ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Ἠ Γένεσις
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟ ΦΩΣ καὶ ἡ ὥρα ἡ πρώτη,
- - - - - - - - - - - ποὺ τὰ χείλη ἀκόμη στὸν πηλό
- - - - - - - - - - - δοκιμάζουν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου...
- - - - Αἷμα πράσινο καὶ βολβοί στὴ γῆ χρυσοὶ∙
- - - - πανωραία στὸν ὕπνο της ἅπλωσε καὶ ἡ θάλασσα
- - - - γάζες αἰθέρος τὶς ἀλεύκαντες
- - - - κάτω ἀπὸ τὶς χαρουπιές καὶ τοὺς μεγάλους ὄρθιους φοίνικες...
- - - - - - - - - - - Ἐκεῖ μόνος ἀντίκρυσα
- - - - - - - - - - - τὸν κόσμο
- - - - - - - - - - - κλαίγοντας γοερά.
Ἡ ψυχή μου ζητοῦσε Σηματωρό καὶ Κήρυκα!..
- - - - - - - - - - - Εἶδα τότε θυμᾶμαι
- - - - - - - - - - - τὶς τρεῖς Μαῦρες Γυναῖκες
- - - - vα σηκώνουν τὰ χέρια κατὰ τὴν Ἀνατολή
- - - - – χρυσωμένη τὴ ράχη τους καὶ τὸ νέφος που ἄφηναν
- - - - λίγο-λίγο σβήνοντας
- - - - - - - - - - - δεξιὰ – Καὶ φυτά σχημάτων ἄλλων...
- - - - Ἦταν ὁ ἥλιος μὲ τὸν ἄξονα του μέσα μου
- - - - πολυαχτιδος ὅλος ποὺ καλοῦσε Καὶ
αὐτός ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρίν
Ὁ ἀκόμη χλωρός μὲς τὴ φωτιά Ὁ ἄκοπος ἀπ' τὸν οὐρανό
- - - - - - - - - - - Ἔνιωσα ἦρθε κ’ ἔσκυψε
- - - - - - - - - - - πάνω ἀπὸ τὸ λίκνο μου
ἴδια ἡ μνήμη γιναμενη παρόν
τὴ φωνή πῆρε τῶν δέντρων, τῶν κυμάτων:
- - - - - - - - - - - Ἐντολή σου, εἶπε, αὐτός ὁ κόσμος
- - - - - - - - - - - καὶ γραμμένος μὲς τὰ σπλάχνα σου εἶναι!
- - - - - - - - - - - Διάβασε καὶ προσπάθησε
- - - - - - - - - - - καὶ πολέμησε, εἶπε
Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὄπλα του, εἶπε
Καὶ τὰ χέρια του ἅπλωσε ὅπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός γιὰ νὰ πλάσῃ μαζὶ ἀλγηδόνα καὶ εὐφροσύνη...
- - - - Πρῶτα σύρθηκαν μὲ δύναμη
- - - - καὶ ψηλά πάνω ἀπὸ τὰ μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
- - - - οἱ Ἑφτά Μπαλντάδες
- - - - - - - - - - - κατὰ πῶς ἡ καταιγίδα
- - - - - - - - - - - στὸ σημεῖο μηδέν ὅπου εὐωδιάζει
- - - - - - - - - - - ἀπ' ἀρχῆς πάλι ἕνα πουλί
καθαρό παλιννοστοῦσε τὸ αἷμα
καὶ τὰ τέρατα ἔπαιρναν τὴν ὄψη ἀνθρώπου
- - - - - - - - - - - τόσο εὔλογο τὸ Ἀκατανόητο!..
- - - - Ὕστερα καὶ οἱ ἄνεμοι ὅλης της φαμίλιας μου ἔφτασαν
- - - - τ' ἀγόρια μὲ τὰ φουσκωμένα μάγουλα
- - - - καὶ τὶς πράσινες πλατιές οὐρές ὅμοια Γοργόνες
- - - - - - - - - - - και οἱ ἄλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
- - - - - - - - - - - ὀστρακοδερμοι γενειοφόροι...
- - - - Καὶ τὸ νέφος ἐχώρισαν στὰ δυὸ Καὶ αὐτό πάλι στὰ τέσσερα
- - - - καὶ τὸ λίγο ποὺ ἀπόμεινε φύσηξαν στὸ Βορρᾶ!
- - - - Μὲ πλατύ πάτησε πόδι στὰ νερά καὶ ἀγέρωχος ὁ μέγας Κούλες
Ἡ γραμμή τοῦ ὁρίζοντα ἔλαμψε
ὁρατή καὶ πυκνή καὶ ἀδιαπέραστη.
ΑΥΤΟΣ ὁ πρῶτος ὕμνος.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρὶν
Ὁ ἀκόμη χλωρός μὲς τὴ φωτιά Ὁ Ἀχειροποίητος
- - - - - - - - - - - μὲ τὸ δάχτυλο ἔσυρε τὶς μακρυνές
- - - - - - - - - - - γραμμές
- - - - ἀνεβαίνοντας κάποτε ψηλά μὲ ὀξύτητα
- - - - καὶ φορές πιὸ χαμηλά - οἱ καμπύλες ἁπαλές
- - - - - - - - - - - μιὰ μέσα στὴν ἄλλη
στεριές μεγάλες που ἔνιωσα
νὰ μυρίζουνε χῶμα ὅπως ἡ νόηση!
- - - - - - - - - - - Τόσο ἦταν ἀλήθεια
- - - - - - - - - - - ποὺ πιστά μ' ἀκολούθησε τὸ χῶμα
- - - - ἔγινε σὲ μεριές κρυφές πιό κόκκινο
- - - - καὶ ἀλλοῦ μὲ πολλές μικρές πευκοβελόνες.
- - - - Ὕστερα πιὸ νωχελικά
- - - - - - - - - - - οἱ λόφοι, οἱ κατωφέρειες,
ἄλλοτε καὶ τὸ χέρι ἀργό σὲ ἀνάπαυση
- - - - - - - - - - - τὰ λαγκάδια οἱ κάμποι
- - - - κι ἄξαφνα πάλι βράχοι ἄγριοι καὶ γυμνοί
- δυνατές πολὺ παρορμήσεις!..
- - - - Μιὰ στιγμὴ ποὺ ἐστάθηκε νὰ στοχαστῇ
- - - - - - - - - - - κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό:
- - - - - - - - - - - ὁ Ὄλυμπος, ὁ Ταϋγετος
- - - - - - - - - - - – Κάτι ποὺ νὰ σοῦ σταθῇ βοηθός
- - - - - - - - - - - και ἀφοῦ πεθάνῃς, εἶπε –
- - - - Καὶ στὶς πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
- - - - κι ἀπ' τὰ σπλάχνα τῆς γῆς ἀνέβασε σχιστόλιθο
- - - - ἕνα γῦρο σ' ὅλη τὴν πλαγιά τὰ πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια!
- - - - Ἐκεῖ μόνος ἀπίθωσε
- - - - - - - - - - - κρῆνες λευκές μαρμάρινες,
- - - - - - - - - - - μύλους ἀνέμων,
- - - - - - - - - - - τρούλλους ρόδινους μικρούς
- - - - - - - - - - - καὶ ψηλούς διάτρητους περιστεριῶνες
- Ἀρετὴ μὲ τὶς τέσσερις ὀρθές γωνίες!..
Κ’ ἐπειδὴ συλλοστηκεν
ὡραῖα που εἶναι στὴν ἀγκαλιά ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου
- - - - γέμισαν ἔρωτα οἱ μεγάλες γοῦρνες
- - - - ἀγαθά σκύψανε τὰ ζῷα μοσκάρια καὶ ἀγελάδες
- - - - σὰ νὰ μήν ἤτανε στὸν κόσμο πειρασμός κανένας
- - - - καὶ νὰ μήν εἶχαν γίνει ἀκόμη τὰ μαχαίρια...
Ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νὰ τὴν ἀντέξῃς, εἶπε
- - - - καὶ στροφή γύρω του κάνοντας μ' ἀνοιχτές παλάμες ἔσπειρε
- - - - - - - - - - - φλόμους, κρόκους, καμπανοῦλες
- - - - - - - - - - - ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς γῆς τ' ἀστέρια
- - - - τρυπημένα στὸ ἕνα φύλλο τους γιὰ σημεῖο καταγωγῆς
- - - - - - - - - - - καὶ ὑπεροχή καὶ δύναμη
ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
- - - - - - - - - - - ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ἀκούσω ἀγέρα ἢ μουσική
- - - - - - - - - - - ποὺ κινοῦσα σὲ ξάγναντο νὰ βγῶ
– μιὰν ἀπέραντη κόκκινη ἄμμο ἀνέβαινα
μὲ τὴ φτέρνα μου σβήνοντας τὴν Ἱστορία –
- - - - πάλευα τὰ σεντόνια Ἦταν αὐτὸ ποὺ γύρευα
- - - - καὶ ἀθῷο καὶ ριγηλό σὰν ἀμπελῶνας
- - - - καὶ βαθύ και ἀχαραγο σὰν ἡ ἄλλη ὄψη τ' οὐρανοῦ
- κάτι λίγο ψυχῆς μέσα στὴν ἄργιλλο.
- - - - - - - - - - - Τότε εἶπε καὶ γεννήθηκεν ἡ θάλασσα
- - - - - - - - - - - - καὶ εἶδα καὶ θαύμασα
Καὶ στὴ μέση της ἔσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή μου:
- - - - - - - - - - - Ἵπποι πέτρινοι μὲ τὴ χαίτη ὀρθή
- - - - - - - - - - - καὶ γαλήνιοι ἀμφορεῖς
- - - - - - - - - - - καὶ λοξές δελφινιῶν ράχες
- - - - ἡ Ἴος ἡ Σίκινος ἡ Σεριφος ἡ Μηλος!..
Κάθε λέξη κι ἀπὸ 'να χελιδόνι
γιὰ νὰ σοῦ φέρνῃ τὴν ἄνοιξη μέσα στὸ θέρος, εἶπε
Καὶ πολλά τὰ λιόδεντρα
- - - - ποὺ νὰ κρησάρουν στὰ χέρια τους τὸ φῶς
- - - - κι ἐλαφρό ν' ἁπλώνεται στὸν ὕπνο σου
καὶ πολλά τὰ τζιτζίκια
- - - - ποὺ νὰ μήν τὰ νιώθῃς
- - - - ὅπως δέ νιώθῃς τὸ σφυγμό στὸ χέρι σου
ἀλλὰ λίγο τὸ νερό
- - - - γιὰ νὰ τὸ 'χῃς Θεό καὶ νὰ κατέχῃς τί σημαίνει ὁ λόγος του
καὶ τὸ δέντρο μοναχό του
- - - - χωρὶς κοπάδι
- - - - γιὰ νὰ τὸ κάνῃς φίλο σου
- - - - καὶ νὰ γνωρίζῃς τ' ἀκριβό του τ' ὄνομα
φτενό στὰ πόδια σου τὸ χῶμα
- - - - γιὰ νὰ μὴν ἔχῃς ποῦ ν' ἁπλώσῃς ρίζα
- - - - καὶ νὰ τραβᾷς τοῦ βάθους ὁλοένα
καὶ πλατύς ἐπανου ὁ οὐρανός
- - - - γιὰ νὰ διαβάζῃς μόνος σου τὴν ἀπεραντοσύνη
- - - - - - - - - - - ΑΥΤΟΣ
- - - - - - - - - - - ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ἀνάγκη νὰ τὸν βλέπῃς καὶ νὰ τὸν λαβαίνῃς,
- - - - εἶπε - κοίταξε! Καὶ τὰ μάτια μου ἔρριξαν τὴ σπορά
- - - - γρηγορώτερα τρέχοντας κι ἀπὸ βροχή
- - - - τὰ χιλιάδες ἀπάτητα στρέμματα
Σπίθες ρίζα μὲς στὸ σκότος πιάνοντας καὶ νερῶν ἄξαφνων πίδακες
- - - - - - - - - - - - ἡ σιγή ποὺ ἐκχέρσωνα γιὰ ν' ἀποθέσω
- - - - - - - - - - - γόνους φθόγγων καὶ χρησμῶν φύτρα χρυσά!..
Τὸ ξινάρι ἀκόμη μὲς στὰ χέρια μου
- - - - - τὰ μεγάλα εἶδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας τὸ πρόσωπο
- - - - ἄλλα ὑλακῶντας ἄλλα βγάζοντας τὴ γλῶσσα:
- - - - - - - - - - - Νά τὸ σπαράγγι νά ὁ ριθιός
- - - - - - - - - - - νά τὸ σγουρό περσέμολο
- - - - - - - - - - - τὸ τζεντζεφύλλι καὶ τὸ πελαργόνι
- - - - - - - - - - - ὁ στύφνος καὶ τὸ μάραθο
οἱ κρυφές συλλαβές ὅπου πάσχιζα τὴν ταυτότητά μου ν' ἀρθρώσω...
Εὖγε, μοῦ εἶπε, και ἀνάγνωση γνωρίζεις
καὶ πολλά μέλλει νὰ μάθῃς
- - - - ἂν τὸ Ἀσήμαντο ἐμβαθύνῃς!
- - - - Καὶ μιὰ μέρα θὰ 'ρθῃ βοηθοὺς ν' ἀποκτήσῃς
- - - - - - - - - - - - θυμήσου:
- - - - - - - - - - - τὸν ἀγχέμαχο Ζέφυρο
- - - - - - - - - - - τὸ ἐρεβοκτόνο ρόδι
- - - - - - - - - - - τὰ φλεγόμενα ὠκύποδα φιλιά...
Καὶ ὁ λόγος του χάθηκε σὰν εὐωδιά.
Ἡ ὥρα ἐννιά χτύπησε πέρδικα τὴ βαθειά καρδιά τῆς εὐφωνίας
- - - - - - - - - - - ἀλληλέγγυα στάθηκαν τὰ σπίτια
- - - - - - - - - - - καὶ μικρά καὶ τετράγωνα
- - - - - - - - - - - μὲ καμάρα λευκή καὶ λουλακί πορτόφυλλο.
- - - - Κάτω ἀπ' τὴν κληματαριά
- - - - ὧρες ἐκεῖ ρέμβασα
- - - - μὲ μικρά-μικρά τιττυβἰσματα,
- - - - κοασμούς, τρυσμούς, τὸ μακρυνό κουκούρισμα:
- - - - - - - - - - - Νά τὸ πιπίνι νά τὸ λελέκι
- - - - - - - - - - - νά τὸ γυφτοπούλι
- - - - - - - - - - - ὁ νυχτοπάτης και ἡ νερόκοτα
- - - - ἦταν καὶ ὁ μπόμπιρας ἐκεῖ
- - - - καὶ τὸ ἀλογάκι ποὺ λὲν τῆς Παναγίας...
Ἡ στέρια μὲ τὰ σκέλη μου γυμνά στὸν ἥλιο
- - - - καὶ πάλι δύο οἱ θάλασσες
- - - - καὶ ἡ τρίτη ἀνάμεσα – λεμονιές, κιτριές, μανταρινιές –
- - - - καὶ ὁ ἄλλος μαΐστρος μὲ τ' ἀπάνω του ἀψηλό μπογάζι
- - - - ἀλλοιώνοντας τ' ὀζονιο τ' οὐρανοῦ
- - - - - - - - - - - Χαμηλά στῶν φύλλων τὸν πυθμένα
- - - - - - - - - - - ἡ τριβίδα ἡ λεία
- - - - - - - - - - - τ' αὐτάκια τῶν ἀνθῶν
- - - - - - - - - - - κι ὁ θαλλός ὁ ἀδημονῶντας καὶ εἶναι
ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὕστερα καὶ τὸ φλοῖσβο ἐνόησα καὶ τὸν μακρύὺ ἀτελείωτο ψίθυρο τῶν δέντρων
- - - - - εἶδα πάνω στὸ μόλο ἀραδιασμένα τὰ κόκκινα σταμνιά
- - - - καὶ πιὸ σιμά στὸ ξύλινο παραθυρόφυλλο
- - - - κεῖ ποὺ κοιμόμουνα μὲ τό ’να πλάι
- - - - - - - - - - - λάλησε πιὸ δυνατά ὁ βοριάς...
- - - - - - - - - - - Καὶ εἶδα...
Κόρες ὄμορφες καὶ γυμνές καὶ λεῖες ὡσὰν τὸ βότσαλο
μὲ τὸ λίγο μαῦρο στὶς κόχες τῶν μηρῶν
καὶ τὸ πολύ καὶ πλούσιο ἀνοιχτό στὶς ὠμοπλάτες
- - - - - - - - - - - νὰ φυσοῦν ὄρθιες μέσα στὴν Κοχύλα
- - - - - - - - - - - καὶ ἄλλες γράφοντας μὲ κιμωλία
- - - - - - - - - - - λόγια παράξενα, αἰνιγματικά:
- - - - ΡΩΕΣ- -ΑΛΑΣΘΑΣ- -ΑΡΙΜΝΑ
- - - - ΟΛΗΙΣ- -ΑΪΑΣΑΝΘΑ- -ΥΕΛΤΗΣ
- - - - - - - - - - - μικρές φωνές πουλιῶν καὶ ὑακίνθων
- - - - - - - - - - - ἢ ἄλλα λόγια τοῦ Ἰουλίου...
Σημαίνοντας οἱ ἕντεκα
- - - - πέντε ὀργιές τοῦ βάθους
- - - - πέρκες γοβιοί σπάροι
- - - - μὲ πελώρια σβάραχνα καὶ κοντές πρυμναῖες οὐρὲς!..
- - - - - - - - - - - Ἀνεβαίνοντας ἔβρισκα σπόγγους
- - - - - - - - - - - καὶ σταυρούς θαλάσσης
- - - - - - - - - - - καὶ λιγνές ἀμίλητες ἀνεμῶνες
- - - - καὶ πιὸ ψηλά στὰ χείλη τοῦ νεροῦ
- - - - πεταλίδες τριανταφυλλιές
- - - - - - - - - - - καὶ μισάνοιχτες πίνες καὶ ἁρμυρῆθρες.
Ἀκριβά λόγια, μοῦ εἶπε, ὅρκοι παλαιοί
που ἔσωσε ὁ Καιρός καὶ ἡ σίγουρη ἀκοή τῶν μακρυνῶν ἀνέμων...
- - - - - - - - - - - Καὶ σιμά στὸ ξύλινο παραθυρόφυλλο
- - - - - - - - - - - κεῖ ποὺ κοιμόμουνα μὲ τὸ 'να πλάι
- - - - - - - - - - - δυνατά στὸ στῆθος μου ἕσφιξα τὸ μαξιλάρι
- - - - - - - - - - - καὶ τὰ μάτια μου δάκρυα γιομᾶτα...
Ἤμουν στὸν ἕκτο μήνα τῶν ἐρώτων
καὶ στὰ σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ἀκριβός.
- - - - - - - - - - - ΑΥΤΟΣ
- - - - - - - - - - - ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θὰ δῇς τὴν ἐρημιά καὶ θὰ τῆς δώσῃς τὸ δικό σου νόημα, εἶπε
- - - - Πρίν ἀπὸ τὴν καρδιά σου θά 'ναι αὐτή
- - - - καὶ μετά πάλι αὐτή θ' ἀκολουθήσῃ!
- - - - - - - - - - - Τοῦτο μόνο νὰ ξέρῃς:
- - - - - - - - - - - Ὅ,τι σώσῃς μὲς στὴν ἀστραπή
- - - - - - - - - - - καθαρό στὸν αἰῶνα θὰ διαρκέσῃ!..
Καὶ ψηλά πολύ πάνω ἀπ' τὰ κύματα
ἔστησε τὰ χωριά τῶν βράχων
- - - - - - - - - - - Ἐκεῖ σκόνη ἔφτανε ὁ ἀφρός
- - - - - - - - - - - ἄπλερη γίδα εἶδα νὰ γλείφῃ τὶς ρωγμές
μὲ τὸ μάτι λοξό καὶ τὸ λίγο κορμί σκληρό σὰ χαλαζίας...
Ἔζησα τὶς ἀκρίδες καὶ τὴ δίψα καὶ τὰ τραχιά στὶς ἀρμοσιές τους δάχτυλα
χρόνους τακτούς ὅσους ἡ Γνώση ὁρίζει
- - - - Στὰ χαρτιά σκυφτός καὶ στὰ βιβλία τ' ἀπύθμενα
- - - - μὲ σκοινὶ λιανό κατεβαίνοντας
- - - - νύχτες καὶ νύχτες
τὸ λευκὸ ἀναζήτησα ὥς τὴν ὕστατη ἔνταση
τοῦ Μαύρου Τὴν ἐλπίδα ὥς τὰ δάκρυα
Τὴ χαρά ὥς τὴν ἄκρα ἀπόγνωση...
- - - - Νὰ σταλθῇ βοήθεια τότε κρίθηκε ἡ στιγμὴ
- - - - καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὶς βροχές.
- - - - - - - - - - - Κελαρύσανε ὅλη μέρα ρυάκια
- - - - - - - - - - - - ἔτρεξα σὰν τρελλός
στὶς πλαγιὲς ἔσχισα σχῖνο καὶ πολύ μύρτο μὲς στὴ φοῦχτα μου ἔδωσα
νὰ δαγκάσουνε οἱ πνοές...
- - - - Ἡ ἁγνότητα, εἶπε, εἶναι αὐτή
- - - - στὶς πλαγιές τὸ ἴδιο καὶ στὰ σπλάχνα σου!..
- - - - Καὶ τὰ χέρια του ἅπλωσε ὅπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός γιὰ νὰ πλάσῃ μαζί πηλό καὶ οὐρανοσύνη...
Λίγο μόλις πυράχτωσε τὶς κορφές
- - - - ἀλλ' ἀδάγκωτο πράσινο στὶς ρεμματιές τὸ χόρτο κάρφωσε
- - - - - - - - - - - μέντα, λεβάντα, λουίζα
- - - - - - - - - - - καὶ μικρές πατημασιές ἀρνιῶν
ἢ ἀλλοῦ πάλι ἀπὸ τὰ ὕψη πέφτοντας
οἱ ψιλές κλωστές τὸ ἀσήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλλας που εἶδα καὶ που ἐπόθησα
- - - - - - - - - - - - ὑπαρκτή γυναῖκα...
- - - - - - - - - - - Ἡ ἁγνότητα, εἶπε, εἶναι αὐτή!
- - - - καὶ γεμᾶτος λαχτάρᾳ χάιδεψα τὸ σῶμα
- - - - φιλιά δόντια μὲ δόντια - ὕστερα ἕνας μὲς στὸν ἄλλο...
- - - - - - - - - - - Τρικύμισα
- - - - - - - - - - - ὅπως κάβος - πάτησα βαθειά
- - - - - - - - - - - που ἀέρα πήρανε οἱ σπηλιές.
Ἠχώ μὲ τὸ λευκό σαντάλι πέρασε μιὰ στιγμή
γοργά κάτω ἀπὸ τὰ νερὰ ἡ ζαργάνα
- - - - καὶ ψηλά τὸ λόφο ἔχοντας πόδι Καὶ τὸν ἥλιο κεφάλι κερασφορο
- - - - ν' ἀνεβαίνῃ ἀβάδιστος εἶδα Ὁ Μέγας Κριός...
Καὶ αὐτός ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρὶν,
Ὁ ἀκόμη χλωρός μὲς στὴν φωτιὰ Ὁ ἄκοπος ἀπ' τὸν οὐρανό
- - - - - - - - - - - ψιθύρισε ὅταν ρώτησα:
– Τί τὸ καλό; Τί τὸ κακό;
– Ἕνα σημεῖο Ἕνα σημεῖο
- - - - καὶ σ' αὐτό πάνω ἰσορροπεῖς καὶ ὑπάρχεις
- - - - κι ἀπ' αὐτό πιό πέρα ταραχή καὶ σκότος
- - - - κι ἀπ'αὐτό πιό πίσω βρυγμός τῶν ἀγγέλων...
– Ἕνα σημεῖο Ἕνα σημεῖο
- - - - καὶ σ' αὐτὸ μπορεῖς ἀπέραντα νὰ προχωρήσῃς
- - - - ἢ ἀλλιῶς τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει πιά.
Καὶ ὁ Ζυγός που ἀνοίγοντας τὰ χέρια μου ἔμοιαζε
νὰ ζυγιάζῃ τὸ φῶς καὶ τὸ ἔνστικτο ἤτανε
- - - - - - - - - - - ΑΥΤΟΣ
- - - - - - - - - - - ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
- - - - ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν ὅπως οἱ μέρες
- - - - μὲ πλατειά μενεξεδένια φύλλα στὸ ρολόι τοῦ κήπου
- - - - - - - - - - - Δείχτης ἤμουν ἐγώ:
Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη
ὁ Ἰούνιος, ὁ Ἰούλιος, ὁ Αὔγουστος...
- - - - Ἔδειχνα τὴν ἀνάγκη πού μου ἐρχόταν ἅρμη
- - - - καταπρόσωπο Ἔντομα κοριτσιῶν
- - - - Μακρυνές ἀστεροπές τῆς Ἴριδας -
- - - - - - - - - - - ὅλα τοῦτα καιρός τῆς ἀθῳότητας
- - - - - - - - - - - ὁ καιρός τοῦ σκύμνου καὶ τοῦ ροδαμοῦ
- - - - - - - - - - - ὁ πολύ πρίν τὴν ἀνάγκη, μοῦ εἶπε
- καὶ τὸν κίνδυνο ἔσπρωξε μὲ τό 'να δάχτυλο
Στὴν κορφή τοῦ κάβου φόρεσε μελανό φρύδι
Ἀπὸ μέρος ἄγνωστο φώσφορο ἔχυσε
- - - - - - - - - - - γιὰ νὰ βλέπῃς, εἶπε, ἀπὸ μέσα
- - - - - - - - - - - στὸ κορμί σου
- - - - - - - - - - - φλέβες κάλιο, μαγγάνιο
- - - - - - - - - - - καὶ τ' ἀποτιτανωμενα
- - - - - - - - - - - παλαιά κατάλοιπα τοῦ ἔρωτα...
Καὶ πολὺ τότε σφίχθηκε ἡ καρδιά μου
- ἦταν τὸ πρῶτο τρίξιμο τοῦ ξύλου μέσα μου
- - - - μιᾶς νυχτός που ἐσίμωνε ἴσως
- - - - ἡ φωνὴ τοῦ γκιώνη
- - - - - - - - - - - κάποιου ποὺ εἶχε σκοτωθῆ
- - - - - - - - - - - τὸ αἷμα γυρίζοντας πάνω στὸν κόσμο...
Εἶδα πέρα, μακρυά, στὴν ἄκρια τῆς ψυχῆς μου
μυστικά νὰ διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στοὺς γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα
Τ' ἄστρο τῆς τραμουντάνας Τὴν ἁγία Μαρίνα μὲ τὰ δαιμονικά
- - - - Καὶ πολύ πιὸ βαθειά πίσω ἀπ' τὰ κύματα
- - - - στὸ Νησί μὲ τοὺς κόλπους τῶν Ἐλαιώνων
- - - - Μιὰ στιγμὴ μοῦ ἐφάνηκε θωροῦσα Ἐκεῖνον
- - - - ποὺ τὸ αἷμα του ἔδωσε γιὰ νὰ σαρκωθῶ
- - - - τὸν τραχύ τοῦ Ἁγίου δρόμο ν' ἀνεβαίνῃ
- - - - - - - - - - - μιά φοράν ἀκόμη
- - - - - - - - - - - Μιά φοράν ἀκόμη
- - - - στὰ νερά τῆς Γέρας ν' ἀκουμπᾶ τὰ δάχτυλα
- - - - καὶ τὰ πέντε ν' ἀνάβουνε χωριά
- - - - - - - - - - - ὁ Παπάδος, ὁ Πλακάδος, ὁ Παλαιόκηπος,
- - - - - - - - - - - ὁ Σκόπελος καὶ ὁ Μεσαγρός,
- - - - ἐξουσία καὶ κλῆρος τῆς γενιᾶς μου!..
Ἀλλὰ τώρα, εἶπε, ἡ ἄλλη σου ὄψη
ἀνάγκη ν' ἀνεβῇ στὸ φῶς
- - - - - καὶ πολύ πρίν μὲ τὸ νοῦ μου βάλω
- - - - ἢ σημάδι φωτιᾶς ἢ σχῆμα τάφου
- - - - - - - - - - - κατὰ κεῖ ποὺ δέν ἔσωνε κανεὶς νὰ δῇ
- - - - - - - - - - - μὲ τὰ χέρια ἐμπρός του
- - - - - - - - - - - σκύβοντας
- - - - - - - - - - - τὰ μεγάλα ἑτοίμασε κενά στὴ γῆ
- - - - - - - - - - - καὶ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου:
τὸ κενὸ τοῦ Θανάτου γιὰ τὸ βρέφος το ἐρχόμενο
τὸ κενὸ τοῦ φονικοῦ γιὰ τὴ Δικαία κρίση
τὸ κενὸ τῆς Θυσίας γιὰ τὴν ἴση Ἀνταπόδοση
τὸ κενὸ τῆς Ψυχῆς γιὰ τὴν Εὐθύνη τοῦ Ἄλλου...
- - - - - - - - - - - Καὶ ἡ Νύχτα πανσές
- - - - - - - - - - - παλιᾶς
- - - - - - - - - - - πριονισμένης ἀπὸ νοσταλγία Σελήνης
μὲ του ἔρημου μύλου τὰ χαλάσματα καὶ τὴν ἄκακη εὐωδιά τῆς κόπρου
- - - - - - - - - - - πῆρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις ἄλλαξε στὰ πρόσωπα - μοίρασε ἀλλιῶς τὰ βάρη:
Τὸ σκληρό μου σῶμα ἦταν ἡ ἄγκυρα κατεβασμένη μέσα στοὺς ἀνθρώπους
- - - - ὅπου ἦχος ἄλλος κάνείς
- - - - - - - - - - - μόνο γδοῦποι, γόοι καὶ κοπετοί
- - - - - - - - - - - καὶ ρωγμές ἐπάνω στὴν ἀνάαστροφη ὄψη...
Ποιᾶς φυλῆς ἀνύπαρχτης ὁ γόνος νά 'μοῦν
- - - - τότε μόνο ἐννόησα
- - - - - - - - - - - ποὺ ἡ σκέψη τοῦ Ἄλλου
- - - - - - - - - - - διαγώνια σὰν ἀκμή γυαλιοῦ
- - - - - - - - - - - καὶ Ὀρθόν ὥς πέρα μὲ χάραζε!..
- - - - Εἶδα μέσα μου στὰ σπίτια καθαρά σὰν νὰ μὴν ἦταν τοῖχοι
- - - - μὲ τὸ λύχνο στὸ χέρι νὰ περνοῦν γερόντισσες
- - - - τὰ χαράκια στὸ μέτωπο καὶ στὸ ταβάνι
καὶ ἄλλοι νέοι μὲ τὸ μουστάκι που ἔζωναν ἅρματα στὴ μέση τους
- - - - - - - - - - - ἀμίλητοι
- - - - - - - - - - - δύο δάχτυλα πάνω στὴ λαβή
- - - - - - - - - - - ἐδῶ καὶ αἰῶνες...
Βλέπεις, εἶπε, εἶναι οἱ Ἄλλοι
καὶ δέ γίνεται Αὐτοί χωρὶς Ἐσένα
καὶ δέ γίνεται μ' Αὐτούς χωρίς Ἐσύ...
Βλέπεις, εἶπε, εἶναι οἱ Ἄλλοι
- - - - - - - - - - - καὶ ἀνάγκη πᾶσα νὰ τοὺς ἀντικρύσῃς
ἡ μορφή σου ἂν θέλῃς ἀνεξάλειπτη νὰ 'ναι
- - - - - - - - - - - καὶ νὰ μείνῃ αὐτή.
- - - - Ἐπειδὴ πολλοί φοροῦν τὸ μελανό πουκάμισο
- - - - καὶ οἱ ἄλλοι μιλοῦν τὴ γλῶσσα τῶν χοιρογρυλλίων
- - - - καὶ εἶναι οἱ Ὠμοφάγοι καὶ οἱ Ἄξεστοι τοῦ Νεροῦ
- - - - Σιτοφοβοι καὶ οἱ Πελιδνοί καὶ οἱ Νεοκόνδορες
- - - - ὀρμαθός καὶ ἀριθμός τῶν ἄκρων του σταυροῦ
- - - - - - - - - - - τῆς Τετρακτίδος.
Ἄν ἀλήθεια κρατήσῃς καὶ τοὺς ἀντικρύσῃς, εἶπε,
ἡ ζωή σου θ' ἀποκτήσῃ αἰχμή καὶ θὰ ὁδηγήσῃς, εἶπε.
- - - - - - - - - - - Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὄπλα του, εἶπε
Καὶ αὐτός ἀλήθεια που ἤμουνα Ὁ πολλούς αἰῶνες πρίν,
Ὁ ἀκόμη χλωρός μὲς στὴ φωτιά Ὁ ἄκοπος ἀπ' τὸν οὐρανό
- - - - - - - - - - - Πέρασε μέσα μου Ἔγινε
- - - - - - - - - - - α ὐ τ ό ς -π ο ὺ -ε ἶ μ α ι
... Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς νύχτας
- - - - λάλησε μακρυά πάνω ἀπ' τὰ παραπήγματα
- - - - - - - - - - - ὁ πρῶτος πετεινός...
Εἶδα γιὰ μιά στιγμή τοὺς Ὄρθιους Κίονες τὴ Μετόπη μὲ τὰ Ζῶα Δυνατά
- - - - καὶ ἀνθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία...
Πῆρε ὄψη ὁ Ἥλιος – Ὁ Ἀρχάγγελος ἀεί δεξιά μου!..
- - - - - - - - - - - ΑΥΤΟΣ ἐγώ λοιπόν
- - - - - - - - - - - και ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τὰ Πάθη
Α'
- - - - Ἰδού ἐγὼ λοιπόν
ὁ πλασμένος γιὰ τὶς μικρές Κόρες καὶ τὰ νησιά τοῦ Αἰγαίου·
- - - - ὁ ἐραστής τοῦ σκιρτήματος τῶν ζαρκαδιῶν
καὶ μύστης τῶν φύλλων τῆς ἐλιᾶς·
- - - - ὁ ἠλιοποτης καὶ ἀκριδοκτόνος.
Ἰδού ἐγὼ καταντικρύ
- - - - τοῦ μελανοῦ φορέματος τῶν ἀποφασισμένων
καὶ τῆς ἄδειας τῶν ἐτῶν, ποὺ τὰ τέκνα τῆς ἄμβλωσε,
- - - - γαστέρας, τὸ ἀγγρισμα!
Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεῖα καὶ βροντή προσβάλλει τὰ βουνά.
- - - - Μοῖρα τῶν ἀθῴων, πάλι μόνη, νά σε στὰ Στενὰ!
Στὰ Στενά τὰ χέρια μου ἄνοιξα
- - - - Στὰ Στενά τὰ χεριά μου ἄδειασα
κι ἄλλα πλούτη δέν εἶδα, κι ἄλλα πλούτη δέν ἄκουσα
- - - - παρὰ βρύσες νὰ τρέχουν
Ρόδια ἢ Ζέφυρο ἢ Φιλιά.
- - - - Ὁ καθείς καὶ τὰ ὄπλα του, εἶπα:
Στὰ Στενά τὰ ρόδια μου θ' ἀνοίξω
- - - - Στὰ Στενά φρουρούς τοὺς ζέφυρους θὰ στήσω
τὰ φιλιά τὰ παλιά θ' ἀπολύσω ποὺ ἡ λαχτάρα μου ἅγιασε!
- - - - Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεῖα καὶ βροντή προσβάλλει τὰ βουνά.
Μοῖρα τῶν ἀθώων, εἶσαι ἡ δίκη μου ἡ Μοῖρα !
Β'
- - - - Τὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική·
τὸ σπίτι φτωχικό στὶς ἀμμουδιές τοῦ Ὅμηρου...
- - - - Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιές τοῦ Ὅμηρου...
Ἐκεῖ σπάροι καὶ πέρκες
- - - - ἀνεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μὲς στὰ γαλάζια
- - - - ὅσα εἶδα στὰ σπλάχνα μου ν' ἀνάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
- - - - μὲ τὰ πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων
ὄστρακα ρόδινα μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη...
- - - - Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια
- - - - θεοί μελαχρινοί, θεῖοι κ’ ἐξάδελφοι
τὸ λάδι ἀδειάζοντας μὲς στὰ πελώρια κιούπια·
- - - - καὶ πνοές ἀπὸ τὴ ρεμματιά εὐωδιάζοντας
λυγαριά καὶ σχῖνο
- - - - σπάρτο καὶ πιπερόριζα
μὲ τὰ πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων,
- - - - ψαλμῳδίες γλυκές μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι...
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι!..
- - - - Ἐκεῖ δάφνες καὶ βάγια
θυμιατό καὶ λιβάνισμα
- - - - τὶς πάλες εὐλογῶντας καὶ τὰ καριοφίλια.
Στὸ χῶμα τὸ στρωμένο μὲ τ' ἀμπελομάντιλα
- - - - κνίσες, τσουγκρίσματα
καὶ Χριστός Ἀνέστη
- - - - μὲ τὰ πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων!
Ἀγάπες μυστικές μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου...
- - - - Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου!..
Ἀνάγνωσμα Πρῶτο - Ἡ Πορεία πρὸς τὸ Μέτωπο
Ξημερώνοντας τ' Ἁγιαννιοῦ, μὲ τὴν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τὴ διαταγὴ νὰ κινήσουμε πάλι μπροστά, γιὰ τὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὣς τότε οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὣς Τεπελενι. Λόγω ποὺ ἐκεῖνοι πολεμούσανε ἀπ' τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, καὶ εἶχαν μείνει σκεδὸν οἱ μισοὶ καὶ δὲν ἀντέχανε ἄλλο.
[...]
Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ' τὸν ἄλλο, ἴδια τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω, καθὼς μὲς στὴν ψυχὴ μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὁποὺ κάναμε στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροὶ κι ἀμίλητοι, φέγγοντας μ' ἕνα μικρὸ δαδί, μία μία ἐμοιραζόμασταν τὴ σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὦρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τί μᾶς εἶχε ἀνέβει ἡ ψείρα ὣς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτὸ πιὸ κι ἀπ' τὴν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ἀκουγότανε στὰ σκοτεινὰ ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὅτι κινούσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβούσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καὶ μᾶς βάλουνε στόχο τ' ἀερόπλανα. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπὸ στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως τὸ 'χε συνήθειο του, στὴν ἴδια πάντοτε ὥρα ξημέρωνε τὸ φῶς.
[...]
Κι ὅτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὶ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, τὸ καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν καταιγίδα πίσω ἀπ' τὰ βουνά, δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὸ ἀργὸ καὶ τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ γιατὶ, ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν' ἀπαντοῦμε, ἀπ’ τ' ἄλλο μέρος vά 'ρχονται, οἱ ἀργὲς οἱ συνοδεῖες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὁποὺ ἀπιθώνανε χάμου τὰ φορεῖα οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τοὺς ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι ὁποὺ κατόπι, σὰν ἀκούγανε γιὰ ποῦ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας ἱστορίες γιὰ σημεῖα καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς ἀκόμη ἀπὸ τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι: Ὄι, ὄι μάνα μου, ὄι, ὄι μάνα μου, καὶ κάποτε πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού 'λεγαν ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτὸς ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.
Ἦταν φόρες ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα. Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνῶτα τους, κι οἱ τσέπες γιομάτες κονσέρβα ἢ σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὅτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας, καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.
Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακρυὰ οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν μεριές-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς φωτοβολίδες.
Γ'
- - - - Τὸν πλοῦτο δέν ἔδωκες ποτέ σὲ μένα
τὸν ὁλοένα ἐρημούμενο ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Ἠπείρων
- - - - και ἀπ' αὐτές πάλι ἀλαζονικά ὁλοένα δοξαζόμενο!
Ἔλαβε τὸν Βότρυ26 ὁ Βορρᾶς
- - - - καὶ τὸν Στάχυ ὁ Νότος
τὴ φορὰ τοῦ ἀνέμου ἐξαγοράζοντας
- - - - καὶ τῶν δέντρων τὸν κάματο δύο καὶ τρεῖς φορὲς
ἀνόσια ἐξαργυρώνοντας.
- - - - Ἄλλο ἐγώ
πάρεξ τὸ θυμάρι στὴν καρφῖδα τοῦ ἥλιου δέν ἐγνώρισα
- - - - καὶ πάρεξ
τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ στ' ἄκοπα γένια μου δέν ἔνιωσα,
- - - - μὰ τραχύ τὸ μάγουλο ἔθεσα στὸ τραχύτερο τῆς πέτρας
αἰῶνες κ’ αἰῶνες.
- - - - Ἐκοιμήθηκα πάνω στὴν ἔγνοια τῆς αὐριανῆς ἡμέρας
ὅπως ὁ στρατιώτης ἐπάνω στὸ ντουφέκι του.
- - - - Καὶ τὰ ἐλέη τῆς νύχτας ἐρεύνησα
ὅπως ὁ ἀσκητής τὸ Θεό του.
- - - - Ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα μου ἔδεσαν διαμάντι
καὶ στὰ κρυφά μοῦ ἀντικαταστήσανε
- - - - τὴν παρθένα τοῦ βλέμματος.
Ἐζυγίσανε τὴ χαρά μου καὶ τὴ βρήκανε, λέει, μικρή
- - - - καὶ τὴν πατήσανε χάμου σὰν ἔντομο.
Τὴ χαρά μου χάμου πατήσανε καὶ στὴν πέτρα μέσα τὴν κλείσανε
- - - - καὶ στερνά τὴν πέτρα μοῦ ἀφήσανε,
τρομερή ζωγραφιά μου.
- - - - Μὲ πελέκι βαρύ τ/]η χτυποῦν, μὲ σκαρπέλο σκληρό τὴν τρυποῦν,
μὲ καλέμι πικρό τὴ χαράζουν, τὴν πέτρα μου.
- - - - Κι ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός, τόσο βγαίνει πιό καθαρός
ὁ χρησμός ἀπ' τὴν ὄψη μου:
- - - - - - - - - - - - ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
- - - - - - - - - - - - - ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
γ'
- - - - - - - - Μόνος κυβέρνησα-- *-- τὴ θλίψη μου [...]
- - - - Τὸ μήνυμα ποὺ σήκωνα-- *-- τ' ἄντεξα μόνος!
-- -- - - - - - - Μόνος ἀπέλπισα-- *-- τὸ θάνατο
-- - - - - - - - Μόνος ἐδάγκωσα-- *-- μὲς στὸν Καιρὸ μὲ τὰ δόντια πέτρινα [...]
-- - - - Εἶπα: μὲ μόνο τὸ σπαθί-- *-- τοῦ κρύου νεροῦ θὰ παραβγῶ
-Καὶ εἶπα: μὲ μόνο τὸ Ἄσπιλο-- *-- τοῦ νοῦ μου θὰ χτυπήσω!
-- - - Στὸ πεῖσμα τῶν σεισμῶν-- *-- στὸ πεῖσμα τῶν λιμῶν
- - - - Στὸ πεῖσμα τῶν ἐχτρῶν-- *-- στὸ πεῖσμα τῶν δικῶν
-- Μου, ἀνάντισα κρατήθηκα- - *-- ψυχώθηκα κραταιώθηκα
---- - - - - - - - - - - Μία καὶ δύο---*-- καὶ τρεῖς φορές
- - - Θεμέλιωσα τὰ σπίτια μου-- *-- στὴ μνήμη μόνος
-- - - Πῆρα καὶ στεφανώθηκα- - *-- τὴν ἅλω μόνος
-- - Τὸ στάρι που εὐαγγέλισα--- *-- τό 'δρεψα μόνος!
δ'
Ἕνα τὸ χελιδόνι -- -- -- *-- κι ἡ Ἄνοιξη ἀκριβή
Γιὰ νὰ γυρίσει ὁ ἥλιος--*-- θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες-- *-- νά ’ναι στοὺς Τροχούς
Θέλει κι οἱ ζωντανοί-- - *-- νὰ δίνουν τὸ αἷμα τους.
Θέ’ μου Πρωτομάστορα-- *-- μ' ἔχτισες μέσα στὰ βουνά
Θέ’ μου Πρωτομάστορα-- *-- μ' ἔκλεισες μὲς στὴ θάλασσα!
Πάρθηκεν ἀπὸ Μάγους-- *-- τὸ σῶμα τοῦ Μαγιοῦ
Τό ’χουνε θάψει σ' ἕνα- -- *-- μνῆμα τοῦ πελάγου
Σ' ἕνα βαθύ πηγάδι-- -- -- *-- τό ’χουνε κλειστό
Μύρισε τὸ σκότα-- -- -- -- *-- δι κι ὅλη ἡ Ἄβυσσο!
Θέ’ μου Πρωτομάστορα-- *-- μέσα στὶς πασχαλιές καὶ Σύ
Θέ’ μου Πρωτομάστορα-- *-- μύρισες τὴν Ἀνάσταση!
Σάλεψε σὰν τὸ σπέρμα-- -- *-- σὲ μήτρα σκοτεινή
Τὸ φοβερό τῆς μνήμης- -- *-- ἔντομο μὲς στὴ γῆ
Κι ὅπως δαγκώνῃ ἄραχνη- *-- δάγκωσε τὸ φῶς
Ἔλαμψαν οἱ γιαλοί---- -- -- *-- κι ὅλο τὸ πέλαγος!
Θέ’ μου Πρωτομάστορα-- *-- μ' ἔζωσες τὶς ἀκρογιαλιές
Θέ’ μου Πρωτομάστορα-- *-- στὰ βουνά μὲ θεμέλιωσες!
Ζ'
- - - - Ἦρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
- - - - ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τὸ παμπάλαιο χῶμα πατῶντας.
- - - - Καὶ τὸ χῶμα δέν ἔδεσε ποτέ μὲ τὴ φτέρνα τους.
Ἔφεραν
- - - - τὸ Σοφό, τὸν Οἰκιστή καὶ τὸ Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και ἀριθμῶν,
- - - - τὴν πάσα Ὑποταγή καὶ Δύναμη,
τὸ παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
- - - - Καὶ τὸ φῶς δέν ἔδεσε ποτέ μὲ τὴ σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κἄν δέ γελάστηκε τὸ χρυσό ν' ἀρχινίσῃ παιχνίδι·
- - - - οὔτε ζέφυρος κἄν τὶς λευκές νὰ φουσκώσῃ ποδιές!
Ἔστησαν καὶ θεμέλιωσαν
- - - - στὶς κορφές, στὶς κοιλάδες, στὰ πόρτα
πύργους κραταιούς κι ἐπαύλεις
- - - - ξύλα καὶ ἄλλα πλεούμενα,
τοὺς Νόμους, τοὺς θεσπίζοντας τὰ καλά καὶ συμφέροντα,
- - - - στὸ παμπάλαιο μέτρο ἐφαρμόζοντας.
Καὶ τὸ μέτρο δέν ἔδεσε ποτέ μὲ τὴ σκέψη τους.
- - - - Οὔτε κἄν ἕνα χνάρι θεοῦ στὴν ψυχὴ τοὺς σημάδι δέν ἄφησε·
οὔτε κἄν ἕνα βλέμμα ξωθιᾶς τὴ μιλιά τους δέν εἶπε νὰ πάρῃ.
- - - - Ἔφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
- - - - ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τὰ παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
- - - - Καὶ τὰ δῶρα τους ἄλλα δέν ἤτανε
παρὰ μόνο σίδερο καὶ φωτιά!
- - - - Στ' ἀνοιχτά ποὺ καρτέρεγαν δάχτυλα
μόνον ὄπλα καὶ σίδερο καὶ φωτιά
- - - - Μόνον ὄπλα καὶ σίδερο καὶ φωτιά!..
στ'
Τῆς δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ-- *-- καὶ μυρσίνη σύ δοξαστική
μή παρακαλῶ σας μή-- -- -- -- *-- λησμονᾶται τὴ χώρα μου!
Ἀετόμορφα ἔχει τὰ ψηλά βουνά-- *-- στὰ ἡφαίστεια κλήματα σειρά
καὶ τὰ σπίτια πιό λευκά-- -- -- -- -- *-- στοῦ γλαυκοῦ τὸ γειτόνεμμα!
Τῆς Ἀσίας ἂν ἀγγίζῃ ἀπὸ τὴ μιά-- *-- τῆς Εὐρώπης λίγο ἄν ἀκουμπᾷ
στὸν αἰθέρα στέκει νά-- -- -- -- -- -- *-- καὶ στὴ θάλασσα μόνη της!
Καὶ δέν εἶναι μήτε ξένου λογισμός-- *-- καὶ δικοῦ της μήτε ἀγάπη μιά
μόνο πένθος ἄχ παντοῦ-- -- -- -- -- -- *-- καὶ τὸ φῶς ἀνελέητο!
Τὰ πικρά μου χέρια μὲ τὸν Κεραυνό-- *-- τὰ γυρίζω πίσω ἀπ' τὸν Καιρό
τοὺς παλιούς φίλους καλῶ-- -- -- -- -- *-- μὲ φοβέρες καὶ μ' αἵματα!
Μά 'χουν ὅλα τα αἵματα ξαντιμεθῇ-- *-- κι οἱ φοβέρες ἄχ λατομηθῇ
καὶ στὸν ἕναν ὁ ἄλλος μπαί--- -- -- -- *-- νουν ἐναντίον οἱ ἄνεμοι!
Τῆς Δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ-- *-- καὶ μυρσίνη σύ δοξαστική
μή παρακαλῶ σας μή-- -- -- -- *-- λησμονᾶτε τὴ χώρα μου!
Ι'
- - - - Καταπρόσωπό μου ἐχλεύασαν οἱ νέοι Ἀλεξανδρεῖς:
ἰδέστε, εἶπαν, ὁ ἀφελής περιηγητής τοῦ αἰῶνος !
- - - - Ὁ ἀναίσθητος
ποὺ ὅταν ὅλοι ἐμεῖς θρηνοῦμε αὐτὸς ἀγαλλιᾷ
- - - - καὶ ὅταν ὅλοι πάλι ἀγαλλιοῦμε,
αὐτὸς ἀναίτια σκυθρωπιάζει.
- - - - Στὶς κραυγές μας μπροστά προσπερνᾶ και ἀδιαφορεῖ
καὶ τὰ σὲ μᾶς ἀόρατα
- - - - μὲ τὸ αὐτί στὴν πέτρα,
σοβαρός καὶ μόνος προσέχει...
- - - - Ὁ χωρίς φίλον κανένα
μήτε ὀπαδό,
- - - - που ἐμπιστεύεται μόνον τὸ σῶμα του
καὶ τὸ μέγα μυστήριο στ' ἀγκαθοφυλλα μέσα τοῦ ἥλιου ἀναζητεῖ –
- - - - αὐτός εἶναι,
ὁ ἀπόβλητος ἀπὸ τὶς ἀγορές τοῦ αἰῶνος!
- - - - Ἐπειδὴ νοῦ δέν ἔχει
κι ἀπὸ ξένα δάκρυα κέρδος δέ βγαίνει
- - - - καὶ στὸ θάμνο ποὺ καίει τὴν ἀγωνία μας
μοναχά καταδέχεται νὰ ουρῇ!
- - - - Ὁ ἀντίχριστος καὶ ἀνάλγητος δαιμονιστής τοῦ αἰῶνος !
Που ὅταν ὅλοι ἐμεῖς πενθοῦμε,
- - - - αὐτὸς ἠλιοφορεῖ∙
και ὅταν εἰρήνη ἀγγελλουμε,
- - - - μαχαιροφορεῖ∙
Καταπρόσωπό μου οἱ νέοι Ἀλεξανδρεῖς ἐχλεύασαν!
ζ'
Αὐτός αὐτός ὁ κόσμος- - - - - - - - *- - - ὁ ἴδιος κόσμος εἶναι
Τῶν ἥλιων καὶ τοῦ κονιορτοῦ- - - *- - - τῆς τύρβης καὶ του ἀπόδειπνου
Ὁ ὑφάντης τῶν ἀστερισμῶν- - - - *- - - ὁ ἀσημωτής τῶν βρύων
Στὴ χάση τοῦ θυμητικοῦ- - - --- - *- - - στὸ ἔβγα τῶν ὀνείρων
Αὐτός ὁ ἴδιος κόσμος- - - - -- - - - *- - - αὐτός ὁ κόσμος εἶναι
Κύμβαλο κύμβαλο - - - - - - - - - - *- - - καὶ μάταιο γέλιο μακρυνό!
Αὐτός αὐτός ὁ κόσμος- - - - - - - - *- - - ὁ ἴδιος κόσμος εἶναι
Ὁ σκυλεύοντας τὴν ἡδονή- - - - - *- - - ὁ βιάζοντας τὶς κρῆνες
Ὁ πάνω ἀπ' τοὺς Κατακλυσμούς- *- - - ὁ κάτω ἀπ' τοὺς Τυφῶνες
Ὁ γαμψός, ὁ κυφός- - - - - - - - - - *- - - ὁ δασύς, ὁ πυρρός
Τὶς νύχτες μὲ τὴ σύριγγα- - - - - - *- - - τὶς μέρες μὲ τὴ φόρμιγγα
Στὰ σκύρα τῶν πολιτειῶν- - -- - - -*- - - στοὺς ἀρτεμῶνες τῶν ἀγρῶν
Αὐτός ὁ πλατυκέφαλος - - - - - - - *- - - αὐτός ὁ μακρυκέφαλος
Ὁ ἑκούσιος - - - - - - - - - - - - - - - - *- - - ὁ ἀκούσιος
Ὁ υἱὸς Ἀγγείθ- - - - - - - -- - - - - - -*- - - καὶ ὁ Σολομῶν.
Αὐτός αὐτός ὁ κόσμος - - - - - - - - *- - - ὁ ἴδιος κόσμος εἶναι
Τῆς ἄμπωτης καὶ τοῦ ὀργασμοῦ- -*- - - τῶν τύψεων καὶ τῆς νέφωσης
Ὁ εὑρέτης τῶν ζωδιακῶν- - - - -- - *- - - ὁ τολμητίας τῶν θόλων
Στὴν ἄκρη τῆς ἐκλειπτικῆς- - - - - *- - - κι ὅσο που φτάνει ἡ Χτίσις
Αὐτός ὁ ἴδιος κόσμος- - - - - - -- - - *- - - αὐτός ὁ κόσμος εἶναι
Βούκινο βούκινο- - - -- - - - - - - - - *- - - καὶ μάταιο νέφος μακρυνό!
ι'
Τῆς ἀγάπης αἵματα- - - -- - - - - -*- - - μὲ πορφύρωσαν
Καὶ χαρές ἀνίδωτες- - - -- - - - - -*- - - μὲ σκιάσανε
Ὀξειδώθηκα μὲς στὴ- - - -- - - - -*- - - νιοτιά
- - - -- - - - - - - - - - - - -- - - - - - - *- - - τῶν ἀνθρώπων
Μακρυνή Μητέρα- - - -- - - - - - -*- - - Ρόδο μου Ἀμάραντο
Στ' ἀνοιχτά τοῦ πελάγου - - - --*- - - μὲ καρτέρεσαν
Μὲ μπομπάρδες τρικάταρτες - -*- - - καὶ μοῦ ρίξανε
Ἁμαρτία μου νά 'χα- - - -- - - -- -*- - - κι ἐγώ
- - - -- - - - - - - - - - - - -- -- - - - - *- - - μιὰν ἀγάπη
Μακρυνή Μητέρα- - - -- - -- - - -*- - - Ρόδο μου Ἀμάραντο
Τὸν Ἰούλιο κάποτε- - - -- - - - - -*- - - μισανοίξανε
Τὰ μεγάλα μάτια της- - - -- - - --*- - - μές στὰ σπλάχνα μου
Τὴν παρθένα ζωή μιά- - - -- - - -*- - - στιγμή
- - - -- - - - - - - - - - - - -- - - - - -- *- - - νὰ φωτίσουν
Μακρυνή Μητέρα- - - -- - -- - - -*- - - Ρόδο μου Ἀμάραντο
Κι ἀπὸ τότε γύρισαν- - - --- - - -*- - - καταπάνω μου
Τῶν αἰώνων ὄργητες- - - - -- - -*- - - ξεφωνίζοντας
Ὁ ποὺ σ' εἶδε, στὸ αἷμα - - - - - -*- - - νὰ ζῇ
- - - -- - - - - - - - - - - - -- - - - - - *- - - καὶ στὴν πέτρα
Μακρυνή Μητέρα- - - -- - - - - -*- - - Ρόδο μου Ἀμάραντο
Τῆς πατρίδας μου πάλι- - - - - -*- - - ὁμοιώθηκα
Μές στὶς πέτρες ἄνθισα- - - - - -*- - - καὶ μεγάλωσα
Τῶν φονιάδων τὸ αἷμα- - -- -- -*- - - μὲ φῶς
- - - -- - - - - - - - - - - - -- - - - - - *- - - ξεπληρώνω
Μακρυνή Μητέρα- - - -- - - - - -*- - - Ρόδο μου Ἀμάραντο
Ἀνάγνωσμα Ἕκτο - Προφητικὸν
Χρόνους πολλούς μετὰ τὴν Ἁμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετή μέσα στὶς ἐκκλησίες καὶ τὴν εὐλόγησαν. Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ' οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσῃ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτίσις, θὰ φρίξῃ. Ταραχή θὰ πέσῃ στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν πίεση τὴ μεγάλη του ἥλιου. Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσῃ τὶς ἀχτῖδες του – σημάδι ὅτι καιρός νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετά θὰ μιλήσῃ, νὰ πῇ: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου, λέγε, τί βλέπεις ;
– Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφῆκα καὶ στὸ ξυνόχορτο.
– Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομές Αὐτοκρατωρων καὶ στρατηγῶν.
– Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν τους πτωμάτων.
– Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετὰ τὴν Ἁμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετή μέσα στὶς ἐκκλησίες καὶ τὴν εὐλόγησαν.Ἀλλὰ πρίν, ἰδού θὰ γίνουν οἱ ὡραῖοι ποὺ ναρκισσεύτηκαν στὶς τριόδους Φίλιπποι καὶ Ροβέρτοι. Θὰ φορέσουν ἀνάποδα τὸ δαχτυλίδι τους, καὶ μὲ καρφί θὰ χτενίσουνε τὸ μαλλί τους, καὶ μὲ νεκροκεφαλές θὰ στολίσουνε τὸ στῆθος τους, γιὰ νὰ δελεάσουν τὰ γύναια. Καὶ τὰ γύναια θὰ καταπλαγοῦν καὶ θὰ στέρξουν. Γιὰ νὰ ἐβγῃ ἀληθινός ὁ λόγος, ὅτι σιμά ἡ μέρα ὅπου τὸ κάλλος θὰ παραδοθῇ στὶς μῦγες τῆς ἀγορᾶς. Καὶ θὰ ἀγαναχτήσῃ τὸ κορμὶ τῆς πόρνης μήν ἔχοντας ἄλλο τι νὰ ζηλέψῃ. Καὶ θὰ γίνῃ κατήγορος ἡ πόρνη σοφῶν καὶ μεγιστάνων, τὸ σπέρμα ποὺ ὑπηρέτησε πιστά, σὲ μαρτύρια φέρνοντας. Καὶ θὰ τινάξῃ πάνουθέ της τὴν κατάρα, κατὰ τὴν Ἀνατολή τὸ χέρι τεντώνοντας καὶ φωνάζοντας: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
– Βλέπω τὰ χρώματα τοῦ Ὑμηττοῦ στὴ βάση τὴν ἱερή τοῦ Νέου Ἀστικοῦ μας Κωδικά.
– Βλέπω τὴ μικρή Μυρτώ, τὴν πόρνη ἀπὸ τὴν Σίκινο, στημένη πέτρινο ἄγαλμα στὴν πλατεῖα
- τῆς Ἀγορᾶς μὲ τὶς Κρῆνες καὶ τὰ ὀρθά Λεοντάρια.
– Βλέπω τοὺς ἔφηβους καὶ βλέπω τὰ κορίτσια στὴν ἐτήσια Κλήρωση τῶν Ζευγαριῶν.
- τῆς Ἀγορᾶς μὲ τὶς Κρῆνες καὶ τὰ ὀρθά Λεοντάρια.
– Βλέπω ψηλά, μὲς στοὺς αἰθερες τὸ Ἐρέχθειο τῶν Πουλιῶν.
Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ' οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσῃ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδού θὰ πέρασουν γενεές τὸ ἀλέτρι τους πάνω στὴ στέρφα γῆς. Καὶ κρυφά θὰ μετρήσουν τὴν ἀνθρώπινη πραμμάτεια τοὺς οἱ Κυβερνῆτες, κηρύσσοντας πολέμους. Ὅπου θὰ χορταστοῦνε ὁ Χωροφύλακας καὶ ὁ Στρατοδίκης. Ἀφήνοντας τὸ χρυσάφι στοὺς ἀφανεῖς, νὰ εἰσπράξουν αὐτοί τὸν μιστό τῆς ὕβρης καὶ τοῦ μαρτυρίου. Καὶ μεγάλα πλοῖα θ' ἀνεβάσουν σημαῖες, ἐμβατήρια θὰ πάρουν τοὺς δρόμους, οἱ ἐξῶστες νὰ ράνουν μὲ ἀἀνθη τὸ Νικητή. Ποὺ θὰ ζῇ στὴν ὀσμὴ τῶν πτωμάτων. Καὶ τοῦ λάκκου σιμά του τὸ στόμα, τὸ σκοτάδι θ' ἀνοίγῃ στὰ μέτρα του, κράζοντας: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου, λέγε, τί βλέπεις ;
– Βλέπω τοὺς Στρατοδίκες νὰ καῖνε σὰν κεριά, στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς Ἀναστάσεως.
– Βλέπω τοὺς Χωροφυλάκους νὰ προσφέρουν τὸ αἷμα τους, θυσία στὴν καθαρότητα
- τῶν οὐρανῶν.
– Βλέπω τὴ διαρκῆ ἐπανάσταση φυτῶν καὶ λουλουδιῶν.
- τῶν οὐρανῶν.
– Βλέπω τὶς κανονιοφόρους τοῦ Ἔρωτα.
Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτισις, θὰ φρίξῃ. Ταραχή θὰ πέσῃ στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν πίεση τὴ μεγάλη του ἡλίου. Ἀλλὰ πρίν, ἰδού θὰ στενάξουν οἱ νέοι καὶ τὸ αἷμα τοὺς ἀναίτια θὰ γεράσῃ. Κουρεμένοι κατάδικοι θὰ χτυπήσουν τὴν καραβάνα τοὺς πάνω στὰ κάγκελλα. Καὶ θὰ ἀδειάσουν ὅλα τὰ ἐργοστάσια, καὶ μετὰ πάλι μὲ τὴν ἐπίταξη θὰ γεμίσουν, γιὰ νὰ βγάλουνε ὄνειρα συντηρημένα σὲ κουτιὰ μυριάδες, καὶ χιλιάδων λόγιῶν ἐμφιαλωμένη φύση. Καὶ θά 'ρθουνε χρόνια χλωμά καὶ ἀδύναμα μέσα στὴ γάζα. Καὶ θὰ 'χῃ ὁ καθένας τὰ λίγα γραμμάρια τῆς εὐτυχίας. Καὶ θά 'ναι τὰ πράγματα μέσα του κιόλας ὡραῖα ἐρείπια. Τότε, μήν ἔχοντας ἄλλη ἐξορία, ποῦ νὰ θρηνήσῃ ὁ Ποιητής, τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας ἀπὸ τ' ἀνοιχτά στήθη του ἀδειάζοντας, θὰ γυρίσῃ γιὰ νὰ σταθῇ στὰ ὡραῖα μέσα ἐρείπια. Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνός τῶν ἀνθρώπων θὰ πῇ, ν' ἀψηλώσουν τὰ χόρτα, ἡ γυναῖκα στὸ πλάι τοῦ σὰν ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγῇ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψῃ τὴ γυναῖκα καὶ θὰ τὴν πλαγιάσῃ πάνου στὰ χόρτα καθὼς τοῦ ἐτάχθη.
... Καὶ θὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεές στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
ιβ'
Ἀνοίγω τὸ στόμα μου- - - -- - - - - *- - - κι ἀναγαλλιάζει τὸ πέλαγος
Καὶ παίρνει τὰ λόγια μου- - - --- - *- - - στὶς σκοτεινές του σπηλιὲς
Καὶ στὶς φώκιες τὶς μικρές- - - -- - *- - - τὰ ψιθυρίζει
τὶς νύχτες ποὺ κλαῖν - - - -- - - - - *- - - τῶν ἀνθρώπων τὰ βάσανα.
Χαράζω τὶς φλέβες μου- - - -- - - -*- - - καὶ κοκκινίζουν τὰ ὄνειρα
Καὶ τσέρκουλα γίνονται- - - - -- -*- - - στὶς γειτονιές τῶν παιδιῶν
Καὶ σεντόνια στὶς κόπε- - - -- - - - *- - - λλες ποὺ ἀγρυπνοῦνε
Κρυφά γιὰ ν' ἀκοῦν - - - -- - - - - -*- - - τῶν ἐρώτων τὰ θαύματα.
Ζαλίζει τ' ἁγιόκλημα- - - -- - - - -*- - - καὶ κατεβαίνω στὸν κῆπο μου
Καὶ θάβω τὰ πτώματα- - - -- - - - *- - - τῶν μυστικῶν μου νεκρῶν
Καὶ τὸ λῶρο τὸ χρυσό - - - -- - -- *- - - τῶν προδομένων
Ἀστέρων τους κό - - - -- - - - - - - *- - - βῶ νὰ πέσουν στὴν ἄβυσσο.
Σκουριάζουν τὰ σίδερα- - - -- - - *- - - καὶ τιμωρῶ τὸν αἰῶνα τους
Ἐγώ ποὺ δοκίμασα - - - -- - - - - -*- - - τὶς μυριάδες αἰχμές
Κι ἀπὸ γιούλια καὶ ναρκί- - - -- -*- - - σσους τὸ καινούργιο
Μαχαίρι ἑτοιμά- - - -- - - - - - - - -*- - - ζω ποὺ ἁρμόζει στοὺς Ἥρωες.
Γυμνώνω τὰ στήθη μου- - - --- - *- - - καὶ ξαπολυοῦνται οἱ ἄνεμοι
Κι ἐρείπια σαρώνουνε - - - -- - - -*- - - καὶ χαλασμένες ψυχές
Κι ἀπ' τὰ νέφη τὰ πυκνά- - --- - -*- - - τῆς καθαρίζουν
Τὴ γῆ, νὰ φανοῦν - - - -- -- - -- - *- - - τὰ Λιβάδια τὰ Πάντερπνα !
ΙΗ'
- - - - Σὲ χώρα μακρυνή καὶ ἀρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ἀκολουθοῦν κορίτσια κυανά
- - - - κι ἀλογάκια πέτρινα
μὲ τὸν τροχίσκο τοῦ ἥλιου στὸ πλατύ μέτωπο.
- - - - Γενεὲς μυρτιᾶς μ' ἀναγνωρίζουν
ἀπὸ τότε ποὺ ἐτρεμα στὸ τέμπλο τοῦ νεροῦ,
- - - - ἅγιος, ἅγιος, φωνάζοντας.
Ὁ νικησαντας τὸν Ἅδη καὶ τὸν Ἔρωτα σώσαντας,
- - - - αὐτός ὁ Πριγκηπας τῶν Κρίνων.
Κι ἀπὸ κεῖνες πάλι τὶς πνοὲς τῆς Κρήτης,
- - - - μιὰ στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Γιὰ νὰ λάβῃ ὁ κρόκος ἀπὸ τοὺς αἰθέρες δίκαιο.
- - - - Στὸν ἀσβέστη τώρα τοὺς ἀληθινούς μου νόμους
κλείνω κι ἐμπιστεύομαι.
- - - - Μακάριοι, λέγω, οἱ δυνατοί ποὺ ἀποκρυπτογραφοῦνε τὸ Ἄσπιλο.
Γὶ αὐτῶν τὰ δοντιὰ ἡ ρόγα ποὺ μεθᾶ,
- - - - στῶν ἡφαιστείων τὸ στῆθος καὶ στὸ κλῆμα τῶν παρθένων.
Ἰδού, ἂς ἀκολουθήσουνε τὰ βήματά μου !
- - - - Σὲ χώρᾳ μακρυνή καὶ ἀρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα τὸ χέρι τοῦ Θανάτου
- - - - αὐτό χαρίζει τὴ Ζωὴ
καὶ ὁ ὕπνος δέν ὑπάρχει.
- - - - Χτυπᾶ ἡ καμπάνα τοῦ μεσημεριοῦ
κι ἀργά στὶς πέτρες τὶς πυρρές χαράζονται τὰ γράμματα:
- - - - ΝΥΝ καὶ ΑΕΙ καὶ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αἰέν, αἰέν καὶ νῦν καὶ νῦν τὰ πουλιὰ κελαηδοῦν
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ τίμημα!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Δοξαστικὸν
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ φῶς καὶ ἡ πρώτη
χαραγμένη στὴν πέτρα εὐχὴ τοῦ ἀνθρώπου
- - - - ἡ ἀλκή μὲς στὸ ζῷο που ὁδηγεῖ τὸν ἥλιο
τὸ φυτό ποὺ κελάηδησε καὶ βγῆκε ἡ μέρα [...]
- - - - ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ἱερουργοῦνε
ποὺ σηκώνουν τὸ πέλαγος σὰ Θεοτόκο
- - - - ποὺ φυσοῦν και ἀνάβουνε τὰ πορτοκάλια
ποὺ σφυρίζουν στὰ ὄρη κι ἔρχονται! [...]
ιβ'
Ἀνοίγω τὸ στόμα μου- - - -- - - - - *- - - κι ἀναγαλλιάζει τὸ πέλαγος
Καὶ παίρνει τὰ λόγια μου- - - --- - *- - - στὶς σκοτεινές του σπηλιὲς
Καὶ στὶς φώκιες τὶς μικρές- - - -- - *- - - τὰ ψιθυρίζει
τὶς νύχτες ποὺ κλαῖν - - - -- - - - - *- - - τῶν ἀνθρώπων τὰ βάσανα.
Χαράζω τὶς φλέβες μου- - - -- - - -*- - - καὶ κοκκινίζουν τὰ ὄνειρα
Καὶ τσέρκουλα γίνονται- - - - -- -*- - - στὶς γειτονιές τῶν παιδιῶν
Καὶ σεντόνια στὶς κόπε- - - -- - - - *- - - λλες ποὺ ἀγρυπνοῦνε
Κρυφά γιὰ ν' ἀκοῦν - - - -- - - - - -*- - - τῶν ἐρώτων τὰ θαύματα.
Ζαλίζει τ' ἁγιόκλημα- - - -- - - - -*- - - καὶ κατεβαίνω στὸν κῆπο μου
Καὶ θάβω τὰ πτώματα- - - -- - - - *- - - τῶν μυστικῶν μου νεκρῶν
Καὶ τὸ λῶρο τὸ χρυσό - - - -- - -- *- - - τῶν προδομένων
Ἀστέρων τους κό - - - -- - - - - - - *- - - βῶ νὰ πέσουν στὴν ἄβυσσο.
Σκουριάζουν τὰ σίδερα- - - -- - - *- - - καὶ τιμωρῶ τὸν αἰῶνα τους
Ἐγώ ποὺ δοκίμασα - - - -- - - - - -*- - - τὶς μυριάδες αἰχμές
Κι ἀπὸ γιούλια καὶ ναρκί- - - -- -*- - - σσους τὸ καινούργιο
Μαχαίρι ἑτοιμά- - - -- - - - - - - - -*- - - ζω ποὺ ἁρμόζει στοὺς Ἥρωες.
Γυμνώνω τὰ στήθη μου- - - --- - *- - - καὶ ξαπολυοῦνται οἱ ἄνεμοι
Κι ἐρείπια σαρώνουνε - - - -- - - -*- - - καὶ χαλασμένες ψυχές
Κι ἀπ' τὰ νέφη τὰ πυκνά- - --- - -*- - - τῆς καθαρίζουν
Τὴ γῆ, νὰ φανοῦν - - - -- -- - -- - *- - - τὰ Λιβάδια τὰ Πάντερπνα !
ΙΗ'
- - - - Σὲ χώρα μακρυνή καὶ ἀρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ἀκολουθοῦν κορίτσια κυανά
- - - - κι ἀλογάκια πέτρινα
μὲ τὸν τροχίσκο τοῦ ἥλιου στὸ πλατύ μέτωπο.
- - - - Γενεὲς μυρτιᾶς μ' ἀναγνωρίζουν
ἀπὸ τότε ποὺ ἐτρεμα στὸ τέμπλο τοῦ νεροῦ,
- - - - ἅγιος, ἅγιος, φωνάζοντας.
Ὁ νικησαντας τὸν Ἅδη καὶ τὸν Ἔρωτα σώσαντας,
- - - - αὐτός ὁ Πριγκηπας τῶν Κρίνων.
Κι ἀπὸ κεῖνες πάλι τὶς πνοὲς τῆς Κρήτης,
- - - - μιὰ στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Γιὰ νὰ λάβῃ ὁ κρόκος ἀπὸ τοὺς αἰθέρες δίκαιο.
- - - - Στὸν ἀσβέστη τώρα τοὺς ἀληθινούς μου νόμους
κλείνω κι ἐμπιστεύομαι.
- - - - Μακάριοι, λέγω, οἱ δυνατοί ποὺ ἀποκρυπτογραφοῦνε τὸ Ἄσπιλο.
Γὶ αὐτῶν τὰ δοντιὰ ἡ ρόγα ποὺ μεθᾶ,
- - - - στῶν ἡφαιστείων τὸ στῆθος καὶ στὸ κλῆμα τῶν παρθένων.
Ἰδού, ἂς ἀκολουθήσουνε τὰ βήματά μου !
- - - - Σὲ χώρᾳ μακρυνή καὶ ἀρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα τὸ χέρι τοῦ Θανάτου
- - - - αὐτό χαρίζει τὴ Ζωὴ
καὶ ὁ ὕπνος δέν ὑπάρχει.
- - - - Χτυπᾶ ἡ καμπάνα τοῦ μεσημεριοῦ
κι ἀργά στὶς πέτρες τὶς πυρρές χαράζονται τὰ γράμματα:
- - - - ΝΥΝ καὶ ΑΕΙ καὶ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αἰέν, αἰέν καὶ νῦν καὶ νῦν τὰ πουλιὰ κελαηδοῦν
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ τίμημα!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Δοξαστικὸν
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ φῶς καὶ ἡ πρώτη
χαραγμένη στὴν πέτρα εὐχὴ τοῦ ἀνθρώπου
- - - - ἡ ἀλκή μὲς στὸ ζῷο που ὁδηγεῖ τὸν ἥλιο
τὸ φυτό ποὺ κελάηδησε καὶ βγῆκε ἡ μέρα [...]
- - - - ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ἱερουργοῦνε
ποὺ σηκώνουν τὸ πέλαγος σὰ Θεοτόκο
- - - - ποὺ φυσοῦν και ἀνάβουνε τὰ πορτοκάλια
ποὺ σφυρίζουν στὰ ὄρη κι ἔρχονται! [...]
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ ξύλινο τραπέζι,
τὸ κρασὶ τὸ ξανθό μὲ τὴν κηλῖδα τοῦ ἥλιου
- - - - τοῦ νεροῦ τὰ παιχνίδια στὸ ταβάνι,
στὴ γωνιά τὸ φυλλοδεντρο που ἐφημερεύει
- - - - οἱ λιθιές καὶ τὰ κύματα χέρι μὲ χέρι
μιὰ πατοῦσα ποὺ σύναξε σοφία στὴν ἄμμο
- - - - ἕνας τζίτζικας ποὺ ἔπεισε χιλιάδες ἄλλους
ἡ συνείδηση παμφωτη σὰν καλοκαίρι. [...]
- - - - οἱ δεκάξι νομάτοι ποὺ τραβοῦν τὴν τράτα,
ὁ ἀκάθιστος γλάρος ὁ ἀργοπλεύστης,
- - - - οἱ φωνές οἱ ἀδέσποτές τῆς ἐρημίας
ἑνὸς ἴσκιου μέσα στὸν τοῖχο
- - - - ΤΑ ΝΗΣΙΑ μὲ τὸ μίνιο καὶ μὲ τὸ φοῦμο
τὰ νησιά μὲ τὸ σπόνδυλο κάποιανου Διὰ
- - - - τὰ νησιά μὲ τοὺς ἔρημους ταρσανάδες
τὰ νησιά μὲ τὰ πόσιμα γαλάζια ἡφαίστεια [...]
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ἡ Σίφνος, ἡ Ἀμοργός, ἡ Ἁλόννησος
- - - - - -- - - - - - - - ἡ Θάσος, ἡ Ἰθάκη, ἡ Σαντορίνη
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ἡ Κῶς, ἡ Ἴος, η Σίκινος
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στὸ πέτρινο πεζοῦλι
ἀντικρύ τοῦ πελάγους ἡ Μυρτώ νὰ στέκῃ
- - - - σὰν ὡραῖο ὀκτώ ἢ σὰν κανάτι
μὲ τὴν ψάθα τοῦ ἥλιου στὸ ἕνα χέρι
- - - - τὸ πορῶδες καὶ ἄσπρο μεσημέρι
ἕνα πούπουλο ὕπνου που ἀνεβαίνει
- - - - τὸ σβησμένο χρυσάφι μὲς στοὺς πυλῶνες
καὶ τὸ κόκκινο ἄλογο ποὺ δραπετεύει
- - - - τοῦ κορμοῦ τοῦ ἀρχαίου τοῦ δέντρου ἡ Ἥρα,
ὁ δαφνώνας ὁ ἀπέραντος ὁ φωτοφάγος,
- - - - ἕνα σπίτι σὰν ἄγκυρα κάτω στὸ βάθος
ἡ Κυρα-Πηνελόπη μὲ τὴν ἠλακάτη [...]
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ἑορτάζοντας τὴ μνήμη
τῶν ἁγίων Κηρύκου καὶ Ἰουλίτης
- - - - ἕνα θαῦμα νὰ καίῃ στοὺς οὐρανούς τ' ἁλώνια
ἱερεῖς καὶ πουλιά νὰ τραγουδοῦν τὸ Χαῖρε:
- - - - ΧΑΙΡΕ ἡ Καιομένηκαὶ χαῖρε ἡ Χλωρὴ
Χαῖρε ἡ Ἀμεταμέλητη μὲ τὸ πρωραῖο σπαθὶ!
- - - - Χαῖρε ἡ ποὺ πατεῖς καὶ τὰ σημάδια σβήνονται
Χαῖρε ἡ ποὺ ξυπνᾶς καὶ τὰ θαύματα γίνονται!
- - - - Χαῖρε τοῦ παραδείσου τῶν βυθῶν ἡ Ἀγρία
Χαῖρε τῆς ἐρημίας τῶν νήσων ἡ Ἁγία!
- - - - Χαῖρε ἡ Ὀνειροτόκος χαῖρε ἡ Πελαγινή
Χαῖρε ἡ Ἀγκυροφορος καὶ ἡ Πενταστέρινη [...]
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ χῶμα ποὺ ἀνεβάζει
μιὰν ὀσμὴ κεραυνοῦ σὰν ἀπὸ θειάφι
- - - - τοῦ βουνοῦ ὁ πυθμένας ὅπου θάλλουν
οἱ νεκροὶ ἄνθη τῆς αὔριον
- - - - ὁ χωρίς δισταγμοὺς ἔνστικτος νόμος
ὁ σφυγμός ὁ ταχύς παίκτης τοῦ βίου
- - - - ὁ αἱμάτινος θρόμβος ὁ σωσίας τοῦ ἡλίου
κι ὁ κισσός ὁ ἅλτης τῶν χειμώνων [...]
- - - - τὸ χειράμαξο γέρνοντας μὲ τό ’να πλάι
μιὰ χρυσόμυγα που ἄναψε φωτιά στὸ μέλλον
- - - - τοῦ νεροῦ ἡ ἀόρατη ἀορτή ποὺ πάλλει
καὶ γι’ αὐτό ζωντανή κρατᾶ ἡ γαρδένια
- - - - ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τὰ οἰκόσιτα τῆς Νοσταλγίας
τὰ λουλούδια τὰ νήπια τῆς βροχῆς ποὺ τρέμουν
- - - - τὰ μικρά καὶ τετράποδα στὸ μονοπάτι
τ' ἀψηλά στοὺς ἥλιους καὶ τὰ ρεμβοκίνητα
- - - - τὰ σεμνά μὲ τὴν κόκκινη ἀρρεβῶνα
τὰ κομπάζοντας ἔφιππα μὲς στοὺς λειμῶνες
- - - - τὰ σὲ καθαρό οὐρανό ἐργασμενα
τὰ στοχαστικά καὶ τὰ χιμαιροποίκιλτα
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ σύννεφο στὴ χλόη
στὸ βρεμμένο ἀστράγαλο τὸ φρτ τῆς σαύρας
- - - - τὸ βαθύ τῆς Μνησαρέτης βλέμμα
ποὺ δέν εἶναι ἀρνιοῦ καὶ ἄφεση δίνει [...]
- - - - μιᾶς νυκτός Ἰουνίου ἡ νηνεμία
γιασεμιά καὶ φουστάνια στὸ περιβόλι
- - - - τὸ ζωάκι τῶν ἄστρων που ἀνεβαίνει
τῆς χαρᾶς ἡ στιγμή λίγο πρὶν κλάψῃ
- - - - ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ἡ πόα τῆς οὐτοπίας
τὰ κορίτσια οἱ παραπλανημένες Πλειάδες
- - - - τὰ κορίτσια τ' Ἀγγεῖα τῶν Μυστήριων
τὰ γεμᾶτα ὥς πάνω καὶ τ' ἀπύθμενα
- - - - τὰ στυφά στὸ σκοτάδι και ὅμως θαῦμα
τὰ γραμμένα στὸ φῶς και ὅμως μαυρίλα
- - - - τὰ στραμμένα ἐπάνω τους ὅπως οἱ φάροι
τὰ ἠλιοβόρα καὶ τὰ σεληνοβάμονα
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ἡ Ἔρση, ἡ Μυρτώ, ἡ Μαρίνα
- - - - - -- - - - - - - - ἡ Ἑλένη, ἡ Ρωξάνη, ἡ Φωτεινή,
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ἡ Ἄννα, ἡ Ἀλεξανδρα, ἡ Κύνθια,
- - - - τῶν ψίθυρων ἡ ἐπώαση μὲς στὰ κοχυλια
μιὰ χαμένη σὰν ὄνειρο : ἡ Ἀριγνώτα
- - - - ἕνα φῶς μακρυνό ποὺ λέει: κοιμήσου
σαστισμένα φιλιά σὰν πλῆθος δέντρα
- - - - τὸ λιγάκι πουκάμισο ποὺ τρώει ὁ ἀέρας
τὸ χνουδάκι τὸ χλόινο πάνω στὴν κνήμη
- - - - τοῦ αἰδοίου τὸ μενεξεδένιο ἁλάτι
καὶ τὸ κρύο νερὸ τῆς Πανσελήνου!
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ μακρυνό τραγούδι
ὁ μυχός τῆς Ἑλένης μὲ τὸ κυματάκι
- - - - τὰ φραγκόσυκα φέγγοντας μὲς στὴ μασχάλη
ἐρειπιῶνες τοῦ μέλλοντος καὶ τῆς ἀράχνης
- - - - τὰ νυχτέρια τ' ἀτέλειωτα μέσα στὰ σπλάχνα
τὸ ρολόι τὸ ἄυπνο ποὺ δέ φελάει
- - - - ἕνα μαῦρο κρεββάτι που ὅλο πλέει
στὰ τραχιά τὰ παράλια τοῦ Γαλαξία
- - - - ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τὰ ὄρθια μὲ τὸ μαῦρο πόδι
τὰ καράβια οἱ αἶγες τῶν Ὑπερβορείων
- - - - τὰ καράβια οἱ πεσσοί τοῦ Πολικοῦ καὶ τοῦ Ὕπνου
τὰ καράβια οἱ Νικοθόες κι οἱ Εὔαδνες
- - - - τὰ γεμάτα βοριάδες καὶ φουντούκι τοῦ Ὅρους
τὰ μυρίζοντας μοῦργα καὶ χαροῦπι ἀρχαῖο
- - - - τὰ γραμμένα στὴ μάσκα τοὺς καθὼς οἱ Ἁγίοι
τὰ τὴν ἴδια στιγμὴ λοξά καὶ ἀκίνητα
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ἡ Ἀγγέλικα, ὁ Πολικός, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι
- - - - - -- - - - - - - - ὁ Ἀτρόμητος, ἡ Ἀλκυών, ἡ Ναυκρατοῦσα
- - - - - -- - - - - - - - - - - - τὸ Μαράκι, τὸ Ἔχει ὁ Θεός, ἡ Εὐαγγελίστρια, [...]
- - - - τὰ μουράγια ξεσκέπαστα στὴ σοροκάδα
ὁ παπὰς τῶν νεφῶν που ἀλλάζει γνώμη
- - - - τὰ καημένα τὰ σπίτια ποὺ τὸ ἕνα στο ἄλλο
ἀκουμποῦνε γλυκά καὶ ἀποκοιμιοῦνται
- - - - τῆς μικρῆς βροχῆς τὸ λυπημένο πρόσωπο
ἡ παρθένα ἐλιά τὸ λόφο ἀνηφορίζοντας
- - - - οὔτε μία φωνή στὰ κουρασμένα σύννεφα
τῆς πολίχνης τὸ σαλιγγαρακι που ἔσπασε!
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ὁ πικρός καὶ μόνος
ὁ ἀπὸ πρίν χαμένος ἐσὺ νά ‘σαι
- - - - Ποιητής ποὺ δουλεύει τὸ μαχαίρι
στὸ ἀνεξίτηλο τρίτο του χέρι –
- - - - ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ὁ Θάνατος καὶ αὐτός ἡ Ζωή
Αὐτός το Ἀπρόβλεπτο καὶ αὐτός οἱ Θεσμοί
- - - - Αὐτός ἡ εὐθεῖα τοῦ φυτοῦ ἡ τὸ σῶμα τέμνοντας
Αὐτός ἡ ἑστία τοῦ φακοῦ ἡ τὸ πνεῦμα καίγοντας
- - - - Αὐτός ἡ δίψα ἡ μετά τὴν κρήνη
Αὐτός ὁ πόλεμος ὁ μετά τὴν εἰρήνη [...]
- - - - Αὐτός ἡ θρυαλλίδα που ἀπὸ τὰ χείλη ἀνάβει
Αὐτός ἡ ἀόρατη σήραγγα ποὺ ὑπερκερᾷ τὸν Ἅδη
- - - - Αὐτός ὁ Ληστής τῆς ἡδονῆς ποὺ δέ σταυρώνεται
Αὐτός ὁ Ὄφις ποὺ μὲ τὸ Στάχυ ἑνώνεται
- - - - Αὐτός τὸ σκότος καὶ αὐτός ἡ ὄμορφη ἀφροσύνη
Αὐτός τῶν ὄμβρων τοῦ φωτός ἡ ἐαροσύνη!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ γύρισμα τοῦ Λύκου
στὸ ρύγχος τοῦ ἀνθρώπου καὶ αὐτό στου ἀγγέλου
- - - - τὰ ἐννέα σκαλιά που ἀνέβηκε ὁ Πλωτίνος
τὸ χάσμα τοῦ σεισμοῦ που ἐγιόμισε ἄνθη
- - - - τὸ λιγάκι που ἀγγίζοντας ἀφήνει ὁ γλάρος
καὶ φωτίζει τὰ βότσαλα σὰν ἀθῳότης
- - - - ἡ γραμμή ποὺ χαράζεται μὲς στὴν ψυχή σου
καὶ τὸ πένθος μηνᾶ τοῦ Παραδείσου!
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ πρὶν τῆς ὀπτασίας
ἀχερούσιο σάλπισμα καὶ πύρινη ὤχρα
- - - - τὸ καιούμενο ποίημα και ἠχεῖο θανάτου
οἱ δορύαιχμες λέξεις καὶ αὐτοκτόνες,
- - - - τὸ ἐνδόμυχο φῶς που ἀσπρογαλιάζει
κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀπείρου
- - - - τὰ χωρὶς ἐκμαγεῖο βουνὰ ποὺ βγάζουν
ἀπαράλλαχτες ὄψεις τοῦ αἰωνίου
- - - - ΤΑ ΒΟΥΝΑ μὲ τὴν οἴηση τῶν ἐρειπίων
τὰ βουνά τὰ βαρύθυμα, τὰ μαστοφορα
- - - - τὰ βουνά τὰ σὰν ὕφαλα μιᾶς ὀπτασίας
τὰ κλεισμένα ὁλοῦθε καὶ τὰ σαραντάπορα
- - - - τὰ γεμᾶτα ψιλόβροχο σὰν μοναστήρια
τὰ χωμένα στὸ πούσι τῶν προβάτων
- - - - τὰ ήρέμα πηγαίνοντας καθὼς βουκόλοι
μὲ τὸ μαῦρο ζιμπούνι καὶ μὲ τὸ πανωμάντιλο! [...]
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ διάσελο που ἀνοίγει
αἰωνίου γαλάζιο ὁδὸ στὰ νέφη
- - - - μιὰ φωνὴ ποὺ παράπεσε μὲς στὴν κοιλάδα
μιὰ ἠχώ ποὺ σὰν βάλσαμο τὴν ἤπιε ἡ μέρα
- - - - τῶν βοδιῶν ἡ προσπάθεια ποὺ σέρνουν
τοὺς βαριούς ἐλαιῶνες πρὸς τὴ δύση
- - - - ὁ καπνός ὁ ἀτάραχος ποὺ πάει
τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα νὰ διαλύσῃ!
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ πέρασμα τοῦ λύχνου
τὸ γεμᾶτο χαλάσματα καὶ μαύρους ἴσκιους, […]
- - - - τὰ ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στὸ τέμπλο, […]
ὁ λαιμὸς τῆς Ἑλένης ὡσὰν παράλια,
- - - - Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα μὲ τὴν εὐδοκία,
ἡ παρασημαντική ἑνὸς ἀλλοῦ κόσμου,
- - - - ἡ παλιά δοξασία ὅτι πάντα ὑπάρχει
τὸ πολύ σιμά καὶ ὅμως ἀόρατο
- - - - ἡ σκιά ποὺ τὰ γέρνει μὲ τὸ πλάι στὸ χῶμα
ἕνα κάτι τοῦ κίτρινου στὴ θύμησή τους
- - - - ἡ ἀρχαῖα τους ὄρχηση πάνω ἀπ’ τοὺς τάφους
ἡ σοφία τους ἡ ἀδιατίμητη!
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ἡ Ἐλιά, ἡ Ροδιά, ἡ Ροδακινιά,
- - - - - -- - - - - - - - τὸ Πεῦκο, ἡ Λεῦκα, ὁ Πλάτανος,
- - - - - -- - - - - - - - - - - - ὁ Δρύς, ἡ Ὀξιά, τὸ Κυπαρίσσι,
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ ἀναίτιο δάκρυ
ἀνατέλλοντας ἀργά στὰ ὡραῖα μάτια
- - - - τῶν παιδιῶν ποὺ κρατιοῦνται χέρι-χέρι
τῶν παιδιῶν ποὺ κοιτάζουνται καὶ δέ μιλιοῦνται
- - - - τῶν ἐρώτων τὸ τραύλισμα πάνω στὰ βράχια
ἕνας φάρος ποὺ ἐκτόνωσεν αἰώνων θλίψη
- - - - τὸ τριζόνι τὸ ἐπίμονο καθὼς ἡ τύψη
καὶ τὸ μάλλινο ἔρημο μέσα στ' ἀγιάζι
- - - - ὁ στυφός μὲς στὰ δόντια ἐπίορκος δυόσμος
δυὸ χείλη ποὺ ἀδύνατο νὰ στέρξουν – και ὅμως
- - - - τὸ ἀντίο στὰ τσίνορα ποὺ λίγο λάμπει
καὶ μετά ὁ γιὰ πάντοτε θολός κόσμος!.. [...]
- - - - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ χέρι ποὺ ἐπιστρέφει
ἀπὸ φόνο φριχτόν καὶ τώρα ξ έ ρ ε ι
- - - - ποιός ἀλήθεια ὁ κόσμος που ὑπερέχει
ποιό τὸ νῦν καὶ ποιό τὸ αἰεν τοῦ κόσμου :
- - - - ΝΥΝ τὸ ἀγρίμι τῆς μυρτιᾶς Νῦν ἡ κραυγή τοῦ Μάη
ΑΙΕΝ ἡ ἄκρα συνείδηση Αἰέν ἡ πλησιφαη!
- - - - Νῦν νῦν ἡ παραίσθηση καὶ τοῦ ὕπνου ἡ μιμική
Αἰέν αἰέν ὁ λόγος καὶ Τρόπις ἡ ἀστρική!
- - - - Νῦν τῶν λεπιδοπτέρων τὸ νέφος τὸ κινούμενο
Αἰέν τῶν μυστηρίων τὸ φῶς τὸ περιιπτάμενο!
- - - - Νῦν τὸ περίβλημα τῆς Γῆς και ἡ Ἐξουσία
Αἰέν ἡ βρώση τῆς Ψυχῆς καὶ ἡ Πεμπτουσία! [...]
- - - - Νῦν τῶν λαῶν τὸ ἀμάλγαμα καὶ ὁ μαῦρος Ἀριθμός
Αἰέν τῆς Δίκης τὸ ἄγαλμα καὶ ὁ μέγας Ὀφθαλμός
- - - - Νῦν ἡ ταπείνωση τῶν Θεῶν Νῦν ἡ σποδός τοῦ Ἀνθρώπου
Νῦν Νῦν τὸ μηδέν
- - - - -- - - - - - - - - - καὶ Αἰέν ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ Μέγας!