- Γιάννης Ρίτσος (δ)


- - - - - - - - -
-
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, 2, 3, [4], 5

Πρωινὸ Ἆστρο

- - - -Κοριτσάκι μου, θέλω νὰ σοὺ φέρω / τὰ φαναράκια τῶν κρίνων / νὰ σοὺ φέγγουν τὸν ὕπνο σου. // Θέλω νὰ σοὺ φέρω / ἕνα περβολάκι / ζωγραφισμένο , μὲ λουλουδόσκονη / πάνω στὸ φτερό μιᾶς πεταλούδας, / γιὰ νὰ σεργιανάῃ τὸ γαλανό ὄνειρό σου. // Θέλω νὰ σοὺ φέρω / ἕνα σταυρουλάκι αὐγινό φῶς, / δυό ἀχτῖνες σταυρωτές ἀπ’ τοὺς στίχους μου / νὰ σοὺ ξορκίζουν τὸ κακό, / νὰ σοὺ φωτᾶνε / μή μοῦ σκοντάψης, κοριτσάκι, / ἔτσι γυμνόποδο καὶ τρυφερό, / στ' ἀγκάθι κ' ἑνός ἴσκιου! // Κοιμήσου. / Νὰ μεγαλώσῃς γρήγορα. / Ἔχεις νὰ κάνῃς πολύ δρόμο, κοριτσάκι, / κ' ἔχεις δυό πεδιλάκια μόνο ἀπὸ οὐρανό. [] // Κοιμήσου, κοριτσάκι. / Εἶναι μακρύς ὁ δρόμος. / Πρέπει νὰ μεγαλώσῃς. / Εἶναι μακρύς, / μακρύς, / μακρύς ὁ δρόμος!..
- - - -Κοριτσάκι, / πῶς τὰ φίλιωσες ὅλα, πῶς τάσμιξες!.. / Καμμιά φωνὴ δέ λέει μου ὄχι, / ἔτσι καθὼς μὲ δένεις / μ' ἐχτρούς καὶ φίλους, / μὲ τὰ παλιά καὶ τ' αὐριανά /– ὅλα αὐριανά / κι ὅλα γιὰ πάντα. // Ποὖναι ὁ παλιόις γκρεμνός; Δέ βλέπω / – γκρεμνός δέν εἶναι. / Γεφύρι ἐσύ! / Κι οὔτε γεφύρι / – ζωή!.. // Ἀνάμεσα στὴ μάνα σου καὶ μένα: / ἐσύ! / Ἀνάμεσα στὸ χτές καὶ τ' αὔριο: / ἐσύ! / Ἀνάμεσα στὸ χῶμα καὶ στὸ φῶς: / ἐσύ! / Ἡ ζωή τραβάει, τραβάει, / κ' ἡ σιωπή / ἄκου πὼς μιλάει, / πὼς χαμογελάει! // Ἔτσι καθὼς μὲ φίλιωσες / μ' ἐχτρούς καὶ φίλους, / οἱ φλέβες μου μὲς στὰ πουλιά, / οἱ ρίζες μου στὴ θάλασσα, / τὰ φύλλα μου στ' ἀστέρια! // Ἔτσι νὰ κάνω, θὰ διαβῶ / μὲ μιά μονάχα δρασκελιά / γῆ κι οὔρανο!.. // [] Τὰ δέντρα ἀνθίζουν. / Δὲν ξέρουν γιατί∙ / ἀνθίζουν!.. / Τὰ λουλούδια δέ νοιάζονται / νὰ γίνουν καρποί∙ / γίνονται καρποί!.. / Κ' ἐγώ τραγουδάω∙ / δέν ξέρω γιατί / – τραγουδάω !.. / Ἔχω ἑνα κοριτσάκι, / ἔχω ἑνα κοριτσάκι! / Εἶμ' ἕνα δέντρο [] στὴ μέση τ' οὐρανοῦ! / Πολλά ἀστέρια, / πολλά λουλούδια, / πολλοί καρποί! / Τραγουδάω !.. // Σ' ἕνα μαξιλάρι-φεγγαράκι / τὸ παιδί μου ἀποκοιμήθηκε! / Ὅλη ἡ πλάση στὶς μύτες τῶν ποδιῶν / κοιτάζει ἀπ’ τὸ παράθυρό μας, / κοιτάζει τὸ παιδί μου ποὺ κοιμήθηκε! // Ὅλα τ'ἀστέρια, / μιὰ μυγδαλιά ἀνθισμένη ἀστέρια / μπρὸς στὸ παράθυρό μας / κοιτάζει τὸ παιδί μου ποὺ κοιμήθηκε! / Ὁ θεός τῶν σπουργιτιῶν καὶ τῶν παιδιῶν / πίσω ἀπὸ μιὰ κουρτίνα λουλουδένια / κοιτάζει τὸ παιδί μου ποὺ κοιμήθηκε!.. // Σιγά, μανοῦλα, / σιγά!.. / Θὰ τὸ ξυπνήσῃς!.. // Τί θόρυβο ποὺ κάνει / ἡ πορτοῦλα τῆς καρδιᾶς σου / καθὼς ἀνοιγοκλείνῃ / στὸν κῆπο τῆς χαρᾶς! / Τί ἀγέρα ποὺ φέρνει / ἔτσι ποὺ ἀνοιγοκλείνεις / τὰ ματόκλαδά σου, / θαμπωμένη / ἀπ’ τὸ φεγγάρι τῆς χαρᾶς!.. // Σιγά. Σιγά. // Τὸ παιδί μου κοιμήθηκε / κ' ἐγώ τραγουδάω!..
- - - -Κοριτσάκι, / μεγάλα μάτια / – τί μεγάλα! – / σὲ ποιό οὐρανό χαμογελᾷς; / Τί βλέπεις πίσω ἀπὸ τὰ μάτια μας;.. // Κάτω ἀπὸ τὰ τριανταφυλλένια πέλματά σου / δυό καρδιές: / ἡ καρδιά τῆς μητέρας, / ἡ καρδιά τοῦ πατέρα! / Πάτα γερά! / Δέ θὰ πέσῃς! // [] Κοριτσάκι, / προχτές γεννήθηκες ἐσύ, / χτές ἡ μητέρα σου κ' ἐγώ, / σήμερα ὁ κόσμος! // [] Ἀνοίγεις τὰ ματόφυλλα / κι ἀνοίγει ἑνα παράθυρο / κ' ἑνα ἄλλο / κι ἄλλο ! / Ὅλα τὰ παράθυρα τοῦ κόσμου / ἀνοιχτά! // [] Μιά κίνηση / τοῦ τρυφεροῦ χεριοῦ σου / ἔσβησε μεμιᾶς ὅλο τὸ μαῦρο! // Καθὼς κλωτσᾶς τὸν ἄερα / μὲ τ' ἄστρα-ποδαράκια, / κρύβονται οἱ σκιές / [] κάτου ἀπ’ τὰ γαλανά σου παπουτσάκια! // Ἔτσι παιδί ποὺ μ' ἔκανες, παιδί μου, / πὼς θὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τοὺς ἴσκιους / ποὺ στέκουν καὶ παραμονεύουν / πίσω ἀπὸ τ' ἀνθισμένο σου χαμόγελο; / Ἔτσι παιδί ποὺ μ' ἔκανες, παιδί μου, / πὼς θὰ σοὺ φέρω / ψωμὶ καὶ γάλα καὶ βιβλία;..[]
- - - -Ποῦ πᾶμε, κοριτσάκι; / Ποῦ μὲ τραβᾷς, τραγούδι, / τραγούδι, τραγουδάκι;.. // [] Θέ’ μου, / τί κουτό πατέρα / ποὔχεις κοριτσάκι!.. // Πάνω στὴν καρδιά μου, / κάτω ἀπ’ τὸ σακκάκι μου, / ἔχω φυλαγμένες / τὶς φωτογραφίες σου. // Κάνω τὸν ἀδιάφορο, / δέ μιλάω για σένα, / κάνω πὼς κοιτάω / πέρα τὰ βουνά, / κάνω πὼς χαζεύω τὶς βιτρίνες, / χαιρετάω τοὺς φίλους μου, / κουβεντιάζω, / γέρνω τὴ ματιὰ σ' ἕνα βιβλίο, / κάνω πὼς κοιτάζω τὰ παπούτσια μου, / μή μὲ δοῦνε, / μή μὲ καταλάβουν / πὼς κοιτάζω μόνο ἐσένα, / πὼς δέ βλέπω κοριτσάκι / παρὰ μόνο ἐσένα! // Ὅμως κοίτα κοριτσάκι, / οἱ φωτογραφίες σου / ἔχουν τυπωθῆ στὰ ροῦχα μου / στάμπες-στάμπες φῶς, / πάνω στὸ σακκάκι μου, / πάνω στὰ μαλλιά μου καὶ στὰ χέρια μου, / μὲς στὰ μάτια μου, / οἱ φωτογραφίες σου: / Τὸ παιδί μου [] γελάει / – τὸ παιδί μου / στάμπες φῶς στὴν πόρτα μου, / στάμπες φῶς στὸν ἀέρα / καὶ στὸ συγνεφάκι πέρα / στὸ βουνό, στὸν ἥλιο!..
- - - -Ὅλοι μὲ κατάλαβαν!.. / Κρύψε με στὰ χέρια σου!.. []


Σχῆμα τῆς ἀπουσίας

Ὅ,τι ἔφυγε, ριζώνει ἐδῶ,
στὴν ἴδια θέση, λυπημένο, ἀμίλητο... []

- - - -Ποτέ δέ φεύγουν τὰ νεκρά παιδιὰ ἀπ’ τὰ σπίτια τους∙ / τριγυρίζουν ἐκεῖ, μπλέκονται στὰ φουστάνια τῆς μητέρας τους, / τὴν ὥρα ποὺ ἐκείνη ἑτοιμάζῃ τὸ φαΐ κι ἀκούῃ τὸ νερό νὰ κοχλάζῃ / σὰ νὰ σπουδάζῃ τὸν ἀτμό καὶ τὸ χρόνο. Πάντα ἐκεῖ... // Καὶ τὸ σπίτι παίρνει ἑνα ἄλλο στένεμμα καὶ πλάτεμα, / σάμπως νὰ πιάνῃ σιγαλή βροχή / καταμεσῆς καλοκαιριοῦ στὰ ἐρημικά χωράφια...
- - - -Δέ φεύγουν τὰ νεκρά παιδιά∙ μένουν στὸ σπίτι / κ' ἔχουν μιὰ ξέχωρη προτίμηση νὰ παίζουν στὸν κλεισμένο διάδρομο / καὶ κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στὴν καρδιά μας τόσο / ποο ὁ πόνος κάτω ἀπ’ τὰ πλευρά μας δέν εἰναι πιά ἀπ’ τὴ στέρηση / μὰ ἀπὸ τὴν αὔξηση. Κι ἄν κάποτε οἱ γυναῖκες βγάζουν μιὰ κραυγή στὸν ὕπνο τους, / εἶναι ποὺ τὰ κοιλοπονᾶνε πάλι...
- - - -Κάποτε, μὲς στὸ βράδυ τῆς 'Άνοιξης, ἕνα παιδί σηκώνεται καὶ φεύγει ἀνεξήγητα / χωρίς κανείς νὰ τὸ μαλώση∙ σηκώνεται ἀργά, ἀπροειδοποίητα, / ἐκεῖ ποὺ καθόταν ἥσυχα στὸ χῶμα / – κ' ἡ θέση του στὸ χῶμα μένει ζεστή, / καὶ τὸ σχῆμα τῆς στάσης του ἀχνίζει ἀκόμη στὸ δροσερόν ἀέρα, / σχηματίζοντας ἕνα ἄλλο παιδί ἀπὸ ὑπόλευκη ζέστα... Τότε ὁλόγυρα / μαζεύονται σά γύρω ἀπὸ μιὰν ἄσπρη φωτιά τὰ μικρά πρόβατα / νὰ ζεσταθοῦνε. Καὶ λίγο πιό πέρα / ἕνα ψηλό ὁλομόναχο ἄσπρο ἄλογο, / φέγγοντας ὅλο κάτω ἀπ’ τὴν ἀστροφεγγιά, / κλαίει μὲ μεγάλα κατάφωτα δάκρυα, κρατῶντας ὁλόρθο τὸ κεφάλι του...
- - - -Συχνά οἱ μητέρες τ' ἀπογεύματα, ὅταν λείπουν ὅλοι ἀπ’ τὸ σπίτι, / ἀφήνουν τὴν ποδιά τῆς κουζίνας στὴ ράχη τῆς καρέκλας / κι ἀνοίγουν τὴ ντουλάπα τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ / – σά ν' ἀνοίγουνε τὴ μυστική ὑπομονή τους, / σά ν' ἀνοίγουν τὴν πίσω πόρτα τῆς σιωπῆς, ποὺ βγάζει σ' ἕναν πικραμένο κῆπο. // Ξεκρεμοῦν ἀπ’ τὶς κρεμάστρες τὰ μικρά φορέματα / – γαλανά, ρόδινα, πορτοκαλιά, κομμένα / ἀπὸ τὶς πιό συλλογισμένες ὦρες τοῦ σούρουπου. Τὰ ξεσκονίζουν, / τὰ χαϊδεύουν ξεχασμένες – κι ἄξαφνα χαμογελοῦν. Τὰ κορίτσια τους / θἄχουν τώρα ψηλώσει πολύ. Καὶ θὰ πρέπει νὰ τοὺς πάρουν καινούργια φορέματα... (Ἡ βοῦρτσα, / ἀφημένη χάμω στὸ πάτωμα, εἶναι ἑνα βαποράκι, / ποὺ ταξιδεύει σ' ἕνα μικρό γιαλό, μὲ σβησμένα φῶτα...)
- - - -Τὰ βράδυα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὴν ὥρα ποὺ κλείνουν τὰ δημόσια πάρκα / καὶ τὰ μικρά κορίτσια μὲ τὶς παραμάνες τους γυρίζουν στὰ σπίτια τους, / κι ἄλλα, μικρότερα, μὲς στὰ καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας, / πίσω τους ἔρχονται, σὲ μιὰ βουβή, ἀόρατη ἀκολουθία, τὰ πεθαμένα κορίτσια, / ὠχρά, μὲ μαραμένα μαλλιά, κρατῶντας στὰ δεμένα χέρια τους / τὶς ξερές ἀνθοδέσμες τους, σὰ μικρά ποιήματα / ποὺ δὲν πρόφτασαν νὰ τὰ μάθουν ἀπ’ ἔξω. // Στέκουν ἀπὸ μακρυά καὶ κοιτάζουν τὶς κορδέλλες καὶ τὰ παιγνίδια κρεμασμένα στὰ περίπτερα, / τὴ φωτισμένη ταπεινή βιτρίνα τοῦ γειτονικοῦ ψιλικατζήδικου, / ἀφήνοντας σὲ κάθε βῆμα τους ἕνα χῶρο ἐσωτερικό, ποὺ τὸν γεμίζει ἀμέσως / μιὰ σκιά μενεξεδένια καὶ ρόδινη. Φτάνουν ὣς ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι τους, / κοιτοῦν τὸ κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο, / ὑψώνουν μιὰ στιγμὴ τὸ χέρι, μὰ δέ χτυποῦν τὴ γρίλλια. Ἀπὸ μέσα // ἀκοῦνε οἱ γονεῖς τὸ χτύπημα. Ἀφήνουν τὴν πετσέτα νὰ πέσῃ στὸ τραπέζι / σά νὰ πέφτῃ ἕνα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στὸ χρόνο... Ἀνοίγουν τὴν πόρτα. // Δέν εἰναι τίποτα... Βλέπουν μονάχα / τὰ μαραμένα ἀστέρια, τὸν ἄδειο οὐρανό, τὸν ἄδειο κόσμο, / καὶ ξανακλείνουν τὴν πόρτα, σά νὰ μπαίνουν μέσα στὰ παιδιά τους... []
- - - -Τὴν Ἄνοιξη ὅλα [] γίνονται ἀπὸ γαλανό νερό... / Πλένουν τὰ τζάμια, ἀκόμη καὶ στὰ πένθιμα σπίτια. / Ἡ σκοῦπα κάθεται στὴ γωνιά πιὸ σοφή καὶ γερασμένη... // Δυό χελιδόνια γύρισαν στὴ στέγη μας∙ / εἶναι δυό καραβάκια χάρτινα, ποὺ τὸ νεκρό παιδί / τ' ἀμόλησε ἀπ’ τὸν πέρα κόσμο / ν' ἀράξουν στὸ μικρό ἀχυρένιο τους λιμάνι. / Κ' ἡ μάνα πάλι ἔχει στὸ στόμα ἕνα βαθύ χαμόγελο, / ποὺ τρέμει σά μιὰ ζυγαριά πάνω ἀπ’ τὸ χρόνο, / σά νὰ ἑτοιμάζῃ, στὸ καινούργιο της παιδί, καὶ πάλι ἐκεῖνο...[]
- - - -Ζῆ ἡ ἀπουσία λοιπόν, μαζί μας ἢ καὶ μόνη της, τὴ ζωή της, / χειρονομεῖ ἀδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει / σάν ὕπαρξη σωστή..- [] / ζῆ καὶ γερνάει μαζί μας καὶ χάνεται μαζί μας, κι ἀπομένει σὲ ὅ,τι ἀφήνουμε. // Καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν κάθε κίνηση καὶ σκέψη μας καὶ λέξη, / γιατί γιὰ ὅ,τι γίνεται κεῖνο ποὺ λείπει / φέρουμε τώρα ἐμεῖς μονάχα, ἀκέρια, τὴν εὔθυνη...[]
- - - -Ἕνα μικρό κορίτσι, ἀνύποπτα νυχτώθηκε ἄξαφνα μέσα στὴ λύπη... / Τί ‘ταν λοιπόν ἡ ζωή; Κι αὐτός ὁ πόνος; Κ' ἡ κραυγή τούτη;.. / Ἦταν δικά του αὐτά;.. Καὶ περίμεναν πίσω ἀπ’ τὸ γέλοιό του, / πανέτοιμα κ' ἐπίβουλα;.. Κι αὐτά τ' ἀγαπημένα πρόσωπα, / που ἔσκυβαν πάνω του μακρυνά κιόλας;.. Ἄνοιξε ἥσυχα λοιπὸν / τὴν πόρτα ἑνὸς ἄστρου, μπῆκε μέσα προφυλαχτικά, νὰ μὴν ἀκούσουμε / – μὰ ὅλες τὶς νύχτες κείνη ἡ πόρτα ἀνοιχτή / χτυπάει ἀπ’ τὸν ἀγέρα τοῦ μικροῦ λυγμοῦ του... Κι οὔτε μπόρεσε / νὰ σηκωθῇ πιὰ νὰ τὴν κλείσῃ, οὔτε μποροῦμε – εἶναι μακρυά – νὰ τὴν κλείσουμε...[]
- - - -Ἐδῶ μέσα / κανείς δὲ μιλάει, κι ἂν μιλοῦσε, δέ θ' ἀκούγονταν, κι ἄν ἑνα ποτήρι / γείρῃ καὶ πέσῃ, πέφτει ἀθόρυβα μές στὴν παλάμη τῆς σιωπῆς – δέ σπάει.[] // Οἱ σκιὲς μεγαλώνουν νωρίς [] στὸ σπίτι, πρὶν ἀκόμη σβήσῃ ἡ μέρα, / πρίν σβήσουν οἱ φωνές τῶν ἄλλων παιδιῶν. Τὰ νύχια καὶ τὰ γένεια / τῶν ἀντρῶν μεγαλώνουν πιό γρήγορα. Τὸ σαποῦνι δέν πιάνει. / Ἡ φωτιά δέ ζεσταίνει. Οἱ πτυχώσεις στὰ φορέματα τῶν γυναικῶν / ἔγιναν πιό βαθειές καὶ σκοτεινές, σάμπως νὰ κρύβωνται ἐκεῖ μέσα / σιωπηλές μαραμένες ἀναμνήσεις... Ὡστόσο, / τὸ βράδυ στρώνουν οἱ γυναῖκες τὸ τραπέζι.
- - - -Καὶ τὸ φαΐ πάντα περισσεύει...[]
- - - -Ὧρες-ὧρες, μιὰ βαθειά, παράξενη γαλήνη πέφτει στὶς κάμαρες, / σὰ νὰ σηκώθηκε λάμποντας ἀπ’ τὸ βυθό ἡ μεγάλη ἄγκυρα / καὶ τὰ σύνορα τοῦ ἐδῶ καὶ τοῦ ἐκεῖ μένουν ἀφρούρητα. / Τότε ἐσύ δέν ἔχεις φύγει, μόνο ἐμεῖς δρασκελᾶμε τὸ σύνορο, / νιώθωντας πίσω μας, χωρίς νὰ στρέφουμε, τ' ἀναπαυμένα βηματά μας, / ἐνῶ μπροστά μας ἐκτείνεται σὲ ἤρεμο φέγγος τὸ ἄμετρο ἀκρογιάλι ὁλόγυμνο, / καὶ στὴ λεπτή νοτισμένη ἀμμουδιά ἔχουν μείνει χαραγμένοι / χιλιάδες μικροί σταυροί – ἀπ’ τὰ πέλματα θαλασσίων πουλιῶν / ποὺ περπατοῦσαν ἐδῶ καὶ δίχως νὰ πετάξουν πέρασαν ἀντίπερα...
- - - -Ἀπὸ τότε πέρασε πολύς καιρός... Πολλά ζευγάρια παπούτσια ἔχουμε λυώσει / στὶς πέτρες ἄγνωστων τοπίων, μ' ὅλο ποὺ τὰ δέντρα / δέν ἔδεσαν γιὰ δεύτερη φορά καρπούς... Ὁ χρόνος / πῆρε μιὰν ἄλλη διάρκεια μέσα στὴν ἀπουσία. Πολλές ἐποχές / μεσολαβοῦν ἀπ’ τόνα πεζοδρόμιο στ' ἄλλο. Γιατὶ τὸ μέτρημα / γίνεται πιά μὲ τὶς μεγάλες παύσεις τοῦ θανάτου, κ' οἱ νεκροί / μεγαλώνουν ἀργά, πολύ ἀργά...[]
- - - -Ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι / ἡ κλαμένη φωνή ἑνὸς ἄλλου παιδιοῦ ἁπλώνεται / σὰ γυμνό μουσκεμμένο κλαδί στὸ δικό σου τοπίο...[]
- - - -Ὄχι, ἐσύ δέν ἔχεις φύγει! [] // Μονάχα ἐμεῖς λείπουμε ἀλλοῦ, καὶ μᾶς καθυστεροῦν ἀσήμαντες ἀσχολίες, / ψώνια στὴν ἀγορά, δικαστικές ὑποθέσεις, ταμπέλλες καταστημάτων / – καὶ νιώθουμε διαρκῶς πὼς ἀργοῦμε... Κ' ἐσύ περιμένεις...[]
- - - -Κανένας δὲ μιλάει μέσα στὸ σπίτι. Τὰ λόγια / δέν τὰ ὁρίζει κανείς. Λέ­νε ἄλλα, ἄλλα ἐννοοῦν, ἀλλοῦ πηγαίνουν / – κάνουν ὁλόκληρους κύκλους, μήν πληγώσουνε / τὴν ἀκίνητη ἁγιότητα τοῦ ἀέρα. / Οἱ ἄντρες κ' οἱ γυναῖκες / διστάζουνε νὰ κινηθοῦν μέσα στὸ σπίτι μήν ἀκούσουν / τὸν ἄλλον ἦχο, μήν ἀνοίξουν τὶς μυστικές πληγές ποὺ σωπαίνουν / στὶς κόχες τῶν ἐπίπλων, στὰ ὑφάσματα ἢ πίσω ἀπ’ τὶς κουρτίνες. // Μόνο οἱ γυναῖκες πότε-πότε ἀφήνουν / ἕνα βαθύ βουβό ἀναστεναγμό, καὶ τότε μπρὸς στὸ στόμα / ἀνοίγεται ἕνας χώ­ρος ἀκάλυπτος, ἕνας λευκός ἀτμός, που ἐντός του / βρίσκεσαι πάλι ἐσύ ὅπως ἤσουν μὲς στὴ σαπουνάδα τοῦ μικροῦ λουτροῦ σου, / ὅπως ἤσουν πάνω στὸ ἄσπρο ξύλινο ἀλογάκι σου, πού, ἀπὸ τότε που ἔφυγες, / ἔμαθε νὰ καλπάζῃ στὴ σιωπή, κάνοντας ν' ἀνεμίζουν μπρὸς στὴν πόρτα τὰ λεπτά μαλλιά σου.[]
- - - -Στὸ πάρκο Ἡ παιδική χαρά μιὰ μικρή κούνια μένει ἄδεια. / Στὸ Λού­να Πὰρκ ἕνα ξύλινο ἀλογάκι μένει δίχως καβαλλάρη. / Κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα μιὰ σκιά κάθεται ἀφηρημένη. / Μέσα στὸ φῶς μιὰ σιωπή μακρυνή κι ἀκατόρθωτη. / Καὶ πάντα ἀνάμεσα στὶς φωνές καὶ στὰ γέλοια μιὰ παύση...
- - - -Στὴ λίμνη, οἱ πάπιες, μιά στιγμή σταματοῦν, / κοιτοῦν πάνω ἀπ’ τοὺς ὤμους τῶν παιδιῶν, πίσω ἀπ’ τὰ δέντρα...Ἐκεῖ, ἕνα παιδί περνάει ἀμίλητο, ἀόρατο. / Τὰ βήματά του μόνα, λυπημένα... Δέν ἔρχεται...
- - - -Ἕνα ξύλινο ἄλογο φεύγει ἀπ’ τὸν κινούμενο κύκλο του, / σκουπίζει τὰ μάτια του, στρίβει τὴ δεντροστοιχία... / Ἴσως πηγαίνει νὰ συντροφέψῃ τὸ μι­κρό κορίτσι, τὸ ὁλομόναχο, / ποὺ μένει στὸ δικό του βράδυ – πέμπτη πάρο­δος τοῦ φεγγαριοῦ –, / σ' ἐκεῖνο τ' ἀσημένιο ἀδιέξοδο, μὲ τοὺς σβησμένους φανοστάτες...[]
- - - -Δέ μᾶς γνωρίζει τίποτα. Μὰ ἐσύ ἐπιμένεις ἀόρατη / νὰ μᾶς γνωρίσῃς πάλι μὲ τὴ ζωή – νὰ συμμαχήσουμε. Ἄν εἰναι / τὸ βλέμμα σου μέσα στὸ βλέμ­μα μας, δέ θ' ἀρνηθοῦμε / νὰ δοῦμε, νὰ μιλήσουμε, νὰ κινηθοῦμε. Αὐτός ὁ νέ­ος / ἴσως μιὰ μέρα καὶ νὰ σ' ἀγαποῦσε∙ ἐτοῦτα τὰ κορίτσια / ἴσως καὶ θἄταν φιλενάδες σουσὲ τοῦτο τὸ σχολεῖο / θὰ πήγαινες μεθαύριο... Κ' ἔτσι, μέσα στὴ νύχτα / ποὺ φεύγουμε ξένοι, μπρός σὲ δυό σειρές ἀκατοίκητα σπίτια, / κάτω ἀπὸ γλόμπους χωρίς ἀχτῖνες, σὰν κλεισμένα χέρια, / μιὰ γλάστρα πο­τισμένη, ποὺ στάζει ἀπ’ τὸ παλιό μπαλκόνι, / ἐμπιστεύεται πάλι τὸν ἦχο της σ' ἐμᾶς, μιὰ πόρτα / μισανοιγμένη ξαγρυπνάει γιά μᾶς, κι αὐτός ὃ ξύλινος πάγ­κος, / παρατημένος καταμεσῆς στὴν ἐρημιά, ἐμᾶς περίμενε νὰ καθήσουμε, ξέ­ροντας / πὼς κάπου ἐκεῖ, σ' ἕνα μοναχικό παράθυρο κρεμασμένο / ψηλά στὴ νύχτα, ἐσύ, πίσω ἀπ’ τὸ δαντελλένιο κουρτινάκι, / περιμένεις νὰ σοῦ χαμογε­λάσουμε...


Ἡ ἐορτὴ τῶν ἀνθέων

- - - -Στὸ μεγάλο περίβολο τοῦ μηχανοστασίου ἑτοιμάζονταν / τ' ἅρματα τῆς γιορτῆς – λουλουδένια!.. Πολλές πρωτοβουλίες, πολλές ἐμπνεύσεις! / Προθυ­μία καὶ συνεννόηση – κ' ἡ ἐφευρετικότητα τῆς στιγμῆς: ἀποκάλυψη!..
- - - -Τὰ πράγματα πήγαιναν καλά. Στὴν ἀρχή παρουσιάστηκε / κάποια ἀνεπάρκεια λουλουδιῶν: ὅλοι δίσταζαν / νὰ κόψουνε τὰ χιλιοφροντισμένα λουλούδια τοῦ σπιτιοῦ τους. Μὰ ὕστερα / ξεσυνερίζονταν ποιός θὰ φέρῃ τὰ περισσό­τερα!.. Κουβαλοῦσαν ἀγκαλιές τὰ γεράνια, τὰ τριαντάφυλλα, βιολέττες, κρί­νους, / κι ἄλλα πολλά, μὲ παράξενα χρώματα καὶ ὀνόματα!..[]
- - - -Ἔτσι θερίστηκε ὅλη ἡ συνοικία ἀπὸ τὰ χρώματά της. / Τὰ τζάμια τῆς Κυριακῆς, παστρικά, φρεσκοπλυμένα, / δέν καθρέφτιζαν πιά κόκκινες, κίτρι­νες, μαβιές παρέες λουλουδιῶν / – μονάχα τὸ ἐλεύθερο γαλάζιο, ἀφηρημένο... []

- - - -Ἡ δουλειὰ προχωροῦσε καλά! Τ' ἅρματα στήνονταν / – εἰκόνες Ἄνοιξης, Χαρᾶς, Αὐτοθυσίας, ἕνα Ἄστρο γιγάντιο, μια ἄνθινη Χελῶνα, μιὰ Τριήρης, καὶ τὸ ἅρμα τῆς Νεότητας, πανύψηλο! / Μὰ ὅταν δοκίμασαν / νὰ περάσουνε τ' ἅρματα ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ περίβολου, διαπιστώθηκε / πὼς δέ χωροῦσαν! (Μές στὴ μέθη τῆς δουλειᾶς / εἶχαν ξεχάσει τὸ κυριώτερο: τὶς διαστάσεις τῆς πόρτας!..) / Εἶπαν τότε νὰ γκρεμίσουν ἕνα μέρος τῆς μάντρας, / νὰ φαρδύνουν τὸ πέρασμα... Ὁ ἰδιοκτήτης ἀρνήθηκε... / Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἀπόμενε ἤ­ταν νὰ στενέψουνε τ' ἅρματα!..
- - - -Ρίχτηκαν [] / νὰ κόβουν ἀπὸ δῶ, ἀπὸ κεῖ, τὰ πόδια τῆς Χαρᾶς, τὰ φτε­ρᾶ τῆς Νεότητας, / τὸ κόκκινό τῆς Αὐτοθυσίας, ὥσπου δέν ἔμεινε / παρὰ μιὰ σκέτη πρασινάδα γιὰ βοσκή τῶν ζώων!.. Καὶ τώρα / δουλεύανε πιό βιαστι­κὰ – ὅμως χωρίς τὴν πρώτη συνεννόηση. Ὅλα σακατεύτηκαν∙ / τ' ἅρματα χάσαν τὶς ἀναλογίες τους, δέ λέγανε πιά τίποτα! / Δέν ξεχώριζες τὴ Χελῶνα ἀπ' τὴ Νεότητα!..
- - - -Τέλος, / ἄρχισαν νὰ φωνάζουν, νὰ χειρονομοῦν – μερικοί μάλιστα πιά­στηκαν στὰ χέρια!.. / Τὰ βάλανε μὲ τὴν Ἐπιτροπή. Ἡ Ἐπιτροπὴ ἐξαφανίστη­κε!.. // Καὶ τὰ ἐργαλεῖα – σκεπάρνια, κατσαβίδια καὶ ψαλίδια – / ποὺ λίγο πρίν, τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς, λαμποκοποῦσαν εὔθυμα στὸν ἥλιο, / πῆραν ἄξα­φνα τὸ ὕφος τοῦ φτυαριοῦ καὶ τῆς ἀξίνας ὓστερ' ἀπ' τὸ σκάψιμο ἑνὸς λάκκου! []

- - - -Σὲ εἴκοσι μέρες, πάνου-κάτου, πές σ' ἕνα μήνα, / λαμποκόπησαν πάλι στὰ μπαλκόνια, στὰ παράθυρα, στὰ ἰσόγεια, / στὶς αὐλές, στὰ πεζούλια, λαμ­ποκόπησαν / γκρενά καὶ ρουμπινιά τ' ἀστέρια τῆς γαρυφαλιᾶς, τὰ τριαντάφυλ­λα / – ὡραῖα σάν ψεύτικα, σά χάρτινα σχεδόν, καλοφτιαγμένα!.. – / γερά­νια, καμπανάκια, λαγουδάκια, / κεῖνα τὰ παιδικά νυχάκια τῶν γιασεμιῶν, [] / καθὼς ἀκούγονταν πάλι τὰ φλύαρα ποτιστήρια τῆς γειτονιᾶς νὰ ποτίζουν τὶς γλάστρες! / Κι ὅλοι, χωρίς καθόλου νὰ τὸ σκέφτωνται, / ἄρχισαν νὰ ἐτοιμά­ζονται γιὰ τὴν καινούργια γιορτή: Ποῦ καὶ πότε;
- - - -Μὰ τούτη τὴ φορά βάλαν μυαλό! Θἄφτιαχναν τ' ἅρματα στὴν ἀνοιχτή πλατεῖα / καὶ θ' ἄρχιζαν τὴ δουλειά τὰ χαράμματα, μή μαραθοῦνε τὰ λουλού­δια!.. Μόνος ἐνδοιασμός τους: / μήπως, μὲ τὸ νὰ φτιάξουν τ' ἅρματα σ' ἀνοι­χτό χῶρο, / ὅλοι θὰ τἄβλεπαν ἀπ' τὴν ἀρχή ὥς τὸ τέλος, κ' ἔτσι θὰ χανόταν / ἡ ἀναμονή, τὸ ξάφνιασμα, ἡ μαγεία! Ὅλοι θἄξεραν / πὼς κάτω, ἂς ποῦμε, ἀπ' τὸ ἅρμα τῆς Νεότητας, / ἦταν ὃ σκουριασμένος, ὁ παμπάλαιος ἀραμπάς τοῦ κυρ-Ἀρτέμη: / σύρματα καὶ καλάμια καὶ φτηνοπράμματα, / παλιά καδρόνια ἀπὸ πολύ παλιά σακατεμμένα σπίτια!.. []


Δύο Ἀφηγήματα

Ι. Μιὰ παλιὰ ὑπηρέτρια

- - - -...Εἴχαμε, λέει, παλιά μιὰν ὑπηρέτρια – σά μάνα μας ἦταν – / ἔμαθε λίγο-λίγο τὴν ἀπίκραντη σκλαβιά νὰ μήν ἔχῃ δική της ζωή, / ἀγάπησε λίγο-λίγο τ' ἀφεντικά της σάν τὴν λευτεριά της, [] / κράτησε τὰ γκέμια τοῦ νοικο­κυριοῦ σὰν καβαλλάρισσα σ' ἕνα μεγάλο κάτασπρο ἄλογο, / κράτησε σάν ἀρ­χόντισσα τὸν μεγάλο ἀσημένιο δίσκο φιλεύοντας τοὺς ξένους παγωμένες βυσσινάδες, / μὲ μιὰ σειρὰ κλειδιά στὴ ζώνη της, ξέροντας ποῦ ταιριάζει τὸ κα­θένα, / ἐτοῦτο γιὰ τὸ κελλάρι μὲ τὰ κιούπια τὸ μέλι, τὸ λάδι, τὸ πετιμέζι, / αὐτό γιὰ τὸ σιτοβολῶνα, τ' ἄλλο γιὰ τὴν κάβα μὲ τὰ βαρέλια, / αὐτό γιὰ τὴ ντουλάπα μὲ τ' ἀσπρόρρουχα, / αὐτό γιὰ τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ σπασμένα ἔπι­πλα, [] / μὲ τὶς παλιές κούνιες τῶν παιδιῶν, ποὺ τράνεψαν καὶ ξενιτεύτηκαν καὶ παντρεύτηκαν σὲ ξένες χῶρες / – κάτι φωτογραφίες φτάνουν κάποτε μὲ τὸν ταχυδρόμο / (ἄλλα ντυσίματα, δέν τὰ γνωρίζει, δέν ἔχουν πιά τὴ ζεστα­σιά τῆς παιδικῆς φανέλλας τους, / μα αὐτή κρατάει τὴ φανέλλα τους καὶ τὰ γνωρίζει ἀπὸ τὴ μυρωδιά καλλίτερα ἀπ' τὴ μάνα τους) – , / τὸ κλειδί τοῦ μπου­φέ μὲ τὰ βάζα γιομᾶτα γλυκό τοῦ κουταλιοῦ, / στρογγυλό νεράντζι, σῦκο, ἀμύγδαλο, μαστίχα, πορτοκάλι, / τὸ κλειδί τοῦ νεροῦ καί τοῦ κρασιοῦ, / τὸ κλειδί τοῦ σταριοῦ, / τὸ κλειδί τῆς εὐφορίας, / μὲ τὰ μεγάλα γκαστρωμένα τσουβάλια, που ἀδειάζουν οἱ κοιλιές τους / καὶ χαλαρώνουν κι ἀνασαίνουν σά νὰ βο­λεύωνται μὲς στὸ ἄδειο τους, / τὸ μεγάλο κλειδί τοῦ παντοκράτορα χρόνου, καὶ τὸ κλειδί τοῦ παρεκκλησιοῦ, / καὶ τ' ἄλλα κλειδιά, γιὰ τὰ συρτάρια, / καὶ τὰ πιό μικρά, γιὰ τὶς κασσετίνες καὶ τὶς μαραμένες θύμησες, / γιορτές καὶ γενέθλια παιδιῶν, βαφτίσια, γάμοι, θάνατοι, / οἱ γέροντες ποὔχαν σειρά καὶ τ' ἄγουρα παιδιά ποὺ δέν προφτάσανε νὰ ποῦνε βάβω / – ἀδικίες τούτου ἐδῶ καὶ τοῦ ἄλλου κόσμου –, / χρώματα σβησμένα καὶ παραμύθια, ἀνοιγόκλεισμα τῆς πόρτας καὶ τῶν παραθυριῶν, / τὸ κουδούνισμα τὰ μεσάνυχτα, / τὸ δίκλωνο καχεκτικό δεντράκι ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρο τοῦ πλυσταριοῦ, / σὰν ἐκεῖνα τὰ δυό σύρματα τοῦ γιατροῦ σὰν ἔσκυβε πάνω ἀπ' τὴν πλάτη τοῦ νιογέν­νητου – θεέ μου! – < μὰ δέν εἰχε, > / δέν εἰχε καιρό νὰ λυπηθῇ μέσα στὶς τόσες δουλειές της, / δέν εἰχε καιρό νὰ κουραστῆ∙ ἀνέβαινε, κατέβαινε, ἔτρε­χε!.. / Κάποιο ἀπόγευμα, ἕνα σπουργίτι τὴ σταμάτησε στὴν αὐλή, καὶ τὴν κοίταξε στὰ μάτια, / τὴν ὥρα ποὺ βιαζόταν ν' ἁπλώσῃ τὰ πλυμένα ρούχα∙ / κι ἀπόμεινε χαμένη, μὲ τὰ δυό πανέρια κάτου ἀπ' τὶς μασκάλες, / κι οὔτε μπο­ροῦσε νὰ κάνῃ τὸ σταυρό της, / μονάχα τοῦ 'πε: «Ἀεὶ στὸ καλό σου, χριστια­νέ μου!» κι ἀπ' τὸ ψηλό παράθυρο / μιὰ κοριτσίστικη φωνή τὴ ρώτησε: «Σὲ ποιόν μιλᾶς;» κι αὐτή ἀποκρίθηκε: / «Στὸ σκυλί, κόρη μου!» γιατὶ τὸ σκυλί εἶναι πιὰ μεγάλο ἀπ' τὸ πουλί, / καὶ στὸ σκυλί ἐπιτρέπεται νὰ μιλᾶς, νὰ τὸ μαλώνῃς, νὰ τὸ συμβουλεύῃς! Μὰ κείνη τὴν ὥρα / τὸ πουλί φώναξε: «Ψέμματα λέει! Μὲ μένα μιλάει!» / κι ἀκούστηκε ἀπὸ πάνου, ἀπ' τὸ ψηλό παράθυ­ρο, τὸ κοριτσίστικο γέλοιο... [] / Παράτησε τὰ δυό πανέρια,[] / ἔτρεξε, ἀνέβηκε τὴ μέσα σκάλα, τὴ θεοσκότεινη, / μπῆκε στὴν κάμαρα, πῆρε στὰ χέρια της τὴν κόρη: «Κόρη μου!», / τὴ φύλαγε στὰ μάτια, στὸ λαιμό, στὸ κούτελο, «κόρη μου, κόρη μου, μήν πῇς γιὰ τὸ πουλί, μή μαρτυρήσης!» «Ὄχι! Θὰ τὸ πῶ !» καὶ γέμιζε πάλι τὸ γέλοιό της τὴν κάμαρα, / ἔβγαινε ἀπ' τὸ παράθυρο [], πλημμύριζε τὸ λιόγερμα, ὥσπου ἀκούστηκαν / πατήματα στὸ διάδρομο... [] / Κατέβηκε πάλι τὴ σκάλα, ἀκούγοντας τὸ μυστικό χτύπημα τῶν κλειδιῶν στὴ ζώνη της... []
- - - -Λυπότανε τὰ μαραμένα λουλούδια / – δέν τὰ πετοῦσε ποτέ στὰ σκου­πίδια. / Ὅταν ἄλλαζαν τὰ μεγάλα βάζα τοῦ σαλονιοῦ, καὶ τ' ἄλλα τὰ μικρό­τερα, / ἔπαιρνε τὰ λουλούδια, τἄδενε μὲ σπάγγους καὶ τὰ κρέμαγε ἔξω ἂπ' τὸ παράθυρο, / στὴν ἀνατολική πλευρά τοῦ σπιτιοῦ, σὲ μεγάλα καρφιά / ἢ στὰ κάγκελλα τοῦ μπαλκονιοῦ. Τὰ λουλούδια ξεραίνονταν, / πέφταν οἱ σπόροι στὰ θεμέλια, ρίζωναν τὰ νέα λουλούδια / – ἔγινε ἕνας μεγάλος κῆπος! Κ' οἱ μικροί σκελετοί τῶν λουλουδιῶν, / κρεμασμένοι ἀπ' τοὺς σπάγγους, κοιτάζανε τὴ νέα τους ἄνθηση. / Κι ὅταν κατακάθιζε ὁ θόρυβος τῆς μέρας <καί> [] / τέλειω­νε τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ, ἔσκυβε [] ἀπ' τὸ παράθυρο, / ἥμερη, εἰρηνική, εὐτυχισμένη, καὶ κοιτοῦσε τὸν κῆπο...
- - - -<Ὥσπου> τὰ κλειδιά <τὰ παράδωσε > στὴ νεώτερη ὑπηρέτρια καὶ δέν τῆς βαραίνανε <πιά> τὴ μέση. / Μονάχα τὸ μικρό παιδιάστικο κλειδί κρα­τοῦσε μὲς στὸν κόρφο της, / <κ' ἐκεῖνο> τὸ ἀόρατο κλειδί τῆς βλάστησης, μέσα στὴν τσέπη τῆς μαύρης ποδιᾶς της... / Ἔτσι καθόταν ὥς ἀργά στὸ πα­ράθυρο, ψιλοκουβεντιάζοντας μὲ [] τὴ νύχτα, μὲ τ' ἄστρα, μὲ τὰ δέντρα, / μὲ τοὺς πεθαμένους, μὲ τὰ κοιμισμένα πουλιά, μὲ τὸν ἥμερο ἀτέλειωτο κόσμο.
- - - -<Καί> τὴν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος στὸ περβάζι, σὰ μικρό κορίτσι.

ΙΙ. Πειρατὴς ἀπήγαγε τὴ γυναῖκα του

- - - -...Κάποια νύχτα καθένας μας, εἶπε, γυρνάει κουρασμένος στὸν τόπο του, / ὅπως γυρίζει ἕνας ἄντρας ἀπένταρος στὸ σπίτι τῶν πεθερικῶν του, / ὅπου εἶ­χε ἀφήσει χρόνια τὴ γυναῖκα του κι αὐτός εἶχε ριχτῆ σ' ἐπικίνδυνες περιπέ­τειες, / ταξίδια, χαρτοπαίγνια, γυναῖκες, λαθρεμπόριο, / καυγάδες σὲ ξένα λι­μάνια, μαχαίρια στὶς γωνιές, [] / καὶ κάποτε τίμιες γροθιές κατάστηθα, καὶ μάχες, καὶ θυσίες, / καὶ νιώθει ἀκόμη κάτου ἀπὸ τὰ πόδια του τὸ ἀπέραντο ταλάντευμα τοῦ ὠκεανοῦ, / κι ἀκούει τὸ ἀντιβούισμα μεγάλων κυμάτων σὲ βαθειές βραχοσπηλιές, / κ' εἶναι μιὰ θανάσιμη κούραση ἁπλωμένη στὰ μέλη του / – νὰ μπῇ χωρίς νὰ χαιρετήσῃ, / νὰ πέσῃ στὸ στρῶμα μὲ τὰ ροῦχα του, / νὰ μήν προφτάσῃ νὰ σκεφτῇ, νὰ μιλήσῃ... Τὸ φωτισμένο παράθυρο τοῦ ἰσό­γειου / εἶναι κιόλας μιὰ στενόμακρη στοργή [] στὸ σκοτάδι. / Ἀργότερα θὰ σκεφτῇ γιὰ τὴ φαμίλια, / θὰ βρῇ μιὰ μόνιμη ἥσυχη ἐργασία, καὶ βέβαια / ποὺ θὰ κάνῃ παιδιά... Κοντοστέκει. / Πρίν βάλῃ τὸ κλειδί στὴν πόρτα, ἀκούει ἀπ' ὄξω / τὴν κακιά γκρίνια τῶν γερόντων (πάλι γι' αὐτόν θὰ μιλᾶνε) / – τὴ φωνή τῆς γυναίκας του δέν τὴν ἀκούει... Ἀνοίγει, / μπαίνει μὲ τὰ μαλλιά του ἀγριεμμένα, κοκκαλιασμένα ἀκόμη ἀπ' τ' ἅλατι / – μπαίνει καὶ λέει στὴ γυναῖκα του: «Ἔβγα ἔξω ! Πᾶμε!» / Κι αὐτή διστάζει, βλέποντας τὴν κούρασή του κά­τω ἀπ' τὴν ὀργή του: «Ποῦ; Τέτοιαν ὥρα; / Μὲ τέτοιο σκοτάδι; Τέτοιο κρύο;» Κ' ἐσύ δέν ἔχεις ἄλλη λέξη / ἔξω ἀπ' αὐτό τὸ «πᾶμε», που ὅλο μαλακώνει, κ' ἡ νύχτα / γίνεται μαλακιά καὶ οἰκεία σὰ μιὰ ζεστή παλάμη, κ' ἡ φωνή σου, / φι­λική καὶ σοβαρή, πείθει μέσα σ' αὐτό τὸ «πᾶμε», / σὰ νὰ μιλᾶς, / ὅπως εἶπα, στὴ γυναῖκα σου, / μιὰ νύχτα ποὺ τὴ βλαστημοῦσαν οἱ γονιοί της / καὶ κα­νένας δέν ἔπαιρνε τὸ μέρος της, / οὔτε [] σύ, ποὺ ἤσουνα ξένος μέσα σ' αὐτό τὸ σπίτι, / οὔτε τὰ πορτραῖτα τῶν προγόνων της, / κ' ἔμενε ἀναποφάσιστη / ἀνάμεσα σ' ἕνα αὐριανό γονάτισμα μέσα στὸ σπίτι / καὶ στὴν ὄρθια περήφανεια τῆς ὁλόγυμνης νύχτας... /
- - - -Καὶ τότε σηκώνεται βουβή ἀπ' τὸ κρεββάτι, / χω­ρίς ἀποχαιρετισμούς ἢ κλάματα ἢ μεμψιμοιρίες, / χωρίς νὰ πάρῃ τίποτα μαζί της ἀπ' τὴν προῖκα της, ἀπ' τὰ δικά της, / τίποτα σκουλαρίκια ἢ μιὰ μικρή βα­λίτσα, [] τίποτα! / Βγαίνει μαζί σου μὲ τὴ νυχτικιά της / ξεχτένιστη / μὲ τὰ μακρυά μαλλιά της ξέπλεκα, / ρίχνοντας μόνο πάνω της τὴν κόκκινη [] σπι­τική της ρόμπα, / σέρνει τὰ [] πασούμια της στὸ πεζοδρόμιο / μ' ἕναν ἔνοχο θό­ρυβο σὰν τὶς κρυφές γυναῖκες / κι ἀκούει τὸ συνεσταλμένον ἦχο τῶν βημάτων της μεταποιημένον / καὶ τρομάζει / καὶ σφίγγεται στὸ μπράτσο σου / ὁλομό­ναχη, / ἀπροστάτευτη μέσα στὴ νύχτα, / παρεξηγημένη ἀπ' τοὺς καχύποπτους γλόμπους τοῦ Σταθμοῦ, / μή μπορῶντας ν' ἀνεβάσῃ τὸ πόδι της στὰ σκαλιά τοῦ κρύου, / ὁλομόναχη, / ἀπόλυτη, / δική σου, / μακρυά ἀπ' τὶς μικρές συνήθειες καὶ τὸ πρόθυμο χέρι μιᾶς [] κατσαρόλας, / μακρυά ἀπ' τὴ ράχη μιᾶς καρέκλας ποὺ διαμόρφωσε τὸ σχῆμα της στὰ μέτρα τῆς πλάτης σου, / μακρυά ἀπ' τὴν κουρελοῦ τοῦ διαδρόμου φαγωμένη στὴν ἀπάνου γωνία, / μακρυά ἀπ' τ' ἀρχαῖο κρεββάτι μὲ τοὺς μπρούντζους / ὅπου λίγο-λίγο θὰ κρυώνῃ στὸ στρῶμα / τὸ ζεστό γούβωμα ἀπ' τὸ γνώριμο μέγεθος τοῦ κορμιοῦ της...
- - - -Τώρα / μονάχα -ἐ σ ύ -γνωρίζεις τὴν ἐρημιά καὶ τὴν περηφάνεια αὐτῆς τῆς παγωμένης παλά­μης / ποὺ σφίγγεται ἀνάμεσα στὰ πλευρά σου καὶ στὸ μπράτσο σου / – γνω­ρίζεις ἀπ' τ' ἄγγιγμά της κι ἀπ' τὴν ἐμπιστοσύνη της τὴ δύναμη τοῦ μπράτσου σου, / τὴν πέτρινη στρογγυλάδα τῶν μυώνων σου μέσα στὴ φοῦχτα της... / Ὥστε λοιπόν / δέν ἠταν δίχως νόημα οἱ παλιές ἐκεῖνες μάχες κ' οἱ ἀσωτεῖες, τὸ παίξιμο τοῦ σπαθιοῦ, τὸ ρίξιμο τῆς πέτρας, / τὸ ξόδεμμα τῆς περιουσίας σου στοὺς πέντε ἀνέμους, / μιά κι ἀπόψε / μπορεῖς νὰ ὁδηγήσῃς τὴ γυναῖκα σου μέσα στὴ νύχτα! Στέκεις / κάτου ἀπὸ τὸ γωνιακό φανάρι τοῦ ἄλλου δρό­μου, τὴν κοιτᾷς / σά νὰ τὴ βλέπῃς γιὰ πρώτη φορά, / σά νἆναι νὰ τὴν παντρευτῇς ἀπόψε / – κ' ἐκείνη οὔτε ρωτάει «ποῦ ἤσουνα; ποῦ πᾶμε;» / μόνο σὲ κοι­τάει... / «Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι!» λές, κι αὐτή χαμογελάει. / Πιό πέρα δέν ἔχει πιὰ φανάρια – ὁ δρόμος βγαίνει στὰ ἔρημα χωράφια. / Δέ βλέπεις πιά τὸ πρό­σωπό τῆς, / ὡστόσο εἶναι ἡ βουή ἀπ' τὸ χαμόγελο της κάτω ἀπ' τὸ σαγόνι σου / κ’ ἡ παλάμη της κάτω ἀπ' τὸ μπράτσο σου / κι ὁλόγυρα ἡ βουή ἀπ' τὸν ἐλεύθερο ἄνεμο / καὶ πάνω ἡ ἀπέραντη βουή τῶν ἄστρων σὲ μιὰν ἄλλη ἐργασία, / σ’ ἕνα ἄλλο ξυλουργεῖο, που ἑτοιμάζει θύρες δίχως θυρόφυλλα, / σὲ μιὰν ἀπέ­ραντη οἰκειότητα, σ' ἕνα δικό σας σπίτι δίχως σπίτι... /
- - - -Καὶ τότε ἄλλαζεις τ' ἀρχαῖα ὀνόματα τῶν ἄστρων μ' ἄλλα πιό μυστικά καὶ νέα, / σά νὰ βαφτίζῃς τὰ παιδιά σου ποὺ ἀκόμη δέ γεννήθηκαν / ἢ σά ν' ἀλλάζῃς μὲς στὴν τρυφερότητά σου τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν σου / με ὀνόματα πουλιῶν, νερῶν, μετάλλων, λουλουδιῶν, / μὲ λογῆς ὑποκοριστικά ποὺ μεγαλώνουν τὶς ρίζες, τὶς πηγές, τοὺς κλώνους... / Δέν εἴσαστε πιὰ θυμωμένοι, ἐξωργισμένοι, ὁλομόναχοι, ἐσεῖς οἱ δυό οἱ ὁλομόναχοι / κάτω ἀπ' τὴν ἀκούραστη πριονοκορδέλλα τοῦ Γαλαξία, / κάτω ἀπ' τὸ Τρίγωνο, τὸ Τετράγωνο, τὸν Κύκλο, / κάτω ἀπ' τὸ Σφυρί, τὴν Πλάνη, τὸ Μέτρο. / Τὸ σπίτι πού σᾶς ἔδιωξε, / ὄχι, δεν ἠταν ἐχθρικό∙ / καλο­προαίρετο σᾶς πέταξε μέσα στὴ νύχτα, / γιὰ νὰ γνωρίσετε τὴ νύχτα, / νὰ γνω­ρίσετε τὴν εὐσπλαχνία τῆς παγωνιᾶς, / τὴν ἐρημιά καὶ τὴ θερμότητα τῆς ἐλευθερίας, προτοῦ προλάβετε νὰ ἀναπαυτῆτε μὲς στὴν κούρασή σας, / προτοῦ μετανιώσετε γιὰ τὸ δρόμο σας. Ἦ τ α ν -δρόμος σας! / Οἱ ἐφημερίδες ἴσως νἄγραφαν: «Ἐξαφανίστηκε ἀντρόγυνο, τὴν τάδε τοῦ μηνός, τὶς μεταμεσονύκτιες ὧρες» ἢ / «Πειρατὴς ἀπήγαγε τὴ γυναῖκα του ἀπ’ τὸ σεπτό πατρικὸ σκήνωμα», τὴν ὥρα ποὺ ἐσεῖς / κοιτάζετε ψηλά πίσω ἀπὸ τ' ἀργυρό δίχτυ τῶν ἄστρων, / γεμᾶτο κόμπους καὶ φαρδι\΄ες βελονιές, τὶς ἀδιόρατες, / βαθειές κι ἀπίθανες σκηνὲς τοῦ κόσμου... Κ' ὕστερα χαμηλώνεις τὰ μάτια, / ἐκεῖ ποὺ φέγγει μιὰ μικρή σειρά φῶτα ἀπ’ τὶς στάνες τῶν τσοπάνων, / λέγοντας πάλι: / «Πᾶμε!..


Ἕνα σκυλὶ μέσα στὴ νύχτα

- - - -...Εἶχε χάσει τὸν κύριό του, / εἶχε χάσει τὸ νερό του, τὸ σκουτέλι του, τὸ λουρί του, / τὸν ἴσκιο τοῦ κυρίου τοῦυ στὸ πάτωμα, / [] τὸν τρόπο νὰ κινῇ τὴν οὐρά του, καὶ κεῖνο τὸν ἀέρα / ἀνάμεσα στὶς δυό πόρτες τοῦ διαδρόμου ποὔκανε ἕνα ρεῦμα φωτεινό τὶς Κυριακὲς / κι ὁ ἀέρας φυσοῦσε τὸ τρίχωμά του σὰν κάποιος νὰ τὸ χτένιζε... Ὅλα τἄχασε. Τώρα / τὸ μαλλί του πεσμένο, ἡ οὐρά του / λερωμένη, νεκρή. Τὰ δυό μεγάλα σκοτεινά του μάτια τσιμπλιασμένα... Γυρίζει, / ὀσμίζεται τὸν ἀέρα – ποῦ πῆγε ὁ Κύριός του; καὶ γιατί;.. Μιὰ πελώρια ἀπορία / κρέμεται στὶς αὐλές, στοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν, στοὺς ἤχους τῶν δρόμων, / ὅταν χτυπάῃ τὸ ρολόι τῆς ἀγορᾶς. Καὶ κεῖνο τὸ σπίτι κλεισμένο. / Ἡ μάντρα τοῦ ψηλή – ἀπὸ ποῦ νὰ μπῇ; / Πῶς τὄκλεισαν ἀπέξω; Προσβλέπει / μὲ κουρασμένο φθόνο τὰ πουλιά∙ ἐκεῖνα / μποροῦν καὶ πηδοῦν πάνω ἀπ' τὴ μάντρα / – ἴσως καὶ νὰ τσιμπολογοῦν στὴν αὐλή τὸ δικό του σκουτέλι, / ἴσως νὰ μπαίνουν ἀκόμη καὶ στὸ σπίτι / ἀπ' τὴν ὀπὴ τῆς σόμπας, ἀπ' τὸν καπνοδόχο ἢ ἀπ' τὸ σπασμένο τζάμι...
- - - -Οἱ πόρτες καρφωμένες σταυρωτά μὲ σανίδια..- ποῦ πῆγε ὁ Κύριός του; / Μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ καὶ νὰ λείπῃ;.. Μπορεῖ νὰ μήν ὑπάρχῃ;.. / Μέσα στὸ σπίτι θἆναι ὁλόσωμη ἡ ὀσμὴ τοῦ Κυρίου του!.. Γυρεύει / τὸ ὠρισμένο χάδι, τὸ ὡρισμένο πιάτο, τὸ ὡρισμένο ἀκόμη λάχτισμα / ἀπ’ τ’ ὡρισμένο πόδι, ποὺ ἦταν μόνο γι' αὐτόν κι ὄχι γι' ἄλλον..- // κ' ἦταν -α ὐ τ ό, καὶ -ὑ π ῆ ρ χ ε! Τώρα τί εἶναι; Ποῦ εἶναι;.. Τώρα / γυρίζει μέσα στ' ἄσκοπο σὰ μιὰ βρώμικη μαλλιαρή δυστυχία, / στέκει παράμερα περιμένοντας στὶς αὐλὲς τῶν ἄλλων σκυλιῶν / κάτι νὰ φάῃ ἀπὸ τὰ ξένα πιάτα, / ταπεινωμένο ἀπ' τὴν ἴδια του τὴν πεῖνα...
- - - -Κάποτε ψάχνει τοὺς ντενεκέδες τῶν σκουπιδιῶν μ' ἐπιδειχτική βουλι­μία / ἀνάμεσα στὰ φλούδια τῶν ροδάκινων καὶ τ' ἀποφάγια ζεσταμένα ἀπ' τὸν ἥλιο∙ κάποτε / δείχνει τὰ δόντια του μ' ἕνα ἀδιάφορο μῖσος∙ / κάποτε, τὰ λαμπρά μεσημέρια, κρεμάει τὴ γλῶσσα του ἄτονη, / σὰ νὰ κρεμάῃ τὴν ψυχή του σαλιωμένη στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ∙ / κάποτε βαδίζει διψασμένο πλάι στὸ ρυά­κι χωρίς νὰ σκύψῃ νὰ πιῇ∙ / κάποτε κοιτάει στὸ νερό τὴ μορφή του / λυπημένο ἀπ' τὴ μεγάλη ἐρημιά τῶν ματιῶν του... Ἄν κάποιος / τὸ κοιτάξῃ μιὰ στιγμή, ἄν ἅπλωσῃ τὸ χέρι του / νὰ τοῦ χαϊδέψῃ τὸ μπλεγμένο του τρίχωμα, ἐκεῖνο / γυρίζει ἀργά τὴ ράχη του καὶ χάνεται κατὰ τὸ λόφο... Ἴσως νὰ κλαίῃ λίγο πιὸ πέρα / φοβισμένο μὴν προδώσῃ τὸν Κύριό του μὲ τὸ χάδι ἕνος ἄλλου / – μὲ τὸ χάδι ποὺ τοῦ ζητάει, ἔστω ἑνὸς ἄλλου... Τότε σκέφτεται / τὸ ἄδειο του πιάτο στὴν αὐλή, τὸν ἴσκιο ἀπ' τὸ χέρι τοῦ Κυρίου του / πάνω στὸ τρίχωμά του, καὶ μπορεῖ νὰ κλάψῃ / μόνο γιὰ Κεῖνον καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του...
- - - - Ἔτσι φεύγει μὲς στὴ νύχτα. / Πορεύεται ἀργά πρὸς τὸ θάνατο γιὰ νὰ Τὸν συναντήσῃ...

- - - -Ἕνα δεῖλι παράξενο, πορτοκαλί καὶ ρόδινο, / σταμάτησε μπρὸς στὸ κλεισμένο σπίτι... Μιὰ συντροφιά χαρούμενη / κατέβηκε ἀπ' τ' ἁμάξι, μπρὸς στὴ μάντρα... / Τὰ μάτια τοῦ ξανθοῦ ἀγοριοῦ μοιάζαν μὲ τοῦ Κυρίου του...
- - - -Στάθηκε...
- - - -Οἱ νέοι τὸ κοίταξαν... / Σάλεψε τὴν οὐρά του. Στάθηκε...
- - - -Οἱ νέες τὸ χάιδεψαν... / Ἐκεῖνο μάντεψε... Στάθηκε...
- - - -Τοῦ δέσαν στὴν οὐρά ἕνα ντενεκέ... Στάθηκε...
- - - -Ὕστερα μάκρυνε, ἀκούγοντας πίσω του τὸν κρότο τοῦ ντενεκέ πάνω στὶς πέτρες / – καθόλου λυπημένο τὸ σκυλί, καθόλου ὠργισμένο / μ' αὐτή τὴν εὐτυχία τῆς τιμωρίας γιὰ τὴν πρώτη προδοσία του. / Αὐτός ὁ κρότος, σ' ὅλη του τὴν εἰλικρίνεια, / θὰ εἰδοποιοῦσε τὸν Κύριό του..- / κ' ἴσως, μιὰ μέρα, νὰ Τὸν συναντοῦσε...[]

- - - -Δέν τὸ συνάντησες ποτέ σου αὐτό τὸ σκυλί, [] μὲ τὰ πελώρια σκοτεινά μάτια, / μὲ τὸ ψόφιο μαδημένο τρίχωμα, νὰ ὀσμίζεται τ' ἀπογεύματα τὴ θάλασσα, / νὰ ὀσμίζεται ἔνοχα τὰ ροῦχα τῶν κολυμβητῶν ἀφημένα στὴν ἀμμουδιά, / ἢ τὰ γδαρμένα σφάγια στὰ τσιγγέλια τῆς ἀγορᾶς, / ἢ κάποτε τὰ διάφανα πατήματα τῶν ἄστρων στῶν ἀέρα;.. Δὲν τὄδες;..
- - - -Εἶδες τοὐλάχιστον τὸ σπίτι μὲ τὶς καρφωμένες πόρτες; / Τὴ στέρνα μὲ τὰ σάπια φύλλα; Τὸ ἑτοιμόρροπο μπαλκόνι; / Τὴν ψηλή μάντρα καὶ τὴν πιό ψηλή σιωπή, ὅταν νυχτώνῃ κι ἀρχίζῃ νὰ φυσάῃ / ἀντιστρέφοντας τὰ δέντρα τοῦ κήπου μὲ τὶς ρίζες τους στὸν ἀέρα / σαλεύοντας ἀπελπισμένα σὰν τὰ μαλλιά τῶν φαντασμάτων / κι ἀκούγεται στὸν ἀπέναντι λόφο ὁ κρότος τοῦ ντενεκέ μέσα στὸ δίβουλο σκοτάδι / σημαδεύοντας τὴν πορεία τοῦ σκυλιοῦ μέσα στὴ νύχτα;..
- - - -Δὲν τὸ συνάντησες λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ σκυλί;.. Ε ὐ τ υ χ ι σ μ έ ν ο, σοῦ λέω∙ / μὲ μιὰ σιωπηλή περηφάνεια καὶ σεμνότητα, / μοναχικό καὶ πληρωμένο, σχεδόν νέο, / μὲ τρίχωμα πάλι στιλπνό, ζωντανεμμένο, / μεταφέροντας τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου του μέσα στὰ μάτια του, / προβάλλοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου του πάνω στὰ πράγματα, ἀ ν α γ ν ω ρ ί ζ ο ν τ ά ς -Τον, / στὶς πέτρες, στὶς κλεισμένες πόρτες, στὰ παράθυρα, στὰ φύλλα, / στὰ βήματα τῶν βραδυνῶν περιπατητῶν, ποὺ μήτε τὸ προσέχουν... []

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, 2, 3, [4], 5