὰ βαθιά μ' ἀγριεμένα κύματα
Βουτᾶνε οἱ λόφοι στὰ πηχτά μαστάρια τῶν νεφῶν
Ὅμως καὶ πίσω ἀπ' ὅλα αὐτά χαμογελᾷς ἀνέγνοια
Καὶ ξαναβρίσκεις τὴν ἀθάνατη ὥρα σου
Ὅπως στὶς ἀμμουδιές σὲ ξαναβρίσκει ὁ ἥλιος
Ὅπως μὲς στὴ γυμνή σου ὑγεία ὁ οὐρανός.
– ΙV –
Πίνοντας ἥλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τὰ μάρμαρα
Δρασκελίζοντας ἀμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας μὲ τὸ καμάκι
Ἕνα τάμμα ψάρι ποὺ γλυστρᾶ
Βρῆκα τὰ φύλλα ποὺ ὁ ψαλμὸς τοῦ ἥλιου ἀποστηθίζει
Τὴ ζωντανή στεριά ποὺ ὁ πόθος χαίρεται
Ν' ἀνοίγῃ.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω τὸ χέρι μου στὶς φυλλωσιὲς τοῦ ἀνέμου
Οἱ λεμονιὲς ἀρδεύουνε τὴ γύρη τῆς καλοκαιριᾶς
Τὰ πράσινα πουλιά σκίζουν τὰ ὄνειρά μου
Φεύγω μὲ μιά ματιά,
Ματιὰ πλατιά ὅπου ὁ κόσμος ξαναγίνεται
Ὄμορφος ἀπὸ τὴν ἀρχή στὰ μέτρα τῆς καρδιᾶς!
– V –
Ποιό μπουμποῦκι ἀκόμη ἀνέραστο ἀπειλεῖ τὴ μέλισσα;
Ὁ ἄνεμος βρίσκει μιὰ παρέα φυλλώματα κυματιστά
Ἡ στεριὰ σκαμπανεβάζει
Στὸν ἀφρό τῶν χόρτων οἱ μουριές ἀνοίγουν τὰ πανιά –
Τὸ τελευταῖο ταξίδι μοιάζει μὲ τὸ πρῶτο-πρῶτο.
Ὢ νὰ σπάσουν οἱ πέτρες νὰ λυγίσουνε τὰ θυμωμένα σίδερα
Ὁ ἀφρός νὰ φτάσῃ ὥς τὴν καρδιά ζαλίζοντας τὰ θεριεμένα μάτια
Ἡ θύμηση νὰ γίνῃ ἕνα κλαδάκι δυόσμου ἀμάραντο
Κι ἀπὸ τὴ ρίζα του νὰ ὁρμήσουν ἄνεμοι γιορτῆς –
Ἐκεῖ νὰ γείρουμε τὸ μέτωπο
Τ' ἀστραφτερά μας πράγματα νά 'ναι κοντά
Στὴν πρώτη ἁπλοχεριά τοῦ πόθου
Ἡ κάθε γλῶσσα νὰ μιλῇ τὴν καλωσύνη τῆς ἡμέρας
Ἥμερα νὰ χτυπάει στὶς φλέβες ὁ παλμὸς τῆς γῆς!
– VII –
Κάτω στῆς μαργαρίτας τὸ ἁλωνάκι
Στῆσαν χορό τρελλό τὰ μελισσόπουλα
Ἱδρώνει ὁ ἥλιος τρέμει τὸ νερό
Φωτιᾶς σουσάμια σιγοπέφτουνε
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τὸν μελαψό οὐρανό!
Μὲ χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά
Τσουρουφλισμένα στὸ τσακμάκι τοῦ οἴστρου
Ἐέ! ἐέ! Τραντάζοντας διαβαίνουν οἱ ἁμαξάδες
Στὸ λάδι τῆς κατηφοριᾶς τ' ἀλόγατα βουλιάζουν
Τ' ἀλόγατα ὀνειρεύονται
Μιὰ πολιτεία δροσερή μὲ γοῦρνες μαρμαρένιες,
Ἕνα τριφύλλι σύννεφο ἕτοιμο νὰ χυθῇ
Στοὺς λόφους τῶν λιγνῶν δεντρῶν ποὺ ζεματᾶν τ' αὐτιά τους
Στὰ ντέφια τῶν μεγάλων κάμπων ποὺ χοροπηδᾶν τὶς καβαλίνες τους.
Πέρα μὲς στὰ χρυσά νταριά κοιμοῦνται ἀγοροκόριτσα
Ὁ ὕπνος τοὺς μυρίζει πυρκαγιά
Στὰ δόντια τους ὁ ἥλιος σπαρταράει
Ἀπ' τὴ μασχάλη τοὺς γλυκά στάζει τὸ μοσχοκάρυδο
Κι ἡ ἄχνα πιωμένη μὲ βαριές χτυπιές παραπατᾷ
Στὴν ἀζαλιά, στὴν ἔλισσα καὶ στὴ μοσκοϊτιά!
– VIII –
Ἔζησα τ' ὄνομα το ἀγαπημένο
Στὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ἐλιᾶς
Στὸν ρόχθο τῆς ἰσόβιας θάλασσας...
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ λιθοβόλησαν δὲν ζοῦνε πιά
Μὲ τὶς πέτρες τοὺς ἔχτισα μιὰ κρήνη
Στὸ κατῶφλι της ἔρχονται χλωρά κορίτσια
Τὰ χείλια τους κατάγονται ἀπὸ τὴν αὐγή
Τὰ μαλλιὰ τοὺς ξετυλίγονται βαθιά στὸ μέλλον.
Ἔρχονται χελιδόνια τὰ μωρά τοῦ ἀνέμου
Πίνουν πετοῦν νὰ πάῃ μπροστά ἡ ζωή
Τὸ φόβητρο τοῦ ὀνείρου γίνεται ὄνειρο
Ἡ ὀδύνη στρίβει τὸ καλό ἀκρωτῆρι –
Καμμιά φωνὴ δέν πάει χαμένη στοὺς κόρφους τ' οὐρανοῦ!
Ὢ ἀμάραντο πέλαγο τί ψιθυρίζεις πές μου
Ἀπὸ νωρίς εἶμαι στὸ πρωινό σου στόμα
Στὴν κορυφήν ὁπου προβάλλ' ἡ ἀγάπη σου
Βλέπω τὴ θέληση τῆς νύχτας νὰ ξεχύνῃ τ' ἄστρα
Τὴ θέληση τῆς μέρας νὰ κορφολογάῃ τὴ γῆ.
Σπέρνω στοὺς κάμπους τῆς ζωῆς χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στὸ τίμιο ἀγέρι
Ὡραῖα γερά παιδιὰ ποὺ ἀχνίζουν καλωσύνη
Καὶ ξέρουν ν' ἀτενίζουν τοὺς βαθειούς ὁρίζοντες
Ὅταν ἡ μουσική ἀνεβάζῃ τὰ νησιά.
Χάραξα τ' ὄνομα το ἀγαπημένο
Στὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ἐλιᾶς
Στὸν ρόχθο τῆς ἰσόβιας θάλασσας...
– IX –
Ὁ κῆπος ἔμπαινε στὴ θάλασσα
Βαθύ γαρύφαλο ἀκρωτῆρι
Τὸ χέρι σου ἔφευγε μὲ τὸ νερό
Νὰ στρώσῃ νυφικό τὸ πέλαγος
Τὸ χέρι σου ἄνοιγε τὸν οὐρανό!
Ἄγγελοι μ' ἕντεκα σπαθιά
Πλέανε πλάι στ' ὄνομά σου
Σκίζοντας τ' ἀνθισμένα κύματα
Κάτω μπατέρναν τὰ λευκά πανιά
Σ' ἀπανωτές σπιλιάδες γραίγου!
Μ' ἄσπρα τριανταφυλλαγκάθια
Ἕραβες φιόγκους προσμονῆς
Γιὰ τὰ μαλλιά τῶν λόφων τῆς ἀγάπης σου
Ἔλεγες: Ἡ χτενίστρα τοῦ φωτὸς
Εἶναι πηγή στὴ γῆ ποὺ διασκεδάζει.
Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο τοῦ γέλιου
Ὢ ἐγγονούλα τῆς γρια-λιακάδας
Μέσ' ἀπ' τὰ δέντρα πείραζες τὶς ρίζες
Ἄνοιγες τὰ χωνάκια τοῦ νεροῦ
Ραβδίζοντας τῆς λησμονιᾶς τὰ τζίτζιφα!
Ἢ πάλι νύχτα μ' ἄσωτα βιολιά
Μέσα στοὺς μισοχαλασμένους μύλους
Κρυφομιλοῦσες μὲ μιὰ μάγισσα
Στοὺς κόρφους σου ἔκρυβες μιὰ χάρη
Ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο τὸ φεγγάρι.
Φεγγάρι ἐδῶ φεγγάρι ἐκεῖ
Αἴνιγμα διαβασμένο ἀπὸ τὴ θάλασσα
Γιὰ τὸ δικό σου τὸ χατίρι
Ὁ κῆπος ἔμπαινε στὴ θάλασσα
Βαθύ γαρύφαλο ἀκρωτῆρι!
– XI –
- - - - - - - - - - - ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ
Μὲ ὄρτσα ψυχή μὲ ἅρμη στὰ χείλια
Μὲ ναυτικά καὶ μὲ σαντάλια κόκκινα
Σκαλώνει μὲς στὰ σύννεφα
Πατάει τὰ φύκια τ' οὐρανοῦ!
Ἡ αὐγὴ σφυρίζει στὴν κοχύλα της
Μιὰ πλώρη ἔρχεται ἀφρίζοντας –
Ἄγγελοι! Σία τὰ κουπιά,
Ν' ἀράξῃ ἐδῶ ἡ Εὐαγγελίστρια!
Κάτω στὴ γῆ πὼς καμαρώνει τὸ ἀρχοντολόι τοῦ περβολιοῦ!
Ὅταν γυρίζῃ ὁ ἀλάδανος τὸ ἀχτένιστο κεφάλι του
Οἱ χαβοῦζες ξεχειλίζουνε
Κι ἡ Εὐαγγελίστρια μπαίνει
Γυμνή σταλάζοντας ἀφρούς μὲ ἀστερία στὸ μέτωπο
Μὲ ἀγέρι μοσχοκάρφης στὰ λυτά μαλλιά
Κι ἕνα καβούρι ποὺ τρικλίζει ἀκόμη στὸν ἡλιοκαμμένον ὦμο της!
– Νονά τῶν ἄσπρων μου πουλιῶν
Γοργόνα Εὐαγγελίστρα μου!
Τί μπάλλες θαλασσιά γαρούφαλλα ρίχνουν στὸ μῶλο τὰ κανόνια σου
Πόσες ἁρμάδες κοχυλιῶν βουλιάζουνε οἱ φωτιές σου
Καὶ πὼς λυγᾷς τὶς φοινικιές ὅταν τρελαίνεται ὁ γαρμπής
Καὶ σούρνει ἄμμους καὶ βότσαλα!
Περνᾶν οἱ ἐλπίδες μὲς στὰ μάτια της
Μὲ βάρκες ἀπὸ σουπιοκόκκαλο
Στὰ τρία δελφίνια ποὺ χοροπηδοῦν
Πίσω τῆς φλοκωτές παντιέρες ἀνεμίζουνε!
– Ἂχ μὲ τί βιόλες μὲ τί πασχαλιές
Θὰ κάρφωνα ἔλεος μιὰν εὐχή στὰ στήθια σου
Νὰ ὅριζες ἄλλο ριζικό μου ἐμένα!
Δὲν τὴν ἀντέχω τὴ στεριά
Δὲ μὲ βαστᾶνε οἱ νεραντζιές
Δῶσε νὰ πάω γιὰ τ' ἀνοιχτά μὲ μπαλωθιές καὶ σήμαντρα!
Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
Κιόλας ἀκούω τραχειά φωνή ψηλά πάνω ἀπ' τὶς ντάπιες
Χτυπάει χτυπάει στὶς χάλκινες ἀμπάρες
Χτυπάει χτυπάει κι ἀντρειεύεται,
Στράφτουν σὰν ἥλιοι τὰ τσαπράζια της
Ἂχ καὶ προστάζει – δὲν ἀκοῦς; –
Ἂχ καὶ προστάζει: ἡ Μπουμπουλίνα!
Κι ἡ Παναγία χαίρεται ἡ Παναγία χαμογελᾷ
Τὸ πέλαγο ἔτσι ποὺ κυλάει βαθειά πόσο τῆς μοιάζει!
– Ναί βρὲ κεφάλι ἀγύριστο
Ναί βρὲ ναυτάκι τοῦ περιβολιοῦ
Στὸν ὕπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!
Τώρα μὲ ψάθα γυριστή καὶ μὲ σαντάλια κόκκινα,
Μ' ἕνα σουγιά στὸ χέρι
Πάει τὸ ναυτάκι τοῦ περιβολιοῦ
Κόβει τὰ κίτρινα σκοινιά
Λασκάρει τ' ἄσπρα σύννεφα
Ἡ αὐγή σφυρίζει στὴν κοχύλα της
Μπαρούτι σκάει στὰ ὄνειρα
Λὰμπρή στὰ φύκια τ’ οὐρανοῦ!
– XIII –
Αὐτός ὁ ἀγέρας ποὺ χαζεύει μὲς στὶς κυδωνιές
Τὸ ζουζούνι αὐτό ποὺ πιπιλάει τὰ κλήματα
Ἡ πέτρα ποὺ ὁ σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αὐτές οἱ θημωνιές μέσα στ' ἁλώνια
Ποὺ καμώνουνται τὸν γίγα σὲ μωρά παιδιά ξυπόλυτα.
Οἱ ζωγραφιὲς τοῦ ἀνάστα ὁ Θεός
Στὸν τοῖχο ποὺ ἔξυσαν τὰ πεῦκα μὲ τὰ δάχτυλά τους
Ὁ ἀσβέστης ποὺ βαστάει στὴ ράχη του τὰ μεσημέρια
Καὶ τὰ τζιτζίκια, τὰ τζιτζίκια μὲς στ' αὐτιά τῶν δέντρων!
Μεγάλο καλοκαίρι ἀπὸ κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι ἀπὸ φελλό
Τὰ κόκκινα πανιὰ λοξά στὰ σαγανάκια
Στὸν πάτο ζῶα κατάξανθα σφουγγάρια
Τῶν βράχων φυσαρμόνικες
Πέρκες ἀπὸ τὶς δαχτυλιές ἀκόμη τοῦ κακοῦ ψαρᾶ
Ξέρες περήφανες στὶς πετονιές τοῦ ἥλιου.
Ἕνα καὶ δυό: τὴ μοῖρα μας δέν θὰ τὴν πῇ κανένας!
Ἕνα καὶ δυό: τὴ μοῖρα τοῦ ἥλιου θὰ τὴν ποὺμ’ ἐμεῖς!
– XIV –
Στὰ χτήματα βαδίσαμε ὅλη μέρα
Μὲ τὶς γυναῖκες τοὺς ἥλιους τὰ σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ἤπιαμε νερό
Φρέσκο καθὼς ξεπήδαγε ἀπὸ τοὺς αἰῶνες!
Τὸ ἀπομεσήμερο γιὰ μιὰ στιγμή καθίσαμε
Καὶ κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στὰ μάτια.
Μιὰ πεταλοῦδα πέταξε ἀπ' τὰ στήθια μας
Ἤτανε πιό λευκή
ἀπ' τὸ μικρό λευκό κλαδὶ τῆς ἄκρης τῶν ὀνείρων μας
Ξέραμε πὼς δὲν ἦταν νὰ σβηστῇ ποτὲς
Πῶς δὲ θυμότανε καθόλου τί σκουλήκια ἔσερνε.
Τὸ βράδυ ἀνάψαμε φωτιά
Καὶ τραγουδούσαμε γύρω-τριγύρω:
Φωτιά ὡραῖα φωτιά μὴ λυπηθῇς τὰ κούτσουρα
Φωτιἀ ὡραῖα φωτιά μὴ φτάσῃς ὥς τὴ στάχτη
Φωτιά ὡραῖα φωτιά καῖγε μας
- -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - λέγε μας τὴ ζωή!
Ἐμεῖς τὴ λέμε τὴ ζωή τὴν πιάνουμε ἀπ' τὰ χέρια
Κοιτάζουμε τὰ μάτια της πού μᾶς ξανακοιτάζουν!
Κι ἂν εἶναι αὐτό πού μᾶς μεθάει μαγνήτης τὸ γνωρίζουμε
Κι ἂν εἶναι αὐτό πού μᾶς πονάει κακό τὸ 'χουμε νιώσει
Ἐμεῖς τὴ λέμε τὴ ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Καὶ χαιρετοῦμε τὰ πουλιά της ποὺ μισεύουνε
Εἴμαστε ἀπὸ καλή γενιά.
– XVIII –
Ψηλά μ' ἕναν πυρσό ἀπὸ στάχυα ἡ λεβεντιά
Προχωρεῖ μὲς στὰ κύματα καὶ τραγουδάει:
Ὦ παιδιά ποὺ μὲ νιώθετε – πατριωτάκια τοῦ ἥλιου
Μὲ βέργες καὶ παράξενα πουλιά στὰ χέρια
Μὲ χλοερές καρδιές καὶ μάτια καθαρά
Ποὺ ἀκοῦτε ἀπὸ τὶς παραλίες τὴν ἀνατολή νὰ βουίζῃ
Ζεσταίνοντας στὴν ἀγκαλιά σας ἕνα φῶς ἀπέραντο
Ἀπὸ τὴν ἄκρη τ' οὐρανοῦ ὥς τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς
Μὲ πεῖσμα πορφυρό – πατριωτάκια τοῦ ἥλιου
Ποὺ λέτε: ὁ μόνος δρόμος εἶναι ἡ ἀνατολή!
Τῆς ἐλιᾶς καὶ τῆς συκιᾶς καὶ τοῦ κυπαρισσιοῦ
Τῶν ἀμπελιῶν τῶν ξεροπόταμων καὶ τῶν μεγάλων τρούλλων
Ἡ γῆ ἀκουμπάει ἀπὸ τὴ μιά μεριά στὴν ὄχθη τῶν ὀνείρων σας –
Ἀκοῦστε με, εἶμαι ἀπὸ τοὺς δικούς σας δῶστε μου ἕνα χέρι
Ποὺ ν' ἀγαπάῃ μεμιᾶς νὰ κόβῃ τὰ ὁλόκληρα ὄνειρα
Νὰ κολυμπάῃ ἐλεύθερα στὰ νιάτα τῶν νεφῶν!
Ἡ γῆ μιλάει κι ἀκούγεται ἀπ' τὸ ρῖγος τῶν ματιῶν.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Παραλλαγὲς πάνω σὲ μιὰν ἀχτῖδα
Κόκκινο
Τὸ στόμα ποὺ εἶναι δαίμονας μιλιά κρατήρας
Φαΐ τῆς παπαρούνας αἷμα τοῦ καημοῦ
Ποὺ εἶναι μεγάλο κίμινο τῆς Ἄνοιξης
Τὸ στόμα σου μιλάει μὲ τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τὰ δέντρα λιγώνει ὅλη τὴ γῆ
Χύνει μὲς στὸ κορμί τὴν πρώτη ἀνατριχίλα!
Σπουδαία τοῦ δάχτυλου εὐωδιά τὸ πάθος μου πληθαίνει
Τὸ μάτι μου ἀνοιχτό πονάει στ' ἀγκάθια
Δέν εἶναι ἡ βρύση ποὺ ποθεῖ τῶν δυό στηθιῶν τὰ ὀρνίθια
Ὅσο τὸ βούισμα τῆς σφήκας στοὺς γυμνούς γοφούς!
Δῶστε μου τὴν οὐλή τοῦ ἀμάραντου τὰ μάγια
Τῆς κλώστρας κοπελλιᾶς
Τὸ ἀντίο, τὸ ἔρχομαι, τὸ θὰ σοῦ δώσω
Σπηλιές ὑγείας θὰ τὸ πιοῦνε στὴν ὑγεία τοῦ ἥλιου
Ὁ κόσμος θά 'ναι ἢ ὁ χαμός ἢ τὸ διπλό ταξίδι
Ἐδῶ στου ἀνέμου τὸ σεντόνι ἐκεῖ στου ἀπείρου τὴ θωριά!
Βίτσα τουλίπα μάγουλο τῆς ἔγνοιας
Σπλάχνο δροσᾶτο τῆς φωτιᾶς
Θὰ ρίξω ἀνάσκελα τὸν Μάη θὰ τὸν σφίξω στὰ μπράτσα μου
Θὰ τὸν δείρω τὸν Μάη θὰ τὸν σπαράξω!
Κίτρινο
Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές καὶ χρώματα ἠχερά
Στὸ μακρυνό ξωκκλήσι τοῦ πουνέντε...
Χούγια καὶ ντάν! ξεχύθηκεν ἀπ' τὶς καμπάνες ὁ ἄνεμος
Κι ὅλο τὸ πέλαγο μακριά χούγια καὶ ντάν! χούγια καὶ ντάν!
Βοσκάει μὲ τρελλοκαμπανάκια...
Καὶ πᾶν αὐτές τώρα γυμνές ἀπὸ τὴ μέση ὥς πάνω
Με ἀλάργα ψάθα ρῶγα κρεμεζιά νάζι ἀπὸ στάχυ
Λοξό μὲ πεταλοῦδα στὸ δεξί βυζί τὸ ἀντάρτικο
Τρεῖς τέσσερις δεκάξι ὀγδόντα ἢ ἑκατό
Πᾶν καὶ μαλώνουν τὰ παιδιὰ τῆς γῆς τῆς χορτοαρχόντισσας
Πᾶν καὶ φυσοῦν φοῦρκες φωτιᾶς μὲ σάλπιγγες στ' ἁλώνια
Καῖνε σανό λυώνουν φλουριά θυμιάζουνε μὲ ἀνθόσκονη
Κρόκων τὰ στέρνα τῆς στεριᾶς τόσο ποὺ τρέμει πιά
Μαίνεται ἀπὸ καναρινιές ριπές ὁ αἰθέρας κι ὅλο ἀστράφτει
Βράζει μὲ θειάφι στὸ γιαλό μὲ καλαμιές στὸν κάμπο...
Κορίτσια μή! Μὲ τί καρδιά νὰ ὁρμήσουνε τ' ἀηδόνια!
Μή! Μὲ τί σκίρτημα νεροῦ νὰ βγοῦνε οἱ περγκολιές!
Πῶς νὰ χωρέσῃ ὁ οὐρανός σὲ μιὰ κοχύλα ρόδινη
Κορίτσια πῶς νὰ μαντευτῇ ἀπ' τὰ μάτια σας τὸ φῶς!
Ἡ Πορτοκαλένια
- - - - - - - - - - - στὸν Ἀνδρέα Καμπὰ
Τόσο πολύ τὴ μέθυσε ὁ χυμός τοῦ ἥλιου
Που ἔγειρε τὸ κεφάλι της καὶ δέχτηκε νὰ γίνῃ
Σιγά-σιγά ἡ μικρή Πορτοκαλένια!
Ἔτσι καθὼς γλαυκόλαμψαν οἱ ἑφτά οὐρανοί
Ἔτσι καθὼς ἄγγιξαν μιὰ φωτιά τὰ κρύσταλλα
Ἔτσι καθὼς ἀστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οἱ ἄγγελοι καὶ κάτω οἱ κοπελλιές
Σάστισαν πάνω οἱ πελαργοί καὶ κάτω τὰ παγόνια
Κι ὅλα μαζὶ συνάχτηκαν κι ὅλα μαζί τὴν εἶδαν
Κι ὅλα μαζί τὴ φώναξαν Πορτοκαλένια!
Μεθάει τὸ κλῆμα κι ὁ σκορπιός μεθάει ὁ κόσμος ὅλος
Ὅμως τῆς μέρας ἡ κεντιά τὸν πόνο δέν ἀφήνει
Τὴ λέει ὁ νᾶνος ἐρῳδιός μέσα στὰ σκουληκάκια
Τὴ λέει ὁ χτύπος τοῦ νεροῦ μὲς στὶς χρυσοστιγμές
Τὴ λέει κι ἡ δρόσο στοῦ καλοῦ βοριᾶ τὸ ἀπανωχείλι:
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Ὅπως σὲ ξέρει τὸ φιλί κανένας δέν σὲ ξέρει
Μήτε σὲ ξέρει ὁ γελαστός θεός
Ποὺ μὲ τὸ χέρι του ἀνοιχτό στὴ φλογερή ἀντηλιά
Γυμνή σὲ δείχνει στοὺς τριανταδυό του ανέμους!
Μενεξελὶ
Σὰν φέρετρο ποὺ προχωρεῖ ἐνῷ κρυφά ὁ νεκρὸς
Ἀφήνει ἕνα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι ἡ Ἀττικὴ τοῦ σιγοψιθυρίζει καλησπέρα...
Σὰν κηπουρός ποὺ τυραννιέται σκύβοντας
Μέσα στὰ συρματόσκοινα καὶ τὶς ἑβραίισσες πέτρες
Μὰ δέν ἀκούει τὸ πάθος τῆς νεραντζανθιᾶς
Ὅταν φοράῃ τὸν ἄνεμο καὶ γνέφῃ μὲ χορτάρια
Πέρα στὸ σέλας τῶν πλωτῶν βουνῶν
Κι ἀπὸ τὸ ἂχ τοῦ ἀμπελουργοῦ τρομάζουνε τὰ σύννεφα...
Ἡ γῆ συνάζει ὁλόγυρα τοὺς γαλαξίες τῶν δέντρων της
Καὶ μὲς στὴ μέση τους γεννάει μιὰ λίμνη μὲ νερά
Ἡ γῆ ἑτοιμάζει τὰ σεντόνια της:
Ἀμάραντους πιό τρυφερούς κι ἀπὸ κουμπάκια ἀγγέλων
Βολβούς πιό πράους στὸ μέτρημα κι ἀπὸ ἴσκιους τ' οὐρανοῦ.
Λάμπει ψηλά ὁλομόναχο τὸ ἀνεμαλώνι
Μολόχες ντύνονται καὶ πᾶν στοὺς τάφους γιὰ κεριά
Σφυρίζει ἕνα βαπόρι μακρυνό ποὺ χάνεται...
Κι ὅπως μὲ τρεῖς κλωστές καπνοῦ λέει τὸν ἑσπερινό
Ἤρεμη στέγη μὲ τὴν καμινάδα της
Μιὰ νυχτερίδα πιάνεται μὲς στὰ μαλλιά τῆς δύσης...