- Γιάννης Ρίτσος (β)


- - - - - - - - -
-
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, [2], 3, 4, 5

Ἡ Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος

(Ἀνοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα, ντυμένη στὰ μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ Γυναῖκα μὲ τὰ Μαῦρα ἔχει ἐκδόσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναῖκα μὲ τὰ Μαῦρα μιλάει στὸν Νέο):

Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι – δὲ θὰ φαίνεται
ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι
θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια δὲ θέλω νὰ τ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου
λίγο πιὸ κάτου, ὣς τὴν μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὣς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄυλη
τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ
ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις
πῶς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κι ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα,
κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νὰ φανταστοῦμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε,
γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸν θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου
σὰν τὸν θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ’ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος
νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου,
κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου,
(δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κι ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,
μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου..

Τοῦτο τὸ σπίτι στοίχειωσε, μὲ διώχνει –
θέλω νὰ πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τὰ καρφιὰ ξεκολλᾶνε,
τὰ κάδρα ρίχνονται σὰ νὰ βουτᾶνε στὸ κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τὸ καπέλλο τοῦ πεθαμένου
ἀπ' τὴν κρεμάστρα στὸ σκοτεινὸ διάδρομο
ὅπως πέφτει τὸ μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τὰ γόνατά της
ἢ ὅπως πέφτει μιὰ λουρίδα φεγγάρι στὴν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή – ὄχι ἡ φωτογραφία ποὺ κοιτᾶς μὲ τόση δυσπιστία
λέω γιὰ τὴν πολυθρόνα, πολὺ ἀναπαυτική,
μποροῦσες ὦρες ὁλόκληρες νὰ κάθεσαι
καὶ μὲ κλεισμένα μάτια νὰ ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
– μιὰν ἀμμουδιὰ στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπὸ φεγγάρι,
πιὸ στιλβωμένη ἀπ' τὰ παλιὰ λουστρίνια μου ποὺ κάθε μήνα τὰ δίνω στὸ στιλβωτήριο
- - - - τῆς γωνίας,
ἢ ἕνα πανὶ ψαρόβαρκας ποὺ χάνεται στὸ βάθος
λικνισμένο ἀπ' τὴν ἴδια του ἀνάσα,
τριγωνικὸ πανὶ σὰ μαντίλι διπλωμένο λοξὰ μόνο στὰ δυὸ
σὰ νὰ μὴν εἶχε τίποτα νὰ κλείσει ἢ νὰ κρατήσει
ἢ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σὲ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου
εἶχα μανία μὲ τὰ μαντίλια,
ὄχι γιὰ νὰ κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἢ χαμομήλι μαζεμένο στοὺς ἀγροὺς μὲ τὸ λιόγερμα
ἢ νὰ τὸ δέσω τέσσερις κόμπους σὰν τὸ ἀντικρυνὸ γιαπὶ
ἢ νὰ σκουπίζω τὰ μάτια μου – διατήρησα καλὴ τὴν ὅρασή μου,
ποτέ μου δὲν φόρεσα γυαλιά. Μιὰ ἁπλὴ ἰδιοτροπία τὰ μαντίλια...

Τώρα τὰ διπλώνω στὰ τέσσερα, στὰ ὀχτώ, στὰ δεκάξι
ν' ἀπασχολῶ τὰ δάχτυλά μου. Καὶ τώρα θυμήθηκα
πὼς ἔτσι μετροῦσα τὴ μουσικὴ σὰν πήγαινα στὸ Ὠδεῖο
μὲ μπλὲ ποδιὰ κι ἄσπρο γιακά, μὲ δυὸ ξανθὲς πλεξοῦδες
– 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη ἀπ' τὸ χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς
ὅλο φῶς καὶ ρὸζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αὐτὰ τὰ λόγια κακὴ συνήθεια) – 32, 64, –
κι οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στὸ μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σοῦ ’λεγα γιὰ τὴν πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τὰ ἄχερα –
ἔλεγα νὰ τὴν πάω δίπλα στὸ ἐπιπλοποιεῖο,
μὰ ποῦ καιρὸς καὶ λεφτὰ καὶ διάθεση – τί νὰ πρωτοδιορθώσεις; –
ἔλεγα νὰ ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της – φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σὲ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθισαν
ἄνθρωποι ποὺ ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα,
ὅπως κι ἐσὺ κι ὅπως κι ἐγὼ ἄλλωστε,
καὶ τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τὸ χῶμα
δίχως νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπ' τὴ βροχὴ ἢ τὸ φεγγάρι.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Θὰ σταθοῦμε λιγάκι στὴν κορφὴ τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἁι-Νικόλα,
ὕστερα ἐσὺ θὰ κατηφορίσεις κι ἐγὼ θὰ γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερὸ πλευρό μου τὴ ζέστα
ἀπ' τὸ τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ σακακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικὰ τετράγωνα φῶτα ἀπὸ μικρὰ συνοικιακὰ παράθυρα
κι αὐτὴ τὴν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τὸ φεγγάρι
πού ’ναι σὰ μιὰ μεγάλη συνοδεία ἀσημένιων κύκνων –
καὶ δὲ φοβᾶμαι αὐτὴ τὴν ἔκφραση, γιατί ἐγὼ
πολλὲς ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μὲ τὸ Θεὸ ποὺ μοῦ ἐμφανίστηκε
ντυμένος τὴν ἀχλὺ καὶ τὴν δόξα ἑνὸς τέτοιου σεληνόφωτος,
καὶ πολλοὺς νέους, πιὸ ὡραίους κι ἀπὸ σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκὴ κι ἀπρόσιτη ν’ ἀτμίζομαι μὲς στὴ λευκή μου φλόγα,
στὴ λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν
κι ἀπ' τὴ δισταχτικὴν ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
πολιορκημένη ἀπὸ ἐξαίσια, ἡλιοκαμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στὸ κολύμπι, στὸ κουπί, στὸ στίβο,
στὸ ποδόσφαιρο (ποὺ ἔκανα πὼς δὲν τά ’βλεπα)
μέτωπα, χείλη καὶ λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καὶ μάτια,
στέρνα καὶ μπράτσα καὶ μηροί (κι ἀλήθεια δὲν τά ’βλεπα)
– ξέρεις, καμμιὰ φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου –
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν
σὲ μιὰν ἀποθέωση ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπὸ μέσα,
ἄλλος δρόμος δέ μοῦ ’μενε παρὰ μονάχα πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω.
Ὄχι, δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Τὸ ξέρω ἡ ὥρα εἶναι πιὰ περασμένη. Ἄφησε μέ,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καὶ νύχτες καὶ πορφυρὰ μεσημέρια,ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καὶ πάναγνη,
ἀκόμη στὴ συζυγική μου κλίνη πάναγνη καὶ μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σὲ διαβεβαιῶ, θὰ μένουνε σὰ λαξευμένοι σὲ ἄμεμπτο μάρμαρο
πέρα ἀπ' τὴ ζωή μου καὶ τὴ ζωή σου, πέρα πολύ. Δὲ φτάνει.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.

Τοῦτο τὸ σπίτι δὲ μὲ σηκώνει πιά.
Δὲν ἀντέχω νὰ τὸ σηκώνω στὴ ράχη μου.
Πρέπει πάντα νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις,
νὰ στεριώνεις τὸν τοῖχο μὲ τὸ μεγάλο μπουφὲ
νὰ στεριώνεις τὸν μπουφὲ μὲ τὸ πανάρχαιο σκαλιστὸ τραπέζι
νὰ στεριώνεις τὸ τραπέζι μὲ τὶς καρέκλες
νὰ στεριώνεις τὶς καρέκλες μὲ τὰ χέρια σου
νὰ βάζεις τὸν ὦμο σου κάτω ἀπ' τὸ δοκάρι ποὺ κρέμασε.
Καὶ τὸ πιάνο, σὰ μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δὲ τολμᾶς νὰ τ’ ἀνοίξεις.
Ὅλο νὰ προσέχεις, νὰ προσέχεις, μὴν πέσουν, μὴν πέσεις. Δὲν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Τοῦτο τὸ σπίτι, παρ’ ὅλους τοὺς νεκρούς του, δὲν ἐννοεῖ νὰ πεθάνει.
Ἐπιμένει νὰ ζῇ μὲ τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τοὺς νεκρούς του
νὰ ζῇ ἀπ' τὴ βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καὶ νὰ νοικοκυρεύει ἀκόμη τοὺς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια καὶ ράφια.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγὰ κι ἂν περπατήσω μὲς στὴν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μὲ τὶς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θὰ τρίξει – ἕνα τζάμι ραγίζει ἢ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται – δὲν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στὸ δρόμο μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούγονται τοῦτα τὰ βήματα –
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα –
κι ἂν κάνεις νὰ κοιτάξεις σ' αὐτὸν ἢ τὸν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τὴν σκόνη καὶ τὶς ραγισματιές,
διακρίνεις πιὸ θαμπὸ καὶ πιὸ τεμαχισμένο τὸ πρόσωπό σου,
τὸ πρόσωπό σου ποὺ ἄλλο δὲ ζήτησες στὴ ζωὴ
παρὰ νὰ τὸ κρατήσεις καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τὰ χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στὸ φεγγαρόφωτο
σὰν κυκλικὸ ξυράφι πῶς νὰ τὸ φέρω στὰ χείλη μου;
ὅσο κι ἂν διψῶ – πῶς νὰ τὸ φέρω; – Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιὰ παρομοιώσεις – αὐτὸ μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτὸ μὲ βεβαιώνει ἀκόμη πὼς δὲν λείπω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση
πὼς ἔξω ἀπ' τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης
μὲ τὴ γριὰ βαρειά του ἀρκούδα
μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο
ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο
καὶ δὲν τ' ἁφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο ποὺ πίσω ἀπ' τοὺς τοίχους
μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας
κι ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί
ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια
δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της
νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους, τοὺς ἀπαιτητικούς,
καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα
ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση,
τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων,
στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ
μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου ἔστω κι ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου
τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς
ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἂπ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιός μπορεῖ νὰ παίξει ὣς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι;
Κι ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται
ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της,
χαμογελῶντας μὲ τὰ σκισμένα χείλη της στὶς πενταροδεκάρες
ποὺ τῆς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιὰ
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἰναι ἀνυποψίαστα)
καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατὶ οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε
τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Τοῦτο τὸ σπίτι μὲ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σὰν τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Τὰ μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σὰ στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τὰ πιάτα σαλεύουν ἀργὰ σὰν τὶς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στὰ μαλλιά μου
δὲν μπορῶ νὰ τὰ ξεκολλήσω ὕστερα,
δὲν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στὴν ἐπιφάνεια –
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τὰ χέρια ἄηχος – σωριάζομαι
καὶ βλέπω τὶς φυσαλίδες ἀπ' τὴν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ἀνεβαίνουν
καὶ προσπαθῶ νὰ διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θὰ λέει ἂν κάποιος βρίσκεται ἀπὸ πάνω καὶ βλέπει αὐτὲς τὶς φυσαλίδες,
τάχα πὼς πνίγεται κάποιος ἢ πὼς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τοὺς βυθούς;

Κι ἀλήθεια δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀνακαλύπτω ἐκεῖ,
στὸ βάθος τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ θυσαυροὺς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καὶ χτεσινὰ καὶ σημερινὰ μελλούμενα,
μιὰν ἐπαλήθευση σχεδὸν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιὰν εὐτυχία, μιὰ μέθη, κι ἐνθουσιασμὸν ἀκόμη,
κοράλλια καὶ μαργαριτάρια καὶ ζαφείρια,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω νὰ τὰ δώσω – ὄχι, τὰ δίνω,
μονάχα ποὺ δὲν ξέρω ἂν μποροῦν νὰ τὰ πάρουν – πάντως ἐγὼ τὰ δίνω.
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Μιὰ στιγμή, νὰ πάρω τὴ ζακέτα μου.
Τοῦτο τὸν ἄστατο καιρό, ὅσο νά ’ναι, πρέπει νὰ φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τὰ βράδυα, καὶ τὸ φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πῶς ἐπιτείνει τὴν ψύχρα;

Ἄσε νὰ σοῦ κουμπώσω τὸ πουκάμισο τί δυνατὸ τὸ στῆθος σου,
– τί δυνατὸ φεγγάρι – ἡ πολυθρόνα, λέω
κι ὅταν σηκώνω τὸ φλιτζάνι ἀπ' τὸ τραπέζι
μένει ἀπὸ κάτω μιὰ τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τὴν παλάμη μου ἐπάνω
νὰ μὴν κοιτάξω μέσα – ἀφήνω πάλι τὸ φλιτζάνι στὴ θέση του,
καὶ τὸ φεγγάρι μιὰ τρύπα στὸ κρανίο τοῦ κόσμο μὴν κοιτάξεις μέσα,
ἔχει μιὰ δύναμη μαγνητικὴ ποὺ σὲ τραβάει μὴν κοιτάξεις, μὴν κοιτάχτε,
ἀκοῦστε μὲ πού σᾶς μιλάω θὰ πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος θὰ πέσεις –
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τὸ φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καὶ βουβὰ φτερά, μυστηριακὲς φωνὲς δὲν τὶς ἀκοῦτε;

Βαθύ-βαθὺ τὸ πέσιμο,
βαθύ-βαθὺ τὸ ἀνέβασμα,
τὸ ἀέρινο ἄγαλμα κρουστὸ μὲς στ' ἀνοιχτὰ φτερά του,
βαθειά-βαθειὰ ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς –
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης,
ὅπως ταλαντεύεσαι μὲς στὸ ἴδιο σου τὸ κῦμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος – πρόσεξε, θὰ πέσεις. Μὴν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τὸ ταλάντευμα ὁ ἐξαίσιος ἴλιγγος.
Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμμιὰν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο
ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καὶ πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ἑτοιμάζω δυὸ ποιός νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον; –
ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει
ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας
ἀπ' τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει
μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου,
χωρὶς καθόλου βαλίτσες τί νὰ τὶς κάνεις;
Ἄφησέ με νὰ ἔρθω μαζί σου...

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δὲ θὰ ἔρθω. Καληνύχτα.
Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νὰ βγῶ ἀπ' αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία – ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι
τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της
τὴν πολιτεία πού μᾶς ἀντέχει στὴ ράχη της
μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας,
μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας –
ν' ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου
μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θὰ ἔκρυψε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιὰ πολὺ γνωστὴ μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ "Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος", μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικὸ κι ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἁι-Νικόλα, πρὶν κατέβει τὴ μαρμάρινη σκάλα, θὰ γελάσει – ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νὰ εἶναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ: "Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς". Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναῖκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἂπ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνίες τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μιὰν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωή, ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει...)




Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου

- - - -Ἀδελφή μου, / θ' ἄξιζε ὁλόρθος νὰ σταθῶ / κατάντικρυ στὸν ἥλιο. / [] Ὅμως, ἀδελφή μου, / δέ δύναμαι ἄλλο. / [] Ἡ φωνή μου ναυάγησε. / Ἡ σκέψη μου μάδησε / τὰ τελευταῖα της ἄνθη. / Μονάχα μὲ λυγμούς / ἀρθρώνω τὸ ᾆσμα σου... / [] Πάνω στὴ χλόη τ' οὐρανοῦ / ἡ Ροὺθ γονατίζει / γιὰ νὰ προσευχηθῇ στὰ πόδια σου. / [] <Κ'> ἡ μεγάλη Σιωπή, / μ' ἕνα κρίνο στὰ χέρια, / θωπεύει τὴν κυρτή σου ράχη, / που ὕψωσε ὣς τὸν κόρφο τοῦ θεοῦ / τοὺς οἰκτιρμούς τῶν ἀνθρώπων, / ἐνῶ οἱ γαλάζιες νύχτες / ἀκινητοῦν σὲ κατάνυξη / δακρύζοντας ἄστρα... / [] Εὐδόκησε νὰ πραϋνθῇ τὸ πνεῦμα μου, / γιὰ νὰ ψάλω τὸν ὕμνο ποὺ ἁρμόζει / σὲ σένα, ἀδελφή μου /– ἀδελφή ὅλου τοῦ κόσμου!.. []
- - - -Στρέφω τὴν ὄψη παντοῦ / καὶ θωρῶ μόνο ἔσενα. / Ἐπικαλοῦμαι / τῆς ὀμορφιᾶς τὴν καλωσύνη / νὰ μ' ἐλέησῃ μιὰ στάλα δροσιᾶς. / Ὅμως κανείς δέν ἀποκρίνεται. / [] Τὸ σιγαλό ἀκρογιάλι / ἀποσύρθηκε [] στὸ λυκόφως / κ' ἡ Ἄνοιξη ἀποκοιμήθηκε, / μὲ τὸ φωτεινό πρόσωπο / κλεισμένο στὶς παλάμες... []
- - - -Ἀδελφή μου, / δέν εἰμαι πιά ποιητής... / δέν καταδέχομαι νἆμαι ποιητής. / Εἶμαι ἑνα πληγωμένο μυρμήγκι, / που ἔχασε τὸ δρόμο του / μὲς στὴν ἀπέραντη νύχτα. / [] Τίποτε ἄλλο δέ ζῆ / ἔξω ἀπ' τὸν πένθιμο κύκλο / ποὺ χαράζουν στὴν πλάση τὰ μάτια σου. / Δέ θέλω / τὰ τύμπανα τῶν θριάμβων / ν' ἀναγγέλλουν τὴ δόξα μου / μέσα στὰ δάση τῆς Ἄνοιξης. / Τὸ δικό σου χαμόγελο / μοῦ φτάνει. // [] Δέν εἰμαι πιά ποιητής / καὶ πικραίνομαι. / Συχώρεσε μέ, ἀδελφή μου, / γιὰ τὴ θλίψη μου αὐτή, / ποὺ ζῆ ἔξω ἀπ' τὴ θλίψη σου...
- - - -Ἀδελφή μου, / ἕνα νέφος ἔσκιαζε πάντοτε / τὰ βλέφαρά σου. / Ἀκουμπισμένη στὸν ἐξώστη / — παιδάκι ἀκόμη — / κοιτοῦσες τὴ θάλασσα / νὰ ξετυλίγῃ τ' ὄνειρο / τῆς ἀπέραντης ἐρημίας. / Τάιζες τὴν καρδιά σου / μὲ τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου. / Ἡ μητέρα καθρέφτιζε / τὸ αἴνιγμα τοῦ ἴσκιου τῆς / μέσα στὰ μάτια σου. / Τὸ χλωμό φέγγος τοῦ προσώπου σου / σερνόταν στὸ δάπεδο / τοῦ σπιτιοῦ μας... / Δέ σ' εἴδαμε ποτέ νὰ κλάψῃς. / Μονάχα ἐκεῖ, στὰ μηλίγγια σου, / οἱ λεπτές φλεβίτσες / – ὅμοιες μὲ σχέδια κυανοῦ φωτός – / ἔκρουαν τὸν πυρετό / τῶν κλειδωμένων χειλιῶν σου... / [] Γεμάτη ἀγάπη κ' ἔλεος, / ἔδενες τὶς πληγές μας / καὶ σώπαινες... / Ἡ σιωπή σου μηνοῦσε τὰ πάντα... []
- - - -Ἀκόμη ὁδοιπορῶ / στὴν ἐρημιά τῶν συνωστισμῶν, / στοὺς ἀνύποπτους δρόμους. / [] Μποροῦν ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι καὶ γελοῦν. / Μπορῶ κι ἀκούω ἀκόμα / τὶς ὁμιλίες ποὺ κάμπτουν λοξά / – ἐμπορικά πλοῖα ποὺ περνοῦν / πλάι σὲ μοναχικό φάρο / χτισμένο κατάμεσα στὸ πέλαγος... / [] Θεέ μου, / νὰ σφαλήσω τὰ μάτια, / νὰ σταυρώσω τὰ χέρια / καὶ ν’ ἀφεθῶ στῶν ἀνέμων τὴ διάθεση. / Ἔτσι γλυκά κουρασμένος / νὰ κυλήσω στὴν ἄβυσσο, / ἐνῶ ἡ ταχύτητα τῆς πτώσης / θὰ σφυρίζῃ στ’ αὐτιά μου / τὸ τραγοῦδι τῆς ἀνάπαυσης. / [] Μητέρα Σιωπή, / φέρε τὸ χέρι σου / στοὺς κροτάφους μου. / Στὸ γυμνό κρανίο μου / τὰ φθινοπωρινά δάση / σαλεύουν τοὺς ἴσκιους τους... / Ἀδελφή μου, νυστάζω. / Ποῦ ν’ ἀκουμπήσω; / Πῶς νὰ κοιμηθῶ; / Δέν ἔχω κλίνη. / Κ' ἡ ἄρρωστη αὐγή / βρίσκει πάλι ἀναμμένη / τὴ λάμπα τῆς ἀγρύπνιας μου...
- - - -Ἡ δειλινὴ ὥρα / μὲ πρόλαβε μακρυά σου, / ἀδελφή μου. / [] Στὸν ὁρίζοντα ὑποφώσκει / ἡ φλόγα ἑνὸς λησμονημένου ρόδου. / [] Κοιτῶ τοὺς κάμπους / νὰ εἰσπνέουν εἰρηνικά / τὴ βραδινή σιγή / καὶ χαιρετῶ τὶς ψυχές τῶν πραγμάτων. / [] Μοιράζω χαμόγελα / στὶς γραμμές καὶ στὰ σχήματα / ποὺ φωτίστηκαν ἀπὸ τ' ἅγιο σου φέγγος... []
- - - -Ἀδελφή μου, σοὖχα τάξει / νὰ σοῦ φέρω τ' ἀθάνατο νερό. / Σοὖχα τάξει νὰ ρίξω τὸν ἥλιο / στὴν ποδιά σου. / Τώρα κραυγάζεις: «Ἀδελφέ μου, διψῶ∙ / ποὖναι τ' ἀθάνατο νερό / νὰ ξεδιψάσω; / Ἀδελφέ μου, κρυώνω∙ / ποὖναι ὁ ἥλιος / νὰ ζεστάνω τὰ χέρια μου;» / Καὶ μένω ἀσάλευτος κι ἀνήμπορος. / Ἐγώ ποὺ περιπλανήθηκα / στοὺς οὐρανούς, / δέ δύναμαι νὰ διατρέξω / μιὰ σπιθαμή γῆς! / Κάτω ἀπ' τὸ χιόνι ἀκούω / τὶς ρίζες τοῦ παλιοῦ μας κήπου / νὰ μὲ δένουν στὸ χῶμα. / Κ' ἔχω ξεχάσει νὰ βαδίζω... / [] Κρυώνω, ἀδελφή μου. / Ποιός θὰ μᾶς φέρῃ πιά τὸν ἥλιο / νὰ ζεστάνουμε τὰ χέρια μας;.. / Σωπαίνω κι ἀφουγκράζουμαι. / Κανείς δέν περνᾷ / στὸ νύχτιο δρόμο. / [] Μόνο ἡ φωνή σου περιτρέχει / τοὺς διαδρόμους τῆς νύχτας, / χτυπῶντας τὸ μακρύ της ξίφος / πάνω στὶς πλάκες. [] // Ἀδελφή μου, / ἔλα νὰ γείρουμε / σὰν ἄρρωστα παιδιά / πάνω ἀπ' τὸν ἄυλο κῆπο / ποὺ βούλιαξε μέσα μας... []
- - - -...Τὶς θερινές νύχτες / ἐκστατικοί θωρούσαμε / τὸ μεγάλο φεγγάρι ν' ἀνά- δύεται / ἀπ' τὸ γιαλό τῆς πατρίδας μας. / [] Ἡ μητέρα παράστεκε. / [] Ἀκούγαμε / τὴ μακρυνή φωνή της / καὶ τὸ γλυκό θρό τῆς ἐσθήτας της, / ἐνῶ τὰ μάτια μας ἔγερναν / στὸν ἔναστρο ὕπνο... / Ἄ, ἡ γλυκειά προστασία / που ἀγρυπνοῦσε στὸ πλευρό μας, / ζεσταίνοντας / τὰ γυμνά πουλιά τῶν ὀνείρων μας! / Ἄχνη ἀπὸ φέγγος μᾶς τύλιγε / καὶ φεύγαμε, ἀδελφοῦλα μου, / ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ θάλασσας! / [] Ἀδελφή μου, σίμωσε πάλι. / [] Κοίτα, σοῦ ἀνοίγω τὸ μικρό φεγγίτη / καὶ μιὰ λοξή ἀχτῖνα χαράζει / τὸν ἴσκιο τοῦ προσώπου σου. / Παραμέρισε τὴ νύχτα / κ' ἔλα κοντά μου, / νὰ πιαστοῦμε, ὅπως τότε, ἀπ' τὸ χέρι, / καὶ νὰ περάσουμε στὶς ψυχρές πολιτεῖες... / δυό μικροί ἐπαῖτες / τοῦ παλιοῦ μας ὀνείρου, / δυό μεγάλοι πρίγκηπες / τῆς ἀγάπης!..
- - - -Θυμᾶσαι; / Σοὖχε χαρίσει κάποτε ἡ μητέρα / ἕνα ρόδινο φόρεμα / καὶ μιὰ μικρή ρόδινη ὀμπρέλλα. / Ἀνέβαινες τὴν ἀνθισμένη πλαγιά, / τὸ ἐαρινό πρωινό, / ἀνάλαφρη καὶ διάφανη / – ἕνα ρόδινο νέφος φωτός! / Κοιτοῦσες τὸν οὐρανό / σὰν κάτι ἀπὸ ψηλά νὰ σὲ καλοῦσε. / Μόνο οἱ θλιμμένες πλεξίδες / τῶν μαύρων μαλλιῶν σου / βάραιναν τὴ λεπτή σου ράχη. / Φοβόμουν / μήπως μιὰν ὥρα χαθῇς, / ὅμοια μὲ ρόδινο φῶς / μέσα στὴ δύση. / Μάζευα τότε / ὄστρακα στιλπνά / καὶ πολύχρωμα βότσαλα / ἀπὸ τ' ἀκρογιάλι τοῦ νησιοῦ μας / γιὰ νὰ δῶ τὰ μάτια σου / νὰ χαμογελοῦν / καὶ νὰ μαγέψω τὴν καρδιά σου / ποὺ διαλυόταν ἀθόρυβα στὴ θλίψη τοῦ κόσμου. / [] μὰ δέν ἤξερες νὰ δέχεσαι∙ / χάριζες, / μόνο χάριζες!.. / Ὅλα τὰ δῶρα σου τὰ μοίρασες / κ' ἔμειναν ἄδειες οἱ παλάμες σου. / [] Γύρισε, ἀδελφή μου, / στὴ μικρή Βηθλεὲμ / πού μᾶς γέννησε ὡραίους καὶ ταπεινούς, / καὶ γώ [] θὰ μείνω / γιὰ πάντα στὸ πλάι σου / ἕνα σεμνό τριζόνι, / γιὰ νὰ σοῦ τραγουδῶ / τὰ βράδια τοῦ ἔαρος...
- - - -Δέ μ' ἀκοῦς;..
- - - -Ὅλα μ' ἀρνήθηκαν, / ὅλα τ' ἀρνήθηκα. / Δέ μὲ παρηγορεῖ οὔτε ἡ σκέψη. / [ ] Οἱ ἀγαπημένοι μου νεκροί με ἀνάστησαν / γιὰ νὰ τοὺς κλαίω. / Κι ὅμως, / ὁ ρημαγμένος μύλος / γυρίζει ἀκόμη τὰ φτερὰ του / πάνω ἀπ' τοὺς θερισμένους κάμπους, / στὴν ἐρημία τῶν δειλινῶν οὐρανῶν... / Ὤ, αὐτά τὰ φτερά / ἐγγίζουνε τὰ βλέφαρά μου / μὲ τὴν ἄρρωστη κίνηση / τῶν διαβασμέ­νων βιβλίων / κι ἀκολουθῶ τὸ ξένο πρόσταγμά τους / δίχως βουλή καὶ δίχως λήθη... []
- - - -Ἀδελφή μου, / μονάχα ἐσύ / μου ἀπόμενες, / ν’ ἀκουμπῶ στὴν καρδιά σου / καὶ ν' ἀκούω τὸ σφυγμό τῶν ἀνθρώπων... / Κάτω ἀπ’ τοὺς θόλους τῶν ματιῶν σου / ταξίδευε ἡ ζωή μου. / Ἐρχόσουν ἐλαφρή καὶ στοργική / τὰ βρά­δυα ποὺ σκυφτός κι ἀμίλητος / ἔγραφα στίχους ὠργισμένους / γιὰ τοὺς ἀσώπαστους πολέμους / τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ αἵματος. / Τὴν παρουσία σου μάντευα / πίσω ἀπ' τὴ νύχτα. / Τ’ ἁγιόκλημα / τῶν τρυφερῶν ὡρῶν / γέμιζε τὴν τεφρή μου στέγη / μόλις ἀκούγονταν τὸ βῆμα σου. / Χαμογελοῦσες / κ’ ἔμπαινε ἀκέριος ὁ οὐρανός / μέσα στὸ δῶμα μου. / Γλαυκές ἀνταύγειες / κυμάτιζαν στοὺς τοίχους / κ' ἡ ἀνάμνηση τῆς ἐξοχῆς / φλοίσβιζε στὴν ἁφή μου. / Ὅταν γυρνοῦσα λυγισμένος / ἀπ’ τὶς νυχτερινές περιπλανήσεις / [] εὕρισκα τὸ δεῖπνο τῆς ἀγάπης / ν' ἀχνίζῃ στὸ τραπέζι, / κ' ἡ παιδική μνήμη, / λεπτή πεταλοῦδα, / ἔπαιζε γύρω ἀπ' τὴ λάμπα σου. / [] Μοιραζόμουν / τὸ δικό σου σκαμνί / κ’ ἔτσι κρατοῦσα / μιὰ θέση στὴ γῆ. / Μετροῦσα τὸν καιρό / μὲ τὸ σφυγμό σου. / Ἀφουγκραζόμουν / κάπου σιμά νὰ πέφτουν / στάλες δροσιᾶς / ἀπὸ κρυμμένη πηγή. / Κ’ ἡ πηγὴ πέθανε – ἔφυγες. / Ἀπόσυρες τὸν οὐρανό, / γα­λάζια σκόνη / πίσω ἀπ’ τὸ βῆμα σου... / [] Ζωή, ζωή, / τὸ στερνό σάρκινο ψίχουλο / μοῦ τὸ πῆρες! / Δέν ἔχω δάκρυ πιά. / Δέν ἔχω δέος. / Δέν ἔχω τίποτ' ἄλλο νὰ μοῦ πάρουν. / Πένης, γυμνός καὶ κατάμονος / – ἰδού τὰ πλούτη μου, / ποὺ κανείς δέ μπορεῖ / νὰ μοῦ [] πάρῃ. / Δέ θὰ χτυπήσω καμμιά πόρ­τα. / Δέ θὰ ὑψώσω παράκληση καμμιά. / Δίχως ψωμί, / δίχως δισάκκι, / δί­χως χαλκά, / παίρνω τὸ δρόμο τῆς δύσης, / μὲ βήματα πλατιά καὶ σταθερά, / γυμνός καὶ πλήρης, / ἄξιος νὰ ἐγγίσω τὸ θεό.
- - - -...Ἕνα ὑπόλευκο νέφος / ἀγρυπνισμένης σελήνης / διαλύεται ἀργά / στὴ γαλανότητα τοῦ ὄρθρου... / [] Ἀπὸ μακρυά φτάνουν οἳ γλάροι, / χαιρετοῦν τ' ἀραγμένα πλοῖα, / κυκλώνουν / – ἕνα σύμπλεγμα κρίνων – / τὶς ἄγκυρες ποὺ σκούριασαν... / Ἀδελφή μου, / ἡ ἀκτή σου ἀπομακρύνεται. / [] Ἕνα χαμόγε­λο φωτός διαγράφεται / στὸ μισάνοιχτο βλέφαρο / τ' οὐρανοῦ καὶ τῆς θάλασ­σας. [] / Μιὰ χρυσόμυγα ἐνοχλεῖ / τὰ κλειστά τζάμια. / Ὃ ἥλιος εἰσρέει / στὴν ἀταξία τοῦ δωματίου / καὶ τὸ ἀπαράδεχτο ρῖγος του / ἐξουσιάζει τὸ δέρμα μου. / [] Δέν μπορῶ [] νὰ κλάψω. / Τὸ τραγούδι μὲ ὑπέταξε! / Τὸ τρα­γούδι μοῦ χάρισε τὴ νίκη.
- - - -Ἥλιος, ἥλιος! / [] Ἀκούω τοὺς λευκούς ἱππεῖς / ποὺ περνοῦν ἀπ' ἔξω, τραγουδώντας / πολεμικά ἐμβατήρια! / Πάνω ἀπ' τὴν πρωινή θάλασσα / τὰ παράθυρα ἀνοίχτηκαν διάπλατα. / [] Παραμέρισε, ἀδελφοῦλα μου, / τὰ δεμέ­να σου χέρια / νὰ περάσω. / Στὸ στέρνο μου / ἔχω κρεμάσει / τὸ φυλαχτό ποὺ μοῦ ’ραψες / ἕνα βράδυ ἀνοιξιάτικο / – θυμᾶσαι; – / σὰν ἤμαστε πολύ μικρά παιδιά. / Εἶναι κεῖ μέσα λίγο κόκκινο χῶμα / νὰ θυμίζῃ τὴ στερνή καταγωγή μας / κ' ἕνα ροδόφυλλο ξερό / ἀπ' τὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ μας... []
- - - -Ἀντίο, ἀδελφοῦλα μου, ἀντίο! / Φίλησέ μου / τὰ σπουργίτια τῆς αὐλῆς μας, / τ' ἀθῶα παιδάκια, / τὶς λυπημένες μητέρες / ποὺ κεντοῦν πλάι στὴ λάμ­πα... [] Τώρα [] / ἡ [] γεύση / τῆς προαιώνιας ὑγείας / τραγουδάει στὸν οὐρανίσκο μου / καὶ σφίγγει τὰ οὖλα μου / σὰν ἄγουρους καρπούς. / Κοιτάω τὸν οὐρανό / καὶ ρίχνω στὸ χῶμα / μιὰ φοῦχτα σπόρους...
- - - -Ἀδελφή μου, / πιό πέρα ἀπὸ σένα / κι ἀπὸ μένα, / πιό πέρα ἀπ' τὸ θαμ­πό μας βλέμμα, / πιό πέρα ἀπ' τὴ θαμπή γραμμή τῆς γῆς, / ἐκεῖ, στὴ ρίζα τοῦ παντός, / ἄκου τὸ κῦμα τῆς ὁρμῆς, / ποὺ ὑπέροχο, ἀνεξέλεγκτο, κι ἀξήγητο, / μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἐξουσιάζει... / Τί νὰ ποῦμε;..
- - - -Ἀνοίγω τὶς πύλες / μ' ἔντρομο θαυμασμό / μπροστά στὴ δημιουργία / κι ἀλλάζω τὴν ὀδύνη σὲ προσευχή / καὶ τὴν κραυγή μου σ' ἔκσταση... []
- - - -Τὸ φῶς ἀκμάζει πιό ψηλά / κι ἀπ' τὴν ἀγάπη σου, ἀδελφή μου, / κι ἀπ’ τὴν ἀγάπη μου!..




Μιὰ πυγολαμπίδα φωτίζει τὴ νύχτα

Σὰ νἄρθε φέτος ή Ἄνοιξη κλαμένη. // [] Ἥλιος πολύς
δέν ἠταν πουθενά γιὰ νὰ ζεστά­νουμε τὰ χέρια μας. /
Μέσα μας ἕνα σπουργί­τι κρύωνε. / [] Πεθυμήσαμε
τ' ἀγαθά μάτια τῶν μοσχαριῶν γιὰ νὰ κοιτάξουμε τὴ γῆ,
τὸν ούρανό καὶ τὴν καρδιά μας...[]

- - - -...Ὧρες καλές, καθὼς τὸ χέρι τῆς μητέρας πάνου στὸ μέτωπο κοιμισμέ­νου παιδιοῦ. / [] Τὸ γάλα ποὺ βράζει πλάι στὸ τζάκι, [] / τὸ δροσερό νερό στὰ κόκκινα μάγουλα καὶ στὰ σγουρά μαλλιά... [] / Ὁ ἄγγελος ποὔχαμε δῆ στὸν ὕπνο μας δέν ἠταν αὐστηρός. / Δέν κρατοῦσε μεγάλα κλειδιά νὰ κλειδώνῃ τὸ ντουλάπι τοῦ τοίχου μὲ τὰ πολλά γλυκά, τὸ στρογγυλό νεράντζι καὶ τὸ κίτρο. / Ἁπλός, γελούμενος καὶ ζωντανός, μ' ἕνα στεφάνι στάχυα στὰ μαλλιά... / [] Θέ’ μου, πόσο γλυκά γελοῦσε ὁ ἄγγελός σου... / πόσο γλυκά γελούσαμε καὶ μεῖς!.. // [] Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλός Χριστός τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους. / [] Τὸ δέρμα του ἦταν ρό­δινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι. / Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερή θάλασσα τῶν σταχυῶν, γιὰ νὰ μοιράσῃ στὰ ἥσυχα παιδιά παπα­ροῦνες καὶ παιγνίδια. / Στὰ γαλανά του μάτια περνοδιαβαῖναν τὰ χαμόγελα, καθὼς περνοῦν στὸν πρωινό οὐρανό τὰ περιστέρια. / Κ' ἐγὼ κ' ἡ Ρηνούλα ἤμα­στε φρόνιμα παιδιά. / Δέ λερώναμε τὰ χέρια μας μὲ χώματα. / Δέ βάφαμε τὰ μοῦτρα μας μὲ μοῦρα. / Διαβάζαμε τ' ἀλφαβητάρι. / Ταΐζαμε τὰ πουλιά τ' οὐρανοῦ / – καὶ μαθαίναμε νὰ τρῶμε τὰ χόρτα μὲ τὸ πηρούνι. / Γι' αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς χάιδευε τὰ βράδυα στὰ μαλλιά κι ἀποκοιμιόμαστε ἥσυχα κάτου ἀπ' τὴ θαλασσιά κληματαριά, ποὺ βάραινε ἀπ’ τὰ ὁλόχρυσα τσαμπιά τῶν ἄστρων... // [] Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνου ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές μὲ τὰ γαρούφαλα καὶ τὰ γεράνια, πάνου ἀπὸ τὰ παράθυρα μὲ τὰ κανάτια καὶ τὰ βασιλικά, πάνου ἀπὸ τοὺς μικρούς περιστεριῶνες, κουβέντιαζαν τ' ἀστέρια ὥς τὸν ὄρθρο τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων... / Ἕνας μικρός ἀπρόσεχτος ἄγγελος – ἔτσι λέγαν τ' ἀστέρια – ἔφυγε κρυφά ἀπ' τὴν πόρτα τοῦ παράδεισου, κατέβηκε στὰ πατητήρια τοῦ χωριοῦ, ἤπιε ἕνα κροντῆρι μοῦστο, κ' ὕστερα μεθυσμένος χτυποῦσε ὁλονυχτίς τὴ μεγάλη ἀσημένια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ βούιζε ὁ ἀγρός καὶ ὁ ὕπνος μας, καθὼς βουίζει ὁ τροῦλλος τῆς ἐκκλησιᾶς κάθε γιορτή! // Ὅταν ξυπνούσαμε, θυμόμαστε καὶ γελούσαμε. / Ψάχναμε πίσω ἀπ' τοὺς ὤμους τῆς μητέρας νὰ βροῦμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ μυστικά τῶν ἀγγέλων. [] // Ἦταν μιὰ γεύση ζεστοῦ ψωμιοῦ καὶ γιασεμιῶν στὸν ἀέρα. / [] Κάτι ἔτρεμε κρυμμένο στὴν καρδιά μας, ποὺ ζήταγε νὰ τραγουδήσῃ... []
- - - -Ἡ Ρηνούλα κοιτοῦσε τὴ δύση∙ τὸ κόκκινο νεράντζι τοῦ ἥλιου γλύστρησε ἀπ' τὸ χέρι τῆς ἡμέρας κ' ἔπεσε στοὺς μενεξέδες τοῦ βουνοῦ∙ / ἕνα μακρύ τριανταφυλλένιο σύγνεφο ἔφεγγε πάνου ἀπ' τὶς στέγες. / Ἡ Ρηνούλα φώναξε: / Θέλω ἕνα φόρεμα μακρύ ἀπὸ τριανταφυλλένιο σύγνεφο! / Κ' ἐγώ τῆς εἶπα: / Θὰ σοῦ φέρω αὔριο! / Ἢ ἐμπιστοσύνη γέμιζε τὸ δειλινόν ἀγέρα καὶ δέ μιλήσαμε ἄλλο. []
- - - -...Ἄ, τὰ δικά μας βράδυα, τὰ φεγγερά, [] τὰ μεγάλα! Γιομᾶτα λούλουδα, καμπάνες, ἄστρα! [] / Φιλούσαμε τὸ χέρι τῆς σιωπῆς ὅπως φιλοῦν τὸ κόνισμα οἱ τσοπάνοι κάθε σκόλη ποὺ κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ βοσκοτόπια γιὰ νὰ λειτουργηθοῦν. / Ἀκούγαμε, στὸ δάσος πέρα, τὸ κόκκινο ἄλογο τ' Ἁι-Γιώργη, ποὺ χτύπαγε τὰ πέταλα στὶς πέτρες κ' οἱ πέτρες βγάζανε σπιθίτσες γαλανές, σὰ ν' ἀνάβανε οἱ ξωμάχοι τὰ τσακμάκια τους! [] // Δέ ρωτούσαμε: Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Διόνυσος; [] / Ὁ δικός μας Χριστός εἶχε περασμένα στ' αὐτιά του τσαμπιά σταφύλια / κι [] ὁ χιτῶνας του ἦταν ὑφασμένος μὲ μαλλί τράγου κ' εὐώδιαζε κοπριά κ' ἱδρῶτα. []
- - - -Ἡ ἀχυρένια στρωμνή μας: πάνου στὸ λιακωτό ποὺ λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα. / Κάτου στὸν κάμπο: τὰ κουδούνια, οἱ γρύλλοι, τὰ ποτάμια. / Βύθιζα τὴ ματιά στὸ Γαλαξία, ἔτσι καθὼς βουτᾶμε τὸ δάχτυλο σ’ ἕνα βάζο γιομᾶτο μέλι. / Δέν εἰχα φόβο. / Κρέμαγε ἡ μάνα μου τὸ βλέμμα της μέσα στὴ νύχτα σὰν ἕνα μεγάλο φανάρι πάνου ἀπ’ τὴ σκέπη τοῦ ὕπνου μου, καὶ χάνονταν ὅλες οἱ σκιὲς ἀπ’ τὴν καρδιά μου... / Ὁ κόσμος ἦταν στρογγυλός καὶ μυρωδᾶτος∙ ὅμοιος μὲ δροσερό καρπούζι. / Ὅλα τὰ νιώθαμε στὴ γεύση !.. []
- - - -Ἡ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας ἦταν πελεκημένη μὲς στὸ βράχο. / Μόλις ἕνας μικρός σιδερένιος σταυρός ξεχώριζε πάνου ἀπ’ τὸν τροῦλλο. / Ἐκεῖ καθόνταν τὴν αὐγή τὰ περιστέρια καὶ κουβέντιαζαν ὦρες μὲ τὴν Παναγία... / Τὸ τέμπλο εἶχε τρεῖς ξύλινες πόρτες. / Ἡ μεσιανή, χρυσοβαμμένη, γιομάτη σκαλισμένα σταφύλια κι ἀμπελόφυλλα. / [] Στὴ δεξιά: [] ἕνας ἄγγελος, [] ὅμοιος μὲ τὸ μεγάλο μου ἀδερφὸ ποὺ πέθανε∙ / κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα ἄσπρο κρίνο. [] / Στὴν ἄλλη: [] πάλι ἕνας ἄγγελος. / Μὰ τοῦτος ἦταν λίγο θυμωμένος καὶ κράταγε στὸ χέρι ἕνα μακρύ γυαλιστερό σπαθί! / [] Ἡ μητέρα ἀγαποῦσε τὸν ἄγγελο μὲ τὸ κρίνο. / Ἡ Ρηνούλα, [] τὸν ἄγγελο μὲ τὸ σπαθί. / Ἐγώ γονάτιζα ὥρα πολλή ἀνάμεσα στοὺς δυό, κι ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὶς πλάκες ἄκουγα... [] Ἐγώ ἀγαποῦσα καὶ τοὺς δυό ἀγγέλους. []
- - - -Ξέραμε ν' ἀγαπᾶμε. [] Ξέραμε τὴ γλῶσσα τῶν πραγμάτων. [] Δὲ μᾶς ἔλειπε τίποτα. // Ἡ ἀγάπη κ' ἐμεῖς / – θυμᾶσαι; Ἡ αὐγή χαρούμενη καὶ πρόθυμη.// [] Τὸ μεγάλο φεγγάρι ἀγαθό, μαλακό... [] // Ποιός ἦρθε καὶ στάθηκε ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὰ πράγματα; / Ποιός μᾶς χώρισε ἀπ' τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πουλιά; / Τί φταίξαμε, Ρηνούλα; []
- - - -...Ἀπ' τὴ στιγμή ποὺ ζήτησα νὰ φύγω, εἶχαν φύγει τὰ πάντα. //[] Πά­νου στὶς πέτρες κάτι ξένο ἀνάσαινε – καὶ σφίξαμε τὰ χέρια. // [] Ὁ ἥλιος πρό­βαλε χαρούμενος [] / – εἶπες: Τὰ χέρια μας εἶναι χρυσά! Καὶ γέλασες... / Τὰ μάτια σου πῆραν τὸ χρῶμα τοῦ φωτισμένου χορταριοῦ κ' ἔγιναν δυό μικροί καθρέφτες τῆς μεγάλης ἐλπίδας... []
- - - -Ὕστερα μὲ πρόφτασε ὁ χειμώνας! / Ὁ ἄνεμος μὲ κυνηγοῦσε ὥς μέσα στὴ σπηλιά τῆς μνήμης / τὰ δέντρα σήκωναν τὰ χέρια τους νὰ μὲ κρατήσουν, οἱ ἀστραπές μοῦ σκίζανε τὰ μάτια, οἱ πέτρες μοῦ ματώνανε τὰ πόδια! / Στά­θηκα καὶ κοίταξα κάτου... / Τὸ μικρό μου χωριὸ – μαζεμμένο στὸν κόρφο τοῦ κάμπου, μὲ τὰ μικρά παραθυράκια τοῦ ζεστά καὶ φωτισμένα – κελαηδοῦσε ἀκόμη στὸ κλουβὶ τῆς βροχῆς!.. []
- - - -Κ' ἡ κορφή ὅλο ἀνηφόριζε μέσα στὴ νύχτα, σὰν πελώριο σπαθί!.. []

...Ἔχεις ρίξει στὸ λύχνο μας λάδι καὶ περιμένεις. / Ἔχεις στρώσει τὸ τρα­πέζι κάτου ἀπ’ τὴν κληματαριά. / Μοὔχεις ἑτοιμάσει ροῦχα ν' ἀλλάξω, μπα­λωμένα προσεχτικά στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, γαλαζωμένα ἀπ' τὸ λου­λάκι, μυρωμένα ἀπ' τὴ λεβάντα καὶ τὴν ἔγνοια σου. / [] Νά καὶ τὸ σπίτι μας, σὰ μιὰ χρυσή κουκκίδα, σὰν ἕνα τόσο δά σπυρί σταριοῦ, ποὺ τὸ τσιμπάει τῆς μνήμης μου τὸ περιστέρι, καὶ χορταίνει, καὶ τὸ σπυρί δέ σῴνεται!..
Πόσο κοντά μου εἶναι ὅλα ἀπὸ δῶ πάνου !.. []

(Ἐκεῖνος ποὔμαθε νὰ τραγουδάῃ ξέχασε νὰ κλαίῃ.)



Ἐαρινὴ συμφωνία

- - - -Θ' ἀφήσω / τὴ λευκή χιονισμένη κορυφή / ποὺ ζέσταινε μ' ἕνα γυμνό χαμόγελο / τὴν ἀπέραντη μονωσή μου. // Θὰ τινάξω ἀπ' τοὺς ὤμους μου / τὴ χρυσή τέφρα τῶν ἄστρων, / καθὼς τὰ σπουργίτια / τινάζουν τὸ χιόνι / ἀπ' τὰ φτερά τους. // Ἔτσι σεμνός, ἀνθρώπινος, ἀκέριος / ἔτσι πασίχαρος κι ἀθῶος / θὰ πέρασω / κάτω ἀπ' τὶς ἀνθισμένες ἀκακίες / τῶν χαδιῶν σου / καὶ θὰ ραμφίσω / τὸ πάμφωτο τζάμι τοῦ ἔαρος!.. // [] Κοίταξε, ἀγαπημένη, / πῶς σὲ κοιτάζουν τὰ λυπημένα χέρια μου! // Σὰ δυό παιδιά ὀρφανά, / ποὺ κλαίγαν μὲς στὸ βράδυ, / χωρὶς ψωμί, / καὶ κοιμηθῆκαν τρέμοντας / πάνω στὸ χιόνι. [] // Ἀγαπημένη, / κοίταξε πῶς διστάζουν / τὰ νυχτωμένα χέρια μου. // [] Βηματίζεις / μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου / μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα, / ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα, / φρεσκοπλυμένο οὐρανό / καὶ φτερά γλαρῶν / πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή. // [] Κοίταξε τὶς φωτογραφίες: / ἡ πεθαμένη μητέρα, / ὁ πεθαμένος ἀδελφός, / κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου / μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες / καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο / κρεμασμένο στὴ μορφή τους, / καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια, / κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό, / ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει... // Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος, / νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα / στὸ ὑπόγειο;.. // [] Πᾶμε στοὺς ἀγρούς, / νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα / τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο / καὶ τὴ νέα χλόη. // Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει / μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου... []
- - - -Ἡ κωδωνοκρουσία τοῦ φωτός / μας ὑποδέχεται / στὸ ξανθό ἀκροθαλάσσι. // Ἡ αὐγή περνάει στὴν ἀμμουδιά / βρέχοντας μόλις τὰ γυμνά της πέλματα / στὸ χρυσό κῦμα. // Μιὰ νέα κοπέλλα / ἄνοιξε τὸ παράθυρο, / χαμογέλασε στὴ θάλασσα / κ' ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ φῶς, / γιὰ ν' ἀτενίσῃ βαθιά τῆς / τὴν ὑπόκωφη λάμψη / τοῦ χαμογέλοιου της...
- - - -Ἄκου τὰ σήμαντρα / τῶν ἐξοχικῶν ἐκκλησιῶν! / Φτάνουν ἀπὸ πολύ μακρυά, / ἀπὸ πολύ βαθιά. / Ἀπ' τὰ χείλη τῶν παιδιῶν, / ἀπ' τὴν ἄγνοια τῶν χελιδονιῶν, / ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές τῆς Κυριακῆς, / ἀπ' τ' ἁγιοκλήματα καὶ τοὺς περιστεριῶνες / τῶν ταπεινῶν σπιτιῶν!.. // Ἄκου τὰ σήμαντρα / τῶν ἐαρινῶν ἐκκλησιῶν!.. []
- - - -Ἀγαπημένη, / κόβοντας χαμομήλια / καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα, / θὰ ξαναποῦμε / τὴν παιδική μας δέηση / μαζί μὲ τὰ πουλιά καὶ μὲ τὰ φύλλα. // Κι ἀπὸ βαθιά, κι ἀπὸ μακρυά, τὰ σήμαντρα / τῶν παιδικῶν ἐκκλησιῶν / θὰ τραγουδοῦν τὸ τραγούδι / τῆς τρυφερῆς Ναζαρέτ / πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους κάμπους... []
- - - -Πόσο εἶμαι νέος, / πόσο εἶμαι νέος / κάτω ἀπ' τὰ βλέφαρά σου! // [] Ἡ μνήμη τῶν ἀποχαιρετισμῶν / δέ ρυτιδώνει τὰ χέρια μου / ποὺ ὤρθρισαν μέσα στὰ χέρια σου. // Γεύομαι στὰ χείλη σου / τὴν πρασινάδα τῆς ἔξοχης, / [] ἡ ζέστα τοῦ κορμιοῦ σου / μὲ ντύνει τὸν ἥλιο, // [] τὸ φῶς τῶν ἡγεμονικῶν μαλλιῶν σου / σκεπάζει τοὺς ὤμους τῆς νύχτας! // Βυθίζονται τ' ἄστρα / στοὺς βυθούς τῶν ματιῶν σου / κι ἀνθίζουμε μεῖς / ἔμπιστοι κι ὡραῖοι, / καθὼς τὰ πλάσματα / στὴν πρώτη μέρα τοῦ θεοῦ, / ποὺ δέν εἰχαν ρωτήσει κι ἀπορήσει. [] // Πέταξα / στὸ φωτεινό σου διάδρομο / τὴν πανοπλία μου! // Ἤμουν γυμνός ὅταν ἐχτύπησα / τὴ θύρα τοῦ κοιτῶνα σου! // Λουσμένος τὰ φέγγη / τῆς προσδοκίας / μιᾶς ἀκέριας ζωῆς / ἔσταζαν ἀπ' τὰ μέλη μου / σταγόνες ἥλιου ! // Κι ὅταν ἡ κλίνη ἀνοίχτηκε / πρὸς τὸ βαθύφωτο οὐρανό σου / κατέθεσα στὰ πόδια σου / τὴν τελευταία μου προσωπίδα! // [] Ἕνας θεὸς ἐγκατέλειψέ / τη βαρειά του ἐξουσία / καί [] / ντυμένος τὸ λευκό φόρεμα τῆς ἁγνότη- τὰς / ἦρθε νὰ τύλιξῃ τὸ λαιμό του / γύρω στοὺς ρόδινους μηρούς / τῆς Λήδας ! // [] Ἀγαπημένη, / ὅλη ἡ ψυχή μου τρέμει / φύλλωμα εὐγνωμοσύνης ! // Γονατισμένος προσεύχομαι: / Θεέ μου, θεέ μου, / ἡ ἀγάπη μοὖχε λείψει / γιὰ νὰ χαρῶ καὶ νὰ νοήσω / τὸ μεγαλεῖο σου! // [] Τὸ κορμί σου γυμνό, / γυμνό τὸ κορμί σου / ὁλόγυμνο / καρφωμένο στὴ καρδιά τῆς νύχτας / χρυσή ἀνατολή / – τὸ ἐνσαρκωμένο φῶς! // Τυλιγμένος ἐγώ τὸ κορμί σου / γυμνός / [] κανένα φῶς ἄλλο / νὰ μὴν ἰσκιώνῃ τὸ φῶς / ποὺ ἀνατέλλει ἀπ' τὴ σάρκα σου ! // Ἡ ἀγάπη / [] γεμίζει τὸ [] χάσμα / μὲ φτερά καὶ λουλούδια! // Κλείνω τὰ μάτια! / Ζῶ κι ἀγαπῶ! / [] Μουσική χορδή / τεντωμένη στὰ μέλη σου / ἀγρυπνᾶ κι ἀπαντᾶ / στὸ σφρῖγος τ' οὐρανοῦ / καὶ τοῦ χώματος! // [] Γόος εὐτυχίας / [] ἀπ' τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, / ἀπ' τὰ σπήλαια τοῦ δάσους, / μὲς στὴν ἔκθαμβη νύχτα / διαπερνάει τὸ χρόνο / καὶ τὸ διάστημα! / Μέσα του σφαδάζει / ὅλη ἡ ζωή κι ὅλος ὃ θάνατος!.. []
- - - -Ἀγάπη, Ἀγάπη, δέ μοὖχες φέρει ἐμένα / μητ' ἕνα ψίχουλο φωτός γιὰ νὰ δειπνήσω! / Νήστης, γυμνός κι ἀδάκρυτος / περιφερόμουν στὰ ὄρη, / καὶ τ' ἀνένδοτα ματιά μου στύλωνα / στοὺς οὐρανούς / γυρεύοντας τὴν ἀμοιβή μου / ἀπ' τὴ σιωπή καὶ τὸ τραγοῦδι. // Τὰ τρυφερά λυκόφωτα, / οἱ πρᾶες καμπύλες τῶν βουνῶν / καὶ τὰ λαμπρά βράδυα τοῦ θέρους / μὲ ρωτούσανε ποῦ εἶσαι, ὦ Ἀγάπη! // Μὰ ἐγώ δὲν εἶχα τί ν' ἀποκριθῶ / κ' ἔφευγα σιωπηλός / ρίχνοντας χάμω τὴ μορφή μου / γιὰ νὰ καλύψω τὴν ταπείνωσή μου. / Οἱ ὠχρὲς αὐγές / ἀκουμποῦσαν στὸ περβάζι μου / τὸ διάφανο πηγούνι τους, / κάρφωναν στὸ πλατύ μου μέτωπο / τὰ μεγάλα γαλάζια τους μάτια / καὶ μὲ κοιτοῦσαν μὲ πικρία / ζητῶντας ν' ἀπολογηθῶ... // Τί ν' ἀπαντήσω, Ἀγάπη;.. / Καὶ δρασκελοῦσα τὸ κατώφλι, / τίναζα τὰ κατάμαυρα μαλλιά μου μὲς στὸ φῶς / καὶ τραγουδοῦσα πλατιά στοὺς ἀνέμους / τὸ τραγοῦδι τοῦ ἀδέσμευτου! // Πεισμωμένος, χλωμός κι ἀκατάδεχτος, / κοιτοῦσα τδν κόσμο καὶ κραύγαζα: / Δέν ἔχω τίποτα! / Δικά μου εἶναι τὰ πάντα!.. // Κι ὅμως μιὰ παιδική φωνή / ἐπίμονα ἔκλαιγε βαθιά μου, / γιατί δέν εἰχες ἔρθει, Ἀγάπη !// Τὶς νύχτες τοῦ ἔαρος, / ποὺ ἡ γύρη τῶν ἄστρων / καὶ τῶν λουλουδιῶν / ἀγρυπνοῦσε στὸ δέρμα μου, / μιὰ λυπημένη ἀνταύγεια / σερνόταν στὴν ἀπέραντη ψυχή μου / γιατί ἀργοῦσες νἄρθης, Ἀγάπη! // [] Ζητῶντας τὸ θεό, / ζητοῦσα ἐσένα! // [] Γιὰ σένα, Ἀγάπη, ἑτοίμασα τὰ πάντα! / Κι ἂν ἔμαθα νὰ τραγουδῶ, [] / ἦταν γιατὶ στὴν ἴδια τη φωνή μου / ζητοῦσα νἄβρω τὰ ἴχνη τῶν βημάτων σου / – ζητοῦσα νὰ φιλήσω / μονάχα καὶ τὴ σκόνη τοῦ ἴσκιου σου, / ὦ Ἀγάπη!.. // [] Τόσο φτωχός ἤμουν, Ἀγάπη, / τόσο φτωχός, / ποὺ δέν εἶχα στὴν παλάμη ἕνα χάδι / γιὰ ν' ἀγοράσω τὶς ὦρες μου, / ποὺ δέν εἶχα ἕνα νόμισμα φιλιοῦ, / γιὰ νὰ δώσω τοῦ σκιώδη καπετάνιου / νὰ μὲ περάσῃ στὴν ἀντίπερα ὄχθη!..[]
- - - -Γεννήθηκα γιὰ νὰ προφτάσω / νὰ χαιρετίσω στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου / τὸν ἥλιο τῶν ματιῶν σου!.. //[] Ἄφησέ μὲ νὰ κλάψω / στὰ γόνατά σου, / μές στὴν εὐεργεσία τοῦ χαδιοῦ σου!.. // Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα, / λησμόνησα νὰ ζήσω. // Πίσω / ἀπ' τῶν βιβλίων τὰ κάγκελλα / φυλάκισα τὰ ρόδινα / τῶν ἡμερῶν μου πρόσωπα. // [] Τὸ κίτρινο φέγγος τῆς λάμπας / δάκρυζε τὸ δῶμα μου, / ἐνῶ οἱ φωνές τῶν κάμπων / καὶ τῶν πουλιῶν / πλημμυροῦσαν τὴν ἀπέραντη νύχτα / τοῦ Ἰουλίου. // [] Καθὼς τὸ φεγγερό σου χέρι / διέσχιζε τὴ νύχτα, / στὸ χαλασμένο ρολόι τῆς γωνιᾶς / φωσφόρισαν οἱ δεῖχτες τῆς αὐγῆς / κι ὁ νεκρός κοῦκκος / ἔλαλησε Ἄνοιξη ! / (Θεέ μου, πῶς ἐσκίρτησαν / οἱ ἀκίνητες κουρτίνες!) // Οἱ πεθαμένες μου ἡμέρες / δέν εἰχαν πεθάνει. / Πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη θύρα, / σιωπηλές, / καθὼς ἀνέραστα κορίτσια, / σὲ προσμέναν! // Πῶς θὰ πληρώσῃς [] / ἕνα θάνατο ποὺ ἐνταφιάστηκε / κάτω ἀπὸ τὴ θωπεία σου, / ἕνα παιδί ποὺ κοιμήθηκε / [] γιὰ νὰ ξυπνήσῃ στὰ χέρια σου;.. []
- - - -Ἔξω ἡ κατάχρυση μεσημβρία / καίγεται στὶς φλέβες / τῶν τζιτζικιῶν. / Ἀκοῦμε τὶς φωνές τῶν παιδιῶν, / ποὺ λούζονται στὸν ἥλιο / καὶ στὴ θάλασσα!.. // [] Ἐμεῖς – ἀσφαλισμένοι / μέσα στὸ γήινο ρῖγος μας – / γευόμαστε τὸν οὐρανό! // Δέν εἰναι φόβος μήτε φθόνος. / Βέβαιοι, πρᾶοι κι ἀγαθοί / μὲς στὴ χαρά μας, / χαϊδεύουμε / ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ κόσμου!.. // Σφίγγω τὸ χέρι σου!.. // [] Ἀραγμένα τ' ἄσπρα καΐκια. / Οἱ σκιές τῶν γλάρων / γράφονται / στὴν ὑγρήν ἀμμουδιά / καὶ στὴ σάρκα σου... // Καμμιά σειρῆνα δέ σφυρίζει... / Κανένας δέν ἀποδημεῖ... // Ζεστή χρυσή μεσημβρία... / Σταθμός τοῦ Ἀπείρου: / ἡ καρδιά μας! // Ἁπλώνουμε τὰ χέρια / στὸν ἥλιο / καὶ τραγουδᾶμε! // Τὸ φῶς κελαηδάει / στὶς φλέβες τοῦ χόρτου / καὶ τῆς πέτρας! // [] Μή μᾶς καλῆτε νὰ φύγουμε! / Κλεισμένοι στὸ κορμί μας / εἴμαστε παντοῦ! // Κάθε πουλί / ποὺ βουτάει στὸ γαλάζιο, κάθε χορταράκι / ποὺ φυτρώνει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, / μᾶς φέρνει τὸ μήνυμα τοῦ θεοῦ. // Οἱ ἄνθρωποι / περνοῦν πλάι μας, / ὡραῖοι, ἀγαπημένοι, / ντυμένοι / τ’ ὄνειρό μας, τὴ νιότη μας / καὶ τὴν ἀγάπη μας! // Ἀγαποῦμε / τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, / τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ζῶα, / τὰ ἑρπετά καὶ τὰ ἔντομα. / Εἴμαστε καὶ μεῖς / ὅλα μαζί / – κι ὁ οὔρανὸς κ’ ἡ γῆ! // Τὸ κορμί μας περήφανο / ἀπ’ τῆς χαρᾶς τὴν ὀμορφιά! / Τὸ χέρι μας παντοδύναμο / ἀπ’ τὴν ὁρμή τῆς ἀγάπης! // Μέσα στὴ φοῦχτα τῆς αγάπης / χωράει τὸ σύμπαν!
- - - -Ἄξιζε νὰ ὑπάρξουμε, / γιὰ νὰ συναντηθοῦμε!.. // [] Τίποτ' ἄλλο! / Τίποτ' ἄλλο!.. // [] Τί θὰ πρόσθεσῃ ἕνα διάδημα / στὸ διάδημα / τῶν φιλημένων μαλλιῶν μας;.. // [] Ἕνα μικρό παράθυρο / βλέπει τὸν κόσμο. / Ἕνα σπουργίτι λέει / τὸν οὐρανό. / Σώπα! // Στὴν κόγχη τῶν χειλιῶν μας / ἑδρεύει τὸ ἀπόλυτο!.. // [] Ἕνα ἄστρο ἔπεσε / – εἶδες;.. / Σιωπή... / Κλεῖσε τὰ μάτια!..
- - - -Δέ φοβοῦμαι! / Ντυμένος τὸ φέγγος / τῆς θωπείας σου / περνῶ τολμηρός / μὲς ἀπ'τὴ λόχμη τοῦ σκότους. // [] Ἂς ἔλθουν οἱ θύελλες, / [] ἂς κλείσῃ τὸ χιόνι τὴ θύρα μου, / ἂς καλύψῃ / μὲ τὴν παλάμη της ἡ νύχτα / τὸν τελευταῖο φεγγίτη μου! // Ἐγώ θὰ δείχνω στὴ βροχὴ / αὐτό τὸ ἐαρινό τριαντάφυλλο / που ἀπόθεσε στὰ χέρια μου ἡ θωπεία σου / καὶ θὰ χαμογελῶ ἱλαρός!.. [] // Ποιά τιμωρία θ'ἀπαλείψῃ / τὰ παμφωτα ἴχνη τῶν ματιῶν σου / ἀπ' τὰ μάτια μου;..
- - - -Κλείνω τὰ βλέφαρα / κάτω ἀπ' τὴν ἤρεμη νύχτα / κι ἀκούω νὰ κελαηδοῦν / μυριάδες ἄστρα / [] ὅπου συρθῆκαν / τὰ λευκά δάχτυλά σου / πάνω στὴ σάρκα μου. // Εἶμαι / ὁ ἔναστρος οὐρανός / τοῦ Θέρους. // Τόσο βαθύς κι ὡραῖος, / τόσο μεγάλος ἔγινα / ἀπ' τὴν ἀγάπη σου, / ποὺ δέ δύνεσαι πιά / νὰ μ' ἀγκαλιάσῃς!.. // Ἀγαπημένη, / ἔλα νὰ μοιραστοῦμε / τὰ δῶρα ποὺ μοῦ ’φερες!.. // Ἰδού, τὸ δάσος λυγίζει / ἀπ' τὸ βάρος τῶν ἄσπρων ἀνθῶν του!.. []
- - - -Ἡ καλοκαιρινὴ βραδυά / ἔμπαινε ἀπ’ τὸ παράθυρο / στὴ λευκή κάμαρα / τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ μου. // [] Μιὰ μυρωδιά χόρτου νωποῦ καὶ γιασεμιοῦ / κυμάτιζε στὸν ἤπιο ἀέρα∙ / κ' ἕνα βῆμα ἐλαφρό, / σὰν ἀπὸ ἀκτινοβόλο πόδι ἀγγέλου, / τριγύριζε τὸ σπίτι μας... // Ἦταν τὸ βῆμα σου, ὦ Ἀγάπη, / ποὺ ἔψαχνε τόσα χρόνια πρίν / κάτω ἀπ' τὴ θερινή σελήνη / νὰ μ' ἀνταμώσῃ ! // [] Ὅλη μου ἡ ὀμορφιά συνάζεται / νὰ στολίσῃ τὰ μαλλιά σου. / Κι ὅ,τι γλυκό καὶ τρυφερό, / πού ’ταν δικό μου κ' ἔμενε σὰν ξένο / καὶ μ' εἶχε λησμονήσει, / ξανάρχεται στὰ χέρια σου / νὰ ζεσταθῇ, / νὰ ξαναζήσῃ / καὶ νὰ σὲ φιλήσῃ! // [] Πῶς θὰ βαστάξουμε / στοὺς φιλημένους ὤμους μας / ὅλη τὴν πλάση;.. // [] Ἔντρομο πουλί / τὸ φιλί μας / νωπό ἀκόμη / ρωτάει: / Ἀγάπη γιατί ἦρθες; / Ἄν φύγῃς, Ἀγάπη;.. []
- - - -Ἡ ἐσθῆτα τῆς βραδιᾶς μενεξεδένια, / μὲ μιὰ λεπτή χρυσή παρυφή / στὸ μακρὺ κράσπεδο, / περνάει σαρώνοντας / τὰ πεθαμένα φιλιά μας / κι ἀγγίζοντας / τὰ λευκά γόνατά σου... // [] Κρυώνεις;.. / Τὰ φύλλα θρόισαν... // [] Τοῦ χεριοῦ σου ἡ λευκότης / θαμπώνει καὶ δύει / στὴ γαλανή διαφάνεια τῶν σκιῶν, / κρίνος χλωμός ποὺ βυθίζεται / σὲ βραδυνά νερά... // [] Ἄκου τὶς ὁπλές / τῶν μαύρων ἀλόγων / ἔξω στὸ λιθόστρωτό τῆς νύχτας!.. // [] Μή σηκωθῇς / νὰ κοιτάξῃς ἀπ' τὸ παράθυρο. / Πρὸς τί μιὰ κίνηση, / ἀφοῦ γνωρίζουμε;.. []
- - - -Ὄχι, ὄχι. / Δέ θέλω νὰ φύγω! / Κράτησέ με! // Φοβοῦμαι σιμά σου, / κι ὅμως ἀγαπῶ τὸ δέος μου... // (Στὸν πλατύ ἐρημωμένο κάμπο / οἱ γυμνές λεῦκες / ὑψώνουν τοὺς κλώνους τοὺς / σ' ἕναν ἄλλο οὑρανό... [] // Ἄ, πάλι ὁ γέρος / περνάει σκυμμένος / κάτω ἀπ'τὴ βροχή!..) // [] Μᾶς ἄγγιξε ψυχρό / τὸ φθινοπωρινό λυκόφως. //Χλωμό τὸ φῶς ἀργεῖ / – λησμονημένη προτομή ποιητοῦ / σ' ἐγκαταλελειμμένο πάρκο... // [] Ποῦ μοιράσαμε τὸν ἥλιο;.. // Στὸ ἄνοιγμα αὐτό τοῦ δάσους / φτάνουν τὴ νύχτα / τὰ φοβισμένα ἐλάφια / καὶ κοιτάζουν μὲ μάτια νωπά / τὴν κίτρινη σελήνη τοῦ Νοεμβρίου... // [] Ἔρχεται ἡ νύχτα... / Μιὰ σιωπηλή ἀστραπή / ρυτιδώνει χαμηλά / τὸν ὁρίζοντα... / Παντοῦ σαλεύουν / ἀποχαιρετισμῶν μαντίλια... // [] Γιατί ἀργοῦμε; / Μιὰ σειρῆνα θὰ σφυρίξῃ / τὰ μεσάνυχτα, / κ' ἡ ἀποδημία ποὺ δίσταζε / θ' ἀκολουθήσῃ τοὺς γερανούς... // Ὁ ἥλιος μὲ φωνάζει! // Ξημερώνει... []
- - - -Νάτος ὁ ἥλιος, / πάνω ἀπ' τὶς μπρούτζινες πολιτεῖες, / πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους ἀγρούς / – μές στὴν καρδιά μας!.. // Νιώθω στοὺς ὤμους / τὸ γλυκό μυρμήγκιασμα / καθὼς φυτρώνουν / ὅλο πιό νέα καὶ πιό μεγάλα / τὰ φτερά μας!..
- - - -Καλοί μου ἄνθρωποι, / πῶς μπορεῖτε νὰ σκύβετε [] / <καί> νὰ μή χαμογελᾶτε;.. // Ἀνοῖχτε τὰ παράθυρα!.. []



Τὸ ἐμβατήριο τοῦ ὠκεανοῦ

- - - -Νυχτερινὸ λιμάνι, / φῶτα πνιγμένα στὰ νερά, / πρόσωπα δίχως μνήμη καὶ συνέχεια, / φωτισμένα ἀπ’ τοὺς περαστικούς προβολεῖς μακρυνῶν πλοίων / κ' ὑστέρα βυθισμένα στὴ σκιά τοῦ ταξιδιοῦ / λοξά ἱστία μὲ κρεμασμένες λάμπες ὀνείρου / – σὰν τὶς ραγισμένες φτεροῦγες τῶν ἀγγέλων που ἁμάρτησαν / οἱ στρατιῶτες μὲ τὶς κάσκες / ἀνάμεσα στὴ νύχτα καὶ στὸ κάρβουνο... []
- - - -Φεύγει τὸ χρῶμα ἀπ’ τὸ πρόσωπο τῆς ἥμερας / καὶ τὸ φῶς δέ βρίσκει ἕνα ἄγαλμα / νὰ κλειστῆ, νὰ δοξαστῆ, νὰ γαληνέψῃ. []
- - - -...Εἴχαμε τὸν κῆπο στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας... / Ἀπ’ τὰ παράθυρα γλιστροῦσε ὁ οὐρανός, / κ' ἡ μητέρα, καθισμένη / στὸ χαμηλό σκαμνί, / κεντοῦσε τοὺς ἀγροὺς τῆς Ἄνοιξης, / μὲ τ' ἀνοιχτά κατώφλια τῶν ἄσπρων σπιτιῶν, / μὲ τὰ ὄνειρα τῶν πελαργῶν στὴν ἀχυρένια στέγη, / γραμμένη στὴ γλαυκή διαφάνεια...
- - - -Ἐσύ δέν εἰχες ἔλθει ἀκόμη... / Κοιτοῦσα τὴ δύση καὶ σ' ἔβλεπα / – μιὰ ρόδινη ἀνταύγεια στὰ μαλλιά σου, / ἕνα μειδίαμα σκιᾶς βαθιά στὴ θάλασσα...
- - - -Ἡ μητέρα μοῦ κρατοῦσε τὰ χέρια∙ / μὰ ἐγώ, / πίσω ἀπ’ τὸ τρυφερό της ὦμο, / πίσω ἀπὸ τὰ μαλλιά της, τὰ χλωμά, / στρωτά, μ' ἑν' ἄρωμα ὑπομονῆς κ' εὐγένειας, / κοιτοῦσα σοβαρός τὴ θάλασσα... // Ἕνας γλάρος μὲ φώναζε / στὸ βάθος τῆς ἑσπέρας / ἐκεῖ στὴ γαλανή καμπύλη τῶν βουνῶν... // [] Κηδέψαμε προχτές τὸ πρῶτο χελιδόνι / μὲ τὰ θλιμμένα φλάουτα τῶν λουλουδιῶν. / Ὕστερα, τὰ παιδιά κάθησαν μόνα / μπροστά στὸ βραδυνό παράθυρο, / νὰ βλέπουνε τὸν ἥλιο ποὺ πεθαίνει. // Πίσω ἀπ’ τὸν ἄσπρο τοῖχο τῆς αὐλῆς / ξυπνοῦσε ὁ δρόμος / καὶ καθώς ἔλυωνε χρυσό τὸ φῶς ἀπόμακρα / ἀνέβαινε ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν βουνῶν, / μὲ τὸ ἀμίλητο βῆμα τοῦ θανάτου, / ὥς τ' ἄσπρα χέρια μας, / ὥς τὴν καρδιά μας, / ὥς τὸ σκυμμένο μέτωπό μας...
- - - -Μητέρα, ποιός χτυπάει / τὴ γαλάζια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα;
- - - -Σύννεφο ἀσημένιο πλάι στὸ φεγγάρι... // Οἱ γέροι ναυτικοί, / ποὺ δέν ἔχουν πιὰ καΐκια, / ποὺ δέν ἔχουν πιὰ δίχτυα, / κάθονται στὸ βράχο / καὶ καπνίζουν στὴν πίπα τους / ταξίδια, σκιά καὶ μετάνοια. // Ὅμως ἐμεῖς / δέν ξέρουμε τίποτε / ἀπ’ τὴ στάχτη στὴ γεύση τοῦ ταξιδιοῦ. / Ξέρουμε τὸ ταξίδι / καὶ τὸ γλαυκό ἡμικύκλιο τοῦ ὁρίζοντα, / ποὖναι σὰν τ' ἄγριο φρύδι / θαλασσινοῦ θεοῦ. // Πηδᾶμε στὶς βάρκες, / λύνουμε τὰ σκοινιά, / καὶ τραγουδᾶμε τὴ θάλασσα, / κοιτῶντας τὸ ἀσημένιο σύννεφο / πλάι στ' ἀνοιξιάτικο φεγγάρι... // Ποιά διαμαντένια πολιτεία / κοιμᾶται πίσω ἀπ’ τὰ βουνά; / Ποιά φῶτα τρέμουν πέρα στὴ νύχτα / καὶ μᾶς φωνάζουν;..[]
- - - -Ἀκούσαμε τὸ τραγοῦδι τῆς θάλασσας / καὶ δέ μποροῦμε πιὰ νὰ κοιμηθοῦμε... // Μητέρα, / μή μου κρατᾷς τὸ χέρι!..[]
- - - -Χρώματα πρωινά διαλυμένα στὸ νερό, / πυρκαϊές δειλινῶν στοὺς ὤμους τῶν γλάρων, / κατάρτια ποὺ δείχνουν τὸ ἄπειρο, / ἀνοιχτά κατώφλια στὸ βῆμα τῆς νύχτας, / καὶ πάνω ἀπ’ τὸν ὕπνο τῆς πέτρας / μετέωρο κατάφωτο ἀσίγαστο / τὸ τραγοῦδι τῆς θάλασσας / νὰ μπαίνῃ ἀπ’ τὰ μικρά παράθυρα / νὰ σχεδιάζῃ κήπους, λάμψεις καὶ ὄνειρα / στὰ σιωπηλά τζάμια καὶ στὰ κοιμισμένα μέτωπα...[]
- - - -Σεπτή καρδιά, / ἀνύποπτη παιδική καρδιά, / ποὺ ποτέ δὲν ἀρνιέσαι!.. [] Γυμνοί παλέψαμε στὴν ἀμμουδιά τὸ μεσημέρι..- / [] πιό πολύ γιὰ τὸ ἀγκάλιασμα παρά γιὰ τὴν πάλη, / πιό πολύ γιὰ τὴν πάλη παρὰ γιὰ τὴ νίκη, / μονάχα γιὰ τὴ νίκη!.. // Ἁλμυρά μαλλιά, / ἡλιοψημένοι μηροί, / ὁ φλοῖσβος ἀνάμεσα στὸ φιλί, / ἡ θάλασσα πιό πέρα ἀπ’ τὸ σπασμό... // Τὰ μεσημέρια βουίζοντας κατέβαιναν [] / νὰ τυλίξουν μ’ ἄσπρες φλόγες τὰ ψαράδικα σπίτια, / νὰ κάψουν τὶς καρδιές ποὺ δὲν ἀντιστέκονται!.. []
- - - -Ἄκουσε τὸ τραγούδι μας, μητέρα, / τὸ τραγούδι τοῦ νέου ταξιδιοῦ!.. // Ἐσύ, ποὺ κλαῖς τὸ θάνατο, / δέ μᾶς γνωρίζεις... // Ἡ θάλασσα δέν κλαίει... / Τραγουδάει...
- - - -Σκόλασμα κυριακάτικης λειτουργίας... / Ἀσβεστωμένη αὐλή, / κατάντικρυ στὸν πόντο τὸ σιωπηλό καμπαναριό, / ποὺ σήμανε ψυχοσάββατα ναυτικῶν / καὶ τώρα γελάει στὴ λιακάδα... // Ἔχουμε τὴν πίπα τοῦ πατέρα στὰ χείλη, / κάτω ἀπὸ τὸ μαθητικό πηλήκιο∙ / στὸ στῆθος κεντημένος ὁ Σταυρός τοῦ Νότου / κ' ἡ ἄρχαια Γοργόνα. // Σκούρα φανέλλα ναυτική, / κλεισμένη ὣς τὸ λαιμό, / κι ὅπως μᾶς βλέπουν τὰ κορίτσια / παίρνουμε τὸ πλατύ κι ἀνοιχτό βῆμα / τῶν κοσμογυρισμένων καπετάνιων! // [] Μὰ ἐνῶ μᾶς χαιρετᾶνε τρυφερά / τὰ ἤρεμα σπίτια / μὲ τὴ σκυφτή γαζία στὸν ἄσπρο τοῖχο, / θὰ μπῇ καὶ πάλι ἀνάμεσά μας / νὰ μᾶς νικήση ἀκόμη μιὰ φορά / ἡ λάμψη τῆς μεγάλης θάλασσας!.. // Ἔ, καπετάνιε, / φάε τὸ ξερό ψωμί σου βιαστικά / καὶ τὴ μαύρη ἐλιά / βουτηγμένη στ' ἁλάτι καὶ στὸν ἥλιο / πάνω στὸν ὄρθιο βράχο ! // Καιρός ν' ἀνοίξουμε πανιά!.. // Καθὼς ἀνασαίνουμε, / φουσκώνει τὸ γλαυκό πανί τοῦ ζέφυρου / κ' οἱ φωτεινές πτυχές του / κυματίζουν / ὥς πίσω ἀπὸ τὰ εὐτυχισμένα στήθια / τῶν μακρυνῶν βουνῶν... // Δέν ἐχει σύνορα ἡ καρδιά μας / που ἀγάπησε τὴ θάλασσα. // Ἕνα φλάμπουρο ὑγείας, / [] καρφωμένο στὴν πέτρα, / χαιρετάει τὸν οὐρανό / σαλεύοντας πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους / μεγάλους ἴσκιους δροσιᾶς / ἀπὸ θάλασσα πρωινή / μὲ ἄσπρα πανιά καὶ νησιά / ἀνθισμένα στὴ μέση του Μάη! []
- - - -...Ἔξω στὸ λιακωτό, σιμά στὴ θάλασσα, / τὸ βραδυνό τραπέζι μας, λιτό... Μούσκευε στὸ κρασί ψωμί σταρένιο ἡ Ἄνοιξη / καὶ τὸ φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε / στὰ ἑλληνικά χωμάτινα λαγήνια / σκηνές ἀπὸ τὴν Τροία... // Τὄξερες πὼς θὰ φύγουμε, μητέρα, / κι ἁλάτιζες τὸ δεῖπνο μας μὲ δάκρυ, / σκυφτή καὶ λυπημένη κάτω ἀπ’ τ' ἄστρα, / καὶ στὰ περβάζια τοῦ νησιοῦ στενάζαν τὰ κορίτσια / που ἀρραβωνιάστηκαν τὸν Ὀδυσσέα. // [] Ὅταν γυρίζαμε τὸ βράδυ / μὲ ματωμένα χέρια καὶ σπασμένα γόνατα / κομίζοντας τὰ λάφυρα τῆς κούρασης / – ὑδάτινες εἰκόνες που ἀρνοῦνται τὸ σχῆμα, / ρόδινες κωδωνοκρουσίες δειλινῶν, / τὴ μετάνοια τοῦ σπασμοῦ, / τὴν κενότητα τῆς ἄθλησης – / ἐκεῖ, κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο τοῦ θαλασσινοῦ κοιμητηριοῦ, / τὰ παιδικά μας μάτια ὠσφραίνονταν τὴ σιωπή, / ἄκουγαν τὴν ἔλευση τῆς νύχτας, / ἄκουγαν τὸ φλάουτο τῆς ὀμορφιᾶς, / ποὺ παρηγορεῖ τὸ λυπημένο μέτωπο / καὶ δικαιολογεῖ τὰ πεπρωμένα...[]
- - - -Φτερούγισμα θαλασσινῶν πουλιῶν / στὶς ἄφωνες σπηλιές τῶν βράχων∙ / τὰ σχέδια τῶν ἀγγέλων / κεντημένα μὲ ἀστέρια στὸ ράγισμα τοῦ νεροῦ / σιμά στὴν ἀντίσταση τῶν χαλικιῶν, / στὴν πράσινη σκιά τοῦ μώλου, / κάτω ἀπὸ τὰ μεγαλωμένα μάτια / τῶν συλλογισμένων ἀγοριῶν...[]
- - - -Κλείναμε τὰ μάτια, / στὸ λευκό πατρικό μας κρεββάτι... // Ἡ λάμπα σβησμένη. / Στὸ κάδρο τοῦ παράθυρου / ἡ μυστική ἀνταύγεια τῆς θάλασσας. / Πίσω ἀπ’ τοὺς φράχτες καὶ τὰ δέντρα / ἀκούγαμε / τὴ μεγάλη φωνή της νὰ μᾶς κράζῃ, / νὰ γεμίζῃ τὸν ὕπνο μας μὲ γαλάζια τοπία / ὁλάνθιστα μὲ πάλλευκα πανιά!.. [] // Ἀπὸ κεῖ τοῦ θεοῦ ἡ κραυγή μᾶς ὠνόμαζε. // Αὔριο θὰ κολυμπήσουμε πάλι, / αὔριο θὰ ταξιδέψουμε πάλι, / αὔριο ἡ αὐγή θὰ ρωτάῃ τὴν ἀντοχή μας / κ' ἐμεῖς θ' ἀπαντοῦμε στὴ θάλασσα...[]
- - - -Εἶχαν ἔρθει τὴν αὐγή τὰ καράβια, / φορτωμένα στάρι, κάρβουνο καὶ κρασί. [] // Ἑσύ πέταξες τὸ ψωμί, τὸ κρασί καὶ τὸ κάρβουνο, / κ' ἔμεινες γυμνός μέσα στὴ θάλασσα. // [] Εἶχε ἡ ὥρα τὸ χρῶμα μυστικοῦ μαργαριταριοῦ / βυθισμένου στὴ σκέψη τῆς αὐγῆς / μὲ φωνές μακρυνές, γεμᾶτες κίνδυνο καὶ ὑπόσχεση... // Κοίταξες τὸ κορμί σου στὰ νερά / κι ἀγάπησες τὰ νερά ξεχνῶντας τὸ κορμί σου...[]
- - - -Ὅλη τη νύχτα κλάψαμε / σκυμμένοι στὸ ἄσπρο φέρετρο ἑνὸς γλάρου. // [] Ὕπνος βαρύς τὰ ξημερώματα / στὴν ἱστορία τῶν κοχυλιῶν / λυωμένα τὰ κεριὰ / στὴν ἐκκλησία τῆς θάλασσας... // Κ' ἦταν τὸ καράβι, ποὺ περίμενε, / μὲ τὴν πλώρη χαραγμένη στὸ φῶς τοῦ ὄρθρου. / [] Κοιμήσου ἀπόψε μὲ τὴν καρδιά πικρή / σὰν τὸ ψωμί τῶν ψαράδων στὴ θύελλα. // Αὔριο θὰ ξεριζώσουμε τοὺς σταυρούς / τοῦ θαλασσινοῦ κοιμητηριοῦ, / νὰ σκαλίσουμε βάρκες παιδικές, / νὰ σκαλίσουμε ἀγάλματα τῆς θάλασσας, [] // γιὰ νὰ γεμίσουμε τὸ σπίτι που ἐρημώνεται... []
- - - -Τὰ κατάρτια χαμένα, / οἱ καπνοί βυθισμένοι / πίσω ἀπ’ τὴν ἄφωνη καμπύλη του νεροῦ / ποὖναι σὰν τὸ γόνατο κοιμισμένης μητέρας. // [] Ἕνα μικρό προσευχητάριο μοναξιᾶς, / κάτω ἀπ’ τὴ βραδυνή βροχή, / τὸ εἰκονοστάσι τοῦ Ἁι-Νικόλα στὴν ἀκρογιαλιά, / ὅπου σταματάει τὸ Φθινόπωρο / νὰ ρίξῃ ἕνα κίτρινο φύλλο, / ἐνῶ ἡ βοή τῆς τρικυμίας μακραίνῃ / στὴ θαμπή ἀμμουδιά, / στὴ δακρυσμένη ἀστροφεγγιά / τοῦ σιωπηλοῦ Σεπτέμβρη... // [] Στὸ πράσινο σπιτάκι τῆς ἀκτῆς / μας πρόφτασε μονάχους ὁ χειμῶνας. // [] Ἀπ' τὸ παράθυρο εἴδαμε νὰ φεύγουν / οἱ τελευταῖοι παραθεριστές / καὶ τὸ μικρό καΐκι μὲ τ' ἄδεια καλάθια. // [] Σὲ λίγο θαρθῇ / ἡ λυπημένη βροχή / νὰ ξεπλύνῃ τὰ λυρικά ὀνόματα / καὶ τὰ παιδικά σχέδια / καὶ τὶς θαλασσινές ἀνταύγειες / ἀπὸ τὶς βάρκες τοῦ καλοκαιριοῦ... // [] Τὰ δέντρα τῆς προκυμαίας / – γερτά καὶ μονάχα / στὸ λεηλατημένο σύθαμπο – / ξύλινες προτομές τοῦ Θέρους. // Ποὺ πῆγε ἡ ὀρχήστρα τῶν μικρῶν κοριτσιῶν / στὸν παραθαλάσσιο κῆπο / ὅπου τὰ βράδυα πίναν οἱ ναῦτες / ἀνάμεσα στὰ δέντρα / καὶ χτύπαγαν τὸ πόδι στὸν ἀέρα / γιὰ ἕνα φλουρί φεγγαριοῦ / στὰ μαλλιά της πίσω ἀπ’ τὰ βασιλικά;.. / Τὶς νύχτες, / μονάχα ἡ πελώρια πράσινη ἀνταύγεια τῆς θάλασσας / περιπλανιέται ἐρημική στοὺς ἀπόκρημνους βράχους... []
- - - -Θεέ μου, σ' εὐχαριστοῦμε / ποὺ μείναμε ἔτσι μόνοι, ἔτσι θλιμμένοι, / γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ κοιτᾶμε / δίχως δέος τὸν οὔρανο, / γαλήνιοι κι ἀπέραντοι / καθὼς τὸ ἄπειρο, / ξεχασμένοι κι ἀγνώριστοι / καθὼς τὸ ἄγνωστο. // [] Παιδάκια σιωπηλά κι ἀπορημένα, / μὲ τ' ἁλατισμένα ματόκλαδα, / μὲ τὰ μεγάλα μάτια τὰ γαλάζια, / περνᾶμε φοβισμένα στὶς μεγάλες πολιτεῖες, / κάτω ἀπ’ τὰ νοσοκομεῖα ποὺ μυρίζουν ὕπνο κ' ἱδρῶτα, / κάτω ἀπ' τὰ σπίτια μὲ τοὺς κόκκινους γλόμπους, / κάτω ἀπ' τὰ μέγαρα, / ποὺ καπνίζουν αἷμα, νύχτα κι ἁρπαγή... []
- - - -Μητέρα, μητέρα, / [] ποὖναι τὸ μακρόθυμο χέρι σου, / ν' ἀκούσουμε τὴν αὐγή καὶ τὴ θάλασσα, / νὰ ζεστάνουμε τὴ μοναξιά;.. // [] Πίσω ἀπ’ τοὺς τοίχους παραμονεύουν. [] // Πόρτες χάσκουν στὴ νύχτα, ξίφη ἀστράφτουν, / ἕνα φεγγάρι ἀποκεφαλισμένο... // [] Κύριε, Κύριε / – καὶ μεῖς ἐδῶ, / στὴ μέση τῶν μεγάλων δρόμων, / λυπημένοι κι ἀδέξιοι, / μὲ τὸ ἄδειο δισάκκι στὰ χέρια, / μ' ἕνα κλουβί ἀηδονιῶν στὴ ράχη, / μὲ τὴν πλατειά μνήμη τῆς θάλασσας στὸ μέτωπο... []
- - - -Παιδί μελαχροινό, μὲ τὰ γαλάζια μάτια, / μὲ τὰ πυκνά μαλλιά ποὺ τὰ χτένισε ἡ θάλασσα∙ / παιδί μὲ τὸ ἀνεύθυνο βάδισμα, / ποὺ ποτέ δὲ ρωτοῦσες τὴ γῆ∙ περήφανο παιδί, που ἀρνιόσουνα / τὴν ἐκκλησία τῆς Κυριακῆς, / ποὺ ἔφτιαχνες χαρταετούς καὶ πλοῖα / μὲ τὰ τετράδια τῆς Ἀριθμητικῆς, / θυμᾶσαι τὸ γέρο καπετάνιο, / ποὺ ξέχασε τὸ λιμάνι κοιτάζοντας τ' ἀστέρια, / γιὰ νὰ κερδίσῃ τὴ νιότη τραγουδῶντας τὴ θάλασσα;..
- - - -Ἔτσι, / τὴν ὥρα πού μᾶς ἄφηνε / τὸ τελευταῖο χαμόγελο τῆς νύχτας, / καὶ δέν εἴχαμε ἄλλο πλοῖο νὰ μπαρκάρουμε / κ' ἦταν οἱ προκυμαῖες χωρίς φανάρια κ' ἐπιβάτες, / ἀπαντήσαμε τὸν ἴσκιο μας, ὦ παιδί τῆς θάλασσας, / ἀπαντήσαμε σένα, / μ' ἕνα φεγγάρι ἀνοιξιάτικο στὰ χέρια, / νὰ βηματίζῃς μονάχο στ' ἀκρογιάλι ἀνάμεσα στὰ βράχια / ὅπου ρεμβάζουν γαλήνια τὰ καβούρια κ' οἱ φώκιες. // [] Ἔτσι μονάχοι, μονάχοι / [] – σὰν ἕνα εἰρηνικό ὠκεάνειο πουλί, / χορτασμένο ἀπὸ ἀνταύγειες καὶ σιγή, / ἐρημωμένο ἀπ' τὴ νύχτα καὶ τὸν ἔρωτα. // [] Κύριε, Κύριε! / Φέρε μου πάλι / τὸ οὐρανί φόρεμα τῆς προσευχῆς! / Φέρε μου πάλι τὴν καρδιά / [] νὰ δυνηθῶ νὰ κλάψω / γιὰ τὸ τραῦμα μιᾶς πυγολαμπίδας, / [] ὅταν ἡ καμπάνα τοῦ νησιοῦ μας / θὰ σημαίνῃ πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα / τὴ λευκή ἀθῳότητα τῆς Κυριακῆς, / τὴ χαμένη μας ἄγνοια, / τὴ χαμένη μας ὑγεία. // [] Στὰ μικρά παράθυρα τῆς ἀκροθαλασσιᾶς / θ' ἀνθίσουν πάλι ἀγάπες καὶ γεράνια, / καὶ θἄρθῃ ἕνας μικρός Χριστός νὰ μᾶς πάρῃ ἀπ’ τὸ χέρι / νὰ παίξουμε ὥς τὸ δειλινό κάτω ἀπ’ τὶς πασχαλιές / μαζί μὲ πελαργούς, θαλάσσιες αὖρες καὶ ἥλιο. []
- - - -...Ἦχος γαληνός τοῦ ἀλαφρωμένου νεροῦ, / ἀχνό περπάτημα στὴν ἄμμο τῶν ψαράδων / – τὰ παιδιά κοιμοῦνται στὶς βάρκες / κι ἄγγελοι λούζονται στὸν ὕπνο τους... // Ἄρωμα χόρτου κι ἄρωμα τῶν ἄστρων...[]
- - - -Τὰ κουρασμένα χέρια μας / ραντισμένα μὲ τὴν καινούργια δροσιά / καὶ τὰ μαλλιά μας μυρωμένα / μὲ τὴ σκιά τῆς χτεσινῆς ὀδύνης.
- - - -Δὲν ἔχει σύνορα, μητέρα, ὁ κόσμος!..[]

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, [2], 3, 4, 5