- Ὀδυσσέας Ἐλύτης (α)


--> Σελίς 0, [1], 2, 3, 4, 5

Τοῦ Αἰγαίου


– Ι –

Ὁ ἔρωτας
Τὸ ἀρχιπέλαγος
Κι ἡ πρώρα τῶν ἀφρῶν του
Κι οἱ γλάροι τῶν ὀνείρων του
Στὸ πιό ψηλό κατάρτι του ὁ ναύτης ἀνεμίζει
Ἕνα τραγοῦδι

Ὁ ἔρωτας
Τὸ τραγούδι του
Κι οἱ ὁρίζοντες τοῦ ταξιδιοῦ του
Κι ἡ ἠχώ τῆς νοσταλγίας του
Στὸν πιό βρεμένο βράχο της ἡ ἀραβωνιαστικιὰ προσμένει
Ἕνα καράβι

Ὁ ἔρωτας
Τὸ καράβι του
Κι ἡ ἀμεριμνησία τῶν μελτεμιῶν του
Κι ὁ φλόκος τῆς ἐλπίδας του
Στὸν πιό ἐλαφρό κυματισμό του ἕνα νησὶ λικνίζει
Τὸν ἐρχομό.

– ΙΙ –

Φλοῖσβος φιλὶ στὴ χαϊδεμένη του ἄμμο – Ἔρωτας
Τὴ γαλανή του ἐλευθερία ὁ γλάρος
Δίνει στὸν ὁρίζοντα
Κύματα φεύγουν ἔρχονται
Ἀφρισμένη ἀπόκριση στ’ αὐτιὰ τῶν κοχυλιῶν.

Ποιός πῆρε τὴν ὁλόξανθη καὶ τὴν ἠλιοκαμμένη;
Ὁ μπάτης μὲ τὸ διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανὶ τοῦ ὀνείρου
Μακριά
Ἔρωτας τὴν ὑπόσχεσή του μουρμουρίζει – Φλοῖσβος.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Κλίμα τῆς ἀπουσίας

– Ι –

Ὅλα τὰ σύννεφα στὴ γῆ ἐξομολογήθηκαν
Τὴ θέση τους ἕνας καημός δικός μου ἐπῆρε

Κι ὅταν μεσ’ στὰ μαλλιά μου μελαγχόλησε
Τὸ ἀμετανόητο χέρι

Δέθηκα σ’ ἕνα κόμπο λύπης.

– ΙΙ –

Ἡ ὥρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Μὲ τὸ δέντρο της ἀμίλητο
Πρὸς τὴ θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Μὲ τὴν ὄψη της ἀκίνητη
Πρὸς τὴ θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως ἔρωτα
Μὲ τὸ στόμα της ἀνένδοτο
Πρὸς τὴ θάλασσα

Κι ἐγώ – μεσ’ στὴ Γαλήνη ποὺ σαγήνεψα.

– ΙΙΙ –

Ἀπόγευμα
Κι ἡ αὐτοκρατορική του ἀπομόνωση
Κι ἡ στοργή τῶν ἀνέμων του
Κι ἡ ριψοκίνδυνη αἴγλη του
Τίποτε νὰ μὴν ἔρχεται Τίποτε
Νὰ μὴ φεύγει

Ὅλα τὰ μέτωπα γυμνά

Καὶ γιὰ συναίσθημα ἕνα κρύσταλλο.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Δεύτερη Φύση

– ΙΙ –

Ὁ χρόνος εἶναι γρήγορος ἴσκιος πουλιῶν
Τὰ μάτια μου ὀρθάνοιχτα μεσ’ στὶς εἰκόνες του

Γύρω ἀπ’ τὴν ὁλοπράσινη ἐπιτυχία τῶν φύλλων
Οἱ πεταλοῦδες ζοῦν μεγάλες περιπέτειες

Ἐνῷ ἡ ἀθῳότητα
Ξεντύνεται τὸ τελευταῖο της ψέμμα

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
ἡ Ζωή.

– ΙΙΙ –
- - - - - - - - - - - ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Πρὶν ἀπ’ τὰ μάτια μου ἤσουν φῶς
Πρὶν ἀπ’ τὸν Ἔρωτα ἔρωτας
Κι ὅταν σὲ πῆρε τὸ φιλὶ
Γυναῖκα!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἑπτὰ νυχτερινὰ ἑπτάστιχα

– ΙΙ –

Εὐνοϊκές ἀστροφεγγιές ἔφεραν τὴ σιωπή
Καὶ πίσω ἀπ’ τὴ σιωπή μιὰ μελῳδία παρείσαχτη
Ἐρωμένη
Ἀλλοτινῶν ἤχων γόησσα

Μένει τώρα ὁ ἴσκιος ποὺ ἀτονεῖ
Καὶ ἡ ραϊσμένη ἐμπιστοσύνη του
Καὶ ἡ ἀθεράπευτη σκοτοδίνη τοῦ – ἐκεῖ.

– ΙΙΙ –

Ὅλα τὰ κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Ὅλα τὰ δάχτυλα
Σιωπὴ

Ἔξω ἀπὸ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο τοῦ ὀνείρου
Σιγὰ σιγὰ ξετυλίγεται
Ἡ ἐξομολόγηση
Καὶ σὰν θωριά λοξοδρομάει πρὸς τ’ ἄστρα!

– ΙV –

Ἕνας ὦμος ὁλόγυμνος
Σὰν ἀλήθεια
Πληρώνει τὴν ἀκρίβεια του
Στὴν ἄκρια τούτη τῆς βραδιᾶς
Ποὺ φέγγει ὁλομόναχη
Κάτω ἀπ’ τὴ μυστικιά ἡμισέληνο
Τῆς νοσταλγίας μου.

– V –

Τὴν ἀφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες

Τ’ ἀνοιχτὰ μπράτσα της γεμίσανε ὕπνο
Τὰ ξεκούραστα μαλλιά της ἄνεμο
Τὰ μάτια της σιωπή.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Παράθυρα πρὸς τὴν πέμπτη ἐποχὴ

– ΙΙΙ –

Τί ὄμορφη! Ἔχει πάρει τὴ μορφὴ τῆς σκέψης ποὺ τὴν αἰσθάνεται ὅταν αὐτή αἰσθάνεται πὼς τῆς εἶναι ἀφιερωμένη...

– ΙV –

Στ’ ἀμπέλια ποὺ δὲν ἔχουνε ἡλικία κρύφτηκαν οἱ καλοκαιρινές μου ἐγκαταλείψεις. Ἕνας κυματισμός ὀνείρου τραβήχτηκε τ’ ἄφησε ἐκεῖ δέ ρώτησε. Στὰ κουφά δίχτυα τους τὸ βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες. Τὰ στόματα μοιάσανε στὰ χρώματα φύγαν μεσ’ ἀπὸ τ’ ἄνθη. Τὰ νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τὴ μιλιά τους νυχτερινή κι ἄθικτη.

Εἶναι γιὰ νὰ μὴ ξέρεις τίποτε.

Κι ὅμως πίσω ἀπὸ τ’ ἀγνοημένο αὐτὸ βουναλάκι ὑπάρχει ἕνα συναίσθημα. Δὲν ἔχει δάκρυα οὔτε συνείδηση.

Δέ φεύγει δέν ἐπιστρέφει.

– VΙ –

Ἕνα ζαρκάδι τρέχει τὴν κορυφογραμμά. Κι ἐσὺ δὲν ξέρεις τίποτε γι’ αὐτό εἶναι τόσο καθαρό τὸ διάστημα. Κι ἂν μάθεις ποτέ, ἡ βροχὴ ποὺ θὰ σὲ κατακλύσει λυπητερή θὰ εἶναι.

Φεῦγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στὴ λύτρωσή σου φεύγα ζωή σὰν κορυφογραμμή!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Διόνυσος

– α’ –

Μὲ δάδες ποὺ ξενύχτησαν μέσ’ στὶς ὀργιάζουσες πλαγιές τῶν ξανθῶν ὀρχηστρίδων
Καὶ μὲ γαλάζιους σταλακτίτες ποὺ μεγάλωσαν μέσα σὲ παραμύθια μὲ ὕαινες
Ἀντάμα μὲ χλωρές ἐπαύλεις ποὺ ἀνοίγονται στὸ γέλιο τους καὶ δὲ βρίσκουν πρωὶ
Μὰ ὅλα τὰ πυροφάνια τὶς τρελαίνουν στέλνοντας τὶς ὀπτασίες τους ἄθικτες
Μαζὶ μὲ τὶς ὑδρίες τῶν ὄρθρων ποὺ συμπερπατοῦν φωτοσκιασμένες μὲ ἤλεκτρο
Καὶ μὲ τοὺς πέπλους τῶν ξεχτένιστων ἐλπίδων ποὺ ἀτενίζουν τὸν ἑαυτό τους
- - - -πέρα στὶς μεταβλητές θωπεῖες τῶν ὁριζόντων
Οἱ ὧρες ἔρχονται ποὺ ἀγάπησαν τὶς ὦρες μας
Σὰν ἄσπρες ξεγνοιασιές ἀνεμόμυλων οἱ ὧρες ἔρχονται ποὺ ἀγάπησαν τὶς ὦρες μας
Μὲ βῆμα τελετουργικό σὲ λυγερή προϋπάντηση μαρτίων οἱ ὧρες ἔρχονται
- - - -ποὺ ἀγάπησαν τὶς ὦρες μας!

– ζ’ –

Κι αὔριο εἶναι πρωί – μὰ ἐμεῖς σήμερα θὰ καλπάσουμε πρὸς τὶς κρυψῶνες
- - - -τοῦ ἥλιου
Μὲ χρυσές μπρατσέρες θά 'βγουμε στὸν κίνδυνο πιὸ πέρ' ἀπ' τ' ἀκρωτήριό
- - - -τῆς καλῆς ἀνταύγειας
Πρὸς τὶς σπαθωτές φιλίες τῶν ὑποσχέσεων ποὺ ἔστησαν κιόσκια μὲς στὴ μέση
- - - - τῆς χαρᾶς
Ὑψώνοντας τὶς φλόγες των σὰν τ' ἀλαφριά κορμιά τῆς καλωσύνης
Θὰ ξαφνιάσουμε τὶς θαρραλέες σφενδόνες τοῦ οἴστρου μιᾶς ὠκεανοπορίας
Χτυπῶντας τὶς παλάμες μας ὥσπου ν' ἀκοῦσ' ἡ Γῆ κι ἀνοίξει ὅλα τὰ πέταλα
- - - -τῶν μυστηρίων της
Κι αὔριο εἶναι πρωί – μὰ ἐμεῖς σήμερα θὰ προσφέρουμε τὶς ὦρες μας προσάναμμα
- - - -στὴν ἀποφασισμένη προέλαση
Κι ἂς πᾶν τὰ τραύματα τῆς λύπης σ' ἄλλο μούχρωμα – σ' ἄλλον λιμναῖο καθρέφτη
- - - -νὰ σωπάσουν!
Ἂς κρυφτοῦν οἱ κύκνοι τῶν εὐαισθησιῶν μέσ’ στὴ χλωρίδα μίας ψιθυρισμένης ὀάσεως
Τὰ ὀργώματα τῆς λεβεντιᾶς εἶναι γιὰ θούρια πρασινάδας λυγισμένης μὲ ἄνεμο καὶ λόγο!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Οἱ κλεψύδρες τοῦ ἀγνώστου

– γ’ –

Πιό μακριά, πολύ μακριὰ τὸ πρᾶο τραπεζομάντιλο – ἡ συνάντηση
Καλημέρα, ποταμάκι μου! Εἶμαι μονάχος, εἴμαστε κι οἱ δυό μονάχοι μας!
Τὰ κρύσταλλα εὐωδιάσανε – τώρα μᾶς λείπει μόνο ἕνα καράβι
Ἕνα μαντίλι μόνο γιὰ νὰ διαγνώσουμε τὸ τέλος
Γιατί τόσους φακέλλους ἔλαβα γεμάτους σύννεφα καὶ θύελλες
Ποὺ διψῶ ἕνα στόμα νὰ μοῦ πῇ οὐρανός καὶ νὰ πλεύσουμε μαζί στὸ δέλτα τῶν ἐλπίδων...

Ἔτσι θὰ βγοῦμε ἀπ' τὸ μυαλό μας... οἱ κισσοὶ μεγάλωσαν τοὺς τοίχους τοῦ ἀπογέματος
Μὲ ἄμμο βαφτίστηκαν τὰ λόγια στὶς καρίνες βάφτηκαν κατράμι ἕτοιμα
Νὰ σαλπάρουν ἂν τοὺς πῇ ὁ Ἔρωτας – τὰ λόγια

Ὢ ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα τοῦ ἥλιου ἀπάνθισμα τῆς ἐξοχῆς
Κατὰ ποῦ θαυμάζεται ὁ ἄνεμος, πές μου κατὰ ποῦ ξεχύνονται οἱ κελαηδισμοὶ
Ποιάν ὄχθη ἀρέσουν, σήμερα εἶμαι νέος
Εἶμαι καλὸς ὥς τὶς πηγές τοῦ γέλιου μου, ἐκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι' ἀγγέλους
Κι ἀπὸ κάθε ἀδιαφορία σέρνεται μιὰ ξεσχισμένη εὐχὴ
Ποὺ μαζεύω – σήμερα εἶμαι νέος, αὐτό μοῦ ἀρκεῖ
Αὐτό μοῦ δίνει τὸ αἷμα μου πιό κόκκινο, ἕνα χελιδόνι κόκκινο ἕνα γράψιμο κόκκινο
Θά 'ρθουν πολλές γυναῖκες νὰ τὸ μοιραστοῦν ὥσπου νὰ γίνουν διάφανες
Θά 'ρθουν πολλές ματαιότητες γιὰ νὰ τὶς μοιραστοῦνε,
Ἡ εὔθυμη φασαρία μοιάζει ἀτέλειωτη, σπίθες ἀγγίζουν τὰ μετέωρα μέτωπα
Κι ὅλο τὸ μυστικὸ ἀληθεύεται σιγά-σιγά, γλυκά-γλυκὰ γίνεται μέρα
Σῶμα ζωντανό, ὕπαρξη, ἄνθρωπος.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἑλένη

Μὲ τὴν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς σκοτώθηκε τὸ καλοκαίρι
Μουσκέψανε τὰ λόγια που εἴχανε γεννήσει ἀστροφεγγιές
Ὅλα τὰ λόγια που εἴχανε μοναδικό τους προορισμόν Ἐσένα!
Κατὰ ποῦ θ' ἁπλώσουμε τὰ χέρια μας τώρα ποὺ δέ μᾶς λογαριάζει πιὰ ὁ καιρὸς
Κατὰ ποῦ θ' ἀφήσουμε τὰ μάτια μας τώρα ποὺ οἱ μακρινές γραμμές ναυάγησαν στὰ σύννεφα
Τώρα ποὺ κλείσανε τὰ βλέφαρά σου ἀπάνω στὰ τοπία μας
Κι εἴμαστε – σὰ νὰ πέρασε μέσα μας ἡ ὁμίχλη –
Μόνοι ὁλομόναχοι τριγυρισμένοι ἀπ' τὶς νεκρές εἰκόνες σου.

Μὲ τὸ μέτωπο στὸ τζάμι ἀγρυπνοῦμε τὴν καινούργια ὀδύνη
Δέν εἶναι ὁ θάνατος ποὺ θὰ μᾶς ρίξει κάτω μιά ποὺ Ἐσύ ὑπάρχεις
Μιά ποὺ ὑπάρχει ἀλλοῦ ἕνας ἄνεμος γιὰ νὰ σὲ ζήσει ὁλάκερη
Νὰ σὲ ντύσει ἀπὸ κοντά ὅπως σὲ ντύνει ἀπὸ μακριά ἡ ἐλπίδα μας
Μιά ποὺ ὑπάρχει ἀλλοῦ
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' ἀπὸ τὸ γέλιο σου ὥς τὸν ἥλιο
Λέγοντάς του ἐμπιστευτικά πὼς θὰ ξανασυναντηθοῦμε πάλι
Ὄχι δέν εἰναι ὁ θάνατος ποὺ θ' ἀντιμετωπίσουμε
Παρὰ μιὰ τόση δά σταγόνα φθινοπωρινῆς βροχῆς
Ἕνα θολό συναίσθημα
Ἡ μυρωδιά τοῦ νοτισμένου χώματος μέσ' στὶς ψυχές μας
ποὺ ὅσο πᾶν κι ἀπομακρύνονται

Κι ἂν δεν εἶναι τὸ χέρι σου στὸ χέρι μας
Κι ἂν δεν εἶναι τὸ αἷμα μας στὶς φλέβες τῶν ὀνείρων σου
Τὸ φῶς στὸν ἄσπιλο οὐρανό
Κι ἡ μουσική ἀθέατη μέσα μας ὤ! μελαγχολική
Διαβάτισσα ὅσων μᾶς κρατᾶν στὸν κόσμο ἀκόμα
Εἶναι ὁ ὑγρός ἀέρας ἡ ὥρα τοῦ φθινοπώρου ὁ χωρισμός
Τὸ πικρό στήριγμα τοῦ ἀγκῶνα στὴν ἀνάμνηση
Ποὺ βγαίνει ὅταν ἡ νύχτα πάει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὸ φῶς
Πίσω ἀπὸ τὸ τετράγωνο παράθυρο ποὺ βλέπει πρὸς τὴ θλίψη
Ποὺ δὲ βλέπει τίποτε
Γιατι ἔγινε κιόλας μουσική ἀθέατη φλόγα στὸ τζάκι χτύπημα τοῦ μεγάλου ρολογιοῦ στὸν τοῖχο
Γιατι ἔγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' ἄλλον στίχο ἀχός παράλληλος μὲ τὴ βροχή δάκρυα καὶ λόγια
Λόγια ὄχι σὰν τ' ἄλλα μὰ κι αὐτά μ' ἕνα μοναδικό τους προορισμόν: Ἐσένα!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Αἰθρίες

– ΙV –

Χρυσίζει ὁ κόπος τοῦ καλοκαιριοῦ ἡ δίκαιη
Τοῦ ἥλιου ὑπόσταση. Νά στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμμένα στὸ αἴσθημα!

Κι ὁ κάμπος κυματίζει ὁ Ἐρωτας
Κυματίζει ὁ κρύφιος κόσμος

Καθαρός ὕμνος τοῦ βίου.

– VΙ –

Λιγοστεύουν στὰ μάτια οἱ στέγες τῶν πουλιῶν
Φῶς πάλι φῶς ἡ ψυχὴ ποὺ μάχεται
Ὑπερήφανη κλαγγή μακρυά τοῦ κόσμου
Ὅπλο καὶ σφρίγος!

Κι ἡ ἀλήθεια ἡ φούχτα τοῦ νεροῦ
Καθαροῦ πρὶν ἀπ’ τὴ δίψα
Στὸ ἄπειρο.

– VΙΙ –

Τὸ σταφύλι αὐτὸ ποὺ δίψασε ἡ ψυχὴ
Γεμισμένη ἀπτόητο ἄνεμο
Ἡ θητεία τοῦ καλοκαιριοῦ
Στὰ πεῦκα καὶ στὰ κύματα
Ἕνας ἔρωτας ἄσπρος καὶ γλαυκός

Μὲ γυμνές ὧρες
Ποὺ κρατᾶν στὰ δάχτυλα τὴν ὕπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ἐλεύθερη
Σὰν φῶς
Στὰ πλατιά ἐνδόμυχα δώματα.

– VΙΙΙ –

Μιὰ ἱππασία στὰ σύννεφα
Μιὰ κάμαρη ὅπου γδύθηκε κορίτσι ἀγαπημένο
Ἕνα μπουκέτο ἡμέρες ὓστερ’ ἀπὸ τὴ βροχή
Ὁ ἥλιος
Ἐγώ
Ποὺ ἔσκαψα τόσες νύχτες γιὰ νὰ τὸν ξαφνιάσω
Δίνοντας μιὰ σπρωξιά στὴν ἀναμφίβολη
Εὐτυχία

Ναι, τὸ ἐαρινό ἀπόσπασμα
Μοῦ ἀφήνει τὴν καρδιά
Μοῦ ἀφήνει τὴ γοητεία
Νὰ νιώθομαι πάντοτε ἀλλοῦ ἐνῷ γερνῶ ἐδῶ πέρα.

Ὤ! λυγισμένη εὐωδιά
Κλωνάρι κρύο παιδί νεροῦ
Ἀγαθό μονοπάτι.

– ΙΧ –

Κύκνοι σαλεύουν τὰ πηγαῖα ὀνόματα τῆς ὥρας
Ὧρες κεντοῦν τὰ χέρια μου στὴ χαραυγὴ
Σὰν τόξα ποὺ σκιρτοῦν σὲ κάθε διάβα χίμαιρας
Καὶ παίζουν ὅπως παίζω
Καὶ γλιστροῦν

Οἱ ἐλπίδες ἔρχονται.

– ΧΙΙ –

Στὸ ρυάκι ποὺ λιάζεται
Σὰν ἡμερήσιο ἐπίθετο
Μιλεῖ ὁ κορυδαλλός
Δεν ξέρει κἄν πῶς βρέθηκε
Νὰ ζῇ σ’ ἕνα σεγιάνι
Ἀτέλειωτο
Πῶς ἠπιε τόσες πρωινές στιγμές
Καὶ σχίζει μὲ τὸ φέγγος του
Τὴν αἰωνιότητα.

– ΧVΙΙ –

Ἔτσι μιλεῖ μικρή γαλαζοαίματη
Ποὺ βγῆκε ἀπὸ κοχύλι μὲ δροσιά στ’ ἀχείλι

Φίλη ξανθή τῆς θάλασσας.

– ΧVΙΙ –

Μακρυνή ἀφοσίωση μιὰ μέρα ἐλπίζει
Σφίγγει στὸ στῆθος της τὰ δέντρα τὰ παιδιά της
Κοιτάζει τὴ μελλούμενη σοδειὰ
Φύλλα, καρπούς, ἀνθούς, πολύκλαδα ὄνειρα!

Θά ‘χῃ βροχές κι ανέμους γιὰ νὰ τ’ ἀναθρέψῃ
Θά ‘χῃ κοιλάδες γιὰ νὰ τ’ άναπάψῃ
καὶ γιὰ νὰ τὰ πονέσῃ – μιὰ βαθειά καρδιά!

– ΧΧ –

Κατασταλαγμένη μουσική
Στοὺς βυθούς τῶν μενεξέδων
Χῶμα νοτισμένο ἀπὸ
Ἀρχαία ρέμβη ἑφτάχρωμη...

Μόλις ἀκούγεται μακρυά
τὸ καρδιοχτύπι
Κι οἱ ἀθῶοι του καημοί
πίδακες χρυσανθέμων!

– ΧΧΙ –

Μιὰ τέτοια συντυχία
Τὸ ρόδο κι ὁ κρουνός τῆς μέρας
Τὸ ἔμφυτο πάθος κ’ ἡ ἀποθέωση
Τὸ κάθε τι προσάναμμα χαρᾶς
Τὸ κάθε τι χέρι τοῦ χαῖρε!..
Μεγάλη ἀσβεστοχρισμένη αὐγή
Στὴν προσθαλάσσωση τοῦ πρώτου ὀνείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Ἔξοδος
Στὴν ὑπαίθρια λευτεριά τῶν κρίνων.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ συναυλία τῶν γυακίνθων

– Ι –

Στάσου λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή καὶ μάζεψε τὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας αὐτῆς ποὺ ὀνειρεύεται γυμνό τὸ σῶμα της. Ἔχει πολλοὺς ὁρίζοντες, πολλὲς πυξίδες, καὶ μιὰ μοῖρα ποὺ καίει ἀκούραστη κάθε φορά καὶ τὰ πενήντα δύο χαρτιά της. Ὕστερα ξαναρχίζει μὲ κάτι ἄλλο – μὲ τὸ χέρι σου, ποὺ τοῦ δίνει μαργαριτάρια γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα πόθο, ἕνα νησίδιο ὕπνου.

Στάσου λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή κι ἀγκάλιασε τὴν πελώριαν ἄγκυρα ποὺ ἡγεμονεύει στοὺς βυθούς. Σὲ λίγο θὰ ’ναι στὰ σύννεφα. Κι ἐσὺ δέ θὰ καταλαβαίνεις, μὰ θὰ κλαῖς, θὰ κλαῖς γιὰ νὰ σὲ φιλήσω, κι ὅταν πάω ν’ ἀνοίξω μιὰ σχισμή στὸ ψέμμα, ἕνα μικρό γαλανό φεγγίτη στὴ μέθη, θὰ μὲ δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχῆς μου σκιά, γεννήτρα μιᾶς μουσικῆς κάτω ἀπ’ τὸ σεληνόφωτο

Στάσου λιγάκι κοντά μου.

– ΙΙ –

Ἐδῶ – μέσα στὰ πρώιμα ψιθυρίσματα τῶν πόθων, ἔνιωσες γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ὀδυνηρή εὐτυχία τοῦ νὰ ζῇς! Μεγάλα κι ἀμφίβολα πουλιά σχίζαν τὶς παρθενιές τῶν κόσμων σου. Σ' ἕνα σεντόνι ἁπλωμένο ἔβλεπαν οἱ κύκνοι τὰ μελλοντικά τους ἄσματα κι ἀπὸ κάθε πτυχή τῆς νύχτας ξεκινοῦσαν τινάζοντας τὰ ὄνειρά τους μὲς στὰ νερά, ταυτίζοντας τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀγκαλιῶν ποὺ προσμέναν.
Μὰ τὰ βήματα ποὺ δέν ἔσβησαν τὰ δάση τους ἀλλὰ στάθηκαν στὴ γλαυκή κόχη τ' οὐρανοῦ καὶ τῶν ματιῶν σου τί γύρευαν; Ποιὸ ἕναστρο ἁμάρτημα πλησίαζε τοὺς χτύπους τῆς ἀπελπισίας σου;
Μήτε ἡ λίμνη, μήτε ἡ εὐαισθησία της, μήτε τὸ εὔφλεκτο φάντασμα δυὸ συνεννοημένων χεριῶν, δέν ἀξιώθηκαν ποτέ ν' ἀντιμετωπίσουν ἕνα τέτοιο ρόδινο ἀναστάτωμα.

– VΙΙ –

Συγκίνηση. Τὰ φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί καὶ ζώντας χωριστά πάνω στὶς λεῦκες ποὺ μοιράζουν ἄνεμο. Πρὶν ἀπ’ τὰ μάτια σου εἶναι αὐτός ποὺ φυγαδεύει αὐτές τὶς θύμησες, αὐτὰ τὰ βότσαλα – τὶς χίμαιρες! Ἡ ὥρα εἶναι ρευστή κι ἐσὺ στυλώνεσαι πάνω της ἀκάνθινη. Συλλογίζομαι αὐτοὺς ποὺ δὲ δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Ποὺ ἀγαποῦν τὸ φῶς κάτω ἀπ’ τὰ βλέφαρα, ποὺ σὰ μεσουρανήσει ὁ ὕπνος ἄγρυπνοι μελετοῦνε τ’ ἀνοιχτὰ τους χέρια.

Καὶ θέλω νὰ κλείσω τοὺς κύκλους ποὺ ἄνοιξαν τὰ δικά σου δάχτυλα, νὰ ἐφαρμόσω ἐπάνω τοὺς τὸν οὐρανό γιὰ νὰ μὴν εἶναι πιὰ ποτὲ ὁ στερνός τους λόγος ἄλλος.

Μίλησέ μου∙ ἀλλὰ μίλησέ μου γιὰ δάκρυα.

– Χ –

Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα στὶς κερασιές τὰ δυσεύρετα χείλη σου. Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα στὶς φυτικές αἰῶρες τ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα. Μιὰ φορά μέσα στ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα τὰ τραγούδια ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται. Μέσα σ’ αὐτά ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται τὰ ζεστά μυστικά τοῦ κόσμου. Τὰ μυστικά τοῦ κόσμου.

– ΧΙΙΙ –

Πές μου τὴ νεφελόπαρτη ὥρα ποὺ σὲ κυρίεψε ὅταν ἡ βροντὴ προηγήθηκε τῆς καρδιᾶς μου. Πές μου τὸ χέρι ποὺ προχώρησε τὸ δικό μου χέρι μέσα στὴν ξενιτιά τῆς θλίψης σου. Πές μου τὸ διάστημα καὶ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι – τὸ παρείσαχτο κυμάτισμα ἑνὸς τρυφεροῦ ἰδιωτικοῦ Σεπτέμβρη.

Καὶ σκόρπισε τὴν ἴριδα, στεφάνωσέ με!


– ΧX –

Τόσο φῶς ποὺ κι ἡ γυμνή γραμμή ἀπαθανατίστηκε. Τὸ νερὸ σφάλισε τοὺς ὅρμους. Τὸ μονάκριβο δέντρο ἰχνογράφησε τὸ διάστημα.
Τώρα δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ ὤ! σμιλεμένη ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν ἀνέμων καὶ ν’ ἀντικαταστήσεις τὸ ἄγαλμα. Δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ καὶ νὰ γυρίσεις τὰ μάτια σου πρὸς τὸ πέλαγος ποὺ πιά δὲ θὰ ’ναι ἄλλο ἀπὸ τ’ὁλοζώντανο τὸ ἀδιάκοπο τὸ αἰώνιο ψιθύρισμά σου.

Δὲ μένει παρὰ νὰ τελειώσεις στοὺς ὁρίζοντες.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ Μαρίνα τῶν Βράχων

Ἔχεις μιὰ γεύση τρικυμίας στὰ χείλη - Μὰ ποῦ γύριζες
Ὁλημερὶς τὴ σκληρὴ ρέμβη τῆς πέτρας καὶ τῆς θάλασσας
Ἀετοφόρος ἄνεμος γύμνωσε τοὺς λόφους
Γύμνωσε τὴν ἐπιθυμία σου ὣς τὸ κόκαλο
Κι οἱ κόρες τῶν ματιῶν σου πήρανε τὴ σκυτάλη τῆς Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' ἀφρό τὴ θύμηση!
Ποῦ εἶναι ἡ γνώριμη ἀνηφοριά τοῦ μικροῦ Σεπτεμβρίου
Στὸ κοκκινόχωμα ὅπου ἔπαιζες θωρῶντας πρὸς τὰ κάτω
Τοὺς βαθιούς κυαμῶνες τῶν ἄλλων κοριτσιῶν
Τὶς γωνιές ὅπου οἱ φίλες σου ἄφηναν ἀγκαλιές τὰ δυοσμαρίνια

– Μὰ ποῦ γύριζες
Ὁλονυχτὶς τὴ σκληρή ρέμβη τῆς πέτρας καὶ τῆς θάλασσας
Σοῦ 'λεγα νὰ μετρᾷς μὲς στὸ γδυτό νερὀ τὶς φωτεινές του μέρες
Ἀνάσκελη νὰ χαίρεσαι τὴν αὐγή τῶν πραγμάτων
Ἢ πάλι νὰ γυρνᾷς κίτρινους κάμπους
Μ' ἕνα τριφύλλι φῶς στὸ στῆθος σου ἡρωίδα ἰάμβου.

Ἔχεις μιὰ γεύση τρικυμίας στὰ χείλη
Κι ἕνα φόρεμα κόκκινο σὰν τὸ αἷμα
Βαθιά μέσ’ στὸ χρυσάφι τοῦ καλοκαιριοῦ
Καὶ τ' ἄρωμα τῶν γυακίνθων – Μὰ ποῦ γύριζες

Κατεβαίνοντας πρὸς τοὺς γιαλοὺς τοὺς κόλπους μὲ τὰ βότσαλα
Ἦταν ἐκεῖ ἕνα κρύο ἁρμυρό θαλασσόχορτο
Μὰ πιό βαθιά ἕνα ἀνθρώπινο αἴσθημα ποὺ μάτωνε
Κι ἄνοιγες μ' ἔκπληξη τὰ χέρια σου λέγοντας τ' ὄνομά του
Ἀνεβαίνοντας ἀνάλαφρα ὣς τὴ διαύγεια τῶν βυθῶν
'Ὅπου σελάγιζε ὁ δικός σου ὁ ἀστερίας.

'Ἄκουσε, ὁ λόγος εἶναι τῶν στερνῶν ἡ φρόνηση
Κι ὁ χρόνος γλύπτης τῶν ἀνθρώπων παράφορος
Κι ὁ ἥλιος στέκεται ἀπὸ πάνω τοῦ θηρίο ἐλπίδας
Κι ἐσύ πιό κοντά του σφίγγεις ἕναν ἔρωτα
Ἔχοντας μιὰ πικρή γεύση τρικυμίας στὰ χείλη.

Δὲν εἶναι γιὰ νὰ λογαριάζεις γαλανή ὣς τὸ κόκαλο ἄλλο καλοκαῖρι
Γιὰ ν' ἀλλάξουνε ρέμα τὰ ποτάμια
Καὶ νὰ σὲ πᾶνε πίσω στὴ μητέρα τους,
Γιὰ νὰ ξαναφιλήσεις ἄλλες κερασιές
Ἢ γιὰ νὰ πᾷς καβάλα στὸ μαῖστρο

Στυλωμένη στοὺς βράχους δίχως χτές καὶ αὔριο,
Στοὺς κινδύνους τῶν βράχων μὲ τὴ χτενισιά τῆς θύελλας
Θ' ἀποχαιρετήσεις τὸ αἴνιγμά σου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριά ὣς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ὣς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσά τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη στὴν εἰρήνη τοῦ κόλπου
τῶν νερῶν -Ἔ χ ε ι --Θ ε ό ς.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιά σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολή τοῦ ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ ἥλιου στὸ κορμί – τί γύρευα
Βαθιά στὶς θαλασσοσπηλιές μέσ’ στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος
Ἄγνωστος καὶ γλαυκός, χαράζοντας στὰ στήθια μου τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα

Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἤτανε ἡ ὀδύνη –
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωσα πρώτη φορὰ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλό κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες – Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μιὰ βαθιά δαγκωματιά στὰ χείλια
Μιὰ βαθιά νυχιά στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ χαράζεται παντοτινά ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες

Καὶ μιὰ βουερή πνοή σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανό ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.

Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερὸ
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ Ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Γέννηση τῆς μέρας

Ὅταν ἡ μέρα τεντωθῇ ἀπὸ τὸ κοτσάνι της κι ἀνοίξῃ ὅλα τὰ χρώματα πάνω στὴ γῆ
Ὅταν ἀπὸ φωνή σὲ στόμα σπάσῃ ὁ σταλαγμίτης
Ὅταν ὁ ἥλιος κολυμπήσῃ σὰν ποτάμι σ' ἕνα κάμπο ἀθέριστο
Καὶ τρέξῃ ἕνα πανί βοσκόπουλο τῶν μελτεμιῶν μακρυά
Πάντα ἡ στολή σου εἶναι στολὴ νησιοῦ εἶναι μύλος ποὺ γυρίζει ἀνάποδα τὰ χρόνια
Τὰ χρόνια ποὺ ἔζησες καὶ ποὺ τὰ ξαναβρίσκω νὰ πονοῦν στὸ στῆθος μου
- - - -τὴ ζωγραφιά τους –
Ἡ μιὰ βερυκοκκιά σκύβει στὴν ἄλλη καὶ τὸ χῶμα πέφτει ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ
- - - -τοῦ ξυπνητοῦ νεροῦ
Ἡ σφῆκα στὸ κορμὶ τοῦ φλόμου ἀνοίγει τὰ φτερά της
Ὕστερα ξαφνικά πετάει καὶ χάνεται βουίζοντας
Κι ἀπὸ σταλαγματιά σὲ φύλλο κι ἀπὸ φύλλο σὲ ἄγαλμα ὅσο πάει καὶ πιό πολύ
- - - -μεταμορφώνεται ὁ καιρός
Παίρνει τὰ πράγματα ποὺ σὲ θυμίζουν κι ὅσο πάει καὶ πιό πολύ τὰ συγγενεύει
- - - -μὲς στὸν ἔρωτά μου
Ὁ ἴδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ὁ κορμὸς ὅλος φλέγεται τοῦ δέντρου τοῦ ἥλιου τῆς καλῆς καρδιᾶς!

Ἔτσι σὲ βλέπω ἀκόμη στὴν ἀχτίδα τῆς αἰώνιας μέρας
Ν' ἀκοῦς τὸ χτυποκάρδι τῆς στεριᾶς
Ἡ γέννηση δέν ἄλλαξε οὔτε μιὰ χαρά σου

Ἄφηνες μιὰ μεγάλη νύφη ἀφροῦ ἀνεβαίνοντας
Τίναζες τὸ κεφάλι σου σαπουνισμένο ἀπὸ τὴν πρωινή ὀμορφιά
Ἡ αἰθρία πλάταινε τὰ μάτια σου
Δέν ἦταν αἴνιγμα ποὺ νὰ μή σβήνῃ πιὰ ποὺ νὰ μή γίνεται καπνός σὲ στόμα αἰόλου
Ἄλλαζες μὲ τὰ χέρια σου τὶς ἐποχές
Βάζοντας χιόνια καὶ βροχές λουλούδια θάλασσες
Κι ἡ μέρα χώριζε ἀπὸ τὸ κορμί σου ἀνέβαινε, ἄνοιγε μεγάλη εὐχή πάνω στὰ ἡλιοτρόπια

Τί ξέρει τώρα ὁ τζίτζικας ἀπὸ τὴν ἱστορία ποὺ ἄφησες, τί ξέρει ὁ γρύλλος;..
Ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ που ἀνοίγεται στὸν ἄνεμο
Ἡ κάμπια, ὁ κρόκος, ὁ ἀχινός, τὸ ἀλφάκι τοῦ νεροῦ
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε καὶ σὲ καλοῦν
Ἔλα λοιπὸν ἀπ' τὴν ἀρχή νὰ ζήσουμε τὰ χρώματα
Ν' ἀνακαλύψουμε τὰ δῶρα τοῦ γυμνοῦ νησιοῦ
Ρόδινοι καὶ γαλάζιοι τροῦλλοι θ' ἀναστήσουν τὸ αἴσθημα
Γενναῖο σὰ στῆθος τὸ αἴσθημα ἕτοιμο νὰ ξαναπετάξῃ
Ἔλα λοιπὸν νὰ στρώσουμε τὸ φῶς
Νὰ κοιμηθοῦμε τὸ γαλάζιο φῶς στὰ πέτρινα σκαλιὰ τοῦ Αὐγούστου

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ἀνοίγεται στὰ περιστέρια
Ὅλος ὁ κόσμος ἀκουμπάει στὴ θάλασσα καὶ τὴ στεριά
Θὰ πιάσουμε τὸ σύννεφο θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ συμφορά τοῦ χρόνου
Ἀπὸ τὴν ἄλλην ὄψη τῆς κακοτυχιᾶς
Θὰ παίξουμε τὸν ἥλιο μας στὰ δάχτυλα
Στὶς ἐξοχές τῆς ἀνοιχτῆς καρδιᾶς
Θὰ δοῦμε νὰ ξαναγεννιέται ὁ κόσμος!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ τρελλὴ ροδιὰ

Σ' αὐτὲς τὶς κάτασπρες αὐλὲς ὅπου φυσᾷ ὁ νοτιᾶς
Σφυρίζοντας σὲ θολωτές καμάρες, πέστε μου εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ σκιρτάει στὸ φῶς σκορπίζοντας τὸ καρποφόρο γέλιο της
Μὲ ἀνέμου πείσματα καὶ ψιθυρίσματα, πέστε μου εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ σπαρταράει μὲ φυλλωσιές νιογέννητες τὸν ὄρθρο
Ἀνοίγοντας ὅλα τὰ χρώματα ψηλά μὲ ρῖγος θριάμβου;

Ὅταν στοὺς κάμπους ποὺ ξυπνοῦν τὰ ὁλόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε μὲ τὰ ξανθά τους χέρια τὰ τριφύλλια
Γυρίζοντας τὰ πέρατα τῶν ὕπνων τους, πέστε μου εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ βάζει ἀνύποπτη μέσ’ τὰ χλωρά πανέρια τους τὰ φῶτα
Ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ κελαηδισμούς τὰ ὀνοματὰ τοὺς – πέστε μου
Εἶναι ἡ τρελλή ροδιά ποὺ μάχεται τὴ συνεφιά τοῦ κόσμου;

Στὴ μέρα ποὺ ἀπ' τὴ ζήλεια της στολίζεται μ' ἑφτά λογιῶ φτερά
Ζώνοντας τὸν αἰώνιο ἥλιο μὲ χιλιάδες πρίσματα
Ἐκτυφλωτικά, πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ ἁρπάει μιὰ χαίτη μ' ἑκατὀ βιτσιές στὸ τρέξιμό της
Ποτὲ θλιμένη καὶ ποτὲ γρινιάρα – πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ ξεφωνίζει τὴν καινούργια ἐλπίδα ποὺ ἀνατέλλει;

Πέστε μου εἶναι ἡ τρελλή ροδιά ποὺ χαιρετάει στὰ μάκρη
Τινάζοντας ἕνα μαντήλι φύλλων ἀπὸ δροσερή φωτιά
Μιὰ θάλασσα ἑτοιμόγεννη μὲ χίλια δυό καράβια
Μὲ κύματα ποὺ χίλιες δυό φορές κινᾶν καὶ πᾶνε
Σ' ἀμύριστες ἀκρογιαλιὲς – πέστε μου, εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στὸ διάφανο αἰθέρα;

Πανύψηλα μὲ τὸ γλαυκό τσαμπί ποὺ ἀνάβει κι ἑορτάζει
Ἀγέρωχο, γεμᾶτο κίνδυνο, πέστε μου εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ σπάει μὲ φῶς καταμεσὶς τοῦ κόσμου τὶς κακοκαιριές τοῦ δαίμονα
Ποὺ πέρα ὣς πέρα τὴν κροκάτη ἁπλώνει τραχηλιά τῆς μέρας
Τὴν πολυκεντημένη ἀπὸ σπαρτά τραγούδια – πέστε μου εἶναι ἡ τρελλή ροδιά
Ποὺ βιαστικά ξεθηλυκώνει τὰ μεταξωτά τῆς μέρας;

Σὲ μεσοφούστανα πρωταπριλιᾶς καὶ σὲ τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αὐτή ποὺ παίζει, αὐτή ποὺ ὀργίζεται, αὐτή ποὺ ξελογιάζει
Τινάζοντας ἀπ' τὴ φοβέρα τὰ κακά μαῦρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στοὺς κόρφους τοῦ ἥλιου τὰ μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αὐτή ποὺ ἀνοίγει τὰ φτερά στὸ στῆθος τῶν πραγμάτων
Στὸ στῆθος τῶν βαθιῶν ὀνείρων μας, εἶναι ἡ τρελλή ροδιά;

--> Σελίς 0, [1], 2, 3, 4, 5