- Ὀδυσσέας Ἐλύτης (γ)


--> Σελίς 0, 1, 2, [3], 4, 5

Ἆσμα ἡρωικὸ καὶ πένθιμο
γιὰ τὸν χαμένο ἀνθυπολοχαγὸ τῆς Ἀλβανίας


Α

Ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἐκατοικοῦσε ὁ ἥλιος
Ποὺ μὲ τὰ μάτια μιᾶς παρθένας ἄνοιγε ὁ καιρός
Καθὼς ἐχιόνιζε ἀπ' τὸ σκούντημα τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀγέρας
Κι ἄναβαν στὶς κορφές τῶν χόρτων καβαλάρηδες

Ἐκεῖ ποὺ χτύπαγεν ἡ ὁπλή ἑνὸς πλάτανου λεβέντικου
Καὶ μιὰ σημαία πλατάγιζε ψηλά γῆ καὶ νερό
Που ὅπλο ποτέ σὲ πλάτη δέν ἐβάραινε
Μα ὅλος ὁ κόπος τ' οὐρανοῦ
Ὅλος ὁ κόσμος ἔλαμπε σὰν μιά νεροσταγόνα
Πρωί στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ
Τώρα, σὰν ἀπὸ στεναγμό θεοῦ ἕνας ἴσκιος μεγαλώνει...

Τώρα ἡ ἀγωνία σκυφτή μὲ χέρια κοκκαλιάρικα
Πιάνει καὶ σβήνει ἕνα-ἕνα τὰ λουλούδια ἐπάνω της∙
Μὲς στὶς χαράδρες ὅπου τὰ νερὰ σταμάτησαν
Ἀπὸ λιμὸ χαρᾶς κοίτουνται τὰ τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι μὲ κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ἐρημιᾶς τὸν ἄρτο.

Χειμῶνας μπαίνει ὥς τὸ μυαλό. Κάτι κακό
Θ' ἀνάψῃ. Ἀγριέυει ἡ τρίχα τοῦ ἀλογόβουνου,

Τὰ ὄρνια μοιράζονται ψηλά τὶς ψίχες τ’ οὐρανοῦ.

B

Τώρα μὲς τὰ θολά νερά μιὰ ταραχή ἀνεβαίνει...

O ἄνεμος ἁρπαγμένος ἀπ’ τὶς φυλλωσιές
φυσάει μακρυά τὴ σκόνη του
Τὰ φροῦτα φτύνουν τὸ κουκκούτσι τους
Ἡ γῆ κρύβει τὶς πέτρες της
Ὁ φόβος σκάβει ἑνα λαγούμι καὶ τρυπώνει τρέχοντας
Τὴν ὥρα ποὺ μές ἀπο τὰ οὐράνια θάμνα
Τὸ οὔρλιασμα τῆς συννεφολύκαινας
Σκορπάει στοῦ κάμπου τὸ πετσὶ θύελλα ἀνατριχίλας
Κ' ὕστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι ἀλύπητο
Κ' ὕστερα πάει φρουμάζοντας στὶς νηστικές κοιλάδες
Κ' ὕστερα βάζει τοὺς ἀνθρώπους ν' ἀντιχαιρετίσουνε
– Φωτιά ἢ μαχαῖρι!

Γι' αὐτούς ποὺ μὲ φωτιά ἢ μαχαίρι κίνησαν
Κακό θ' ἀνάψῃ ἐδῶ! Μήν ἀπελπίζεται ὁ σταυρός
Μόνο ἂς προσευχηθοῦν μακρυά του οἱ μενεξέδες!

Γ

Γι' αὐτούς ἡ νύχτα ἦταν μιὰ μέρα πιό πικρή
Λυῶναν τὸ σίδερο, μασούσανε τὴ γῆς –
Ὁ θεός τους μύριζε μπαρούτι καὶ μουλαροτόμαρο!

Κάθε βροντή ἑνας θάνατος καβάλλα στὸν ἀέρα
Κάθε βροντή ἑνας ἄντρας χαμογελῶντας ἄντικρυ
Στὸ θάνατο – κ' ἡ μοῖρα ὃ,τι θέλει ἂς πῇ.

Ξάφνου ἡ στιγμὴ ξαστόχησε κ' ηὖρε τὸ θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μὲς στὸν ἥλιο
Κιάλια, τηλέμετρα, ὅλμοι – κέρωσαν!

Εὔκολα σὰν χασές ποὺ σκίστηκεν ὁ ἀγέρας!
Εὔκολα σὰν πλεμόνια που ἄνοιξαν οἱ πέτρες!
Τὸ κράνος κύλησε ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ μεριά...

Στὸ χῶμα μόνο μιὰ στιγμή ταράχθηκαν οἱ ρίζες
Ὕστερα σκόρπισε ὁ καπνός κ' ἡ μέρα πῆε δειλά
Νὰ ξεγελάσῃ τὴν ἀντάρα ἀπὸ τὰ καταχθόνια

Μὰ ἡ νύχτα ἀνασηκώθηκε σὰν πατημένη ὀχιά
Μόλις σταμάτησε γιὰ λίγο μὲς στὰ δόντια ὁ θάνατος –
Κ' ὕστερα χύθηκε μεμιᾶς ὥς τὰ χλωμά τοῦ νύχια!

Δ

Τώρα κοίτεται ἀπάνω στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ' ἕνα σταματημένο ἀγέρα στὰ ἥσυχα μαλλιά
Μ' ἕνα κλαδάκι λησμονιᾶς στ' ἀριστερό του αὐτί
Μοιάζει μπαξές ποὺ τοῦ ’φυγαν ἄξαφνα τὰ πουλιά
Μοιάζει τραγοῦδι ποὺ τὸ φίμωσαν μέσα στὴ σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι ἀγγέλου που σταμάτησε
Μόλις εἴπανε γειά παιδιά! τὰ ματοτσίνορα
Κ' ἡ ἀπορία μαρμάρωσε...

Κοίτεται ἀπάνω στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αἰῶνες μαῦροι γύρω του
Ἀλυχτοῦν μὲ σκελετοὺς σκυλιῶν τὴ φοβερή σιωπή
Κ’ οἱ ὧρες ποὺ ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ἀκοῦν μὲ προσοχή∙
Ὅμως τὸ γέλιο κάηκε, ὅμως ἡ γῆ κουφάθηκε,
Ὅμως κανεὶς δὲν ἄκουσε τὴν πιὸ στερνή κραυγή –
Ὅλος ὁ κόσμος ἀδείασε μὲ τὴ στερνή κραυγή.

Κάτω ἀπ' τὰ πέντε κέδρα
Χωρὶς ἄλλα κεριά
Κοίτεται στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη∙
Ἄδειο τὸ κράνος, λασπωμένο τὸ αἷμα,
Στὸ πλάι τὸ μισοτελειωμένο μπράτσο
Κι ἀνάμεσα ἀπ’ τὰ φρύδια
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά τῆς μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι ὅπου κρυώνει ἡ θύμηση!

Ὤ μήν κοιτᾶτε ὢ μήν κοιτᾶτε ἀπὸ ποῦ τοῦ -
Ἀπὸ ποῦ τοῦ ’φυγε ἡ ζωή! Μήν πῆτε πῶς -
Μήν πῆτε πῶς ἀνέβηκε ψηλά ὁ καπνός τοῦ ὀνείρου!
Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ στιγμή... ἔτσι λοιπὸν ἡ μιά -
Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ στιγμή παράτησε τὴν ἄλλη
Κι ὁ ἥλιος ὁ παντοτεινός ἔτσι μὲ μιᾶς τὸν κόσμο!

Ε

Ἥλιε, δέν ἤσουν ὁ παντοτεινός;
Πουλί δὲν ἤσουν ἡ στιγμή χαρᾶς ποὺ δέν καθίζει;
Λάμψη δέν ἤσουν ἡ ἀφοβιά τοῦ σύγνεφου;
Κ' ἐσύ περβόλι ᾠδεῖο τῶν λουλουδιῶν
Κ' ἐσύ ρίζα σγουρή φλογέρα τῆς μαγνόλιας!

Ἔτσι καθὼς τινάζεται μὲς στὴ βροχή τὸ δέντρο
καὶ τὸ κορμί ἀδειανό μαυρίζει ἀπὸ τὴ μοῖρα
Κ' ἕνας τρελλός δέρνεται μὲ τὸ χιόνι
Καὶ τὰ δυὸ ματιὰ πᾶνε νὰ δακρύσουν -
Γιατί, ρωτάει ὁ ἀιτός, ποῦ ’ναι τὸ παλληκάρι;
Κ' ὅλα τ' ἀιτόπουλ’ ἀποροῦν ποῦ ’ναι τὸ παλληκάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας ἡ μάνα, ποῦ ’ναι ὁ γιός μου;
Κι ὅλες οἱ μάνες ἀποροῦν ποῦ να ’ναι τὸ παιδί!
Γιατί, ρωτάει ὁ σύντροφος ποῦ να ’ναι ὁ ἀδερφός μου;
Κι ὅλοι του οἱ σύντροφοι ἀποροῦν ποῦ να ’ναι ὁ πιό μικρός!
Πιάνουν τὸ χιόνι, καίει ὁ πυρετός,
Πιάνουν τὸ χέρι καὶ παγώνει,
Πᾶν νὰ δαγκάσουνε ψωμί κ' ἐκεῖνο στάζει ἀπο αἷμα,
Κοιτοῦν μακρυά τὸν οὐρανό κ' ἐκεῖνος μελανιάζει...
Γιατί γιατί γιατί γιατί νὰ μή ζεσταίνῃ ὁ θάνατος;
Γιατί ἕνα τέτοιο ἀνόσιο ψωμί
Γιατί ἕνας τέτοιος οὐρανός ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἐκατοικοῦσε ὁ ἥλιος!

ΣΤ

Ἦταν ὡραῖο παιδί. Τὴν πρώτη μέρα ποὺ γεννήθηκε
Σκύψανε τὰ βουνὰ τῆς θρᾴκης νὰ φανῇ
Στοὺς ὤμους τῆς στεριᾶς τὸ στάρι που ἀναγάλλιαζε∙
Σκύψανε τὰ βουνὰ τῆς Θρᾴκης καὶ τὸ φτύσανε
Μιά στὸ κεφάλι, μιά στὸν κόρφο, μιά μὲσα τὸ κλάμα του∙
Βγῆκαν Ρωμιοί μὲ μπράτσα φοβερά
καὶ τὸ σηκῶσαν στοῦ βοριᾶ τὰ σπάργανα∙
Ὕστερα οἱ μέρες τρέξανε, παράβγαν στὸ λιθάρι,
Καβάλλα σὲ φοραδοποῦλες χοροπήδηξαν,
Ὕστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ὥσπου κουδούνισαν παντοῦ οἱ τσιγγάνες ἀνεμῶνες
Κ' ἦρθαν ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πέρατα
Οἱ πελαγίτες οἱ βοσκοί νὰ πᾶν τῶν φλόκων τὰ κοπάδια
Ἑκεῖ ποὺ βαθιανάσαινε μιὰ θαλασσοσπηλιά,
Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μεγάλη πέτρα ἐστέναζε!

Ἦταν γερὸ παιδί∙
Τὶς νύχτες ἀγκαλιά μὲ τὰ νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τὶς μεγάλες φορεσιὲς τῶν ἄστρων∙
Ἦτανε τόσος ὁ Ἔρωτας στὰ σπλάχνα του
Ποὺ ἔπινε μέσα στὸ κρασὶ τὴ γέψη ὅλης της γῆς
Πιάνοντας ὕστερα χορό μ' ὅλες τὶς νύφες λεῦκες
Ὥσπου ν' ἀκούσῃ καὶ νὰ χύσ' ἡ αὐγὴ τὸ φῶς μὲς στὰ μαλλιά του -
Ἡ αὐγή ποὺ μ' ἀνοιχτά μπράτσα τὸν ἔβρισκε
Στὴ σέλλα δυό μικρῶν κλαδιῶν νὰ γρατσουνάῃ τὸν ἥλιο
Νὰ βάφῃ τὰ λουλούδια,
Ἤ πάλι, μὲ στοργή νὰ σιγονανουρίζῃ
Τὶς μικρές κουκουβάγιες ποὺ ξαγρύπνησαν...
Ἄ τί θυμάρι δυνατό ἡ ἀνασαιμιά του
Τί χάρτης περιφάνειας τὸ γυμνό του στῆθος
Ὁπου ξεσποῦσαν λευτεριά καὶ θάλασσα!...

Ἦταν γενναῖο παιδί∙
Μὲ τὰ θαμπόχρυσα κουμπιά καὶ τὸ πιστόλι του
Μὲ τὸν ἀέρα τοῦ ἄντρα στὴν περπατηξιά
Καὶ μὲ τὸ κράνος του γυαλιστερὸ σημάδι –
Φτάσανε τόσο εὔκολα μὲς στὸ μυαλό
Ποὺ δέν γνώρισε κακὸ ποτέ του –
Μὲ τοὺς στρατιῶτες του ζερβά-δεξιά
Καὶ τὴν ἐκδίκηση τῆς ἀδικίας μπροστά του –
Φωτιά στὴν ἄνομη φωτιά!
Μὲ τὸ αἷμα πάνω ἀπὸ τὰ φρύδια
Τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας βροντήξανε
Ὕστερα λυῶσαν χιόνι νὰ ξεπλύνουν
Τὸ κορμί του σιωπηλό ναυάγιο τῆς αὐγῆς
Καὶ τὸ στόμα του μικρό πουλί ἀκελάηδιστο
Καὶ τὰ χέρια του ἀνοιχτές πλατεῖες τῆς ἐρημίας
Βρόντηξαν τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας
Δὲν ἔκλαψαν –
Γιατί νὰ κλάψουν;
Ἦταν γενναῖο παιδί!

Ζ

Τὰ δέντρα εἶναι ἀπὸ κάρβουνο ποὺ ἡ νύχτα δέν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ὁ ἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁ ἄνεμος
Τίποτε... Μές στὴν παγωνιά κουρνιάζουν τὰ βουνά
Γονατισμένα. Κι ἀπὸ τὶς χαράδρες βουϊζοντας
Ἀπ' τὰ κεφάλια τῶν νεκρῶν ἡ ἄβυσσο ἀνεβαίνει...
Δέν κλαίει πιὰ οὔτ' ἡ λύπη. Σὰν τὴν τρελλή ποὺ ὀρφάνεψε
Γυρνάει, στὸ στῆθος της φορεῖ μικρό κλαδί σταυροῦ -
Δέν κλαίει... Μοναχ' ἀπὸ τὰ μελανά ζωσμένη Ἀκροκεραύνια
Πάει ψηλά καὶ στήνει μιὰ πλάκα φεγγαριοῦ,
Μήπως καὶ δοῦν τὸν ἴσκιο τους γυρνῶντας οἱ πλανῆτες
Καὶ κρύψουν τὶς ἀχτῖδες τους
Καὶ σταματήσουν
Ἐκεῖ στὸ χάος ἀσθμαίνοντας ἐκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ὁ ἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁ ἄνεμος,
Σφίγγεται ἡ ἐρημιά στὸ μαῦρο της μποξά
Σκυφτή πίσω ἀπὸ μῆνες-σύννεφα ἀφουκράζεται...
Τί να ’ναι ποὺ ἀφουκράζεται, σύννεφα-μῆνες μακριά;
Μὲ τὰ κουρέλια τῶν μαλλιῶν στοὺς ὤμους – ἄχ ἀφῆστε την –
Μισή κερί μισή φωτιά μιὰ μάνα κλαίει – ἀφῆστε την –
Στὶς παγωμένες ἄδειες κάμαρες ὅπου γυρνάει ἀφῆστε τὴν!
Γιατί δέν εἶναι ἡ μοῖρα χήρα κανενὸς
Κ' οἱ μάνες εἶναι γιὰ νὰ κλαίν, οἱ ἄντρες γιὰ νὰ παλεύουν
Τὰ περιβόλια γιὰ ν' ἀνθοῦν τῶν κοριτσιῶν οἱ κόρφοι
Τὸ αἷμα γιὰ νὰ ξοδεύεται, ὁ ἀφρός γιὰ νὰ χτυπᾷ
Κ' ἡ λευτεριά γιὰ ν' ἀστραφτογεννιέται ἀδιάκοπα!

Η

Πέστε λοιπὸν στὸν ἥλιο νά ’βρῃ ἕναν καινούριο δρόμο
Τώρα ποὺ πιὰ ἡ πατρίδα του σκοτείνιασε στὴ γῆ
Ἄν θέλῃ νὰ μὴ χάσῃ ἀπὸ τὴν περηφάνεια του -
Ἤ τότε πάλι μὲ χῶμα καὶ νερό
Ἄς γαλαζοβολήσῃ ἀλλοῦ μιὰν ἀδελφοῦλα Ἑλλάδα!
Πέστε στὸν ἥλιο νά ’βρῃ ἕναν καινούργιο δρόμο
Μήν καταπροσωπήσῃ πιὰ οὔτε μιὰ μαργαρίτα -
Στὴ μαργαρίτα πέστε νά ’βγῃ μ' ἄλλη παρθενιά
Μή λερωθῇ ἀπὸ δάχτυλα ποὺ δέν τῆς πᾶνε!

Χωρίστε ἀπὸ τὰ δάχτυλα τ' ἀγριοπεριστέρια
Καὶ μήν ἀφῆστε ἦχο νὰ πῇ τὸ πάθος τοῦ νεροῦ
Καθὼς γλυκά φυσᾶ οὐρανός μὲς σ' ἀδειανό κοχύλι
Μή στεῖλτε πουθενά σημάδι ἀπελπισιᾶς,
Μον' φέρτε ἀπὸ τὶς περιβόλες τῆς παλληκαριᾶς
Τὶς ροδωνιές ὁπου ἡ ψυχή του ἀνάδευε
Τὶς ροδωνιές ὁπου ἡ ἀνάσα του ἔπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Ποὺ ἀλλάζει τόσες ντυμασιές ὅσες ριπές τὸ ἀτλάζι
Στὸν ἥλιο σὰν μεθοκοποῦν χρυσόσκον' οἱ χρυσόμυγες
Καὶ πᾶν μὲ βιάση τὰ πουλιά ν' ἀκούσουνε ἀπ' τὰ δέντρα
Ποιοῦ σπόρου γέννα στύλωσε τὸ φημισμένο κόσμο!

Θ

Φέρτε κανούργια χέρια, τί τώρα ποιός θὰ πάῃ
Ψηλά νὰ νανουρίσῃ τὰ μωρὰ τῶν ἄστρων!
Φέρτε καινούργια πόδια, τί τώρα ποιός θὰ μπῇ
Στὸν πεντοζάλη πρῶτος τῶν ἀγγέλων!
Καινούργια μάτια – θέ μου! – τί τώρα ποῦ θὰ πᾶν
Νὰ σκύψουν τὰ κρινάκια τῆς ἀγαπημένης!
Αἷμα καινούργιο, τὶ μὲ ποιό χαρᾶς χαῖρε θ' ἀνάψουν
Καὶ στόμα, στόμα δροσερόν ἀπὸ χαλκό κι ἀμάραντο,
Τὶ τώρα ποιός στὰ σύννεφα θὰ πῇ γειά σας παιδιά!

Μέρα, ποιός θ' ἀψηφήσῃ τὰ ροδακινόφυλλα,
Νύχτα, ποιός θὰ μερέψῃ τὰ σπαρτά
Ποιός θὰ σκορπίσῃ πράσινα καντίλια μὲς στοὺς κάμπους
Ἤ θ' ἀλαλάξῃ θαρρετά κατάντικρυ ἀπ' τὸν ἥλιο
Γιὰ νὰ ντυθῇ τὶς θύελλες καβάλλα σ' ἄτρωτο ἄλογο
Καὶ νὰ γενῇ Ἀχιλλέας τῶν ταρσανάδων!
Ποιός θ' ἀνεβῇ στὸ μυθικό καὶ μαῦρο ἐρημονῆσι
Γιὰ ν' ἀσπαστῇ τὰ βάτσαλα
Καὶ ποιός θὰ κοιμηθῇ
Γιὰ νὰ περάσῃ ἀπὸ τοὺς Εὐβοϊκούς τοῦ ὀνείρου
Να ’βρῃ καινούργια χέρια, πόδια, μάτια,
Αἷμα καὶ λαλιά
Νὰ ξαναστυλωθῇ στὰ μαρμαρένια ἁλώνια
Καὶ νὰ ριχτῇ – ἄχ τούτη τὴ φορά –
Καὶ νὰ ριχτῇ τοῦ Χάρου μὲ τὴν ἁγιοσύνη του!

Ι

Ἥλιος, φωνή χαλκοῦ, κι ἅγιο μελτέμι
Πάνω στὰ στήθη του ὤμοναν Ζωή νὰ σὲ χαρῶ!
Δύναμη ἐκεῖ πιό μαύρη δέ χωροῦσε
Μόνο μὲ φῶς χυμένο ἀπὸ δαφνόκλαδο
Κι ἀσῆμι ἀπὸ δροσιά μόνον ἐκεῖ ὁ σταυρός
Ἀστραφτε καθὼς χάραζε ἡ μεγαλωσύνη
Κ' ἡ καλωσύνη μὲ σπαθί στὸ χέρι πρόβελνε
Νὰ πῇ μὲς ἀπ' τὰ μάτια του καὶ τὶς σημαῖες τους Ζῶ!

Γειά σου μορέ ποτάμι ὁπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμιο τέκνο θεοῦ, μ' ἕνα κλωνί ρογδιᾶς
Στὰ δόντια νὰ εὐωδιάζεται ἀπὸ τὰ νερά σου∙
Γειά σου κ΄ ἐσύ χωριατομουσμουλιά ποὺ ἀντρείευες
Κάθε πού ’θελε πάρει Ἀντροῦτσος τὰ ὀνειρά του∙
Καὶ σύ βρυσοῦλα τοῦ μεσημεριοῦ που ἔφτανες ὥς τὰ πόδια του
Καὶ σὺ κοπέλλα που ἤσουνα ἡ Ἑλένη του,
Που ἤσουν τὸ πουλί του, ἡ Παναγιά του, ἡ Πούλια του
Γιατὶ καὶ μιά μόνο φορά μὲς στὴ ζωὴ ἂν σημάνῃ
Ἀγάπη ἀνθρώπου ἀνάβοντας
Ἄστρον ἀπ’ ἄστρο τὰ κρυφά στερεώματα
Θὰ βασιλεύῃ πάντοτες παντοῦ ἡ θεία ἠχῶ
Γιὰ νὰ στολίζῃ μὲ μικρές καρδιές πουλιῶν τὰ δάση
Μὲ λύρες ἀπὸ γιασεμιά τὰ λόγια τῶν ποιητῶν

Κι ὅπου κακό κρυφό νὰ τὸ παιδεύει -
Κι ὅπου κακό κρυφό νὰ τὸ παιδεύῃ ἀνάβοντας!

ΙΑ

Κεῖνοι που ἐπράξαν τὸ κακὸ – γιατὶ τοὺς εἶχε πάρει
Τὰ μάτια ἡ θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατὶ τοὺς εἶχε πάρει
Τὴ θλίψη ὁ τρόμος χάνονταν μέσα στὸ μαῦρο σύγνεφο...
Πίσω! καὶ πιὰ χωρίς φτερά στὸ μέτωπο!
Πίσω! καὶ πιὰ χωρίς καρφιά στὰ πόδια
Ἐκεῖ ποὺ γδύν' ἡ θάλασσα τ΄ἀμπέλια καὶ τὰ ἡφαίστεια
Στοὺς κάμπους τῆς πατρίδας πάλι καὶ μὲ τὸ φεγγάρι ἀλέτρι!
Πίσω! Στὰ μέρη ὅπου λαγωνικά τὰ δάχτυλα
Μυρίζονται τὴ σάρκα κι ὅπου ἡ τρικυμία βαστᾶ
Ὅσο ἕνα γιασεμὶ λευκό στὸ θέρος τῆς γυναίκας!

Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακό – τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο
Ζωή δέν εἶχαν πίσω τους μ' ἔλατα καὶ μέ κρυα νερά
Μ' ἀρνί, κρασὶ καὶ ντουφεκιά, βέργα καὶ κληματόσταυρο,
Παπποῦ δέν εἶχαν ἀπὸ δρῦ κι ἀπὸ ὠργισμένον ἄνεμο
Στὸ καραούλι δεκαοχτὼ μερόνυχτα
Μὲ πικραμένα μάτια∙
Τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο – δὲν εἶχαν πίσω τοὺς αὐτοί
Θειό μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,
Μάνα ποὺ νά ’χῃ σφάξει μὲ τὰ χέρια της
Ἤ μάνα μάνας ποὺ μὲ βυζὶ γυμνό
Χορεύοντας νά ’χῃ δοθῆ στὴ λευτεριά τοῦ Χάρου!

Κεῖνοι ποὺ ἐπρᾶξαν τὸ κακό – τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο∙
Μὰ κεῖνος ποὺ τ' ἀντίκρυσε στοὺς δρόμους τ' οὐρανοῦ
Ἀνεβαίνει τώρα μοναχός και ὁλόλαμπρος!

ΙΒ

Μὲ βῆμα πρωινό στὴ χλόη ποὺ μεγαλώνει
Ἀνεβαίνει μοναχός καὶ ὁλόλαμπρος...
Λουλούδια ἀγοροκόριτσα τοῦ κρυφογνέφουνε
Καὶ τοῦ μιλοῦν μὲ μιὰ ψηλή φωνή ποὺ ἀχνίζει στὸν αἰθέρα
Γέρνουν καὶ κατ' αὐτόν τὰ δέντρα ἐρωτεμμένα
Μὲ τὶς φωλιές χωμένες στὴ μασχάλη τους
Μὲ τὰ κλαδιά τοὺς βουτηγμένα μὲς στὸ λάδι τοῦ ἥλιου
Θαῦμα – τί θαῦμα χαμηλὰ στὴ γῆ
Ἄσπρες φυλές μ' ἕνα γαλάζιο ὑνὶ χαράζουνε τοὺς κάμπους
Στράφτουν βαθειά οἱ λοφοσειρές
Καὶ πιὸ βαθειά τ' ἀπρόσιτα ὄνειρα τῶν βουνῶν τῆς ἄνοιξης!

Ἀνεβαίνει μοναχός καὶ ὁλόλαμπρος
Τόσο πιωμένος ἀπὸ φῶς ποὺ φαίνεται ἡ καρδιά του
Φαίνεται μὲς στὰ σύννεφα ὁ Ὄλυμπος ὁ ἀληθινός
Καὶ στὸν ἀέρα ὁλόγυρα ὁ αἶνος τῶν συντρόφων...
Τώρα χτυπάει πιό γρήγορα τ’ ὄνειρο ἀπὸ τὸ αἷμα
Στοὺς ὄχτους τοῦ μονοπατιοῦ συνάζονται τὰ ζῶα
Γρυλλίζουν καὶ κοιτάζουνε σὰ νὰ μιλοῦνε
Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἀληθινά μεγάλος
Γίγας ποὺ κανακεύει τὰ παιδιά του –

Μακρυά χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο
Αὔριο, αὔριο λένε, τὸ Πάσχα τ' οὐρανοῦ!..

ΙΓ

Μακρυά χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο –

Λένε γι' αὐτόν ποὺ κάηκε μὲς στὴ ζωή
Ὅπως ἡ μέλισσα μέσα στοῦ θυμαριοῦ τὸ ἀνάβρυσμα,
Γιὰ τὴν αὐγή ποὺ πνίγηκε στὰ χωματένια στήθια
Ἐνῷ μηνοῦσε μιὰν ἡμέρα πάλλαμπρη,
Γιὰ τὴ νιφάδα που ἄστραψε μὲς στὸ μυαλό κ' ἐσβήστη
Τότες ποὺ ἀκούστηκε μακρυά ἡ σφυριγματιά τῆς σφαίρας
Καὶ πέταξε ψηλά θρηνῶντας ἡ Ἀλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι' αὐτόν ποὺ μήτε κἄν ἐπρόφτασε νὰ κλάψ
Γιὰ τὸν βαθύ καημό τοῦ ἔρωτα τῆς ζωῆς
Ποὺ εἶχε ὅταν δυνάμωνε μακρυά ὁ ἀγέρας
Καὶ κρῶζαν τὰ πουλιὰ στοῦ χαλασμένου μῦλου τὰ δοκάρια
Γιὰ τὶς γυναῖκες που ἔπιναν τὴν ἄγρια μουσική
Στὸ παραθύρι ὀρθές σφίγγοντας τὸ μαντίλι τους
Γιὰ τὶς γυναῖκες που ἀπελπίζαν τὴν ἀπελπισιά
Προσμένοντας ἕνα σημάδι μαῦρο στὴν ἀρχή τοῦ κάμπου.

Ὕστερα, δυνατά πέταλα ἔξω ἀπ' τὸ κατῶφλι
Λένε γιὰ τὸ ζεστό καὶ ἀχάιδευτο κεφάλι του
Γιὰ τὰ μεγάλα μάτια του ὅπου χώρεσε ἡ ζωή
Τόσο βαθειά ποὺ πιά νὰ μὴν μπορῇ νὰ βγῇ ποτέ της!

ΙΔ

Τώρα χτυπάει πιό γλήγορα τ' ὄνειρο μὲς στὸ αἷμα
Τοῦ κόσμου ἡ πιό σωστή στιγμή σημαίνει
Ἐλευθερία,
Ἐληνες μὲς στὰ σκοτεινά δείχνουν τὸν δρόμο
Ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α
Γιὰ σένα θὰ δακρύσῃ ἀπὸ χαρά ὁ ἥλιος!

Στεριὲς ἰριδοχτυπημένες πέφτουν στὰ νερά
Καράβια μ' ἀνοιχτά πανιά πλέουν μὲς στοὺς λειμῶνες
Τὰ πιό ἀθῶα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στὰ μάτια τῶν ἀντρῶν
Κ' ἡ σεμνότη φωνάζει πίσω ἀπὸ τὸ φράχτη:
Παιδιά! Δὲν εἶναι ἄλλη γῆ ὡραιότερη!...

Τοῦ κόσμου ἡ πιό σωστή στιγμή σημαίνει
Μὲ βῆμα πρωινό στὴ χλόη ποὺ μεγαλώνει
Ὁλοένα ἐκεῖνος ἀνεβαίνει∙
Τώρα λάμπουνε γύρω του οἱ πόθοι που ἦταν μια φορά
Χαμένοι μὲς στῆς ἁμαρτίας τὴ μοναξιά∙
Γειτόνοι τῆς καρδιᾶς τοῦ οἱ πόθοι φλέγονται∙
Πουλιά τὸν χαιρετοῦν, τοῦ φαίνονται ἀδερφάκια του∙
Ἄνθρωποι τὸν φωνάζουν, τοῦ φαίνονται συντρόφοι του...
Πουλιά καλὰ πουλιά μου, ἐδῶ τελειώνει ὁ θάνατος!
Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, ἐδῶ ἡ ζωή ἀρχίζει!
Ἀγιάζι οὐράνιας ὀμορφιᾶς γυαλίζει στὰ μαλλιά του

Μακρυά χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο:
Αὔριο, αὔριο, αὔριο τὸ Πάσχα τοῦ Θεοῦ!

--> Σελίς 0, 1, 2, [3], 4, 5