- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, 2, 3, 4, [5]
Ὅταν ἔρχεται ὁ Ξένος
- - - -Τὴν ὥρα ποὺ μέναμε κλεισμένοι στὴ μεγάλη κάμαρα μὲ τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες / ἦρθε Ἐκεῖνος, ἀκάλεστος, ξένος – τί ζητοῦσε; / Ἐμεῖς δέ θέλαμε νὰ δοῦμε, ν' ἀκούσουμε, νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε. / Τὸ σκονισμένο του ροῦχο ἐλεητικό – δέ ζητούσαμε ἐμεῖς εὐσπλαχνία –, / τὰ λυωμένα παπούτσια του ἀπαιτοῦσαν συμπάθεια – δέν εἴχαμε ἐμεῖς νὰ δώσουμε τίποτα –, / ξένος, ἀκάλεστος, ἀμέτοχος στὴ λύπη μας, / ἦρθε νὰ λυπηθῇ ἐμᾶς. Πίσω ἀπ' τὰ σκονισμένα γένεια του / τρεμόφεγγαν τ' ἀστέρια τοῦ χαμόγελου / μὲ αὐτή τὴν αὐταρέσκεια τῆς ἐπιείκειας, μὲ τὴ συγκατάνευση / τῆς ἀρχαίας δοκιμασίας του, σὰ νάλεγε: Κι αὐτό θὰ περάσῃ, / ὅπως οἱ κεντημένες μπάντες στοὺς τοίχους τῶν παλιῶν σπιτιῶν / σμίγοντας μιὰ νοικοκυρίστικη σοφία μὲ πολλά παράταιρα μεταξωτά λουλούδια / – τριαντάφυλλα, γαρύφαλα, πανσέδες (ὄχι μενεξέδες), / κ' οἱ κορδέλλες ὁλόγυρα οἱ κεντημένες κίτρινες...
- - - -Τί ἤθελε;.. / Κι ἄν ἔχουμε, δέ θέλουμε νὰ δώσουμε τίποτα. Ἄς μᾶς ἀφήσουν ἐπιτέλους / στὸ σεπτό σεβάσμιο πένθος μας, στὸ θάνατό μας, / στὴν περηφάνειά μας νὰ μή δειλιάζουμε μπροστά στὶς σκιές τῶν πραγμάτων νὰ μᾶς ἀφήσουν / νὰ ἐξαντλήσουμε τὴ στάση τῆς γονυκλισίας μας, ἀκούγοντας παρήγορο / τὸν ξυλοφάγο στὶς γωνιές τῆς σιωπῆς... / Νὰ φύγῃ, εἴπαμε. / Ξένος, ἀκάλεστος, ὕπουλος, / ὑποκρινόταν τὸ φτωχό γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν πλοῦτο μας, / νὰ μή μᾶς ταπεινώσῃ, νὰ μᾶς δωροδοκήσῃ μὲ τὴν ὀρφάνειά του, / μὲ τὴν ἀχάμνια του (ἔδειχνε κιόλας τὰ γυμνά πλευρά του, τὸ φαρδύ του στέρνο), / γιὰ ν' ἀποσπάσῃ ἀπὰ μᾶς ἕνα χαμόγελο πάλι, μιὰ νέα μαρτυρία ζωῆς∙ / κουδούνιζε πάνω μας τὸ βλέμμα του σάν παιδική κουδουνίστρα, / νὰ συγκεντρώσῃ τὴν προσοχή μας σ' ἕνα ἀλλοῦ∙ ἀναποδογύριζε / τὶς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ καὶ τοῦ σουρτούκου του / νὰ δείξῃ τὸ ἄδειο του, νὰ μᾶς πείσῃ∙ / κι ἀπ’ τὶς τσέπες του πέφταν λίγα χνούδια μονάχα, λίγα τρίμματα καπνοῦ / μαλακά σὰ νὰ χιόνιζε σ' ἕνα μικρό γκρίζο τοπίο, μισό μέτρο, / κ' οἱ ἀντεστραμμένες ἄδειες τσέπες του ἦταν / σάν τ' αὐτιά ἥμερων ζώων ποὺ ἀφουγκράζονται πέρα ἀπ' τὴ σιωπή, / ἢ σὰ μικρές ξύλινες σκάλες σ' ἕναν περιστεριῶνα / ὅπου μυρίζει ἀσβέστης, κουτσουλιά καὶ ζεστά πούπουλα. / Ἦταν μιὰ ἀρχή ἀπὸ μικρή τρυφερότητα ποὺ δέν ξαφνιάζει, δέ μετατοπίζει∙ / ἦταν μιὰ μετρημένη λήθη, νὰ ξεθαρρευτοῦμε, / νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ μνήμη πρὸς τὰ πέρα ἢ πρὸς τὰ πάνω...
- - - -Ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν αὐτός ὁ Ξένος; Τί ζητοῦσε; Ὁ δρόμος του / ἐρχόταν ἀπ’ τὸ χτές ἢ ἀπ’ τὸ αὔριο; Στ' ἄλουστα μαλλιά του / ἦταν στάχτες καὶ σταγόνες δροσιᾶς – φανερό πὼς εἶχε ὁδοιπορήσει μὲς στὴ νύχτα / κ' ἴσως νἄχε περάσει ἀπ’ τὴ φωτιά, κάτω ἀπ' τ' ἀποκαΐδια. Στὴ φωνή του ἀναγνωρίζαμε / τὸ τρίξιμο τῆς πόρτας ὅταν ἀνοίγουν νὰ μᾶς φέρουν ἕνα ζεστό, / ὅταν τὰ συνεργεῖα τῶν ξυλουργῶν στὴ γειτονιά μας πλανίζουν μεγάλα σανίδια / γιὰ νέες οἰκοδομές, ὅταν στὸν ἴσκιο τῆς μάντρας τὰ θερινά μεσημέρια / συνάζωνται μαστόροι καὶ τεχνῖτες, χειρώνακτες καὶ θεληματάρηδες, / καὶ κουβεντιάζουν γιὰ τὸ μεροκάματο, ἁπλοποιῶντας τὸ χρόνο, / στρογγυλεύοντας τὴ ζωή σὲ δυό μονάχα κανονικά ἠμισφαίρια, / τὄνα φωτεινό καὶ τ' ἄλλο σκοτεινό∙ κ' ὕστερα, στὴ μικρὴ σιωπὴ ποὺ μεσολαβοῦσε, / ἀκουγόταν τὸ τελευταῖο περσινό φύλλο ποὺ ξεκολλοῦσε ἀπ’ τὸ δέντρο / κ' ἔπεφτε μ' ἕναν τρομαχτικό κι ἀνήκουστο θόρυβο ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους, / κι αὐτοί συνέχιζαν πάλι τὴ δίκαιη κουβέντα τους γιὰ τὸ ψωμί καὶ τὸ ἁλάτι, / ἐνῶ ὁ Ξένος συνέχιζε μόνος του πιὸ πέρα...
- - - -Ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρο φωτίζονταν ὁ ἀντικρυνός τοῖχος / κάτασπρος μὲ τὸ διαγώνιο ἥλιο∙ τραβοῦσε τὸ βλέμμα∙ τραβοῦσε τὴν ἀκοή∙ / δέν ἀκούγαμε τὸ ἴδιο μας τὸ κλάμα. Ἐκεῖνα ποὺ χάσαμε καὶ χάνουμε, ἔλεγε, / ἐκεῖνα ποὺ ἔρχονται, προπάντων ἐκεῖνα ποὺ φτιάχνουμε / εἶναι δικά μας, μποροῦμε νὰ τὰ δώσουμε, ἔτσι ἔλεγε. / Ἀκάλεστος, ξένος, ἀπαράδεχτος, / κ' ἦταν τὰ λόγια του σά μιά σειρά σταμνιά σὲ νησιώτικα παράθυρα, / γερά, καλόκαρδα σταμνιά ἱδρωμένα, / θυμίζοντας τὸ δροσερό νερό σὲ νεανικά στόματα / – κι ἂς ἀρνιόμαστε τὸ νερό καὶ τὴ δίψα μας∙ θυμίζανε / ἢ τὶς γλάστρες μὲ τὰ βασιλικά, τὰ γεράνια, τὴν ἀρμπαρόριζα, / τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει καὶ γυρίζουν τὰ ζῶα ἀπ’ τὴ βοσκή, / κι ὁ χρόνος εἶναι μαλακός κι ἀπέραντος, διακεκομμένος μόνο ἀπ' τὰ κουδούνια τῶν προβάτων / – διάφορα μέταλλα, διάφοροι ἦχοι, διάφορη ἀπόσταση, / πιστοποιῶντας τὴν ἀπεραντοσύνη σὲ κάθε κατεύθυνση : / μπροστά ἢ πίσω, ἀπ’ τὄνα ἢ τ'ἄλλο πλάι, πάνω ἢ κάτω. / Ἡ στιγμή δέν ἠταν πιά ἕνα κλείσιμο, / μὰ τὸ κέντρο μιᾶς ἔκτασης μ' ἄπειρη περιφέρεια, / πέρα ἀπ’ τὰ βουνά καὶ τὸν ὁρίζοντα, πίσω ἀπ' τὸ χτές καὶ τὸ αὔριο, πέρα ἀπ’ τὸ χρόνο, σ’ ὅλο τὸ χρόνο / τὸν πεθαμένο καὶ τὸν ἀγέννητο, πάνω / ἀπ’ τὸν καπνό τῶν βραδυνῶν καπνοδόχων, ποὺ μοσκοβολοῦσε ταπεινότητα, / καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα, πάνω ἀπ’ τοὺς λύχνους που ἀνάβαν πρὶν ἀπ' τ' ἄστρα, / πάνω ἀπ’ τ' ἄστρα που ἀνάβαν πρίν ἀπ’ τὴν προσοχή μας καὶ τὴ γνώση μας / – εὐτυχισμένα τ' ἄστρα, πρᾶα, εὐοίωνα, / δίχως καθόλου προαίσθημα Θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο... / Καὶ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, ἔλεγε, / τὰ ὑπάρχουμε, ἀπαλλαγμένα κιόλας ἀπ’ τὴ στενότητα τῶν πρώτων μας χρόνων, / ἀπ’ τὴν ὀξύτητα τῆς στενότητας, ἀπ’ τὴν ἀνυπομονησία τῆς αὔξησης, / ἀπ' τῶν «μεγάλων» τὴν παρεξήγηση. / Τὰ παιδιά κλαῖγαν καταμόναχα / ἀνάμεσα στὰ θάμνα καὶ κανένας δέν τἄπαιρνε στὰ σοβαρά, / γιατὶ τὰ πρόσωπά τους ἦταν βαμμένα ἀπ' τὰ μοῦρα ἢ τὰ βατόμουρα / κ' ἦταν ἡ λύπη τους κόκκινη κι ἀστεία. / Τὰ ὑπάρχουμε, / τὰ διατηροῦμε τώρα σ' ἕνα φῶς πλατύ, μαζί μὲ τὸν ἀπέραντο κάμπο, / μαζί μὲ τὰ στάχυα καὶ τὶς παπαροῦνες, μαζί μὲ τ' ἀμπέλια, / μαζί μὲ τὸ ληνό καὶ τὰ πόδια τῶν ἀμπελουργῶν βαμμένα ὣς τὰ γόνατα ἀπ’ τὸ μοῦστο, / τότε ποὺ οἱ ἄντρες μὲ σκισμένα βρακιά καὶ σκισμένα πουκάμισα / βρίζονταν δίχως λόγο καὶ δίχως θυμό..- μεγάλες γυμνόστηθες βλαστήμιες, / δασύτριχες βλαστήμιες, ποὺ τὸν ἀνόητο ἀντρισμό τους καὶ τὴν εὐθυμία τοὺς / ἀπόφευγαν τὰ κορίτσια, κρυμμένα / πίσω ἀπ’ τὰ πελώρια τσαμπιά τῶν σταφυλιῶν, πίσω ἀπ’ τὰ φαρδιά κληματόφυλλα, / καὶ τ' αὐτιά τῶν γυναικῶν ἦταν κρουστά καὶ ρόδινα σὰν πρωινοί ὁρίζοντες. // Ἀρκεῖ νὰ σπάσουμε τὴν πολιορκία τῆς στιγμῆς, ἔλεγε. –Πώς; Πές μας!.. (Δέν ἀπάντησε...) / Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τότε ποὺ κόβαμε καλάμια ἀπ’ τοὺς ὄχτους καὶ φτιάχναμε κοντάρια, / πετῶντας τα πάνω ἀπ’ τὰ ψηλά ἀρχοντόσπιτα, δοκιμάζοντας / τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας, τοῦ ξύλου, τοῦ σίδερου, τῆς πέτρας, τοῦ ἄνεμου, / πολλαπλασιάζοντας ἀνύποπτα τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας, / μαθαίνοντας νὰ κυβερνᾶμε ὄχι μόνο τὸ στέρεο μὰ καὶ τὸ ἀνάλαφρο. // Ἡ ἐξοχή μοιραζόταν σὲ κύκλους μοναξιᾶς δίπλα στὶς πικροδάφνες, τὶς ἀλυγαριές, τὰ βάτα∙ τὰ πουλιά πρωτομάθαιναν τὰ ὀνόματά τους∙ τὸ ἴδιο καὶ τὰ δέντρα καὶ τὰ πράγματα / – ὁ σουγιάς ποὺ πελεκὰς τὸ καλάμι, / ἡ μικρή φυσαρμόνικα στὴν τσέπη σου, / ὁ δόκανος, ἡ ξόβεργα, ἡ φλογέρα, / τὸ βῆμα τοῦ ἀρνιοῦ, τὸ χρεμέτισμα τοῦ ἀλόγου, / ὁ ἦχος τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἦταν σὰν ἄλλο μακρόσυρτο χρεμέτισμα ἑνὸς ἀλόγου φωτεινοῦ σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δαφνῶνα, / τὰ ξέχωρα χρώματα κι ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, / τὸ μαλλί, τὸ μπαμπάκι, τὸ λινάρι, τὸ μετάξι, / τὸ κυνήγι τῶν μελισσουργῶν τὰ χαράματα στὶς λεῦκες, / ὁ πολύχρωμος οὐρανός τῶν χαρταετῶν, τὸ τέντωμα τοῦ σπάγγου κ' ὕστερα ἡ χαλάρωση, / αὐτή ἡ ἀνάλαφρη λαμπρή καμπύλη του σπάγγου σὰ βαθειά ἐκπνοή / γιὰ νὰ τεντώσῃς καὶ πάλι τὸ στῆθος σὲ ἀπέραντη ἀνάσα. // Ἀργότερα θὰ σμίγαν ἀπὸ μέσα, μόνα τους, ὅπως τὰ στέρεα φύλλα στὰ κλαδιά τοῦ δέντρου / δένοντας χῶμα, φῶς κι ἀέρα. Γιατὶ ἡ κάθε φωνή / εἶχε πολλούς ἀντίλαλους ἀνάμεσα στὰ δυό βουνὰ τ' Ἁι-Λιᾶ καὶ τῶν Ἁι- Σαράντα, / κι ἀς ἦταν ὁ κάμπος ἀπέραντος σὰν μιὰ ἀθανασία... Σάν θυμηθοῦμε, εἶπε, / ποτέ δὲν ἔχει περάσει ἡ ὥρα αὐτοῦ ποὺ θυμόμαστε. Τὰ φραγκόσυκα / δέν ἔχουν μόνο σχῆμα καὶ γεύση∙ συγκεντρώνουν / ἕναν κόσμο σπόρους καὶ νοήματα μέσα στὴν πράσινη τριχωτή γροθιά τους, / θυμίζουν τὶς ἀναβολές μας, θυμίζουν ἕνα ἀργότερα / σὰν συνέχεια τῆς δικῆς μας παράλειψης, / σὰν ἔλπιδα ἀνασύνθεσης ὅλου τοῦ κάμπου / ὅταν τὴν αὐγή τινάζεται ὁ κορυδαλλός στὰ ὕψη κι ὁ ὕμνος του / κάθετος κ' ἑλικοειδής κάνει τὴ γῆ νὰ γυρίζῃ σὰ σβούρα στὴν ἀνοιχτή παλάμη μας... // Μύριζε τότε ἡ νοτισμένη ρίγανη, ὁ σανός, τ' ἄγρια τριαντάφυλλα / οἱ ἀγωγιάτες πότιζαν τ' ἄλογα στὴ βρύση κάτου ἀπ' τὰ πλατάνια / τ' ἄλογα κόβαν τὶς τριχιές τους τὸ μεσημέρι καὶ χάνονταν καλπάζοντας στὸ διάστημα / τὸ κακάρισμα τῆς κόττας ἦταν μιὰ δόξα μέσα στὸ χρυσό ἀχερῶνα... Δέν εἰναι λοιπὸν ἀπουσία / τὸ ἄνοιγμα τοῦ παράθυρου ἢ τοῦ λάκκου μπρὸς στὸν οὐρανό. Δέν εἰναι ἀπουσία ὁ καλπασμός τοῦ ἀλόγου / ἡ ἀντικατάσταση τῶν μαραμένων λουλουδιῶν μὲ φρέσκα λουλούδια στὸ ποτήρι / μὲ φρέσκο νερό τὸ πλύσιμο τοῦ ποτηριοῦ κ' ἡ μιὰ χειρονομία ποὺ διαδέχεται τὴν ἄλλη – ποιά ἁμαρτία; / Ὅλα πορεύονται κάπως κυκλικὰ ἐπιστρέφουν / σ' ἕνα πιό πάνω ἐπίπεδο τὰ ξανασυναντοῦμε... // Τὰ καδρόνια τοῦ σπιτιοῦ μὲ τὰ διπλά καρβέλια, μὲ τὰ ρόδια, τὰ κυδώνια, / μένουν πάντα σὰν ὁριζόντιες κολῶνες στὸ ναό μιᾶς ἁπλῆς γνωριμίας / – πλαγιασμένες κολῶνες σὲ στάση ἀνάπαυσης, φιλίας, συνουσίας, ὕπνου... Τότε τὰ παιδιά / ἀρνιόντανε νὰ κοιμηθοῦν τὰ μεσημέρια, / μὴν κλείσουν μιά στιγμή τὰ μάτια τους στὸ θαῦμα τοῦ ἥλιου / μὴ καὶ τἄβρῃ τὸ δεῖλι κοιμισμένα∙ δοκίμαζαν / τὴν ἁφή καὶ τὴ γεύση τοῦ ἐφήμερου (ποιό ἐφήμερο;) τρέχαν ξυπόλητα στ' ἀγκάθια τῆς αἰωνιότητας, / ξυπόλητα ὄχι μήπως καὶ τ' ἀκούσουν οἱ μεγάλοι, / μονάχα γιὰ νὰ νιώθουν στὶς φτέρνες τους τὴ ζεστή κοιλιά τῆς γῆς!.. Τὰ παιδιά στέκονταν λαχανιασμένα, / κοιτάζαν μιὰ στιγμὴ τὴν κινούμενη εἰκόνα τοὺς μὲς στὸ ποτάμι, / κατουροῦσαν στὸ ποτάμι νιώθοντας τὴ δροσιά τοῦ ἤχου πάνω στὰ ζεσταμένα ἀπ' τὴν τρεχάλα σκέλια τους, / τὴν ὥρα ποὺ τὰ τζιτζίκια κ' οἱ ἀτσίγγανοι ἀναστάτωναν τὶς συνοικίες τοῦ μεσημεριοῦ... Ὅταν βράδυαζε, / ἥσυχα τὰ ποτάμια κ' οἱ ἀγελάδες ἀναμηρυκάζανε τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, / τ' ἀτίθασα ἄλογα γύριζαν μόνα τους στὸ στάβλο, / τὰ παιδιά γύριζαν σπίτια τους, / τὰ καρπούζια τρίζαν ἀπ’ τὸ νύχτιο ἀγιάζι, / ὁ δυόσμος μύριζε σά νὰ τὸν ἀνέμισε βιαστικό πέρασμα / ἀπ’ τὸ φαρδὺύ φουστάνι μιᾶς ἔνοχης γυναίκας... Τότε ἀκούγονταν ἀπόμακρα / τὰ ὄργανα ἀπ’ τὸ πανηγύρι τοῦ ἄλλου χωριοῦ, / στὸν Ἁι-Δημήτρη ἢ πιό πέρα, στὰ Τάλαντα, / κ' ἡ στρογγυλή αὐριανή βουή πύκνωνε μέσα στὶς καμπάνες, / ἀκούγονταν τ' ἀλυχτήματα τῶν σκυλιῶν στὰ χωράφια, τὸ μακρυνό βῆμα τοῦ δραγάτη, / τὰ χελιδόνια ποὺ ἀναδεύονταν στὸν ὕπνο τους μὲς στὶς χλιαρές φωλιές τους, / οἱ μυστικές ὁμιλίες ποὺ ρυθμίζανε τὴ διανομή τοῦ νεροῦ στὰ μποστάνια, / τὸ χτύπημα τῆς τσάπας στὸ μαλακό ὑγρό χῶμα καὶ πιότερο ἀπ’ ὅλα / τ' ἀστέρια ποὔπαιρναν βαθειές εἰσπνοές κι ἀναστενάζαν ἥσυχα, / λέγοντας τὄνα στ' ἄλλο, καὶ σὲ μᾶς: Τί ὄμορφη ποὖναι ἡ πλάση!..
- - - -Ἔτσι σκαλίσαμε / τὶς πρῶτες τρῦπες στὸ καλάμι..- ἔτσι μάθαμε / νὰ σεργιανᾶμε στὸ καλάμι τὰ δάχτυλα / ξαναλέγοντας τοὺς στεναγμούς τῶν ἄστρων... / Ὁ δασοφύλακας κατηφόριζε μὲς στὸ φεγγαρόφωτο μὲ τὸ δίκαννό του, / σὰ νἆχε περασμένο στὸν ὦμο του ἕναν μικρό πίδακα ἀσημένιο νερό, κι ὁ ταχυδρόμος / ἔβαζε τὴν πέτσινη τσάντα του γιὰ προσκέφαλο κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα / κι ἀποκοιμιόταν στὸν κόρφο τοῦ κόσμου, / ἐνῶ τὰ κοάσματα τῶν βατράχων πετροβολοῦσαν μάταια τὴ διάφανη ἀπόσταση... // Οἱ τοῖχοι, οἱ μάντρες, τὰ πεζούλια, ἀχνίζανε ζεστά μὲς στὴ νυχτερινή ὑγρασία, / γιατὶ ἐδῶ εἶχαν ἀκουμπήσει τὶς φαρδιές τους πλάτες οἱ ζεστοί ἑλληνικοί μῆνες, / κ' ἐπάνω στὴν πλαγιά τοῦ λόφου βούιζε τὸ μικρό κοιμητῆρι μὲ τοὺς ξύλινους σταυρούς / ἀπ’ τὸ μεγάλωμα τῆς χλόης, τῶν ἀγριολούλουδων, τῆς τσουκνίδας, / κι ὁλάκερο φωσφόριζε σὰ λοξή λίμνη μὲς στὴ νύχτα. Στὸν ἴσκιο τῆς μάντρας του / σταλιάζανε τὸ μεσημέρι τὰ μεγάλα ἀγόρια τρώγοντας τὰ κλεμμένα καρπούζια. Τώρα / φέγγιζε ἥσυχο καὶ σοβαρό τὸ κοιμητῆρι, / σὰν τὸ νουθετικό, τὸ ἀξύριστο πρόσωπο τοῦ πατέρα..- τόσο που ἂν ἔβρισκες χάμω ἕνα κομμάτι ψωμί πεταμένο, / τὄπαιρνες, τὸ ἀσπαζόσουνα κρυφά καὶ τὸ ἀκουμποῦσες στὸ περβάζι ἑνὸς παράθυρου...
- - - -Ἦταν μιὰ ριγηλή μικρή βουή μέσα σὲ κάθε δευτερόλεπτο, / σὰν τὸ φτερό μιᾶς μέλισσας δίπλα στὸ μάγουλο ἑνὸς λουλουδιοῦ, / κ' οἱ μέλισσες ἦταν πολλές στὸν κῆπο / καὶ μεῖς τόσο κοντά στὰ πράγματα ποὺ μέναμε ἀπόμακροι / καὶ δέ μπορούσαμε νὰ ἑνώσουμε μὲς στὴν ἰδέα τῆς μέλισσας τὸ κεντρί καὶ τὸ μέλι της – θυμόσαστε; Τότε / ποὺ ἦταν ἀλλιῶς νὰ κάθεσαι σ' ἕνα σκαμνί ἢ σ' ἕνα δέντρο, / σὲ μιὰ παλιά μυλόπετρα ἢ σ' ἕνα σπασμένο κιονόκρανο. / Ὕστερα πλάτυνε ὁ χρόνος κ' ἡ βουή κ' ἡ γνώση / σὲ μιὰν ἐπιστροφή ἀπ’ τὸ μακρυά ἐδῶ στὸν ἑνωμένο χρόνο / ὅπου κάθε νύχτα τὰ βατράχια ὑπάρχουν μὲς στὸν κάμπο / κι ὁ κάμπος μέσα στὰ βατράχια..- θυμηθῆτε τὶς ἀρχαῖες φωνές τους, / ποὺ πλημμυροῦσαν τὴν ἀκοή τῆς θερινῆς νύχτας! / Τὰ βατράχια ποὺ κάθονταν στὰ μαλακά τους πόδια ἐχέμυθα καὶ φλύαρα, / ἕτοιμα νὰ πηδήσουν στὸ νερό κ' ἕτοιμα πάλι νὰ πηδήσουν στὸν ἄερα, / ἀφήνοντας πίσω ἀπ' τὸ πήδημά τους ἕνα μυστικὸ σύρσιμο, καὶ τὸν ἀντίλαλό της φωνῆς τοὺς / κόμπο-κόμπο μὲς στὴ σπονδυλική στήλη τοῦ καλοκαιριοῦ... Λέω γιὰ τότε / ποὺ ἀκόμη καὶ τ' ἀστέρια φαίνονταν ὑπερφυσικά καὶ ἀσύστατα, / κ' ἔπρεπε νὰ μεσολαβήσῃ διαλλαχτική ἡ σιωπή κι ὁ χρόνος / ὥσπου νὰ ξαναβροῦν τὴ φύσι- κότητά τους οἱ φωνές τῶν βατράχων κι ὁ ἀντίλαλός τους, / τὰ χαμένα καλοκαίρια, οἱ ἀπέραντες νύχτες, / οἱ μέλισσες καὶ τ’ ἄστρα μὲς στὸν ἄπειρο κάμπο, / ὁ κάμπος κ' η σιωπή κι ὁ χρόνος...
- - - -Ὅλα δικά μας, πιό δικά μας μὲ τὴ μνήμη μας – ἔλεγε ὁ Ξένος – πιό εὐτυχισμένα! / Οἱ μυστικοί ἐλαιῶνες στοὺς μικρούς λόφους μὲ τ' ἀποστολικά σούρουπα∙ / τὰ καλαμένια τσαρδιά τῶν χωρικῶν, κουρνιασμένα στὰ δέντρα, ποὺ τὰ φώτιζαν μόνο τὰ μικρά μάτια τῶν πουλιῶν∙ / τὰ δεμάτια οἱ λυγαριές, ποὺ μαλακώναμε βδομάδες στὸ ρυάκι νὰ φτιάξουμε καλάθια∙ / τὰ μελωμένα μαῦρα σῦκα, παγωμένα ἀπ' τὴν αὐγή, ὅταν ἀφήναμε τὰ σαντάλια μας / μπροστὰ στὴ ρίζα τῆς συκιᾶς καὶ σκαρφαλώναμε στὸν οὐρανό, / ὄχι ἀπ’ τὴ σκάλα, μήτε ἀπ’ τὰ κλαδιά, μὰ ἀπ’τὰ πατήματα τοῦ ἀγέρα!.. Κάθε βράδυ – θυμᾶσαι; – / τὸ μέγα ἀστέρι σὰν τὸ μάτι τοῦ παντοκράτορα ἐπιτηροῦσε τὸν ὕπνο τῶν βοσκῶν καὶ τῶν ψαράδων, / καὶ τὰ πόδια τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔβγαζαν τὶς κάλτσες τους, / ἦταν πλατιά καὶ φωτεινά..- φώτιζαν τὶς μεγάλες ταράτσες ὅπου λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα, / φώτιζαν τὰ σκαμνιά καὶ τὶς πόρτες... Πρὶν κοιμηθοῦν οἱ γυναῖκες / χτένιζαν τὰ μακρυά μαλλιά τους μὲ ἱερατικές κινήσεις, / σά νἄβρεχαν τὰ δάχτυλά τους σὲ ἀθώρητα κάθετα ποτάμια, / σὰ νὰ συνωμιλοῦσαν μ' ἕναν ἄλλον ἔρωτα, ἐνῶ οἱ ἄντρες εἶχαν κιόλας κοιμηθῆ / κ' ἡ τραχειά ἀναπνοή τους ἔκανε νὰ θροΐζουν τὰ σγουρά μουστάκια τους / σὰν τὰ ξερά στάχυα στὸν κάμπο... Οἱ γυναῖκες, / μεγάλες, μυστικές, μονάχες, / σχεδόν αὐθύπαρκτες καὶ αὐτάρκεις, συνέχιζαν / μια ἀόρατη συνομιλία ἐνῶ χτενίζονταν, / σά νὰ ὑπαγόρευαν μιὰ συμμαχία μὲ τὰ ὑψηλά στρώματα τῆς νύχτας / ἐπικυρώνοντας ἕνα-ἕνα τ' ἄρθρα τῶν ἄστρων μὲ μια ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κεφαλιοῦ, / μιὰ συμμαχία μὲ τὶς κορφές τῶν πλατανιῶν, τῶν εὐκάλυπτων, τῆς λεύκας, / μὲς τὶς βουβές πηγές μὲ τὶς περίπλοκες ρίζες τοῦ νεροῦ..- / καὶ τὰ βατράχια, συνεννοημένα, στοὺς πράσινους ὄχτους, / ξεχείλιζαν τὴ στεφάνη τῆς νύχτας / κάνοντας μιὰ βαθύσκιωτην ἀντιμετάθεση γιὰ νὰ καλύψουν τὴ σιωπή τῶν γυναικῶν, / νὰ καλύψουν τὸ βλέμμα τους, τὴν ἐπαρσή τους, τὴν ἐρήμωσή τους... // Μιὰ κουκουβάγια πετρωμένη στὴ στέγη τὶς κοιτοῦσε μὲ τὰ δυό ὁλοστρόγγυλα φῶτα της, / ἔκανε πὼς δέν τὶς ἔβλεπε, κι αὐτές πὼς δέν τὴν ἔβλεπαν∙ / μὰ κάτω ἀπ' τὴν προαιώνια τους σκλαβιά, μὲς ἀπὸ δυό μικρές ὑπόγειες σήραγγες / τοὺς μεταβίβαζε ὥς τὶς φλέβες τοὺς τὸ στυλωμένο φῶς της... // Ἀπρόσιτες γυναῖκες, δεσποτικές, αὐταρχικές, ἀειπάρθενες, / φιλενάδες τῆς νύχτας, φιλενάδες τῆς μουγγῆς βλάστησης, / εἶχαν συναντηθῆ μὲ τὶς μάγισσες μὲς στὶς βαθειές πέτρινες σπηλιές γεμάτες τυφλές νυχτερίδες, / κι ὅταν ἔρριχναν τὸ ἁλάτι στὸ φαΐ ποτέ δὲν ἤξερες τί προετοιμάζανε∙ / τὸ τσουκάλι, τὸ καζάνι, τὸ τηγάνι, / φοροῦσαν μιὰ προσωπίδα καπνιά∙ δέ μαρτυροῦσαν τὰ μυστικά τῆς γυναίκας, δέ μαρτυροῦσαν / τὰ κρυφά τους βότανα, τοὺς συνδυασμούς τῆς μαγειρικῆς τους, τὴ μοναξιά τους ὅταν ψιλοκόβουν τὸ μαϊντανό, / ὅταν σιδερώνουν στὴν κάμαρα ὣς ἀργά, καὶ τὶς προφταίνῃ τὸ φεγγάρι στὸ ἀνοιχτό παράθυρο / κι αὐτές προσέχουν μὴν πατήσουν τὸ τετράγωνο τοῦ φεγγαριοῦ πάνω στὸ πάτωμα, / τὴν ὥρα ποὺ τὰ σιδερωμένα ἐσώρουχα, στοίβα στὸ τραπέζι, / εἶναι σὰν ἄκοπα φύλλα βιβλίων ποὺ ἐκεῖνες τὰ διάβασαν / καὶ ξέρουν ὅλα τὰ μυστικὰ τοῦ σώματός μας... / Ἐμεῖς δέ γνωρίζουμε / τὰ ξόρκια τους ὅταν γυαλίζουν στὴν αὐλή μὲ χῶμα τὰ χαλκώματα, / κι ἀστράφτουν τὰ χαλκώματα στὸν ἥλιο σὰν ἐπίγεια οὐράνια σώματα, κι ἀστράφτουν κ' οἱ γυναῖκες μὲς στὸ θρίαμβο τῆς ἡγεμονίας τοὺς / μπροστά ἀπ’ τὶς βουβές στρατιές τῶν κλεισμένων πραγμάτων... / Δέ γνωρίζουμε / τὴν πεισμωμένη ἐλευθερία τῆς σιωπῆς τους ὅταν ἀρνοῦνται νὰ ὀργιστοῦν, / τὴν περηφάνεια τους καθὼς ἡ σεμνότητα λυγίζῃ τὰ ματόκλαδά τους, / τὴν πολυάριθμη ἄμυνά τους, σὰν τὰ σφιχτά ἀλλεπάλληλα φλούδια τοῦ φρέσκου σκόρδου, / αὐτά τὰ εὔθραυστα ντύματα..- τί ἐννοοῦν; τί ἀποσιωποῦν; / ποιά πάνοπλη ἀρετή προστατεύουν πίσω ἀπ’ τὸ διάφανο χαμόγελό τους μέσα στὴ ματωμένη ἑσπέρα τοῦ Φθινοπώρου, / ὅταν τὰ βήματα τῆς Παναγίας προδίδωνται ἀπ’τὸ τρίξιμο τῶν ἄχυρων καὶ τῶν ξερῶν φύλλων, / κι ἀπ’ τὰ φωτεινά στίγματα ποὺ ἀφήνουν σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου / τὰ ταπεινά πατήματα τῶν γαϊδουριῶν, τῶν βοδιῶν, τῶν προβάτων; κ' ἐκεῖνες / ἔχουν μιὰ στρογγυλή σταγόνα αἷμα στὸ φουστάνι τοὺς / κ' ἕνα ἀδιόρατο ἄχ στὸ στόμα τους, / ἀπ’ τὴ βελόνα τάχα ποὺ τοὺς τρύπησε τὸ δάχτυλο, καθὼς ξεχάστηκαν ράβοντας..- ποιά ἐπίθεση / ὠργάνωναν τὰ σιωπηλά πλάσματα τοῦ θεοῦ μὲς στὴν ἔρημη ἀγάπη τους δέν ξέραμε ἀκόμα. / Οἱ γυναῖκες / ἔκλεβαν ἀπ’ τὸν ἄντρα τὴ σπορά καὶ καλλιεργοῦσαν μόνες τὸ χωράφι, / εἶχαν τὴ δική τους ἰδιοκτησία, ἀπαραβίαστη. Σεργιανοῦσαν / σείοντας μὲς στὴ μέθη τῆς δημιουργίας τὴ στρογγυλή κοιλιὰ τοὺς / κάτω ἀπ’ τὶς πορτοκαλιές τῆς Ἄνοιξης – σάμπως νὰ κουβαλοῦσαν πίσω ἀπ’ τὴν ἄσπρη τους ποδιά / μικρές γήινες σφαῖρες... / Δέ μιλοῦσαν οἱ γυναῖκες∙ / ἀγέρωχες αὐτές, ἀνῆκαν στὸ μέλλον, προχωροῦσαν, / ὅταν οἱ ἄντρες σταματοῦσαν κάθε τόσο μπρός στὸ ἀλέτρι, / ἤ ὅταν κρατοῦσαν τὸ δρεπάνι σὰν τὸ κουρασμένο φρύδι τοῦ φεγγαριοῦ, μὲς στὴν ἀσάφεια τοῦ ἀπόβραδου... / Αὐτὲς μόνες μὲς στὸ περβόλι μὲ τὰ ὑψηλά ἡλιοτρόπια περίμεναν βέβαιες τη γέννηση, / καὶ τὰ ἡλιοτρόπια τοὺς φώτιζαν τὸ λαιμό καὶ τὸ πρόσωπο μὲ φωτεινούς κύκλους, / κ' οἱ πρῶτες ρόδινες φακίδες στὰ μεγάλα μέτωπά τους / ἦταν τὰ μυστικά σημάδια τῆς αἰώνιας ζωῆς, / ὅπως οἱ βολβοί τῶν φυτῶν, οἱ πατάτες τῶν κυκλάμινων, / ὅπως οἱ ἀπόρρητες ρίζες τῶν δέντρων, ποὺ δουλεύουν χωρὶς νὰ τὶς ἀκοῦμε, χωρὶς νὰ τὶς βλέπουμε...
- - - -Εἶναι πάντα μιὰ γέννηση – ἔλεγε ὁ Ξένος – / κι ὁ θάνατος μιὰ πρόσθεση, ὄχι ἀφαίρεση. Τίποτα δέ χάνεται... / Γιὰ τοῦτο οἱ ἄντρες, / ὅταν νιώθουν τὸ φόβο ἀπ’ τὴ δουλειά, ἀπ’ τὴ φθορά, ἀπ' τὸ κενό, ἀπ’ τὶς ἐφημερίδες, / ἀπ’ τὴ μνήμη τῶν πολέμων, ἀπ’ τὸ τρίξιμο στὶς κλειδώσεις τῶν δάκτυλών τους / ἤ ἀπ’ τὴν κραυγή τοῦ ἥλιου ποὺ σφηνώνεται μέσα στὰ κόκκαλά τους, / ἁρπάζουν τὶς γυναῖκες ὅπως ἁρπάζουν τὰ κλαδιά ἤ τὶς ρίζες ἑνὸς δέντρου πάνω ἀπ’ τὸ γκρεμό / κ' αἰωροῦνται κεῖ πάνω, σὰ νὰ παλεύουν ἤ νὰ παίζουν μὲ τὸ χάος... // Κ' οἱ γυναῖκες ξέρουν καὶ κλείνουν τὰ μάτια τους, / δέ λένε ὄχι, / περιμένουν∙ / κι ὅταν αὐτοί κοιμοῦνται πάλι ἐκεῖνες ἀγρυπνοῦν∙ / κ' εἶναι κι αὐτοί παιδιά τους ὅπως τὰ παιδιά τους, / θὰ τοὺς μεγαλώσουν κι αὐτούς ὅπως καὶ κεῖνα, / θὰ τοὺς ταΐσουν μὲ τὸ μαστό τους, μὲ τὴ σιωπή τους καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους κάποτε, / θὰ τοὺς ποτίσουν ξανά μὲ τὴ δίψα τῆς ἕνωσης, κ' ἕνα πελώριο κῦμα σκοτεινό / θὰ στρογγυλέψῃ τὴν ὅρμή του κάτω ἀπ' τ' ἀντρικά πλευρά, πανέτοιμο / νὰ χτυπήσῃ κατακούτελα τὰ φράγματα, νὰ σύντριψῃ τὰ φράγματα, / ὥσπου νὰ σβήσῃ στὴν καθημερινή ἀμμουδιά, στὰ μικρά βότσαλα, στὴν κούραση, στὴ λησμοσύνη, / δίχως πολλές φορές νὰ βρῇ νὰ χτυπήσῃ τὸ βράχο, νὰ τιναχτῇ δοξαστικό ψηλά / σὰν ἀντίστροφος καταρράχτης μιᾶς συντριμμένης ἔντασης. // Καὶ πάλι οἱ γυναῖκες, / σὰ νὰ μήν εἶδαν τὸ χαμηλωμένο κῦμα τους, θὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πλαγιάσουν, / θ' ἀσχοληθοῦν μὲ τὶς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ κρατᾶνε τὰ μάτια χαμηλωμένα, / θὰ γονατίσουν μπροστά στὴ σκάφη νὰ πιάσουν ἀποβραδίς τὸ προζύμι, / σὰ νὰ μὴν πρόσεξαν τὸ κράνος τῶν ἀντρῶν πούπεσε καταγῆς∙ θὰ τὸ μαζέψουν ἥσυχα κι αὐτό, / σὰ νἄταν μιὰ πήλινη γλάστρα, θὰ φυτέψουν ἀργότερα κεῖ μέσα λουλούδια, / μικρά λουλούδια σπιτικά, κάτι γαλάζια λουλούδια πεντάφυλλα, / θὰ τοὺς μαντάρουν, πλάι στὴ λάμπα, τὰ τσουράπια τους / μὲ κεῖνο τὸ ὑπομονετικό ξύλινο αὐγό θὰ τοὺς μαντάρουν / τὴ χιλιοτρυπημένη ἐμπιστοσύνη τους, γιατι οἱ ἄντρες / πολύ περπατᾶνε, πολύ κουράζονται, πολύ φοβοῦνται, πολύ πολεμᾶνε, / κ' εἶναι λεβέντες μὲ τὰ στριφτά μουστάκια τους, τὶς ἄγριες τρίχες τους, τ' ἄγρια ὄργανά τους, / κ' εἶναι παιδιά, κι οὔτε γνωρίζουνε τὴ δύναμή τους, / μονάχα ἀπὸ καυγάδες καὶ παλληκαριές γνωρίζουν, γιατί αὐτοί / δέν ἔμαθαν τὴν πλήρη ἀναμονή μῆνες καὶ μῆνες, καὶ τὴν ἄλλη χρονιά, / αὐτοί δέ φέρνουν μὲς στὰ σπλάχνα τοὺς τὴ ζωή, δέν τὴν ταΐζουν μὲ τὸ σπλάχνο τους / δέν ἀκοῦνε τὰ βήματα τοῦ ἐπερχόμενου μέσα τους / δέν εἰναι ἡ γῆς, μονάχα ὁ σπόρος ποὺ ρίχνεται στὴ γῆς, κ' ὕστερα ὁ κάματος κι ὁ ὕπνος, / ἕνας ὕπνος πλατύς καὶ βαθύς, δίχως ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα πάλι τὰ κρατᾶνε οἱ γυναῖκες, μὰ κάποτε / ἀκοῦνε οἱ ἄντρες μὲς στὸν ὕπνο τους, ἀκοῦνε τὰ ἴδια τους τὰ βήματα μέσα στὸν ὕπνο / σά νὰ σηκώθηκαν σὲ μιὰ πομπή τὰ τέλεια ἀγάλματα, / σά νὰ μιλοῦν οἱ πέτρες, τὰ ποτάμια, τὰ δάση, / κι ὁ γνωρισμένος ὕπνος τους περιβάλλει τὴ γῆ καθὼς ὁ ἀγέρας, / τὴ γῆ μὲ τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά, τοὺς αἰῶνες. / Τοῦτος ὁ ὕπνος / γίνεται ἡ γνωριμία ὅλης της ἔκτασης τοῦ βασιλείου μας, / μιὰ σκάλα ριγμένη μέσα στὸ ἄπειρο, / τὸ μέγα ξύπνημα τῆς ὅλης δύναμής μας μέσα σ' ὅλο τὸ φῶς. // Καὶ τότε στρέφουν οἱ ἄντρες καὶ χαμογελᾶνε κ' ὑπομένουν / μὲ τὴ γαλήνια στάση τοῦ κατωρθωμένου, / σὰ νἄχαν κόψει λίγο πρὶν πάνω στὸ γόνατό τους / ἕνα ποτάμι μὲ τὰ δυό τους χέρια – ἔτσι γαλήνια / τόσο που οἱ γυναῖκες τρομάζουν, / χάνονται στὴν κουζίνα, θυμιάζουν τὰ κονίσματα, / ἑτοιμάζουν φασκόμηλο καὶ βεντοῦζες, / καῖνε μοσχοκάρφια στὴ φλόγα τῆς καντήλας, / ρίχνουν σταγόνες λάδι στὸ ποτήρι τὸ νερό, / σταυρώνουν τὸ ψωμί καὶ τὸ προσκέφαλο!.. // Μὰ ὁ ἴσκιος τῆς ξύλινης σκάλας ἀνεβαίνει πάνω ἀπ’ τὸ ταβάνι, / κ' οἱ πλεξοῦδες τὰ κρεμμύδια σαλεύουν ἀπὸ ἀόρατους ἀνέμους σάν πανιά καραβιῶν ποὺ τοὺς παίρνουν τοὺς ἄντρες τους, / καὶ στὰ κρεμασμένα μπρίκια καθρεφτίζονται ἄγνωστα πρόσωπα τῆς παλιᾶς φαμίλιας που ἐπιστρέφουν, // ὁ σταυρός ὁ χαραγμένος στὸ ζυμάρι ὀρθώνεται, / ὁ ἀσβέστης στὸ λάκκο τῆς αὐλῆς ἀρχίζει νὰ κοχλάζῃ, / οἱ πετεινοί λαλοῦνε ὅλη τη νύχτα / σά νὰ ξημερώνῃ ἑφτά φορές, σά νὰ μή νύχτωσε καθόλου, / καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἀρσενικῶν, ἀκόμη καὶ τῶν πιό μικρῶν ἀγοριῶν, ἀστράφτουν μὲς στὸ βράδυ, / γιομᾶτα πιτσιλιές σουβάδες σά νἄχτιζαν ὁλημερίς μιὰ μεγάλη ἐκκλησία / ὅλο γυμνές κολῶνες καὶ πελώρια παράθυρα / χωρίς χρωματιστά τζάμια, χωρίς εἰκόνες, χωρίς ἐπιτάφιους, / μὲ μιὰ ὑψηλή λευκότητα χωρίς σκιά, χωρίς πληγή, χωρίς θάνατο...
- - - -Κ' εἶναι σὰν μιὰ ἔξοδος ἀπ' τὸ χρόνο, σὰν καθήλωση τοῦ χρόνου, σὰν κατάργησή του / ἀπ' τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ τῆς μνήμης καὶ τοῦ ὀνείρου, / κι ἀπ’ τὴν ὑπομονή τῆς ἀνθρώπινης πράξης. / Εἶναι ἡ ἕνωση, εἶπε, / τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας, τῆς σιωπῆς καὶ τῆς φωνῆς, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ποίησης / – καὶ πιά τὸ σφύριγμα τῆς σιγαλιᾶς μέσα στὶς κλειδαρότρυπες τῶν σπιτιῶν δέ γίνεται πίσω ἀπ' τὶς πλάτες σου, / καὶ τὸ φύσημα τῆς νύχτας μὲς στὶς τρῦπες τῶν ἄστρων δέν εἰναι ἑνα σύνθημα / γιὰ κάποιον ἄλλον ποὺ ἐσύ δέν τὸν βλέπεις καὶ ὑπονοεῖ ἐσένα. / Οἱ πόρτες πάνω καὶ κάτω μένουν ὀρθάνοιχτες∙ φυσάει ὁλόγυρα μὲ παρρησία ὁ ἀγέρας, / καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα, τὰ κλειδιά ἀχρηστεύονται ἀπὸ μόνα τους, / κι ὅλος ὁ κάμπος, ὁ ἀρχαῖος, ὁ χοντροκόκκαλος, / τρέμει τὰ μεσάνυχτα σύγκορμος ἀπ’ τὸ βουητὸό τῶν γρύλλων, ἀπ' τὶς κραυγές τῶν βατράχων, ἀπ' τὸ πριόνισμα τοῦ Γαλαξία, / καὶ τὸ φεγγάρι που ἀνεβαίνει τελετουργικά ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα / εἶναι σὰν τὸν καινούργιο μουσκεμμένο κουβά που ἀνεβάζει τὸ ἀμίλητο νερό ἀπ’ τὸν Κάτω Κόσμο...
- - - -Τότε τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων – τῶν Ἐνετῶν, τῶν Φράγκων, τῶν Τούρκων, τῶν Ἑλλήνων – / θαμμένα κάτω ἀπο ὁλόκληρα βουνά χρόνια καὶ χώματα ὀρθώνονται / ἔξω ἀπ’ τὶς πρασινισμένες πανοπλίες τους καὶ τὰ σάπια τους ροῦχα / – γυμνά σώματα, εὐαίσθητα, ἀκέρια, / στέρεα κ' ἐρωτικά, μέσα στὴν πρώτη γνωριμία τῶν αἰσθήσεων, / ὄχι ἐχθρικά τὄνα στ' ἄλλο, ὄχι ἀντίπαλα, / μὲ μόνο τους ὅπλο τὴν ἀρχαῖα ἐπιθυμία τους, τὸ αἷμα μας, τὴ μνήμη μας... / Τὰ χέρια τῶν ἄντρων φαρδαίνουν, / ὁ ἀντίχειρας γίνεται ἕνα μεγάλο γεφύρι ἀπ' τοὺς αἰῶνες, / τὰ βουνά εἰναι σὰ γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία καὶ ἀγέρωχα, / ὠγκωμένα ἀπ’ τὸ γάλα. / Καὶ τὰ ἱερά ἀνθρώπινα ἐργαλεῖα / κρέμονται στὰ καρφιά τοῦ σπιτιοῦ, ἢ στὰ ἐργαστήρια, / ἥσυχα, σοβαρά, ἀνεξίθρησκα / σάμπως νὰ μήν ὑπῆρχε χωρισμός καὶ χάσμα κι ἀπουσία καὶ στέρηση. / Τὸ ὀδοντωτό πριόνι, μὲ τὸ στενόμακρο σχῆμα μιᾶς χιλιετίας, / τὸ σφυρί, σὰν τὸ ἄγαλμα τῆς ἀντρικῆς γροθιᾶς, / τὸ δρεπάνι, σὰν τὸ ἀνοιγμένο μπράτσο τοῦ ἔρωτα, κ' οἱ μετάλλινες πρόκες, / σὰν τὰ ἐπίμονα δόντια ποὺ κατατρῶνε τὴν ἀπόσταση καὶ τὸ ἄγνωστο, / ἀκόμη καὶ τὰ ξύλινα καρφιά ποὺ καρφώνουν τὰ παπούτσια / εἶναι σὰ μικρά ἀστέρια μπηγμένα σ' ἕνα χαμηλό χρήσιμο στερέωμα. // Ὁ ξυλοφάγος μεμιᾶς σταματάει τὴ δουλειά του κι ἀφουγκράζεται / τὰ πυκνά συντεταγμένα βήματα τῶν σταφυλιῶν, / τοὺς σπόρους που ἀνοίγουν τὶς σκεβρωμένες πόρτες τους∙ κ' ἡ μαύρη μελίγκρα / ποὺ πολιορκοῦσε τὰ κόκκινα φύλλα τῆς ροδιᾶς, σωριάζεται καταγῆς, / καὶ τὰ τριαντάφυλλα ἀνάβουν στοὺς κήπους! Κείνη τὴν ὥρα οἱ ἄντρες / παίρνουν μιὰν ἄλλη οἰκειότητα μὲ τ' ἄστρα∙ καθὼς γυμνοί ἀπ’ τὴ μέση σκύβουν στὸ παράθυρο / εἶναι σὰ νἄκοψαν μὲ τὸ σουγιά τους ἕνα πεπόνι / καὶ νὰ ρίχνουν τοὺς νοτισμένους σπόρους κάτω στὴ νύχτα. Καὶ τὸ τρίξιμο τῶν παλιῶν σανίδων / κάτω ἀπ' τὰ γυμνά πέλματα τῆς γυναίκας ποὺ σηκώθηκε τὰ μεσάνυχτα / ἀποχτάει μιὰν εἰλικρίνεια κι ἀγαθότητα, σάμπως νὰ λέῃ τὸ φαγωμένο πάτωμα: // Πάτα ἐλεύθερα! Τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται ἥσυχα. Ἔπεσε ὁ πυρετός τους... Κ' οἱ γυναῖκες / χαμογελοῦν πάλι ὁλομόναχες μὲς στὴ σοφία τῆς διάρκειας, / καὶ τὰ παιδιά χαμογελοῦν στὸν ὕπνο τους / σά νἄμαθαν μεμιᾶς τὸ μυστικό τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μέσα στὴν ἴδια του τὴ μυστικότητα / ἀπ' τοὺς χωματένιους προμαχῶνες τῆς σφήκας, μὲ τὶς πολλές ἀπύθμενες ὀπές, / κι ἀπ' τὰ κέρινα ἑξάγωνα κελλάρια τῆς μέλισσας.
- - - -Ἴσως ἔτσι νὰ μάθαμε καὶ μεῖς ἀργότερα, ἀπ’ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, / ἀπ’ τὶς γυναῖκες, ἀπ' τὶς μέλισσες, ἀπ' τ' ἄστρα, / ἀπ' τὴν ἀνάμνηση, ἀπ' τὴν πράξη, ἀπ' τὴ θέληση, / τὴν τάξη καὶ τὴν οἰκονομία τῆς φύσης, τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ γραφείου, τοῦ σώματός μας...
- - - -Εἶναι πάντα μιὰ γέννηση – ἔλεγε ὁ Ξένος – / κι ὁ θάνατος μιὰ πρόσθεση, ὄχι ἀφαίρεση. Τίποτα δέ χάνεται... / Γιὰ τοῦτο οἱ ἄντρες, / ὅταν νιώθουν τὸ φόβο ἀπ’ τὴ δουλειά, ἀπ’ τὴ φθορά, ἀπ' τὸ κενό, ἀπ’ τὶς ἐφημερίδες, / ἀπ’ τὴ μνήμη τῶν πολέμων, ἀπ’ τὸ τρίξιμο στὶς κλειδώσεις τῶν δάκτυλών τους / ἤ ἀπ’ τὴν κραυγή τοῦ ἥλιου ποὺ σφηνώνεται μέσα στὰ κόκκαλά τους, / ἁρπάζουν τὶς γυναῖκες ὅπως ἁρπάζουν τὰ κλαδιά ἤ τὶς ρίζες ἑνὸς δέντρου πάνω ἀπ’ τὸ γκρεμό / κ' αἰωροῦνται κεῖ πάνω, σὰ νὰ παλεύουν ἤ νὰ παίζουν μὲ τὸ χάος... // Κ' οἱ γυναῖκες ξέρουν καὶ κλείνουν τὰ μάτια τους, / δέ λένε ὄχι, / περιμένουν∙ / κι ὅταν αὐτοί κοιμοῦνται πάλι ἐκεῖνες ἀγρυπνοῦν∙ / κ' εἶναι κι αὐτοί παιδιά τους ὅπως τὰ παιδιά τους, / θὰ τοὺς μεγαλώσουν κι αὐτούς ὅπως καὶ κεῖνα, / θὰ τοὺς ταΐσουν μὲ τὸ μαστό τους, μὲ τὴ σιωπή τους καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους κάποτε, / θὰ τοὺς ποτίσουν ξανά μὲ τὴ δίψα τῆς ἕνωσης, κ' ἕνα πελώριο κῦμα σκοτεινό / θὰ στρογγυλέψῃ τὴν ὅρμή του κάτω ἀπ' τ' ἀντρικά πλευρά, πανέτοιμο / νὰ χτυπήσῃ κατακούτελα τὰ φράγματα, νὰ σύντριψῃ τὰ φράγματα, / ὥσπου νὰ σβήσῃ στὴν καθημερινή ἀμμουδιά, στὰ μικρά βότσαλα, στὴν κούραση, στὴ λησμοσύνη, / δίχως πολλές φορές νὰ βρῇ νὰ χτυπήσῃ τὸ βράχο, νὰ τιναχτῇ δοξαστικό ψηλά / σὰν ἀντίστροφος καταρράχτης μιᾶς συντριμμένης ἔντασης. // Καὶ πάλι οἱ γυναῖκες, / σὰ νὰ μήν εἶδαν τὸ χαμηλωμένο κῦμα τους, θὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πλαγιάσουν, / θ' ἀσχοληθοῦν μὲ τὶς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ κρατᾶνε τὰ μάτια χαμηλωμένα, / θὰ γονατίσουν μπροστά στὴ σκάφη νὰ πιάσουν ἀποβραδίς τὸ προζύμι, / σὰ νὰ μὴν πρόσεξαν τὸ κράνος τῶν ἀντρῶν πούπεσε καταγῆς∙ θὰ τὸ μαζέψουν ἥσυχα κι αὐτό, / σὰ νἄταν μιὰ πήλινη γλάστρα, θὰ φυτέψουν ἀργότερα κεῖ μέσα λουλούδια, / μικρά λουλούδια σπιτικά, κάτι γαλάζια λουλούδια πεντάφυλλα, / θὰ τοὺς μαντάρουν, πλάι στὴ λάμπα, τὰ τσουράπια τους / μὲ κεῖνο τὸ ὑπομονετικό ξύλινο αὐγό θὰ τοὺς μαντάρουν / τὴ χιλιοτρυπημένη ἐμπιστοσύνη τους, γιατι οἱ ἄντρες / πολύ περπατᾶνε, πολύ κουράζονται, πολύ φοβοῦνται, πολύ πολεμᾶνε, / κ' εἶναι λεβέντες μὲ τὰ στριφτά μουστάκια τους, τὶς ἄγριες τρίχες τους, τ' ἄγρια ὄργανά τους, / κ' εἶναι παιδιά, κι οὔτε γνωρίζουνε τὴ δύναμή τους, / μονάχα ἀπὸ καυγάδες καὶ παλληκαριές γνωρίζουν, γιατί αὐτοί / δέν ἔμαθαν τὴν πλήρη ἀναμονή μῆνες καὶ μῆνες, καὶ τὴν ἄλλη χρονιά, / αὐτοί δέ φέρνουν μὲς στὰ σπλάχνα τοὺς τὴ ζωή, δέν τὴν ταΐζουν μὲ τὸ σπλάχνο τους / δέν ἀκοῦνε τὰ βήματα τοῦ ἐπερχόμενου μέσα τους / δέν εἰναι ἡ γῆς, μονάχα ὁ σπόρος ποὺ ρίχνεται στὴ γῆς, κ' ὕστερα ὁ κάματος κι ὁ ὕπνος, / ἕνας ὕπνος πλατύς καὶ βαθύς, δίχως ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα πάλι τὰ κρατᾶνε οἱ γυναῖκες, μὰ κάποτε / ἀκοῦνε οἱ ἄντρες μὲς στὸν ὕπνο τους, ἀκοῦνε τὰ ἴδια τους τὰ βήματα μέσα στὸν ὕπνο / σά νὰ σηκώθηκαν σὲ μιὰ πομπή τὰ τέλεια ἀγάλματα, / σά νὰ μιλοῦν οἱ πέτρες, τὰ ποτάμια, τὰ δάση, / κι ὁ γνωρισμένος ὕπνος τους περιβάλλει τὴ γῆ καθὼς ὁ ἀγέρας, / τὴ γῆ μὲ τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά, τοὺς αἰῶνες. / Τοῦτος ὁ ὕπνος / γίνεται ἡ γνωριμία ὅλης της ἔκτασης τοῦ βασιλείου μας, / μιὰ σκάλα ριγμένη μέσα στὸ ἄπειρο, / τὸ μέγα ξύπνημα τῆς ὅλης δύναμής μας μέσα σ' ὅλο τὸ φῶς. // Καὶ τότε στρέφουν οἱ ἄντρες καὶ χαμογελᾶνε κ' ὑπομένουν / μὲ τὴ γαλήνια στάση τοῦ κατωρθωμένου, / σὰ νἄχαν κόψει λίγο πρὶν πάνω στὸ γόνατό τους / ἕνα ποτάμι μὲ τὰ δυό τους χέρια – ἔτσι γαλήνια / τόσο που οἱ γυναῖκες τρομάζουν, / χάνονται στὴν κουζίνα, θυμιάζουν τὰ κονίσματα, / ἑτοιμάζουν φασκόμηλο καὶ βεντοῦζες, / καῖνε μοσχοκάρφια στὴ φλόγα τῆς καντήλας, / ρίχνουν σταγόνες λάδι στὸ ποτήρι τὸ νερό, / σταυρώνουν τὸ ψωμί καὶ τὸ προσκέφαλο!.. // Μὰ ὁ ἴσκιος τῆς ξύλινης σκάλας ἀνεβαίνει πάνω ἀπ’ τὸ ταβάνι, / κ' οἱ πλεξοῦδες τὰ κρεμμύδια σαλεύουν ἀπὸ ἀόρατους ἀνέμους σάν πανιά καραβιῶν ποὺ τοὺς παίρνουν τοὺς ἄντρες τους, / καὶ στὰ κρεμασμένα μπρίκια καθρεφτίζονται ἄγνωστα πρόσωπα τῆς παλιᾶς φαμίλιας που ἐπιστρέφουν, // ὁ σταυρός ὁ χαραγμένος στὸ ζυμάρι ὀρθώνεται, / ὁ ἀσβέστης στὸ λάκκο τῆς αὐλῆς ἀρχίζει νὰ κοχλάζῃ, / οἱ πετεινοί λαλοῦνε ὅλη τη νύχτα / σά νὰ ξημερώνῃ ἑφτά φορές, σά νὰ μή νύχτωσε καθόλου, / καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἀρσενικῶν, ἀκόμη καὶ τῶν πιό μικρῶν ἀγοριῶν, ἀστράφτουν μὲς στὸ βράδυ, / γιομᾶτα πιτσιλιές σουβάδες σά νἄχτιζαν ὁλημερίς μιὰ μεγάλη ἐκκλησία / ὅλο γυμνές κολῶνες καὶ πελώρια παράθυρα / χωρίς χρωματιστά τζάμια, χωρίς εἰκόνες, χωρίς ἐπιτάφιους, / μὲ μιὰ ὑψηλή λευκότητα χωρίς σκιά, χωρίς πληγή, χωρίς θάνατο...
- - - -Κ' εἶναι σὰν μιὰ ἔξοδος ἀπ' τὸ χρόνο, σὰν καθήλωση τοῦ χρόνου, σὰν κατάργησή του / ἀπ' τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ τῆς μνήμης καὶ τοῦ ὀνείρου, / κι ἀπ’ τὴν ὑπομονή τῆς ἀνθρώπινης πράξης. / Εἶναι ἡ ἕνωση, εἶπε, / τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας, τῆς σιωπῆς καὶ τῆς φωνῆς, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ποίησης / – καὶ πιά τὸ σφύριγμα τῆς σιγαλιᾶς μέσα στὶς κλειδαρότρυπες τῶν σπιτιῶν δέ γίνεται πίσω ἀπ' τὶς πλάτες σου, / καὶ τὸ φύσημα τῆς νύχτας μὲς στὶς τρῦπες τῶν ἄστρων δέν εἰναι ἑνα σύνθημα / γιὰ κάποιον ἄλλον ποὺ ἐσύ δέν τὸν βλέπεις καὶ ὑπονοεῖ ἐσένα. / Οἱ πόρτες πάνω καὶ κάτω μένουν ὀρθάνοιχτες∙ φυσάει ὁλόγυρα μὲ παρρησία ὁ ἀγέρας, / καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα, τὰ κλειδιά ἀχρηστεύονται ἀπὸ μόνα τους, / κι ὅλος ὁ κάμπος, ὁ ἀρχαῖος, ὁ χοντροκόκκαλος, / τρέμει τὰ μεσάνυχτα σύγκορμος ἀπ’ τὸ βουητὸό τῶν γρύλλων, ἀπ' τὶς κραυγές τῶν βατράχων, ἀπ' τὸ πριόνισμα τοῦ Γαλαξία, / καὶ τὸ φεγγάρι που ἀνεβαίνει τελετουργικά ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα / εἶναι σὰν τὸν καινούργιο μουσκεμμένο κουβά που ἀνεβάζει τὸ ἀμίλητο νερό ἀπ’ τὸν Κάτω Κόσμο...
- - - -Τότε τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων – τῶν Ἐνετῶν, τῶν Φράγκων, τῶν Τούρκων, τῶν Ἑλλήνων – / θαμμένα κάτω ἀπο ὁλόκληρα βουνά χρόνια καὶ χώματα ὀρθώνονται / ἔξω ἀπ’ τὶς πρασινισμένες πανοπλίες τους καὶ τὰ σάπια τους ροῦχα / – γυμνά σώματα, εὐαίσθητα, ἀκέρια, / στέρεα κ' ἐρωτικά, μέσα στὴν πρώτη γνωριμία τῶν αἰσθήσεων, / ὄχι ἐχθρικά τὄνα στ' ἄλλο, ὄχι ἀντίπαλα, / μὲ μόνο τους ὅπλο τὴν ἀρχαῖα ἐπιθυμία τους, τὸ αἷμα μας, τὴ μνήμη μας... / Τὰ χέρια τῶν ἄντρων φαρδαίνουν, / ὁ ἀντίχειρας γίνεται ἕνα μεγάλο γεφύρι ἀπ' τοὺς αἰῶνες, / τὰ βουνά εἰναι σὰ γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία καὶ ἀγέρωχα, / ὠγκωμένα ἀπ’ τὸ γάλα. / Καὶ τὰ ἱερά ἀνθρώπινα ἐργαλεῖα / κρέμονται στὰ καρφιά τοῦ σπιτιοῦ, ἢ στὰ ἐργαστήρια, / ἥσυχα, σοβαρά, ἀνεξίθρησκα / σάμπως νὰ μήν ὑπῆρχε χωρισμός καὶ χάσμα κι ἀπουσία καὶ στέρηση. / Τὸ ὀδοντωτό πριόνι, μὲ τὸ στενόμακρο σχῆμα μιᾶς χιλιετίας, / τὸ σφυρί, σὰν τὸ ἄγαλμα τῆς ἀντρικῆς γροθιᾶς, / τὸ δρεπάνι, σὰν τὸ ἀνοιγμένο μπράτσο τοῦ ἔρωτα, κ' οἱ μετάλλινες πρόκες, / σὰν τὰ ἐπίμονα δόντια ποὺ κατατρῶνε τὴν ἀπόσταση καὶ τὸ ἄγνωστο, / ἀκόμη καὶ τὰ ξύλινα καρφιά ποὺ καρφώνουν τὰ παπούτσια / εἶναι σὰ μικρά ἀστέρια μπηγμένα σ' ἕνα χαμηλό χρήσιμο στερέωμα. // Ὁ ξυλοφάγος μεμιᾶς σταματάει τὴ δουλειά του κι ἀφουγκράζεται / τὰ πυκνά συντεταγμένα βήματα τῶν σταφυλιῶν, / τοὺς σπόρους που ἀνοίγουν τὶς σκεβρωμένες πόρτες τους∙ κ' ἡ μαύρη μελίγκρα / ποὺ πολιορκοῦσε τὰ κόκκινα φύλλα τῆς ροδιᾶς, σωριάζεται καταγῆς, / καὶ τὰ τριαντάφυλλα ἀνάβουν στοὺς κήπους! Κείνη τὴν ὥρα οἱ ἄντρες / παίρνουν μιὰν ἄλλη οἰκειότητα μὲ τ' ἄστρα∙ καθὼς γυμνοί ἀπ’ τὴ μέση σκύβουν στὸ παράθυρο / εἶναι σὰ νἄκοψαν μὲ τὸ σουγιά τους ἕνα πεπόνι / καὶ νὰ ρίχνουν τοὺς νοτισμένους σπόρους κάτω στὴ νύχτα. Καὶ τὸ τρίξιμο τῶν παλιῶν σανίδων / κάτω ἀπ' τὰ γυμνά πέλματα τῆς γυναίκας ποὺ σηκώθηκε τὰ μεσάνυχτα / ἀποχτάει μιὰν εἰλικρίνεια κι ἀγαθότητα, σάμπως νὰ λέῃ τὸ φαγωμένο πάτωμα: // Πάτα ἐλεύθερα! Τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται ἥσυχα. Ἔπεσε ὁ πυρετός τους... Κ' οἱ γυναῖκες / χαμογελοῦν πάλι ὁλομόναχες μὲς στὴ σοφία τῆς διάρκειας, / καὶ τὰ παιδιά χαμογελοῦν στὸν ὕπνο τους / σά νἄμαθαν μεμιᾶς τὸ μυστικό τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μέσα στὴν ἴδια του τὴ μυστικότητα / ἀπ' τοὺς χωματένιους προμαχῶνες τῆς σφήκας, μὲ τὶς πολλές ἀπύθμενες ὀπές, / κι ἀπ' τὰ κέρινα ἑξάγωνα κελλάρια τῆς μέλισσας.
- - - -Ἴσως ἔτσι νὰ μάθαμε καὶ μεῖς ἀργότερα, ἀπ’ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, / ἀπ’ τὶς γυναῖκες, ἀπ' τὶς μέλισσες, ἀπ' τ' ἄστρα, / ἀπ' τὴν ἀνάμνηση, ἀπ' τὴν πράξη, ἀπ' τὴ θέληση, / τὴν τάξη καὶ τὴν οἰκονομία τῆς φύσης, τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ γραφείου, τοῦ σώματός μας...
- - - -Ὅλα δικά μας – εἶπε ὁ Ξένος – ὅλα τοῦ κόσμου τούτου ! / Καὶ τοὺς νεκρούς μας τοὺς κουβαλᾶμε μέσα μας, / χωρίς ὁ χῶρος νὰ στενεύῃ, χωρίς νὰ βαραίνουμε∙ / συνεχίζουμε τὴ ζωὴ τοὺς ἀπ' τὶς βαθειές στοές καὶ τὶς ἔρημες ρίζες, / τὴ δική τους ζωή, τὴ δική μας ἀκέρια μὲς στὸν ἥλιο. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ γίνεται / μιὰ μεγάλη ἡσυχία, μιὰ μεγάλη διαφάνεια∙ / διακρίνονται πέρα τὰ γαλανά νησιά καὶ τὰ νησίδια ποὺ ποτέ ὣς τότε δέ φάνηκαν, / κι ἀκούγεται εὐδιάκριτα ἡ χορωδία τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ἀπ' τὴν ἀντίπερα ὄχθη / – τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ποὺ φύγανε νωρίς, ἀφήνοντας / μισοτελειωμένη τὴν πρώτη τους συνομιλία μὲ μιὰ μαργαρίτα...
- - - -Σᾶς ἔλεγα, λοιπόν, πὼς δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος – τελείωσε ὁ Ξένος, / ἥμερα, ἁπλά, τόσο ποὺ ἐμεῖς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, / δέ φοβηθήκαμε τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες. Ἕνας τρίγωνος ἥλιος στὸν ἀπέναντι τοῖχο / εἶχε ἐπιμηκυνθῆ, φωτιζόταν ὁλόκληρο τὸ βορεινό δωμάτιο / ἀπὸ μιὰ μόνιμη ἀντανάκλαση... Μᾶς πῆρε τὸ ἄρωμα / ἀπὸ βουνά καρπῶν ποὺ ξεφορτῶναν στὰ μανάβικα. / Ἀκούσαμε τοὺς χτύπους στὸ γειτονικό σιδεράδικο καὶ τὰ τρὰμ ποὺ ἔστριβαν δίπλα στὰ κρεοπωλεῖα... // Εἴχαμε τὴν ἰσόρροπη αἴσθηση μιᾶς ἀφάνταστης εἰρηνικῆς συγκομιδῆς, / ἀπὸ μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες / μὲ προσοχή καὶ τάξη σὲ ὀρθογώνια καφάσια, ποὺ μεταφέρονταν / ἀπ' τὶς ἀγροτικές περιοχὲς ἴσα στὶς ἀγορές τῶν πόλεων καὶ στὰ πολύβουα λιμάνια..- / πελώρια αὐτοκίνητα τρέχαν στοὺς ἡλιόλουστους δρόμους, / σὰ μυστικά ὁλοπόρφυρα βουνά... / Σηκωθήκαμε, / ξεσκεπάσαμε τοὺς καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, / κ' ἤμασταν νέοι πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, νέοι / ὓστερ' ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, γιατι ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος / ἔχουν τὴν ἴδια ἡλικία: τὴν ἡλικία μας! / Κι αὐτό τὸ φῶς δέν ἤτανε καθόλου ἀντικατοπτρισμός, / μὰ τὸ δικό μας φῶς, φιλτραρισμένο μέσα ἀπ’ ὅλους τους θανάτους! // Κι αὐτός ὁ Ξένος ἦταν ὁ πιό δικός μας!.. Οἱ γυναῖκες τοῦ ζέσταιναν νερό νὰ πλυθῆ, / οἱ ἄντρες βγῆκαν νὰ ψωνίσουν γιὰ τὸ τραπέζι. Τὸ πιὸ μικρό κορίτσι τοῦ σπιτιοῦ / ἔφερε παστρικές πετσέτες, ἕνα μικρό ρόδινο μοσκοσάπουνο, / ἕνα κύπελλο ζεστό νερό, τὸ μεγάλο πινέλο τοῦ ξυρίσματος, / καὶ τ' ἀκούμπησε πλάι στὸν ὁλόγυμνο καθρέφτη. // Ὁ ἀτμός ἀπ' τὸ ζεστό νερό χνώτιζε λίγο-λίγο τὸν καθρέφτη, σάμπως νὰ τὸν ἕντυνε καὶ πάλι, / καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου, ποὺ ἄρχισε νὰ ξυρίζεται, / μὲς ἀπ' τὶς σαπουνάδες θαμποφαίνονταν, μὲς στὸ ὄρθιο κρύσταλλο, / ἀγαθό, νεανικό καὶ μειλίχιο σὰν πρωινό φεγγάρι...Οἱ γερόντισσες κ' ἡ θάλασσα
- - - -...Μόλις σουρπώνει, βγαίνουμε δωνάς, στὸ πεζούλι, στὴν πέτρα, στὰ βράχια, / νὰ μᾶς χτυπήσῃ τὸ μπουγάζι... []
- - - -Σάμπως νὰ φύγανε ὅλα καὶ ξωμείναμε ὁλομόναχες / σ' ἕνα ἁλώνι ἀψηλό καὶ μεγάλο, ποὺ τὸ φυσάει ὁλόγυρα ὁ ἄνεμος // – ἄνεμος ποὺ λιχνίζει τὸν ἄνεμο πάνω στὸ ἁλώνι τὸ ξάγναντο / δίχως στάρι, δίχως ἄχερα, δίχως δικράνια κι ἀλόγατα, / ἄνεμος βαθύς ἄνεμος, / δέ φυσάει, δέ βγάνει ἦχο, δέ σηκώνει σκόνη, δέν είναι τοῖχος μέσα κι ὄξω νὰ χτυπήσῃ, [] / νὰ σκοντάψῃ, νὰ πονέσῃ ν' ἀκουστῇ... // [] Σιωπή [στὴ σιωπή]...
- - - -Τὰ καράβια φύγανε, οἱ ἄντρες μας φύγανε, τὰ παιδιά μας φύγανε / – δέν ξέρουμε ποιός ἔφυγε, ποιός ἔμεινε, δέν ξέρουμε / []ποιός πνίγηκε στὴ θάλασσα, ποιός σκοτώθηκε στὸ βουνό...[]
- - - -Ἡ θάλασσα ἡ κλειδοκρατόρισσα ποὔμπαινε σὰν ἀφέντρα στὰ σπίτια μας / κι ὥριζε τὴ ματιά τους, τὴν πορπατησιά τους, τὸ πουγγί τους / που ὥριζε τὸ ποτήρι τους, τὴ φωνή τους, τὸ τραγούδι τους / που αὐτή ὅπως ἤθελε τοὺς ἔσιαχνε τὴ χωρίστρα τους / καὶ τοὺς ἔστριβε μὲ τὸ σάλιο της τὰ μουστάκια τους / – δέν τῆς φτάνανε τὰ πέλαα, [] / μὲ τὸ ἔτσι θέλω μές στὶς κάμαρές μας ἔμπαινε, / ξαπλωνόταν στὸ στρῶμα, καθόταν στὰ σκαμνιά, / τὴν πιὸ γλυκειά μας ὥρα χωνότανε ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὸν κύρη μας / [] (τὰ μάτια του σὰν τοὺς θαλασσινούς σταυρούς μέσα στοῦ σκοταδιοῦ τὰ φύκια) // καὶ κάποτε ἕνα κῦμα της σὰν ἀνοιχτή ἀχηβάδα / στέκονταν ὄρθιο μπρός στὴν κούνια τοῦ μωροῦ καὶ τοῦ φωτοῦσε τὸ πρόσωπο...[]
- - - -Τὰ κάγκελλα τοῦ μπαλκονιοῦ τὰ πέταξε κ' ἔβαλε ψάρια ἀντὶς γιὰ κάγκελλα / στὴν καρδιά τῶν ἀντρῶνε μας ἕναν κόκκινο σπάρο μ' ἄγρια κόκκαλα φύτεψε / μαχαίρια ψάρια στὴ ζώνη τους ἔχωσε!.. // [] Φοράγανε ἀθώρητο / τὸ τετράγωνο σκοτάδι τῶν ἀμπαριῶν, κ' οἱ ρυτίδες στὰ μάτια τους / [] σὰν τὸν μισόν ἴσκιο τοῦ τιμονιοῦ στὸ νοτισμένο σανίδι ὅταν ἔχῃ φεγγάρι / καὶ τὸ κορμί τους δέ μύριζε ἱδρῶτα, μύριζε φουρτοῦνα, / [] θυμωμένα κύματα καὶ φῶτα σπασμένα ἀπὸ ξένα λιμάνια / τὰ μαλλιά τους μύριζαν βελανίδια καὶ μηχανόλαδο / κ' ἡ ματιά τους, κάτου ἀπ’ τὰ δασωμένα φρύδια τους, / σὰν πελαγίσιο ἀπόμακρο φεγγάρι ποὺ βγαίνει ἀπὸ δυὸ σύγνεφα...[]
- - - -...Τὰ ὄρθια καὶ στέρεα ἀγάπαγαν (ποιὰ στέρεα;) / Φουσκωμένοι ἀπὸ λαχτάρες ἤντουσαν σὰν τὸ παχύ κρομμύδι, / κι οὐδέ ποὺ ξέρανε πὼς τὸ κρομμύδι εἰναι ὅλο φλούδια-φλούδια, / κι ἂν βγάλῃς τόνα θ' ἀνταμώσῃς τ' ἄλλο, / ἔτσι ὅλο φλούδια ὥς τὸ τέλος, / οὐδέ σάρκα οὐδέ κουκκούτσι – / καὶ δέν ἔκανε νὰν τοὺς τὸ πῇς, νὰ κάνῃς τὴν πολύξερη δέν ἔκανε / νὰ βγάζῃς στὸ παζάρι τὰ γλυκά μυστικά τοῦ σπιτιοῦ... []
- - - -Ἐμεῖς ξέραμε, πολλάὰ ξέραμε... Σ' ἄλλους τὰ μάθαμε, ἐμεῖς τὰ ξεχάσαμε... // [] Δέ μᾶς ἀγγίζει πιά ὁ ἀγέρας μὲ μικρές πονηριές, μὲ γαλιφιές καὶ παραμύθια / – τὸ μεσοφόρι μας σκλήρυνε, σὰ νἄγινε ἀπὸ καραβόπανο – / δέ μᾶς ἀγγίζει ὁ ἀγέρας – τὰ μαλλιά μας ἀσάλευτα, σὰν καλαθόβεργες – / κι ὡστόσο κάτου ἀπ’ τὰ φουστάνια μας μεγάλα καράβια ἀπαγγιάσανε ἄλλοτες...
- - - -Ἄλλοτες, ἄλλοτες... Ἄλλοτες //[] ἔβγαινε ὁ ἥλιος μὲς ἀπ' τὶς θαλασσοσταγόνες, σάν τριανταφυλλί χταπόδι, / μὲ τὸ χοντρό κεφάλι του νωπό, καὶ τὰ πλοκάμια του μπλεγμένα στὰ σύγνεφα, / κ' ἦταν ἡ μέρα δόξα καὶ καημός, ἀχορταγιά, λαχτάρα καὶ παραμονή μιᾶς γνώρας! / [] Τώρα μείναμε δωνάς, [] // καὶ μήτε ξέρουμε πιά τ' ὄνομά μας... Κάποτες εἴχαμε ἕνα ὄνομα∙ / ὕστερις τ' ἀλλάξαμε μὲ τ' ὄνομα τοῦ κύρη μας∙ / ὕστερις τ’ ἀλλάξαμε [] μάνα∙ / ὕστερις [] βάβω∙ / ὕστερις: μόνο γριά∙ / ὕστερις τίποτις, κανένας δέ μᾶς φώναζε / ν' ἀκούσουμε, νὰ πιστέψουμε, νὰ εἴμαστε. Κι ἄν κάποιος πέταγε καμμιὰ βλαστήμια ἢ παίνεμμα, δέν ἠταν πιά γιὰ ἐλόου μας∙ / [] γιὰ κάποιαν ἄλλη, ἀγνώριστη ἢ λησμονημένη, / σ' ἕναν ἄλλο δρόμο, πίσω ἀπ’ τὰ βουνά, σ' ἕνα ἄλλο σπίτι...[]
- - - -...Τὸ ἀσημένιο ψάρι τῆς καντήλας ἀνηφόριζε ὄρθιο μὲς στὸν ἴσκιο τοῦ καθρέφτη / καὶ μεγάλα καβούρια περπάταγαν στὸ ταβάνι / καὶ δίβουλοι ἀχινιοί χωνόντανε μὲς στὰ παπούτσια τῶν παιδιῶν μας κάτου ἀπ' τὸ κρεββάτι..- // κ' ἔπρεπε νὰ νοιαστοῦμε τὴ φωτιά, τὸ φαγί, [] τὸ λύχνο / νὰ κυνηγήσουμε τὸ σπίθισμα τῶν ψαριῶν ἀπ’ τὶς γωνιές τοῦ σπιτιοῦ / καὶ τὰ χίλια μενεξεδένια χέρια τῶν ἀχινιῶν / ποὺ κάναν μυστικά σινιάλα στ' ἀγόρια μας...
- - - -Κάνεις καμμιὰ φορὰ νὰ ξαναφέρῃς στὸ νοῦ σου τὶς μέρες σου..- / σκορπᾶνε σάν τὸν ἄμμο μές ἀπ’ τὰ δάχτυλα... / Δέν εἰναι κεῖνες πιά, πέρασε ἡ ὥρα καὶ τὸ φῶς ποὺ τὶς γέννησε, / πέρασε ἡ λαχτάρα σου ποὺ τὶς ἔπαιρνε, τὶς τάιζε, τὶς ἔφτιαχνε..- / ἀλλάξανε, δέν εἰναι πιά oἱ δικές σου, / μόνο τόπους τόπους, ἕνα κομμάτι τόπος, ἕνα χρῶμα ποὔμεινε... // [] Κοιτᾶς, καμμιά φορά, πλάι στὰ κονίσματα τὰ στέφανα μὲ τὰ κερένια λεϊμονάνθια / μὲς στὸ τενεκεδένιο τους κουτί μὲ τὸ γυάλινο σκέπασμα / κ' εἶναι σά δυό κουλουριασμένες λεμονίτσες μιᾶς παλιᾶς Ἄνοιξης / πνιγμένες στὸ νερό, σὲ μιὰ μικροῦλα θάλασσσα... // [] Κάνεις καμμιά φορά νὰ θυμηθῇς καὶ τὸ διπλό κρεββάτι μὲ τὴν τσίτινη κουρτίνα..- / καράβι ἠταν καὶ κεῖνο [] καὶ βούλιαξε...[]
- - - -Κάποτε μόνο ἀκοῦμε δυό ἀναπάντεχους χτύπους στὴν καρδιά μας / σά νἄρριξαν τὰ ζάρια μές στὸ τάβλι στὴ θαλασσινή ταβέρνα. / [] (Πάντοτες δυό, σκυμμένοι, σκοτεινοί... [] / Κι ὅποιος κι ἄν χάση, ἐ μ ε ῖ ς -πλερώνουμε!..) []
- - - -Ὅλα τ' ἀφήκαμε ἔτσι, τὰ παραδεχτήκαμε / σκόρπια κι ἀφίλιωτα κι ἀντίμαχα / μές στὴν παραδοχή μας φιλιωμένα... // Κ' ἡ τρῦπα τοῦ τζακιοῦ, ποὺ φαίνονταν σὰν καπνισμένο τριχωτό ρουθούνι, / ποὺ πότε ὠσμίζονταν τὴν πιστή μυρουδιά τοῦ σπιτιοῦ / πότε τὴν ἄστατη μυρουδιά τοῦ καιροῦ, τῶν ἀνέμων, τῶν ἄστρων, τοῦ χρόνου, / σάμπως νὰ ξεκαθάριζε τὴ διαφορά τοῦ μέσα καὶ τοῦ ἔξω / σμίγοντας μὲ τὴν ὄρθια τρῦπα του τὴ διαφορά, τὸ μέσα κ' ἔξω, / τὸ χαμηλά καὶ τὸ ψηλά, / καὶ τ' ἀνάποδο, / σάμπως μιά νὰ τραβάῃ, μιά νὰ φυσάῃ ἀέρα, / ἀλλάζοντας τὸν ἀέρα, σμίγοντας τὸ μέσα κ' ἔξω ἀέρα, ὡς ἀνασαίνει / βαθιά καὶ ρυθμικά...[]
- - - -Ἀντίσταση – σὲ τί;.. Καὶ νὰ ρωτᾶς, καὶ ν' ἀκοῦς τὸ ἴδιο σου τὸ ρώτημα / ν' ἀκοῦς τοῦ καταρτιοῦ τὴν ἄκρη νὰ βουλιάζῃ τελευταῖα..- / [] κ' ὕστερις μπορεῖ / ἕνα φανάρι νὰ σωθῇ πάνου σὲ μιὰ σανίδα / ν' ἀρμενίζῃ μόνο του...[]
- - - -Τί νὰν τὸ κάνῃς τὸ ἔρημο φανάρι; τί νὰ δῇς; / Σπηλιές-σπηλιές τὰ κύματα ψυχές νὰ καταπίνουνε;.. / Πεντάλφες-ἀστροπέλεκα, κομμένα, πυρωμένα σύρματα μέσα στὰ σύγνεφα, / πόλεμους, σκοτωμούς καὶ στέρησες, // φουρτοῦνες καὶ φωνές καὶ γουρλωμένα μάτια / – καβαλλαρέοι τοῦ ἀνέμου, γένεια-φύκια / μαλλιά ἀπὸ καραβόσκοινα, μάτια παράταιρα / (τόνα ἀπο ἁλάτι, [] τ' ἄλλο ἀπὸ σίδερο) – καὶ τὰ χαράμματα / ἕνα φεγγάρι νὰ σκαμπανεβάζῃ στὰ μελανιασμένα κύματα / σὰν ψωμί ποὺ μουλιάζει τοῦ πνιγμένου ποὺ δέν πρόφτασε νὰ τὸ φάῃ...
- - - -Δέν ξέρω τί ἔτρεξε, δέν εἶδα... Ἕνας ἴσκιος θεόρατος / σάν τῆς Μονοβασιᾶς τὸ κάστρο, σάν τὸ Παλαμήδι [] / πήδηξε μές στὸ κῦμα – τί νὰ δής; – δέν πρόλαβα!.. // [] Ἄλλοι ἔρχονταν τὴ νύχτα, ἄλλοι ἔφευγαν τὸ χάραμμα, / ξένα πρόσωπα [] οἱ λάμπες τῶν καραβιῶν φωτίζανε..- / ποῦ τοὺς εἴδαμε τάχατες; ποῦ τοὺς ἀνταμώσαμε; / Ἀπὸ μαντέμι μπράτσα λαμπαδιάζανε στῆς ἀστραπῆς τὸ πέρασμα / ἡ μυρουδιά τοῦ κίντυνου στὶς πατατοῦκες τους / τὸ σφύριγμα τοῦ ὠκεανοῦ μέσα στὰ νύχια τους...[]
- - - -Τίποτες πιά!.. Τὸ φίδι τοῦ σπιτιοῦ δέ χαρχαλεύει στὸ ταβάνι. Ψόφησε. // Καὶ τὸ τριζόνι τοῦ τζακιοῦ ἔθαψε τὸ λαγοῦτο του στὴ χόβολη. / Στὰ τζάμια τοῦ παράθυρου σκοινένιες σκάλες καὶ κατάρτια πιά δέ γράφουνται. / Μονάχα ὁ φάρος στὰ χαμένα ἀνοιγοκλείνει τόνα μάτι του... [] // Ἄχ, οὖλα μπλέχτηκαν στὸ σύθαμπο..-χάσανε τὶς γωνιές τους, τὰ σουσούμια τους!.. // Δέν ξέρεις κεῖνο κεῖ στὸν τοῖχο ἂν εἶναι τὸ καμάκι ἢ τὸ κοντάρι τ' Ἅι Γιωργιού∙ / ἀπ’ τὸ πολύ ποὺ μπαῖναν τὰ καράβια μές στὶς κάμαρες / δέν ξέρεις ποιά 'ναι ἡ κάμαρα [] ποιό [] τὸ καράβι / [] ποιά [] ἡ σκάφη ποιά [] ἡ κούνια ποιά ἡ νεκρόκασσα!.. [] Τὸ στάρι, στὴν ἀρχή, ἦταν για ἄλεσμα, / γιὰ ἀλεύρι καὶ γιὰ τραχανά καὶ γιὰ πληγούρι∙ / ὕστερις γένηκε γιὰ βράσιμο – στὰ τρίμερα, στὰ 'νιάμερα, στὰ σαραντάμερα∙ / καὶ τὰ κόλλυβα τὰ στολίσαμε μὲ κουκκιά τοῦ ροδιοῦ καὶ μ' ἀσημένια κουφέτα / κ' ἕνα σταυρό ζαχαρένιο καταμεσῆς στὸ δίσκο φτιάξαμε, / ἄχ, τὸν πικρό σταυρό μὲ ζάχαρη τὸν φτιάξαμε, / μὲ τὴ ζάχαρη ποὺ ἠτανε γιὰ τὰ γλυκά τοῦ κουταλιοῦ καὶ τῆς Λαμπρῆς τοὺς κουραμπιέδες, / κουκκί σταριοῦ κουκκὶ ροδιοῦ, κουκκί-ἀναφιλητό τὰ κόλλυβα, // [] ὕστερις μὲ τὰ χρόνια γλύκανε καὶ τὸ βρασμένο στάρι, / τὸ τρώγαμε κι αὐτό, ἦταν νόστιμο, χορταίναμε – χορτάσαμε θάνατο. // Δὲν ξέραμε κάθε βολά ποιός πέθαινε, [] // δέν ξέραμε πιά ποιό τὸ πληγούρι, ποιό τὸ κόλλυβο, / δέν ξέραμε πιά ποιό τὸ ξερό χταπόδι κρεμασμένο στὸν τοῖχο, ποιός ὁ Σταυρωμένος, / δέν ξέραμε πιά ποιές οἱ πλεξοῦδες τὸ σκόρδο, ποιός ὁ ποταμὸς τοῦ Ἰορδάνη...
- - - -Καὶ πότε-πότε ἐρχόντανε κάτι ἥμερα πρωινά σάν τὴν πρώτη μέρα τῆς πλάσης / καὶ σοῦ 'δείχνε ἡ ζωή μέσα στὸ φῶς ὥς μέσα τὰ σπλάχνα της, // τὰ πράμματα καὶ τὰ παιδιά κ' ἡ ξερή δάφνη κρεμασμένη στὸν τοῖχο μ' ἕνα σπάγγο, / ὅλα ἥμερα καὶ στὸ ἴδιο ψῆλος, / τὸ σκαμνί καὶ τὸ στεφάνι τῆς κουνουπιέρας, / ὅπως τυχαίνει νὰ κοιτάξῃς στὰ ρηχά τοῦ γιαλοῦ καὶ βλέπεις / κάτου ἀπ’ τὸ διάφεγγο νερό τὰ στρογγυλά χαλίκια, καστανά, λεμονιά, ρόδινα, / ἥμερα, νοικοκυρεμμένα, σάμπως ποτές νὰ μήν τὰ χτύπησε ὁ θυμός τοῦ νεροῦ καὶ τοῦ ἀνέμου, / καὶ τότες λὲς πὼς τὰ βαθιά εἰναι ψηλά, καὶ δέν πνίγεσαι, / μονάχα ἑνα ἄχ! ἀποκρεμιέται ἀπ’ τὸ στόμα σου, / ὅπως κρέμεται ἕνα ματσάκι κανελόκλωνα σὲ μιὰ κλωστή στὸ καρφί τῆς κουζίνας / ὅπως κρέμεται ἕνα κλωνάρι γιασεμί στὸ παράθυρο / ὅπως κρέμεται ἡ χελιδονοφωλιά κάτου ἀπ' τὸ λούκι τῆς στέγης / καὶ μέσα στὴ φωλιά κάθουνται γαλανά, χλιαρά τ' αὐγὰ / ἕτοιμα νὰ γενοῦνε φτερά καὶ τραγούδια...
- - - -Καὶ τότες ἔμοιαζε σὰν τίποτες νὰ μήν πῆγε χαμένο, / σὰν τίποτες νὰ μή μποροῦσε νὰ μᾶς πάρῃ ὁ Χάροντας, / γιατι ἐμεῖς ὅλα τὰ δώσαμε, τὰ παραδώσαμε ὅλα – νἄταν κι ἄλλα! –, / κι αὐτά ποὺ δώσαμε εἴμαστε (δέν εἴμαστε μονάχα αὐτό ποὺ γίναμε), / κι ὅ,τι γίνεται κεῖνο ποὺ δώσαμε γινόμαστε, / μήδε μιά τρίχα ἀπ’ τὴν πλεξοῦδα μας δέν πῆγε κατ' ἀνέμου ! // Κι ὅταν ξάσπριζε μιὰ καινούργια τρίχα μας, ἐμεῖς ἀφουγκραζόμασταν / τὴ μαύρη μπογιὰ ποὺ λιγόστευε μέσα στὸ λούκι τοῦ μαλλιοῦ μας, / ὅπως ἀφουγκραζόμασταν τὸ σίγλο ν' ἀνεβαίνῃ ἀπ' τὸ πηγάδι, // κι ἄν ἠταν λίγο τὸ νερό ποὺ βγάναμε, κι ἄν δὲν ἔφτανε / νὰ ποτίσουμε τοὺς λάκκους γύρω ἀπ' τὰ μεγάλα δέντρα τοῦ κήπου, / ποτίζαμε τὶς γλάστρες τὰ βασιλικά καὶ τὰ γεράνια / καὶ τὶς τριανταφυλλιὲς πού ἠταν σὰν κόκκινα στεριανά κοχύλια // ἢ παίρναμε νερό κι ἀπ’ τ' ἄλλα πηγάδια, / γιατι ὅλα τὰ πηγάδια τοῦ καλοῦ θεοῦ εἶναι νὰ ποτιζόμαστε ὅλοι μας, / νὰ ποτίζουμε τὰ παιδιά, τὰ ζά, τὶς λεϊμονιές, τὰ τριαντάφυλλα, / νὰ ποτίζουμε ἀκόμα καὶ τ' ἀστέρια, γιατὶ συχνά-πυκνά μᾶς ἔλαχε, / σά βράδιαζε καὶ στεκόμασταν μὲ τὸν κουβά στὸ χαγιάτι, / νὰ ξεφυτρώνουν πάνωθέ μας, ἀνάμεσα στὰ σπαθωτά νεραντζόφυλλα / ἢ ἀνάμεσα στὰ λιανά γιασεμόκλωνα, νὰ ξεφυτρώνουν τ' ἀστέρια / καὶ νὰ μοσκοβολᾶνε πιότερο ἀπ’ τὰ γιασεμιά κι ἀπὸ τὰ νεραντζάνθια, // κ' ἦταν σὰ νὰ ποτίζαμε ἐλόου μας καὶ τ' ἄστρα...[] // Τὴν ἄλλη μέρα μὲ τὸ χάραμμα βγαίναμε στὴν ἀκρογιαλιά / νὰ μαζώξουμε φύκια γιὰ τὰ στρώματα, / νὰ μαζώξουμε ξύλα ἀπ' τὰ σπασμένα καράβια γιὰ τὴ φωτιά // – κ' ἡ φωτιά τότες ἤτανε καλή, δέ συλλογιότανε τοὺς πνιγμένους, / ζέσταινε καὶ φωτοῦσε ἡ φωτιά, 'τοίμαζε τὸ φαγί, καλή φωτιά, / ἅγια ἁπλότητα, ἅγια πράξη γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἡ φωτιά / ἔρριχνε τὸν ἴσκιο τοῦ τσουκαλιοῦ στὸ ταβάνι σὰν ἕνα μαῦρο φαρδύ φεγγάρι, / ἔρριχνε λοξά στὸν τοῖχο τὸν ἴσκιο τῆς ἀνέμης / σάν καγκελλόπορτα περβολιοῦ... Ὅλα ἀλλάζουνε, πᾶνε, τραβᾶνε, // τὰ χόρτα κ' ἡ ντομάτα καὶ τὸ παστό ψαρὶ γίνονται γάλα / καὶ τὸ γάλα παιδί καὶ τὸ παιδί καράβι καὶ τὸ καράβι ταξίδι / κι οὖλοι ἀρμενίζουν μὲς στὴ θάλασσα, φεύγουν, / στὴν ἀρχή κάτι γιὰ νὰ πᾶνε, κάτι γιὰ νὰ φέρουν, / ὕστερις μοναχά γιὰ ν' ἀρμενίζουνε, πάλι καὶ πάλι τὸ ταξίδι, ὕστερις μόνο ἡ θύμηση τοῦ ταξιδιοῦ, πάλι καὶ πάλι ἡ θύμηση, / σάμπως νὰ τοὺς τραβάῃ τὸ κῦμα μόνο του, ἀσυλλόγιστα, / σάμπως νὰ θέλουν νὰ σκεδιάσουν τὸ ταξίδι ὁλάκερο μέσα στὴ θύμηση, / σάμπως νὰ θέλουν νὰ σκεδιάσουνε τὴ θύμηση μέσα στὸν ἄνεμο / ἀθέλητα ἔτσι ὅπως κυλάει ἡ ἀνάσα μας καὶ τὸ αἷμα μας.
- - - -Ὅλα τραβᾶνε, πᾶνε, ἀλλάζουνε [] // – ὁ λύχνος τσιτσιρίζει, κόμπος λάδι, σώθηκε ἡ καρδιά μας! / Ἄχ, ἡ καρδιά μας πού ἠταν σφηνωμένη μὲς στὸν κόρφο μας / σὰν τὸ κόκκινο αὐγό [] στὴ φοῦχτα τοῦ λαμπρόψωμου / [] – τὸ λαμπρόψωμο μούχλιαζε, δέ μούχλιαζε τ' αὐγό! Στεκόντανε, / σὰν κόκκινος τροῦλλος μικρῆς ἐκκλησίας, νὰ λέῃ τὰ πάθια καὶ τὴν ἀνάσταση !..[]
- - - -Ὅλα τὰ χάσαμε, ξεχάσαμε – δέν ξέρουμε πιὰ τίποτες... / Καὶ κεῖνα ποὺ ξέραμε: ἀνωφέλευτα... // [] Μόνε τὸ πάρε-δῶσε εἰναι γιοφύρι νὰ περνᾷ ἡ ζωή καὶ ν' ἀνεμίζῃ τὸ χρωματιστό φουστάνι της / σάμπως σημαία στοὺς πέντε ἀγέρηδες καὶ νὰ φουσκώνουνε τὰ καραβόπανα / καὶ ν' ἀρμενίζουν ὅλα τὰ καράβια!.. [] // Συνέχεια εἶναι – ἄχ, ναί! – [] συνέχεια [] δική μας, [] καὶ σὰν ξένη, // κ' [] // ἡ γλῶσσα κολλημένη στὴ σιωπή..- [] / κ' εἶναι μιὰ πράξη τελειωμένη, [] / κ' εἶναι σάν τὴν ἄκερια τὴ φωνή, ποὺ πιὰ δέν ἔχει ἀνάγκη νὰ εἰπωθῇ, καὶ μένει... // [] Σάν ψέμματα ὁ χαμός κι ὁ μισεμός κι ὁ θάνατος / ὡς νὰ μήν ἦρθε, [] νὰ μήν ἔφυγε ποτέ κανείς καὶ τίποτα...[] // Σωπαίνεις. [] Τί νὰ πῇς;..[] Θάμμα τὸ θάμμα ὁ κόσμος [] // – κ' εἶναι ὅλα, καὶ τὰ ξένα, δικά μας!..[]
- - - -Εὐλογημένη νἆναι ἡ ζωή – κι ὁ θάνατος εὐλογημένος!.. []Καλός ὁ Θάνατος!..
- - - -Καλός ὁ Θάνατος!.. Ἥσυχος, ἀμετάτρεπτος – καλός πρὶν ἀπ' τὸ θάνατό μας! / [] Διδάσκει τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα κι ἁπλότητα, [] δίνει / [] τὴ μοναδική ἀπ' τὰ πρίν παρηγοριά τῆς βέβαιης ἀνυπαρξίας, / [] τὴ βαθειάν ἀδελφοσύνη – ἕνα αἴσθημα περήφανης ἀδιαφορίας καὶ μεγαλοψυχίας πέρα ἀπ' ὅλες τὶς τάξεις καὶ τὰ σύνορα. []
- - - -Δὲν ἔχει χρόνο κ' ἐθνικότητα. Τί χρειάζονται τ' ἄλλα λοιπόν; Τί χρειαζόμαστε;..Εἰκονοστάσι πέτρινο...
- - - -Εἰκονοστάσι πέτρινο σ' [] ἔρημο δρόμο... // Κάποτε, μὲ τὸ σούρουπο, [] ἡ εἰκόνα κατεβαίνει / τὰ δυὸ μαρμάρινα σκαλιά, μαζεύει ἀγριολούλουδα / ἀνάμεσα στὶς πέτρες, φτιάχνει ἕνα στεφάνι / καὶ τὸ κρεμάει στὴν ἴδια τὴν εἰκόνα της. Καμμιὰ φορά, / κάποιο ξεστρατισμένο πρόβατο στέκεται ἐκεῖ / μπροστά στὸ εἰκονοστάσι, σάμπως νὰ προσεύχεται, / μασώντας ἀργά, ἀδιανόητα, τὸ ξεραμένο πιὰ στεφάνι...
Ὅταν φτάνουμε στὴν ἄκρη τῆς σιωπῆς...
- - - -...Ὅταν φτάνουμε στὴν ἄκρη τῆς σιωπῆς, σ' ἐκεῖνο τὸ ἀδιέξοδο / τοῦ στενοῦ ἢ τοῦ ἀπέραντου, ἐκεῖ/ ποὺ μονομιᾶς ἀχρηστεύεται κάθε ὁμιλία καὶ κάθε κίνηση, / εἶναι πάλι ἡ ἁπλή καὶ οἰκεία χειρονομία μιᾶς γυναίκας / ποὺ διορθώνει τὴ γραβάτα ἑνὸς ἄντρα μπρὸς στὴ θεόρατη τζαμένια πόρτα / ποὺ τὸ γυαλί της σχεδὸν δέ διαχωρίζει τὸ σκοτάδι τοῦ θυρωρείου / ἀπ' τὸ σκοτάδι τοῦ δρόμου – τὴν ὥρα ἀκριβῶς τοῦ χωρισμοῦ... Μιὰ ὡραία χειρονομία / που ἀνεβαίνει ἀπ' τὶς ρίζες τοῦ κόσμου... Τὸ χέρι της / διασχίζει ὅλη τὴ μοναξιά, σεπτό μὰ κι ἀποφασισμένο, / σά νὰ κρατάῃ τὸν ἄντρα πάνω ἀπ' τὸ γκρεμό, / σά νὰ τὸν πνίγῃ γιὰ νὰ τὸν κρατήσῃ... Κ’ ἴσως σφίγγεται / γιὰ λίγο σά θηλειὰ ἡ γραβάτα / – σά θηλειά ποὺ τὸν κρατάει πάνω ἀπ' τὴν ἄβυσσο... Κι ἀλήθεια, / νά ποὺ δέν ἔπεσε! Στέκει στὰ πόδια του!..
Καὶ τὸ περίπτερο...
- - - -...Καὶ τὸ περίπτερο / εἶναι ἑνα μεγάλο πουλί ποὺ χτυπάει τὰ ἑκατό πολύχρωμα φτερά του, / ἕτοιμο νὰ πετάξῃ!.. Κι ἀλήθεια, [] / ἀνηφορίζει στὴ μέση τ' οὐρανοῦ, λάμπουν τὰ καθρεφτάκια, / ὁ περιπτεριοῦχος περνάει πλάι στὸν ἥλιο, / τὰ κορίτσια σηκώνουν τὰ κεφάλια τους ψηλά, ὁ ἀέρας / σηκώνει τὰ φουστάνια τους – αὐτές δέ βλέπουν κάτω, γυμνές μὲς στὴν ἐλευθερία τους, παραδομένες κιόλας στὸ γαλάζιο, / ἐνῶ ψηλά τὰ καθρεφτάκια ξαναδίνουν τὰ κορίτσια ἀνάστροφα, / ὁλόγυμνα, κρυμμένα μὲς στὶς λάμψεις!..
Σπάνια, κατὰ τὸ βράδυ...
- - - -Σπάνια, κατὰ τὸ βράδυ, ἐρχόταν κάποιο πλοῖο, / φώτιζε μὲ τοὺς ξένους φανούς του τὴν προκυμαία, / φώτιζε τοὺς βαρκάρηδες μὲ τ' ἄγρια ἠλιοκαμμένα πρόσωπα... Τότε / [] τὸ κουρεῖο διέσχιζε τὸ στενό δρόμο σὰν κλειστό τετράγωνο καράβι, / μὲ τὶς δυό πολυθρόνες του, τοὺς δυό στενόμακρους καθρέφτες, τὰ δυό κομοδίνα του, / μὲ τὰ δυό κίτρινα λαμπιόνια του σὰ δυό μικρές σκουριασμένες ἄγκυρες / μόλις ἀνεβασμένες ἀπ' τὸ βυθό, μὲ τὶς πετσέτες του / ἀπαθεῖς ἀπ' τὸ ἄγγιγμα τόσων ξένων προσώπων / νωπές ἀκόμη... []
- - - -Καὶ τότε / ἔνιωθες πὼς σωπάσαν μονομιᾶς τὰ τζιτζίκια (σὰ νὰ κλείσαν κι ἄλλες πόρτες) / – ὥσπου ἔπεφτε ὁλότελα ἡ νύχτα κ' ἔμενε ἡ ἐρημιά ἁπλωμένη / [] ἀσάλευτη κι ἄσπρη σὰ νεκρή... Τὸ φεγγάρι / κυριαρχοῦσε σὰν κραυγή ἀκατανόητης εὐτυχίας / ψηλά, πάνω ἀπ' τοὺς καπνοδόχους τῶν ψαρόσπιτων... / Ἕνα κατάρτι κάτι ἔδειχνε, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀκαθόριστο, σταματοῦσε..- / τίποτα δὲν εἶχε συνέχεια, / τίποτα δὲν εἶχε ἀρχή καὶ τέλος... Τ' ἀστέρια / ἦταν μεγάλα καὶ φωτεινά πάνω ἀπ' τὰ δέντρα...
Ἕλληνες καραγωγεῖς
Ἀργά, κατὰ τὸ μεσημέρι, ὅταν πουλήσουν στὸ παζάρι
τὰ προϊόντα τους – λαχανικά, σταφύλια, ἀχλάδια –,
γυρίζουν μὲ τὰ κάρρα τους ἀπ' τὸν παραθαλάσσιο δρόμο
πρὸς τὰ μικρά τους κτήματα, τὰ μακρυνά,
κάθιδροι, αὐτοί καὶ τ' ἄλογά τους,
μὲ τὰ χαρτονομίσματα δεμένα στὸ μαντίλι τους
καὶ μὲ τὰ κέρματα νὰ κουδουνίζουνε στὶς τσέπες τους,
ἀνόητοι, τσακισμένοι, σχεδὸν ἄγριοι,
μὲ τὸ θυμὸ μιᾶς ἄγνωστης ἀργοπορίας κι ἀδικίας,
μὲ τὰ τσουλούφια τῶν σκληρῶν μαλλιῶν τους ὅλο σκόνη καὶ ἵδρωτα
χτισμένα κάτω ἀπ' τὸ κασκέτο τους...
Ὅμως, σὰν στρίψουνε τὴ δημοσιά, σὰν ἀνταμώσουν
τὴν πρώτη ἐρημική ἀμμουδιά, ξεζεύουν τ' ἄλογά τους,
γδύνονται βιαστικά, πετοῦν τὰ ροῦχα τους στὶς πέτρες
καὶ μπαίνουνε στὴ θάλασσα νὰ πλύνουν τ' ἄλογά τους.
Καὶ τότε, μουσκεμμένοι, ὁλόγυμνοι κι ὁλόχρυσοι, ἄνθρωποι κι ἄλογα,
ἀστράφτουν μὲς στὸν ἥλιο μὲ μιὰ ὑψηλήν εὐγένεια
ἐργατικοί καὶ παντοδύναμοι, σάμπως νὰ βγῆκαν
μὲς ἀπὸ τοὺς πανάρχαιους μύθους...
Ὁ μικρότερος καραγωγέας,
μόλις δεκαοχτὼ χρονῶ, στίλβοντας ὅλος μὲς στὸ μεσημέρι,
γυμνός, καβάλλα στ' ἄλογό του, κάλπασε πέρα στὴ θάλασσα,
ἐνῶ ἕνα σύννεφο λευκό σημάδευε τὸν ἴσκιο τοῦ μὲς στὸ γαλάζιο...
Καὶ στὴν ἀκρογιαλιά, τὰ κάρρα, ὁλόχρυσα κι αὐτά,
ἔλαμπαν μὲς στὶς κυκλικές ἀνταύγειες τῶν τροχῶν τους
σὰν ἔνδοξα ἅρματα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικούς ἄγωνες,
ποὺ ἐδῶ σταμάτησαν καὶ ποὺ ἀπὸ δῶ πάλι θὰ ξανάρχιζαν...
Ἡ νύχτα μπαίνει...
- - - -Ἡ νύχτα / μπαίνει ἀπ' τ' ἀνοιχτά παράθυρα τὸ καλοκαίρι / καὶ σβήνει τοὺς ὄγκους τῶν ἐπίπλων, ὅλα τ' ἀφομοιώνει / καὶ φωτίζει ἀνεμπόδιστα ὁλόκληρο τὸ σπίτι, / καὶ τὰ μικρά κι ἀσήμαντα ἀντικείμενα σπιθίζουν / μὲ λάμψεις μυστικές καὶ πολυσήμαντες ὅπως τὰ ὀστᾶ, καὶ τὰ μαχαιροπήρουνα / χάνουν τὴν ὡρισμένη τους σκληρή χρησιμότητα, μεταβάλλονται / σὲ μικρές φλέβες μετάλλων μέσα σ' ἕνα οὐράνιο ὑπέδαφος / εὔπλαστες ἀρτηρίες, πρὶν γίνουν πράγματα ἢ ἀφοῦ ἔγιναν / – [] κ' οἱ μεγάλοι παγωμένοι καθρέφτες στοὺς διαδρόμους καὶ στὶς αἴθουσες / [] γίνονται ὀρθές κάθετες λίμνες ἢ μεγάλα παράθυρα ὁλάνοιχτα / πρὸς ἕνα ἀλάθευτο κι ἀκίνδυνο πέρα καὶ πάντα...
Ἀκριβῶς τότε
[]... Τὸ κλαδί ἑνὸς δέντρου – κι αὐτός πάνω του
ἐπέμενε νὰ πριονίζῃ τὸ κλαδί γνωρίζοντας
πῶς ἔτσι σίγουρα θὰ πέσῃ, ἐνῶ ταυτόχρονα
μιὰ αἴσθηση ἀβέβαιη τὸν κρατοῦσε μὲς στὸν κίνδυνο:
πῶς ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμή θὰ πετοῦσε!..
Καινούργια νίκη
- - - -Τόσες μάχες, τόσα τραύματα, τόσες ἔντιμες ἧττες καὶ νῖκες, / τόσα παράσημα – γέμισε τὸ στῆθος του, βάρυνε, / πονοῦσαν τὰ μάτια τοy ἀπ' τὴ λάμψη τους. Τρόμαξε / μήπως τὸ μόνο φῶς ποὺ θὰ τοῦ φώτιζε τὴν ξύλινη σκάλα / τὰ βράδυα, σὰν θὰ γύριζε σπίτι του, θἄταν αὐτό. Ξεντύθηκε, / ἔβαλε τὴ στολή του στὴ ντουλάπα, τὰ παράσημα στὶς θῆκες τους, / καὶ πῆγε νὰ καταταχθῇ ἐθελοντής – ἁπλός στρατιώτης!
- - - -Κανένας δὲν τὸν γνώρισε. Τὸν δέχτηκαν. Ἴσως ἐκεῖνο / τὸ νέο χαμόγελό του νὰ τὸν ἔφερνε στὴν ἡλικία τῶν ἐθελοντῶν.
Τό τέλος μιᾶς ὁμιλίας
- - - -Τὴν τελευταία στιγμή, τελειώνοντας τὴν ὁμιλία του μὲς στὰ χειροκροτήματα, / πρόσθεσε μὲ μιὰ ἀμφίρροπη καὶ ἤρεμη ἔκφραση:
- - - -– Ἐκεῖνος, / ποὺ τὸν χειροκροτήσατε, δέν ἤμουνα ἐγώ∙ καὶ τὰ λόγιά μου / δέν ἠταν τὰ δικά μου∙ ἦταν μικροί καθρέφτες ἀντικρύ σας / δίνοντας ἀποσπάσματα ἀπ' τὸ πρόσωπό σας ἢ τὴν ἀναμονή σας, / κι ἀντίκρυ στὰ ἴδια μου τὰ λόγια στεκόμουνα κι ὁ ἴδιος / σὰ μακρυνό φῶς, ἀντανακλῶντας στοὺς καθρέφτες, ρίχνοντας / τὶς λάμψεις μὲς στὰ μάτια σας, γιὰ νὰ μή μὲ βλέπετε. Τ' ἀληθινά μας λόγια / κεῖνται βαθιά μὲς στὴ σιωπὴ – κι οὔτε χρειάζονται ἄλλωστε. Οἱ ἀληθινές μας πράξεις / πάντα ἀποκλείουν τοὺς μάρτυρες, ἢ ἂν τὸ μποροῦνε, τοὺς σκοτώνουν, / ἢ τοὺς ἐξαγοράζουν μὲ βαριά ἀνταλλάγματα. Δικό μας / εἶναι μονάχα αὐτὸ ποὺ ἀρνεῖται τὰ πειστήρια. Καὶ τὰ χειροκροτήματα / εἶναι ὑστερόβουλες ἢ ἀσυναίσθητες ψευδομαρτυρίες...
- - - -Κείνη τὴ στιγμή / ἔσβησαν μονομιᾶς τὰ φῶτα κι ὅλοι σπρώχνονταν πρὸς τὶς ἐξόδους τοῦ κινδύνου, / κ' ἔτσι κανείς δέ μπόρεσε νὰ δῇ τὴν ἔκφρασή τους ἢ τὴν ἔκφρασή του. / Ίσως, μονάχα, ἐλεύθερη κι ἀδιέξοδη, μιὰ σκοτεινή σιωπή νὰ σπίθιζε / στοὺς κρεμασμένους μὲς στὴν ἄδειαν αἴθουσα καθρέφτες...
Μόνος μὲ τὴ δουλειά του
- - - -Ὅλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, ἀγριεμμένος, σπιρουνίζοντας ἀλύπητα / τὰ πλευρά τοῦ ἀλόγου του. Τὸν περίμεναν, λέει, τὸ δίχως ἄλλο∙ / ἦταν μεγάλη ἀνάγκη. Σάν ἔφτασε μὲ τὰ χαράματα, / κανείς δὲν τὸν περίμενε, κανείς δὲν ἦταν. Κοίταξε ὁλόγυρα. / Ἔρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν. / Ἄκουσε πλάι τοῦ τ' ἄλογό του ποὺ λαχάνιαζε – / ἀφροί στὸ στόμα του, πληγές στὰ πλευρά του, γδαρμένη κ' ἡ ράχη του. / Ἀγκάλιασε τὸ λαιμὸ τοῦ ἀλόγου του κι ἄρχισε νὰ κλαίῃ. / Τὰ μάτια τοῦ ἀλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ἑτοιμοθάνατα, / ἦταν δυό πύργοι δικοί του, μακρυνοί, σ' ἕνα τοπίο ποὺ ἔβρεχε...
Νὰ μήν ἀκούγεται!
...Στὴ δίκη
τὸν ρώτησαν, τὸν ξαναρώτησαν...
Ἐκεῖνος οὔτε λέξη...
Τότε ὁ πρόεδρος
χτύπησε τὸ κουδούνι δυνατά, φώναξε, ὠργίστηκε: νὰ γίνῃ ἡσυχία,
νὰ μήν ἀκούγεται ἡ σιωπή τοῦ κατηγορουμένου!..
χτύπησε τὸ κουδούνι δυνατά, φώναξε, ὠργίστηκε: νὰ γίνῃ ἡσυχία,
νὰ μήν ἀκούγεται ἡ σιωπή τοῦ κατηγορουμένου!..
Ἡ Ὄστραβα
- - - -Ἡ Ὄστραβα [] ἀνάβει μ' ἕνα σπίρτο τὸν ἥλιο, / [] σηκώνοντας τὸν πίνακα τιμῆς τῶν ἐργοστασίων της, / σηκώνοντας τὸ μεγάλο πλακάτ: Ἡ Ὄστραβα θ' ἀνταποκριθῆ στὸ πλάνο τοῦ Κόμματος! []
- - - -Κι ἀμέσως [] τὰ σφυριά, οἱ καμπάνες τῶν μετάλλων, οἱ καμπάνες τοῦ χάλυβα, / βιαστικά, βιαστικά, δυνατά, κόκκινο-μαῦρο! []
- - - -...Αὐτοί ποὺ ζοῦν μέσα στὴ γῆ, [] στὸ σίδερο, κοίταξαν μέσα τους;.. []- - - -Ἔξω, στὸ δρόμο, ἕνα χρῶμα δέ θυμᾶμαι, ἕνα χρῶμα δέ θέλω νὰ θυμᾶμαι, / ἀνάμεσα σὲ σιδερένιες ράγιες διασχίζοντας τὸ χρόνο – / κόκκινο-μαῦρο, συσσωρευτής, ὁ φοῦρνος, κόκς, ὁ χάλυβας, / κόκκινος καπνός, μαῦρος καπνός – ποὖναι ὁ ἄνθρωπος;..
- - - -Τὸ πυρωμένο κόκς, σιδερένιο βαγόνι, σίδερο κόκκινο, / λουτρό τῆς φωτιᾶς, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, / πέντε ἑκατομμύρια τόννοι κόκς, δυό ἑκατομμύρια τόννοι ἀτσάλι / – ἀριθμοί, ἀριθμοί, ἀριθμοί! – ποὖναι ὁ ἄνθρωπος;
- - - -Κόκκινο-μαῦρο, μαῦρο-κόκκινο – πειθαρχημένα μέταλλα, / κάγκελλα, σκάλες, γερανοί, φανοστάτες, σιδερένιοι ἐγκέφαλοι – / ἕνα ποδήλατο λησμονημένο ἔξω στὴ μάντρα – σιωπηλό, / δυό τρυφερά μηδενικά οἱ τροχοί του σ' ἕνα παιδικό τετράδιο...- / ποὖναι ἡ μέρα, μὲ τὰ μικρά φτερά στοὺς ὤμους, μὲ τὰ τακούνια τῶν γυναικῶν στὸ δρόμο;..
- - - -Σωλῆνες, χειράμαξα, βαγόνια, παράθυρα, μεγάλα κόκκινα ἄστρα, / μεγάλες καμπάνες τῶν μετάλλων μὲ τὶς πιό μεγάλες ἀντηχήσεις τους / – πῶς θ' ἀκουστῇ τὸ βῆμα τοῦ πουλιοῦ, μὲς στὴ κρυφή ρωγμή ἑνος δευτερόλεπτου;..
- - - -Καμπάνες ἀναμμένων μετάλλων σβήνοντας στὸ νερό – ποὖναι ὁ ἄνθρωπος;- - - -Ἐναέριες γέφυρες, καζάνια, καύσεις, πίσσα, σίδερο, / τροχοί τῶν τροχῶν, πελώριοι ἱμάντες, συντριβάνια σπίθες, / δεξαμενές, βαλβῖδες, κύλινδροι, ὠθήσεις, συρματόσχοινα – / ἡ φωτιά εἶναι κόκκινη, ἡ ἀναπνοή της [] πράσινη ! []
- - - -Πόλεμος κόντρα στὴ σκουριά, πόλεμος τῆς φωτιᾶς μὲ τὸ σίδερο, / παραφροσύνη τῆς φωτιᾶς, γδοῦποι μετάλλων, οἱ κραυγές, τὰ σφυρίγματα – / τὸ πυρωμένο σίδερο μετέωρο προχωρεῖ πρὸς τὴ σφῦρα, / ἕνα τεράστιο συμπαγές λιοντάρι τετραγωνισμένο – / δώδεκα χιλιάδες ἀτμόσφαιρες πίεσης, / μεταβολή τοῦ σίδερου σὲ χάλυβα, / ἐκρήξεις τῶν μεταμορφώσεων, / μετά τὴν πυράκτωση ἡ ψύξη, / τὰ ὑποταγμένα μέταλλα / πελώρια πτώματα / ἄκαμπτα / μουγγά / χρήσιμα – / μπορεῖς νὰ τὰ δέσῃς μ' ἕνα σπάγγο δέκα-δέκα, / πελώριο δάσος ξαπλωμένο – τὰ κλαδιά του κομμένα, οἱ ρίζες του βγαλμένες, / ἡ παγωμένη τελική πειθαρχία – ἕνα ἐπίπεδο τρόπαιο... ποὖναι ὁ ἄνθρωπος;..
- - - -Σωλῆνες, σιδεροκολῶνες, σιδερόβεργες, / κυλινδρικοί θάνατοι, κυλινδρικοί θρίαμβοι, κυλινδρικές ἀρτηρίες – / δῶ μέσα θὰ κυλήσῃ τὸ αἷμα τῶν πολιτειῶν! Πάνω τους κάθεται / ἕνας ἐργάτης μὲ στῆθος γυμνό / ἕνα ἄγαλμα σὲ βάθρο γιγάντιο – / στρατιές αὐτοκινήτων μεταφέρουν σὲ πομπή τὶς στῆλες τῶν μετάλλων / ἀπ' τὶς μεγάλες πύλες τῶν χαλυβουργείων πρὸς τὸ φῶς τῆς μέρας, / κάτω ἀπόνα μεγάλο ρολόι, παράξενα στρογγυλό, παράξενα ἀτάραχο, / δείχνοντας ἀργά, κυκλικά, τὶς μεγάλες, ἀνυπόμονες, πυρακτωμένες ὦρες / τῶν ἐργαζομένων.
- - - -Ἔξω, στὴν αὐλή, ὁ σβηστός φανοστάτης: [] ἕνα ὑψηλό φωτισμένο θαυμαστικό... // Οἱ πέντε καπνισμένες λεῦκες συνεχίζουν τὴ δυστυχισμένη τους προσπάθεια νὰ μιμηθοῦν τὶς καμινάδες... // Τὰ νικημένα μέταλλα εἶναι γκρίζα.- - - -...Μαῦρο, κόκκινο, γκρίζο – μαῦρο, κόκκινο, γκρίζο – μαῦρο, κόκκινο, γκρίζο...
- - - -... Ποὖναι ὁ ἄνθρωπος; ποὖναι ὁ ἄνθρωπος; ποὖναι ὁ ἄνθρωπος;..
- - - -Ἡ Ὄστραβα πληγωμένη στὸ στῆθος ἀπ' τὸ ξινάρι / πληγωμένη στὸ στῆθος ἀπ' τὰ λόγια ποὺ -δ έ ν εἶπε / πληγωμένη στὰ μάτια ἀπ' τὸν καπνό της / [] στὰ μάτια ἀπόνα πορφυρό [] λιόγερμα ποὺ -δ έ ν -εἶδε, / μὲ μιὰ μεγάλη τρῦπα σιωπῆς στὸ μελίγγι / μὲ μιὰ χοντρή γραμμή αἷμα πλάι στὰ χείλη της / μ' ὁλόκληρα κομμάτια κάρβουνο ἀνάμεσα στ' ἄσπρα της δόντια !..[]
- - - -Ἐδῶ εἰναι ὁ ἄνθρωπος:
- - - -Ἡ ἄσπρη πετσέτα τοῦ νοσοκομείου ἀνεμίζει στὸ μπαλκόνι / μὲ δυὸ μεγάλες βοῦλλες καρβουνόσκονη!.. []
- - - -Λίγη σιωπή, λοιπόν!
Τὸ μοναχικὸ ἄροτρο
Ὅλα ἠταν θεσπισμένα, κατωχυρωμένα, λογικά ἐπεξεργασμένα –
μπορεῖς νὰ πῇς κι ἀνθρώπινα. Παῖζαν τὸ ρόλο τους και οἱ ἐκκλησίες τοῦ δήμου∙
προστάτευε τὸ δίκιο ἡ Ἀθηνᾶ∙ παροῦσα ἡ ἴδια, ἄν καὶ ἀόρατη, πάντα
προήδρευε στὶς συνεδριάσεις τοῦ Ἀρείου Πάγου∙ κι ἄν οἱ ψῆφοι
μοιράζονταν στὰ δυό, ἴσα κ' ἴσα, τότε ἡ πλάστιγγα τῆς δικαιοσύνης
ἔγερνε πρὸς τὸ μέρος τοῦ κατηγορούμενου...
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - Καλές μέρες περάσαμε –
σάν ψέμματα μοιάζουν κ' ἠχοῦν...Ὑπῆρξαν τάχα; δέν ὑπῆρξαν;.. Μήπως
τὰ ὠνειρευτήκαμε ἁπλῶς;.. Μή κ' ἡ συχνή τα ἀλλοίωσε ἀναπόληση
σὲ βροχερά χινοπωριάτικα λιογέρματα;.. Σάν γιορτάζαμε τ' ὄργωμα,
καθὼς σκυμμένος ὁ ἱερέας χάραζε στὸ πρῶτο αὐλάκι στὰ ριζά τῆς Ἀκρόπολης
ὄμορφα λόγια ἀπάγγελνε: Ποτές φωτιά καὶ νερό μήν ἄρνηθῇς σὲ κανένανε.
Ποτές δρόμο στραβό μή δείξῃς σ’ ὅποιον σὲ ρωτήσῃ. Νεκρόν ἄταφο
μήν ἀφήσῃς ποτέ. Μή σκοτώσῃς τὸν ταῦρο ποὺ σέρνει τ’ ἀλέτρι...
Ὄμορφα λόγια, ἀλήθεια..- μόνο λόγια! Καὶ στὴν πράξη, σάν τώρα καὶ τότες,
ἡ φωτιά γιὰ τοῦ γειτόνου τὰ σπαρτά καὶ τὸ νερό γιὰ τὴν πλημμύρα
κι ὁ ταῦρος μὲ τὶς κόκκινες ταινίες νὰ κοχλάζῃ στὸ καζάνι τοῦ κλέφτη!..
Μόνο τὸ ἀλέτρι, καταμόναχο – μπορεῖ κι ἀπο ἀόρατο χέρι ὡδηγημένο –
ὀργώνει ἀκόμη τὸν ἄγονο ἀγρό, μὲ τὶς μολόχες καὶ μὲ τ' ἄγρια κρίνα...
Ὕστατος ὀβολὸς
Δύσκολες ὧρες, δύσκολες στὸν Τόπο μας... Κι αὐτός, ὁ περήφανος,
γυμνός, ἀνυπεράσπιστος, ἀνήμπορος, ἀφέθηκε νὰ τὸν βοηθήσουν...
Ἐγγράψαν ὑποθῆκες πάνω του∙ πῆραν δικαιώματα∙ ἀξιώνουν∙
μιλᾶνε γιὰ λογαριασμό του∙ τοῦ ρυθμίζουν τὴν ἀνάσα, τὸ βῆμα∙
τὸν ἐλεοῦν∙ τὸν ντύνουν μ' ἄλλα ροῦχα, ξέχειλα, χαλαρωμένα∙
τοῦ σφίγγουν μ' ἕνα καραβόσκοινο τὴ μέση... Ἐκεῖνος
μέσα στὰ ξένα ροῦχα, οὔτε μιλάει κι οὔτε πιὰ χαμογελάει,
μή καὶ φανῇ που ἀνάμεσα στὰ δόντια του κρατάει, ὥς καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου,
σφιχτά-σφιχτά, σὰν ὕστατο ὀβολό του– μόνο τώρα βιός του –
γυμνό, ἀπαστράπτοντα κι ἀνένδοτο: τὸ -θ ά ν α τ ό -του!
Τὰ πρότυπα
...Ποτέ νὰ μὴν ξεχάσουμε – εἶπε – τὰ καλὰ διδάγματα ἐκεῖνα
τῆς τέχνης τῶν Ἑλλήνων. Πάντοτε τὸ οὐράνιο δίπλα-δίπλα
μὲ τὸ καθημερνό. Δίπλα στὸν ἄνθρωπο τὸ ζῶο καὶ τὸ πρᾶγμα:
ἕνα βραχιόλι στὸ βραχίονα τῆς γυμνῆς θεᾶς, ἕνα ἄνθος
πεσμένο στὸ δάπεδο... Θυμηθῆτε τὶς ὡραῖες παραστάσεις
στὰ πήλινά μας ἀγγεῖα: οἱ θεοί μὲ τὰ πουλιά καὶ μὲ τὰ ζῶα –
μαζί κ' ἡ λύρα, ἕνα σφυρί, ἕνα μῆλο, τὸ κιβώτιο, ἡ τανάλια!
Ἄ, καὶ τὸ ποίημα ἐκεῖνο που ὁ θεός ὅταν τελειώνῃ τὴ δουλειά του
βγάζει τὰ φυσερά του ἀπ' τὴ φωτιά, μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ ἐργαλεῖα
μὲς στ' ἀργυρό σεντούκι του, μετά μ' ἕνα σφουγγάρι σκουπίζει
τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια, τὸ νευρώδη του λαιμό, τὸ δασύ στῆθος∙
ἔτσι καθάριος, ταχτικός, βγαίνει τὸ βράδυ στηριγμένος
στοὺς ὤμους τῶν ὁλόχρυσων ἐφήβων – ἔργα τῶν χεριῶν του
ποὔχουν καὶ δύναμη καὶ σκέψη καὶ φωνή – βγαίνει στὸ δρόμο
πιό μεγαλόπρεπος ἀπ' ὅλους ὁ χωλός θεός, ὁ θεός ἐργάτης!
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, 1, 2, 3, 4, [5]