- Γιάννης Ρίτσος (γ)


- - - - - - - - -
-
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, 2, [3], 4, 5

Ἡ καμπάνα

Ποιός ἦταν ποὺ κρέμασε (καὶ πότε;) πάνω ἀκριβῶς ἀπ’ τὸ τραπέζι
καταμεσίς στὸ ταβάνι, αὐτή τὴ μαύρη καμπάνα; Πρὶν μῆνες; πρὶν χρόνια;
Σκυμμένοι στὸ πιάτο μας, δὲν τὴν εἴχαμε δεῖ. Ποτέ δὲ σηκώσαμε
λίγο πιὸ πάνω τὸ κεφάλι – ποιός ὁ λόγος ἄλλωστε; Μά, τώρα,
τὸ ξέρουμε – εἶναι ἐκεῖ, ἀμετάθετη. Ποιός τάχα τὴν πρωτόδε; ποιός μᾶς τό ’πε
ἀφοῦ κανείς μας δέ μιλάει; Ἴσως, μιὰ νύχτα, ἀκολουθῶντας τὸ ποτήρι,
στραγγίζοντας τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ κρασιοῦ, μέσ’ ἀπ’ τὸ ἄδειο
θαμπωμένο ποτήρι, νὰ τὴν πῆρε τὸ μάτι μας. Σκύψαμε ἀμέσως
ἀκόμη πιὸ πολύ. Πεινᾶμε, δέν πεινᾶμε, τρῶμε· περιμένοντας πάντα,
ἀπὸ στιγμή σὲ στιγμή, ἕνα μεγάλο ἀόρατο χέρι νὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα
ἐννέα ἢ δώδεκα φορές ἢ μία καὶ μόνη, ἀπέραντα μόνη, ἀπειθάρχητα μόνη,
ἐνῶ, ἀπὸ μέσα μας, μετρᾶμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στοὺς χτύπους.


Ἐρωτικὴ ἱστορία

Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,
κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.
Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος
πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο
ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.

Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,
μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του
ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.

Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος
νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου
κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι
ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας.


Κάθε γουλιὰ τοῦ ἀγέρα...

- - - -Κάθε γουλιὰ τοῦ ἀγέρα ἔχει μιὰν αἰωνιότητα! / Κάθε ποὺ ἀνοίγουμε τὸ στέρνο στὴν ἀνάσα, ἀνοίγει μιὰ κάτασπρη πολιτεία πέρα στὸν ὁρίζοντα ὅλα της τὰ πορτοπαράθυρα! / Τὸ φῶς περνάει ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη τὸ κορμί μας ὅπως τὸ πουλί βουτάει στὸν οὐρανό κι ὅπως περνάει τὸ στόμα του ὁ τσοπάνος σ' ὅλες τὶς τρῦπες τῆς φλογέρας!..
- - - -Τὸ βράδυ θὰ δειπνήσουμε κατάχαμα στὸ ζεστό χῶμα. / Θ' ἀνάψουμε φωτιές μὲ ξερό θυμάρι, νὰ δώσουμε σινιάλο στὸ θεό καὶ νὰ μοσκοβολήσουμε τὴν ἀγρύπνια του! [] // Ὅλη τη νύχτα οἱ λύκοι θὰ μᾶς γλείφουν τὸ λαιμό κάτου ἀπ' τ' αὐτί! / Ἡ ζεστασιά τῆς γλώσσας τους ἀχνίζει τὴν καρδιά μας / – κ' εἶναι ἡ καρδιά μας μιὰ φωλιά χτισμένη μὲ δροσιά, μὲ φύλλα ἀγριελιᾶς καὶ κοκκινόχωμα, κάπου κειδά μέσα στὰ δέντρα, κάτου ἀπ' τὸ μεγαλόφωτο οὐρανό! / Μέσα [] χαϊδολογιοῦνται ἕνα [] λιοντάρι κ' ἕνα περιστέρι!..


Ἄ, ἐκεῖνο τὸ γειτονικὸ κορίτσι...

- - - -Ἄ, ἐκεῖνο τὸ γειτονικό κορίτσι, μὲ τὸ τσίτινο φόρεμα, / μὲ τὰ σκληρά χέρια τῆς δουλειᾶς, μὲ τὸ φρέσκο χορτάρι στὰ μαλλιά της, / μὲ τὴ μυρωδιά τοῦ πρωινοῦ σαπουνιοῦ στὸ βῆμα της!..
- - - -Εἶχε δυὸ πρώιμες ἀνθισμένες πασχαλιές μὲς στὴν ὑπομονή της, / εἶχε ἕνα χνοῦδι μάνας στὴν ἁφή της!..


Ἐδῶ ὅλα τ’ ἄγνωστα...

Ἐδῶ ὅλα τ' ἄγνωστα : ἄγνωστα, κατευνασμένα
στὴ σιωπηλή παραδοχή πὼς δέ θὰ γνωριστοῦν –
ἥσυχα, ἀμίλητα κι ὠχρά
- - - - - - - - - - - - - - - - - - σὰν γνωρισμένα
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - - - - - - - - κι ἀφημένα...


Ὤ, ἐσὺ δὲν ἄκουσες ποτέ...

- - - -...Ὤ, ἐσύ δέν ἄκουσες ποτέ / αὐτό τὸ κούφιο βῆμα / τὸ βαθύ κι ἀπέραντο / – γι' αὐτό τὰ χέρια σου εἶναι / τόσο ζεστά!..
- - - -Τὴν καημένη τη γιαγιά μου ποὺ κρύωνε!.. // Εἶχε προφτάσει πολλούς θανάτους / κ' εἶχε μάθει νὰ μήν κλαίῃ, / νὰ μήν προσμένῃ / – καὶ νὰ σωπαίνῃ... // Περπατοῦσε στὶς κάμαρες / ἐλαφρά / – καθὼς ἡ νύχτα περπατάει / πάνω στὸ χιόνι. // Ἄναβε τὰ κεριά τοῦ πολυελαίου, / τυλιγόταν στὸ μαῦρο μποξά της / καὶ φυσοῦσε τὶς φοῦχτες της / νὰ ζεσταθῇ...
- - - -Ἀπόψε, / καθώς μιά στιγμή ξεφύλλισα / κάτω ἀπ' τὰ μάτια σου : [] / οἱ δυό ἄκρες τοῦ μαύρου μποξά τῆς γιαγιᾶς μου!..[]
- - - -Τὸ βλέμμα σου κελαηδάει / στὶς παγωμένες φοῦχτες της!


Ἄλλοτε διαβάζαμε τὰ μαθήματά μας...

- - - -Ἄλλοτε διαβάζαμε τὰ μαθήματά μας, κάναμε τὴν προσευχή μας καὶ λέγαμε πὼς δυό καὶ δυό κάνουν τέσσερα. / Τώρα, δυό λουλούδια καὶ δυό ἀχτῖνες δέν κάνουν τέσσερα – κάνουν τὴν ψυχή μας! / Κ' ἕνα τριαντάφυλλο καὶ μιά πεταλοῦδα δέν κάνουν δυό – κάνουν ἕνα θεό! / Κ' ἕνας θεός κάνει ὅλα! / Λοιπόν, Ἡ ψυχή μας μαζί μὲ τὴν ψυχή τοῦ θεοῦ πόσα κάνει; / Ὁ δάσκαλος δέν ξέρει. / Ἐμεῖς τὸ ξέρουμε πὼς κάνει: ἕνα! / Τὸ διαβάσαμε σήμερα στὸ ἀνοιχτό βιβλίο τοῦ ἥλιου – σήμερα ποὺ ξεχάσαμε ὅλα τὰ βιβλία!..


Παιδικὸ

Στὸ λιμανάκι ἡ θάλασσα ἀντιγράφει
τὰ φύλλα καὶ τὰ σύγνεφα καὶ τὰ πουλιά,
ὡραία, προσεχτικά καὶ καλλιγραφημένα...
Ὁ ἀγέρας, ποῦ καὶ ποῦ, μὲ κάτι γαλανές χοντρές γραμμές,
ὑπογραμμίζει βιαστικά τὰ λάθη της!
Μὰ αὐτός ποὺ γράφει ὁλημερίς κοιτάζοντας τὴ θάλασσα
δέν κάνει οὔτε ἕνα λάθος — πικραμένη μου γαλήνη! —
κι ὅλο προσμένει τὴν ἀγάπη ἀμίλητος
νὰ ὑπογράμμισῃ τὴν καρδιά μου – μόνο λάθος!..


Πολιορκημένη γειτονιὰ

- - - -Τὰ ροῦχα τ' ἁπλωμένα στὸ σύρμα / εἶναι οἱ βασανισμένες σημαῖες τῆς ζωῆς. Ὅταν ἔχῃ λιακάδα / λάμπουν τὰ χρώματα νωπά, καὶ τὰ τίμια μπαλώ­ματα / στοὺς ἀγκῶνες καὶ στὰ γόνατα, στὶς φανέλλες, στὰ σώβρακα: / σὰ φρε­σκοβαμμένοι φεγγίτες! Ἄν κοιτάξῃς μέσα / ὅλα συγυρισμένα καὶ παστρικά / καρτερικά καὶ δυνατά – ἡ γειτονιά μας ταξιδεύει / μὲ τ' ἁπλωμένα της ροῦχα στὴ λιακάδα / σὰ σημαιοστόλιστο καράβι τὸ Δεκαπενταύγουστο γιὰ τὴν Τῆνο!


Τότε ὁ Ἀλέξης

κάθησε στὰ σκαλιὰ τοῦ ξένου σπιτιοῦ κ' εἶπε:
Ἀγαπῶ ὅλη τὴν παρέα ἔτσι ποὺ μοῦ ’ρχεται νὰ κλάψω!
Καὶ σκούπισε μὲ τὴν παλάμη του τὰ παπούτσια του.
(Κ' ἐμεῖς θέλαμε νὰ φιλήσουμε τὰ σκονισμένα χέρια του.)

Τὸν Ἀλέξη τὸν σκότωσαν... Σάν περνᾶμε τὸ δρόμο τ' ἀπόβραδα
βλέπουμε νὰ κάθεται σὲ κεῖνα τὰ σκαλιά ἡ πατρίδα
μὲ σκουπισμένα τὰ παπούτσια της...


Εἶναι καὶ τούτη ἡ τρυφερότητα...

- - - -...Εἶναι καὶ τούτη ἢ τρυφερότητα νὰ μπορῇς πότε-πότε νὰ βλέπῃς, / νὰ μπορῇς νὰ ξέρῃς πὼς ὑπάρχουν ἀκόμα ξεχασμένα / δυὸ δέντρα μὲς στὴ γκρεμισμένη μάντρα, μιὰ γυναῖκα / μὲ κινήσεις ἁπλές καὶ φυσικές σὰ νὰ καθαρίζῃ φρέσκα φασολάκια / σ' ἕνα γυμνό τραπέζι, σὲ ὥρα κανονική, σὲ κανονικό βράδυ, / σὲ μέτρα κανονικά, μιᾶς σωστῆς ἀνάγκης..- / κι ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ, / ποὺ βράζει δίπλα, στρωτός, ἀκουσμένος ξανά / μετὰ ἀπὸ μιά ἀκαθόριστη δια­κοπή...


Χωρὶς τελεία τ' ὄνειρό μας!..

- - - -Χωρὶς τελεία τ' ὄνειρό μας! Βάζαμε μόνο ἀποσιωπητικά!.. / Τὸ συνη­θίζαμε πολύ. Μᾶς ἄρεσε! Ἕνα σωρό ἀποσιωπητικά! Τόσο ποὺ σ' ἕνα ἑβδομαδιαῖο / περιοδικό, ποὺ στέλναμε τοὺς πρώτους στίχους μας, μᾶς ἔγραψαν: / Προσέχετε τὴ στίξη! Ὄχι τόσα ἀποσιωπητικά. / Αὐτό εἶναι δεῖγμα τῶν πρω­τόπειρων... Κι ἀλήθεια / μή καὶ δέν ἤμαστε πρωτόπειροι; Καὶ μείναμε ἄπει­ροι σχεδόν. / Μὰ τί σχεδόν, ποὺ μείναμε – ἄργησε ἡ μητέρα – ἐντελῶς ἄ­πειροι. // Γι' αὐτό ἀγαπούσαμε καὶ πάλι τὴν ἀρχή∙ ὄχι σὰν τὸν παπποῦ, μόνο τὸ τέλος...
- - - -Μάθαμε τελοσπάντων στίξη... Κι ὡστόσο εἶναι χιλιάδες πάλι ἀποσιω­πητικά / τ' ἀστέρια κάθε βράδυ... Τί νὰ ποῦμε; Ποὺ νὰ βάλουμε μιὰ παῦλα;..


Τὸ τραῖνο

...Σκίζει στὰ δυό τὴν πολιτεία / – μόνο στὰ δυό. Ἁπλά πράμματα: ἀπὸ δῶ τοῦτο, ἀπὸ κεῖ ἐκεῖνο / – ὅπως λέμε: τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι∙ ὅπως λέμε: / ἡ ζωή κι ὁ θάνατος∙ κι ὅπως ἔλεγε ἡ γριοῦλα, δένοντας τὸ τσεμπέρι της: / ἀπ’ τὴ μιά μπάντα, παιδί μου, τὸ καλό, ἀπ’τὴν ἄλλη τὸ κακό... Τόσο ἁπλά!..


Ἤτανε τότε...

- - - -...Ἤτανε τότε ἑνα περβόλι γυάλινο ἔξω ἀπὸ τὰ παράθυρά μας, / τὸ σπίτι μύριζε πρωινό καφέ καὶ γιασεμί, ὁ ἥλιος ἔμπαινε στὴν κουζίνα. / Ἡ μητέρα κρεμοῦσε τὰ γυαλισμένα μπρίκια / κ' ἦταν σὰ νἄκοβε φῶτα ἀπόνα ποτάμι καὶ νὰ τἄδενε σὲ μικρά μπουκέτα. / Ἦταν καὶ κεῖνος ὁ μικρός βοσκός, ποὺ σφύριζε πέρα στὸ γαλανό λοφίσκο. / Αὐτό ἠταν τὸ σύνθημα. Ξέραμε. Δέν πίναμε τὸ γάλα μας. Κρύωνε στὸ τραπέζι, / δίπλα στὰ πετσετάκια τὰ κεντημένα μὲ μικρά γαϊδουράκια καὶ μεγάλες κίτρινες μαργαρίτες, / κι ὁ ἀσημένιος δίσκος ἦταν τὸ δροσερό πρωινό φεγγάρι λιγάκι νυσταγμένο / – γι' αὐτό εἰχε βγῆ ἡ μητέρα πρωί-πρωί στὸν κῆπο, μὲ λυτά μαλλιά: / νὰ πάρῃ τὸ φεγγάρι, ποὔπεσε στὰ τριαντάφυλλα, καὶ τὰ μαλλιά της γέμισαν μαργαριτάρια! / «Πιῆτε, λοιπόν, τὸ γάλα σας!» Δέν ἄκουγε τάχα ἡ μητέρα τὸ σφύριγμα; Μᾶς πρόσμενε ὁ μικρός τσοπάνος, νὰ μᾶς μάθῃ φλογέρα! / Κι ὅ,τι ἀγγίζαμε, [] / μιὰ κοῦπα, ἕνα βιβλίο, τὴ ράχη μιᾶς καρέκλας, / ἤτανε σὰ νὰ δοκιμάζαμε τὰ δάχτυλά μας στὴ φλογέρα!..


Τὸ σπίτι μας...

- - - -Τὸ σπίτι μας μοσκοβολοῦσε ρίγανη, κερί λυωμένο καὶ μπαροῦτι∙ / μὰ πιότερο τὶς μέρες ποὔβρεχε κ' ἔμπαινε ἀπ' τὶς χαραματιές τῶν χωραφιῶν ἡ ἀνάσα: / φουσκί βρεμμένο, ἀλυγαριά, σανός, ρετσίνι, σιναπόσπορος.
- - - -Τότε τὸ χάναμε τὸ σπίτι μας∙ / γινόταν σὰν τρικάταρτο ποὺ ἀρμένιζε στὶς πέντε θάλασσες, / ἢ σὰν τὴν κιβωτό ποὺ σκαμπανέβαζε στὰ οὐρανοκρέμαστα ποτάμια∙ / κ' ἤμαστε μέσα ἐμεῖς, / μαζί κ' οἱ κόττες, τὸ γουροῦνι κ' ἡ κατσίκα μας μὲ τὰ τρία νιογέννητα, / γι' αὐτό μοσκοβολοῦσε κουτσουλιά, σάπιο κυδώνι κι ἄχερο!
- - - -Ἡ μάνα μας, ἀπ' ὅταν τὴ θυμᾶμαι, ἦταν ντυμένη μές στὰ μαῦρα, / γιατὶ ὅλο κάποιος ἀπὸ τοὺς δικούς της θὰ μᾶς εἶχε ἀφήσει χρόνους∙ / ὡστόσο ἐμεῖς τὸ ξέραμε πὼς πάρα μέσα δέν τῆς λείπει τὸ γαλάζιο μεσοφόρι / – γι' αὐτό τὰ μάτια της, τὸ βράδυ, μές ἀπ' τὶς ρυτίδες της, / ἦταν σά δυό ἀστρουλάκια ἀνάμεσα στὰ φύλλα τοῦ ἐλαιῶνα!..

- - - -Δῶ μέσα εἶναι ὅλα ἁπλά καὶ σιωπηλά καὶ παστρικά – ὅπως εἶναι / τ' αὐτιά τοῦ πιὸ μικροῦ μας ἀδερφοῦ / ποὺ τὸν πηγαίνουνε τὴν Κυριακή στὴν ἐκκλησία∙ / τὸ κάθε πράμμα βρίσκεται στὴ θέση του μέσα στοῦ τοίχου τὸ ντουλάπι / ὅπως τὸ μέλι στὰ κελλάρια τῆς κερήθρας / – τὸ καφεκούτι, τὰ δαφνόφυλλα γιὰ τὶς φακές καὶ τὸ στυφάδο, / τὸ χαμομήλι καὶ τὸ μολοχάνθι κ' οἱ βεντοῦζες γιὰ τὶς θέρμες, / τὰ βάζα μὲ τὸ στρογγυλό νεράντζι, τὴ μαστίχα καὶ τὸ κίτρο, / καὶ τ' ἀσημένια κουταλάκια τῆς γιαγιᾶς / γιὰ ὅταν μᾶς ἔρχωνται μουσαφιρέοι τὶς σκόλες...
- - - -Δέν πελαγώνουμε ποτές. Ὅ,τι γυρέψῃς, ξέρεις ποῦ θὰν τὄβρῃς. / Ἡ ρόκα, τὰ σταμνιά, οἱ ἀνθρῶποι κ' οἱ καρέκλες κι ὁ κατρέφτης, / ὅλα σφιχτοδεμένα καὶ καλοβαλμένα ὡς εἶναι τὰ κουκκιά μέσα στὸ ρόιδι...
- - - -Κι ἄν τρίξῃ κεραμίδι, κι ἄν ραγίσῃ τοῖχος, / σκουπίζει ἡ μάνα μας τὰ μάτια της – κ' ἐμεῖς τὄχουμε μάθει: / πὼς τὰ κουκκιά αὐγαταίνουνε καὶ σπάζει τοῦ ροϊδιοῦ τὸ φλούδι!..
- - - -Καὶ πάνου ἀπὸ τὴ στέγη μας στέκει κάθε βραδυά ἢ γαλήνη ἀσάλευτη / ἔτσι ποὺ στέκει ἀπάνου-ἀπάνου στὴν καντήλα μας δυό δάχτυλα τὸ λάδι...


Ὁ θάνατος μπαινόβγαινε...

- - - -Ὁ θάνατος μπαινόβγαινε στὸ σπιτικό μας δίχως νὰ χτυπάῃ τὴν πόρτα, / μάθαμε τὸ βῆμα του καὶ τὰ φερσίματά του – τὸν μάθαμε καὶ δαῦτον! / Στὴν ἀρχή ἠταν καινούργια τὰ παπούτσια του – ἔκανε θόρυβο. / [] Ὕστερις γένηκε πιό μαλακός [] / – κι ἀπέ, σάν ὁταν κλείνῃς τὴν πόρτα καὶ λές καληνύχτα καὶ δέν ἐχῃ φεγγάρι στὸ δρόμο... // Τώρα κάθεται δίπλα στὸ σβηστό τζάκι, ξυπόλητος καὶ μαγκούφης, ἥσυχος...


Εἰρήνη...

- - - -Εἰρήνη εἶναι ἡ μυρωδιά τοῦ φαγητοῦ τὸ βράδυ, / τότε ποὺ τὸ σταμάτημα τοῦ αὐτοκίνητου στὸ δρόμο δέν εἰναι φόβος, / τότε ποὺ τὸ ἄνοιγμα στὴν πόρτα σημαίνει φίλος, / καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παράθυρου, κάθε ὥρα, σημαίνει οὐρανός!..[]
- - - -Εἰρήνη εἶναι ἕνα ποτήρι ζεστό γάλα κ' ἕνα βιβλίο μπροστά στὸ παιδί ποὺ ξυπνάει, [] / τότε ποὺ ἕνα τραγούδι ἀνεβαίνῃ ἀπὸ κατώφλι σὲ κατώφλι τὴ νύχτα – [] / εἶναι τ' ἀλφαβητάρι τῆς καλωσύνης στὰ γόνατα τῆς αὐγῆς [] / τότε ποὺ ὁ θάνατος πιάνῃ λίγο τόπο στὴν καρδιά...[]
- - - -Δῶστε τὰ χέρια, ἀδέρφια μου – αὐτό ’ναι [] Εἰρήνη !..


Ὅταν θαυμάζης, ὅταν ἀγαπᾶς...

– Ὅταν θαυμάζῃς, δείχνεις μόνο τὸ μισό σου θαυμασμό, γιὰ νὰ κρυφτῇς./ Ὁ ἄλλος μισός εἶναι τέρας – θέλει νὰ φάῃ ὅ,τι θαυμάζεις / καὶ τρώει ἐσένα!.. Πές μου λοιπόν, πές μου, πές μου! Μπορεῖς νὰ γλυτώσης;
– Μποροῦμε. / Ὅταν θαυμάζουμε, ὅλος ὁ θαυμασμός [] εἶναι ἀγάπη!
– Ὅταν ἀγαπᾷς, ἡ μισή ἀγάπη εἶναι φόβος γιὰ τὸ χαμό τῆς ἀγάπης./
Ἡ ἄλλη μισή εἶναι μῖσος γιὰ τὴ σκλαβιά τῆς ἀγάπης. / Ὅλη ἡ ἀγάπη εἰναι πόνος ποὺ λείπει ἡ ἀγάπη. / Ποὖναι ἡ χαρά τῆς ἀγάπης; Ποὖναι ἡ ἀγάπη;
– Σάν ἀγαπᾶμε, ὅλη ἡ ἀγάπη εἶναι ἀγάπη. / Ἀγαπᾶμε!..


Καμμιὰ φορὰ ποὺ βραδιάζει...

- - - -...Καμμιὰ φορὰ ποὺ βραδυάζει, καὶ σηκώνουμε τὸ κεφάλι, [] / εἶναι μιὰ μυγδαλιά ποὺ σεργιανάει σά νύφη στὸ περβόλι, / φωτάει μὲ τ' ἄσπρα της λουλούδια τὸ πηγάδι, τὸ γουρούνι, / φωτάει τὴ ροῦγα κ' ἡ ροῦγα μεγαλώνει, / πιὸ πέρα φέγγει τὸ βουνό σὰ γυάλινο ποτήρι, / πιὸ πέρα ἡ θάλασσα, ποὔχει στὸν ἀργαλειό της χτένι τὸ φεγγάρι...


Πρὸς τὰ μέσα ἤ πρὸς τὰ ἐξω;

- - - -Εἶναι ἕνα χρῶμα κόκκινο, ἔντονο σὰ γέλοιο, / σ' αὐτή τὴ στέγη, ἀνάμεσα στὰ δέντρα∙ εἶναι καὶ τ' ἄλλο / σύντομο χρῶμα τῆς σκιᾶς ἑνὸς κλαδιοῦ / ἐπάνω στὸ νερό. Μιὰ γυναῖκα / ἔκανε μιὰν ἀέρινη κίνηση, σὰ νὰ κούμπωνε τὸ φόρεμά της / μὲ τὴ φωνή ἑνὸς πουλιοῦ. Κ' ἔνιωσα παραξενεμμένος / ποὺ ἔμπαινα τόσο ἁπλά μὲς στὴ φωνή μου. Πιὸ ψηλά / ἕνα μόνο καταπράσινο φύλλο δεσπόζει στὸ τοπίο, / κ' ἡ καρδιά μου ἐφαρμόζει τόσο καλά στὸν κόσμο / ὅπως τὸ κλειδί μου στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου... Θ' ἀνοίξω!


Εἶχε ἀρχίσει νὰ βλέπῃ...

...Εἶχε ἀρχίσει νὰ βλέπῃ / καὶ τὴν πιό ἐφήμερη μαργαρίτα νὰ γνέφῃ μὲ τ' ἄσπρο της χέρι, / νὰ γνέφῃ σ' ὅλους ἀμερόληπτα – καὶ κάπως ἰδιαίτερα σ' αὐτόν.


Ἀθανασία

Αὐτός ποὺ κείτεται ἀσάλευτος μὲ σταυρωμένα χέρια
εἶχε μιλήσει κάποτε γιὰ ἀθανασία... Κι ἀλήθεια
ἡ στάση του ἡ ἀδιάφορη κι ἀλύγιστη
μήν εἰναι ἡ ἀθανασία ποὺ γι' αὐτήν εἰχε μιλήσει;.. []


Μεταποίηση

- - - -Σ' αὐτό τὸ ἀστραπιαῖο καὶ παρατεταμένο δευτερόλεπτο πρὶν ἀπ' τὸ τραῦμα, / ὅταν στὸ δέρμα του ἀκουμποῦσε τὸ μαχαίρι ἢ τὸ μπιστόλι, / μὲς ἀπ' τὸ δέρμα του κάποιο πιστό σκυλί τέντωνε τὸ λαιμό του / ἀκουμπῶντας τὸ ρουθούνι του στὸ ἴδιο σημεῖο τοῦ δέρματος μές ἀπ' τὸ δέρμα / ρουθούνι μὲ ρουθούνι μὲ τὴν κάννη τοῦ ὅπλου ὀσμίζοντας τὸν κίνδυνο / καὶ σαλεύοντας πάλι φιλικά τὴν οὐρά του: Εἶναι κι αὐτός- δ ι κ ό ς- μ α ς!..


Δῶ πέρα ὁ οὐρανός...

- - - -Δῶ πέρα ὁ οὐρανός δέ λιγοστεύει οὔτε στιγμή τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας∙ / δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισό βάρος τῆς πέτρας ποὺ σηκώνουμε [] στὴ ράχη∙ [] / σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἄχ κάτου ἀπ' τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ∙ / οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστά ἀπ' τὸν ἴσκιο τους, σάν τὰ δελφίνια μπρός ἀπ' τὰ σκιαθίτικα καΐκια∙ / ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀητός ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα / καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ' ἄστρα, / ὅταν αὐτοί πλαγιάζουνε στὸ λιακωτό μὲ τὴ μαύρη σταφίδα. // Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια, / κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ' ἄγρια μάτια καὶ μαλλιά σκοινένια, / κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τὴ βελονιά μιὰ κόκκινη γοργόνα, / κάθε κοπέλλα ἔχει μιὰ φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ' τὴ φοῦστα της, / καὶ τὰ παιδιά ἔχουν πέντε-ἕξη σταυρουλάκια πίκρα [] στὴν καρδιά τους, / σὰν τὰ χνάρια ἀπ' τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιά τὸ ἀπόγευμα.
- - - -Δέ χρειάζεται νὰ θυμηθῇς. Τὸ ξέρουμε. / Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια. Ὁ ἀγέρας εἶναι ἁψύς κεῖ πάνου...
- - - -Ὅταν ξεφτάῃ ἀπόμακρα ἡ μινωική τοιχογραφία τῆς δύσης / καὶ σβήνῃ ἡ πυρκαϊά στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς, / ἀνηφορίζουν ὥς ἐδῶ οἱ γριές ἀπ' τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια, / κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα, / κάθουνται καὶ μετρᾶν τ' ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε τὰ προγονικά ἀσημένια τους κουταλοπήρουνα, / κι ἀργά κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαρούτι!..[]
- - - -Ὁ τσοπάνος, τυλιγμένος τὴν προβιά του, / ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ του ἕνα στεγνό ποτάμι, / ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιές σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του, / καὶ τὸ ραβδί του τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπί ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ γαλάζιο τοῦ Ἑλλήσποντου.
- - - -Δέ χρειάζεται νὰ θυμηθῇς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδούκλι τοῦ νησιοῦ κ' ἡ κάπαρη. Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο μιὰ στρογγυλή φωνή ἀπὸ μαῦρο γυαλί κι ἀπο ἄσπρο ἄνεμο / στρογγυλή σάν τὰ παλιά πιθάρια. [] / Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους, / ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρῇ τὸ γιό του / ἀπ' τὴν κοψιά τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ' τὰ πέτρινα φρύδια...


Καμμιὰ φορὰ κόβαν καλάμια...

- - - -...Καμμιὰ φορὰ κόβαν καλάμια καὶ σκαλίζανε μὲ τὸ σουγιά φλογέρες / κ' ἔμεναν ἔτσι – δέν τὶς παίζανε – καὶ λογαριάζανε / τί ἦχο νὰ βγάζῃ ἡ Κυριακή σὲ μιάν αὐλή μὲ τὰ βασιλικά καὶ τὰ γεράνια / τί ἦχο νὰ βγάζῃ ἡ ἀντηλιά στὶς πλάτες τῆς κοπέλλας που ὅτι λούστηκε / τί χρῶμα νἄχη ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ καθὼς ἀδειάζει ἡ στάμνα / τί στεναγμό νὰ βγάζῃ τὸ γαρύφαλο τοῦ δειλινοῦ / πέφτοντας στὸ ποτάμι ὁπου ποτίζονται τ' ἄλογα καὶ τὰ βόδια / τί μυστικά νὰ λέῃ ἡ ἀστροφεγγιά τὰ γιασεμιά της ρίχνοντας στὴ στέγη μας;.. []
- - - -Κοιμότανε ὁ Ἅι-Γιώργης στὰ πλατάνια κάτου ἀπ' τὰ τζιτζίκια, / τὸ ποτάμι ἀναβόσβηνε σὰν ἄγγελος μαλαματένιος μές στοὺς ἴσκιους / κι ὅλη ἡ μεγάλη θάλασσα φέγγιζε μές στὴ θύμηση / ἔτσι που ἀντιφεγγίζει ἕνα παράθυρο σ' ἕνα ποτήρι τοῦ νεροῦ φρεσκοπλυμένο!..
- - - -Δέν εἰχαν τίποτ' ἄλλο... Πίσω ἀπ' τὰ γυάλινα βουνά περνοῦσε ὁ χρόνος / μὲ τὴν καπελλαδούρα τοῦ ἥλιου ἀναγερτή στὸν ὦμο του / κι ὅ,τι τοὺς ἔπαιρνε ὁ ἀγέρας ἔμενε στὴν ξαστεριά / σὰν τὸ λυωμένο χιόνι στὶς ρίζες τοῦ ἔλατου / ἀπόμενε βαθιά στὴ σιγαλιά σὰν τὸ παλιό δαχτυλίδι στὴ στέρνα / ὡς μένει λάμποντας τὸ ἁλάτι μὲς στὴ φοῦχτα τοῦ ξερόβραχου / κι ὡς ἡ φουρτοῦνα ἀφήνει στὸ βυθό ἑνα δίχτυ ἀσημένιας ἡσυχίας...


Τί περιμένουμε;..

- - - -...Τί περιμένουμε [] στὴ σκοτεινή κάμαρα; Ποῦ νἆναι τώρα /κείνη ἡ ἁλυσιδίτσα ποὺ φοροῦσες στὸ λαιμό σου, / πού ἠταν σὰ μιὰ χρυσή γραμμοῦλα γραμμένη μὲ τὸ δάχτυλο μιᾶς ἀνοιξιάτικης δύσης / στὸ καμπαναριό μιᾶς ἀγροτικῆς ἐκκλησίτσας; / Ὄχι καὶ τίποτα σπουδαῖο∙ μονάχα σά νὰ χάσαμε ἕνα γράμμα ἀγαπημένο / ποὺ θέλαμε νὰ τὸ ξαναδιαβάσουμε. Τὸ φέρνουμε στὴ θύμηση / φράση τὴ φράση. Δέν εἰναι αὐτά τὰ λόγια∙ μπορεῖ καὶ νὰ τὸ φτιάχνουμε καλύτερο. / Ὅμως μοῦ λείπει αὐτή ἡ ἁλυσιδίτσα ἀπ' τὸ λαιμό σου!..
- - - -Πολλά μᾶς λείπουν. Ὅλα μᾶς λείπουν. Ἀκόμα κ' οἱ θύμησες / φέγγουν θαμπά, μὲ κάτι μακρυνές μικρές φωτιές, σὰν τὰ κοσμήματα τῆς μητέρας / πίσω ἀπ' τὰ τζάμια τοῦ ἐνεχυροδανειστήριου, ποὺ τὰ χνωτίζει τὸ Φθινόπωρο / ἀκουμπῶντας τὴ μύτη του στὸ παράθυρο καὶ κοιτάζοντας μέσα ὅλο τ' ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου... Τί περιμένουμε;..


Γιατί νὰ φύγῃς, ἀγόρι μου;..

- - - -...Γιατί νὰ φύγῃς, ἀγόρι μου, γιατί νὰ φύγῃς; / Ἦταν ὅμορφα, γιόκα μου, γιόκα μου – γιατί νὰ φύγῃς; / Κι ἂς ἔλειπε τὸ ψωμί, κι ἂς ἔλειπε τὸ λάδι, κι ἂς ἔλειπε τὸ κάρβουνο – τὰ κουτσοπορεύαμε, / ἦταν ἥσυχα μέσα στὸ σπίτι, γιόκα μου, / καὶ τὸ παλιό κρεββάτι, μὲ τὰ μπρούντζινα πόμολα, ἦταν γερό καὶ σοβαρό σὰν Ἅγια Τράπεζα / ὅταν πλάγιαζες πάνω του φέγγαν τὰ μπρούντζινα πόμολα / σὰν τέσσερις ἥλιοι, ἀγόρι μου, ἔφεγγε ἡ κάμαρα / κι ἄκουγα τὴν ἀνάσα σου – γέμιζε ἡ κάμαρα / γέμιζε κ' ἡ καρδιά μου, ὅπως γεμίζει τὸ παλιό σταμνί στὴ βρύση, / καὶ τὸ τραπέζι ἦταν σίγουρο σάν τὰ δέντρα, / κ' οἱ καρέκλες ἦταν σίγουρες σά μικρές σκάλες που ἀνεβάζουνε σ' ἕνα μικρό-μικρό παράδεισο, / καὶ τὰ πιάτα γυάλιζαν φρεσκοπλυμένα στὴν πιατοθήκη / σά μιὰ σειρά καλοκαιριάτικα φεγγάρια... Γιατί νὰ φύγῃς;..[]
- - - -Γιέ μου, παιδί μου, ἀγόρι μου, [] / φεγγάρι μου! [] / Πές μου νὰ μάθω τὸν ἀγέρα ποὺ σὲ πῆρε, γιόκα μου, / μυρίζοντας τὸ χῶμα σάν τὴ σκύλα / χνάρι τὸ χνάρι νὰ σὲ βρῶ κάτου στὴ γῆ, πάνου ἀπ' τ' ἀστέρια! [] // Μήν εἴδατε, καλοί μου, ἕνα παιδί, τῆς πιὸ ξανθῆς ροδακινιᾶς τ' ἀνίψι / ἕνα παιδί ποὺ κοίταζε ἴσα στὴν καρδιά / ἕνα παιδί στὰ χρόνια τῆς καρδιᾶς μου / ἕνα παιδί στὸ μπόι τῆς καλωσύνης / ἕνα παιδί στὸ χρῶμα τοῦ φιλιοῦ / ἕνα παιδί ξαδέρφι τοῦ καλοκαιριοῦ / μ' ἕνα φεγγάρι θαλασσί σκουφάκι στὸ κεφάλι / μὲ δυό χιλιάδες παραθύρια ὁλάνοιχτα στὰ μάτια του;..[] // Ἄχ, ἡ ματιά του σταροχώραφο τὸ μεσημέρι / ἀνήξερα τὰ χωματένια χέρια του / σάν καὶ τὴ ζέστα τοῦ περιστεριοῦ τὸ ριζοφτέρουγο / ἔτσι ἥμερος ἀπὸ βουνίσιο ἀγέρα σὰν ὀρθό χαμόγελο / ἔρριχνε πικραμύγδαλα καὶ κουκκουνάρια στὰ ρηχά τῆς ἐρημιᾶς μας / καὶ κεῖνο τὸ παλιό μηδενικό στὰ χέρια του παλιά δεκάρα / τὴν ἔρριχνε ψηλά κορῶνα-γράμματα / ἐδῶ στὸ δρόμο, στὴν αὐλή μας, στὸ τραπέζι, / καὶ τὸ κουδούνισμά της ἦταν ἔρωτας!.. [] // Ἐγώ κ' ἡ γριά ἡ νυχτιά – χαροκαμμένο ἀντρόγυνο – / κάτσαμε καὶ τὸν κλάψαμε ὣς μές στὰ κόκκαλά μας, / ὕστερα γυά- λίσαμε τὰ παπούτσια του, / σιδερώσαμε τὰ ροῦχα του καὶ τὸν περιμένουμε... / Δέ μπορεῖ νὰ μήν ἔρθῃ – δέ μπορεῖ!.. / Εἴμαστε τόσο πικραμένοι, γιόκα μου, / ἐγώ κ' ἡ νύχτα ἡ μάνα σου / ἄλλη φωνή δέν ἔχουμε νὰ σὲ φωνάξουμε / ἄλλη φωνή δέν ἔχουμε νὰ κλάψουμε / – εἴμαστε τόσο κουρασμένοι, ἀγόρι μας, / μᾶς ἔπιασε βροχή ἀπ' τὸ χέρι καὶ μᾶς πάει...[]
- - - -Τὸ αἷμα ποὺ πίνει ἡ ἐρημιά, ἡ ζωή τὸ παίρνει πίσω / – μπουκώνω μ' ἕνα βράχο τὸ λαρύγγι μου μὴν ξεφωνίσω / φράζω τὰ δόντια μὲ βουνά κ' ἡ κραυγή πάλι βγαίνει! / Στὰ βράχια λυώνουνε τρακόσοι σκοτωμένοι / κι ὁ γιός μου, τὸ φεγγάρι μου, δέ φαίνεται στὸν κόσμο!.. [] / Δεῖξε μου τὰ χέρια σου νὰ πιστέψω ! Ξεκούμπωσε / τὸ πάνου κουμπί τῆς σιωπῆς, νὰ δῶ τὴ γραμμή τοῦ κόρφου σου..- / νὰ δῶ, νὰ καταλάβω πὼς κρατᾶς τὸ τσιγάρο σου / τ' ἀπόβραδα μπροστά στὸ κατώφλι τοῦ ἀποσπερίτη, / τὴν ὥρα ποὺ τὸ σπίτι μας ἔρχεται νὰ σὲ βρῇ, / μαζί κ' ἡ μικρὴ λεμονιά ἡ ξαδερφοῦλα σου, / μαζὶ κι ὁ κουβάς τοῦ πηγαδιοῦ σὰν τὸ καπέλλο τοῦ καλοκαιριοῦ, / μαζί καὶ τὸ περβόλι μας φτιάχνοντας σαπουνάδα τ' ἄσπρα του λουλούδια, / σάν ἀγαθός γερο-μπαρμπέρης τὸ περβόλι μας / νὰ σοῦ ξυρίσῃ ὅλη τὴν πίκρια ἀπὸ τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ξυράφι τοῦ μισοφέγγαρου...[]
- - - -Ἀγόρι μας, νὰ τυλιχτῇς!.. Ἔχει ὑγρασία τὰ ξημερώματα. / Τὰ βράδυα πέφτει τὸ φεγγάρι μὲς στὰ βράχια ἀμίλητο..- / ἄ, τὸ φεγγάρι! παγωμένο τὸ φεγγάρι! / γαλάζιο τὸ φεγγάρι, κρούσταλλο, / ὁ παγωμένος καταρράχτης κρέμεται / μὲς στὸν ἀγέρα ἀγέρας κρούσταλλο – νὰ φυλαχτῇς, ἀγόρι μας!..[]
- - - -Κ' ἐγώ, παιδί μου, που ἔτρεχα μ' ἕνα ραβδί τὸν κόσμο / ἔχασα τὸ ραβδί μου, γιέ μου, τὸ χοντρό ραβδί μου / νὰν τὸ χτυπάω στὸ κούτελο, νὰν τὸ χτυπάω στὸν τοῖχο, / νὰ δίνω τὸ ρυθμό στὸ κῦμα ποὺ μὲ πνίγει, / νὰ σὲ κρατάω ἔξω ἀπ' τὸ κῦμα ποὺ μὲ πνίγει, / κι ὄξω τὸ καύκαλό μου ἀπὸ τὸ κῦμα νὰ σοῦ φέγγῃ, γιόκα μου, φεγγάρι!..


Εἶχα τραγουδήσει τὰ χέρια του...

- - - -Εἶχα τραγουδήσει τὰ χέρια του, / δυὸ φιλντισένια περιστέρια μὲς στὸν κόρφο μου, [] / δυὸ φιλντισένια περιστέρια ὁ κόρφος μου, [] // τὰ χέρια του στὸν κόρφο μου, / τὰ χέρια του στὴ μήτρα μου, / ὁλάκερος μέσα μου, / ἐγώ τὸν γεννοῦσα – ὅταν ἔφευγε, / ἔφευγε τὸ παιδί μου ποὺ γέννησα, / ἐγώ γεννοῦσα κάθε μέρα τὸν κόσμο – ὅταν ἔφευγε / ἐμένα μέσα μου φούσκωνε / σάν τὸ ψωμί, σάν τὴ γῆ, σάν τὸν ἥλιο, / δέ χωροῦσε στὴ μήτρα μου – μὲ γέμιζε, / δέ χωροῦσε στὸ δέρμα μου – ἔσκαγε τὸ δέρμα μου – ξεφλούδιζα – / καμμένη ἀπ' τὸ μέσα μου ἥλιο – δέ χωροῦσα στὸν ἄερα – πνιγόμουνα, / ἄνοιγε τρῦπες-τρῦπες ὁ ἥλιος, / χίλια παιδιά γεννοῦσα κάθε δευτερόλεπτο, / δέ χωροῦσαν τὰ παιδιά μου στὸν κόσμο, / δέ χωροῦσα στὸν κόσμο, / γέμιζαν τὰ ὑπόγεια, ξεχείλιζαν, / δέ μὲ χωροῦσε ὃ θάνατος, / ἔξω ἀπ' τὴ ζωή κ' ἔξω ἀπ' τὸ θάνατο – δέ χωροῦσα. / Πέθαναν τὰ παιδιά μου. Δέ θήλασα ποτέ παιδί. / Μόνο τοὺς ἄντρες θήλασα. / Δέ χωροῦσα!


Ξεχασμένος καλλιτέχνης

Ἕνας ζωγράφος, μὲς στὸ ἀπόγευμα, σχεδίασε ἕνα τραῖνο. / Τὸ τελευταῖο βαγόνι ξέκοψε ἀπὸ τὸ χαρτί / καὶ ξαναγύρισε μονάχο του στὴν ἀποθήκη. / Μέσα σ' αὐτό ἀκριβῶς τὸ βαγόνι καθόταν ὁ ζωγράφος.


Πέντε καράβια είχαν βουλιάξει...

- - - -Πέντε καράβια εἶχαν βουλιάξει τὴν περασμένη νύχτα. / Τὸ πρωί, τὸ φῶς δέν ἤξερε τίποτα. Ἀθῶο-ἀθῶο∙ δέν ὑποκρινόταν. / Ἀσυχώρετο. Δέν μποροῦσες νὰ τὸ μισήσῃς μέσα στὴν ἀθωότητά του. / Περπατοῦσε μαλακά πάνω στὰ φύκια – ἤρεμο ἀπὸ ἄγνοια, / ὄχι ἀπὸ λήθη ἢ ἀπὸ πρόθεση... Καὶ τὸ καμάκι κι ὁ σουγιάς κ' ἡ ἀπόχη εἶχαν τὴν ἴδια ἀθωότητα: / ὅλα καθάρια – ποιόν νὰ κατηγορήσουμε;..
- - - -Ξανάρχιζε ἡ ἀδιάφορη εὐγένεια τῶν πραγμάτων / – μὲ τὶς γωνίες τους, μὲ τὶς σκιές τους, μὲ τὶς ἀντανακλάσεις τους... / Τὸ φῶς ἔφτιαχνε δαχτυλίδια στὸν ἀέρα σαλεύοντας τὸ μικρό του δάχτυλο, / ἡ ἀκρογιαλιά μάκραινε συρμένη στὸ φέγγος τῆς θάλασσας...

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, 2, [3], 4, 5