Ἀνδρέας Κάλβος (β)
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ
Ὠδὴ Δευτέρα. Εἰς Ψαρὰ
Ὠδὴ Δευτέρα. Εἰς Ψαρά
Ἐρατεινή, γλυκεῖα
θυγάτηρ Ὑπερίονος,
πόσον, ὦ χρυσοβλέφαρος,
πόσον δεκτή καὶ νόστιμη
----- φέγγεις ὦ ἡμέρα!
Ἐλεύθερος ἢ δοῦλος
τί χρησιμεύει ἄν εἰναι,
μόνον ἂς ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος,
ὅτι εἶναι ἡ γῆ παράδεισος,
----- καὶ ἡ ζωή μία.
Δεῦτε, ἐνῷ τὰ τῆς Κύπριδος
δάκτυλα μυρισμένα
τὰς χορδάς κολακεύωσι,
καὶ ἡ τρυφερά κιθάρα
----- τὸν κόσμον θέλγη!
Τρέξατε σεῖς, ὦ ἀμέριμνα
πλήθη λαῶν! Τὸν μέγαν
μελίφρονα ἀμφορέα
τοῦ Βασσαρέως ἀδράξατε
----- νέοι καὶ παρθένοι.
Μὲ χιτῶνα σιδώνιον,
μὲ σάνδαλα χρυσόδετα
χοροβατοῦντες ψάλατε
ἢ τὴν στροφήν τὴν λέσβιον,
----- ἢ τέιον μέλος.
– Φθάνει τώρα τὸ κέρασμα,
φθάνει ὁ χορός καὶ τ᾿ ἆσμα!
Κάθε ἡδονή τὸ μέτριον
ἐὰν ἀγαπᾷ, ἂς προσφύγωμεν
----- εἰς χαράν ἄλλην.
Ἐδῶ ὑπὸ τὸν πολύφυλλον
καὶ δροσερόν κεδρώνα
ἐλᾶτε, ἂς ἀναπαύσωμεν
τὸ κορμί μας καὶ ἂς ἔχωμεν
----- τ᾿ ἄνθη διὰ στρῶμα.
Ἕνα φιλί... κ᾿ ἕν᾿ ἄλλο!..
Ἔρωτα τρέξε, ἐξάπλωσον
αἰώνια τὰ πτερά σου,
σκέπασον τὸ μυστήριον
----- τῆς ἑορτῆς σου.
Οὕτω, καθὸ ἡ ταχύπους
Ἴρις λάμπει και ἀβίαστος
μὲ τὰ ζεφύρια πνεύματα
φεύγει, δι᾿ ἐμᾶς ἀδάκριτοι
----- φεύγουν οἱ ἡμέραι...
– Ἀναίσχυντα φρονήματα
τῶν ἀγεννέων ἀνθρώπων·
ὕμνοι μανίας, ὁπου ἐφύγατε
ἀπὸ τὰ ὀδόντια τοῦ ᾅδου
----- στίχοι Ἐριννύων!
Ἄν τῆς δικαιοσύνης
περιβλαστῇ τὸ σκῆπτρον,
ἄν φιλάνθρωπον φύσημα
εἰς τὴν καρδίαν εἰσπνέῃ
----- τῶν βασιλέων
ἄν ἡ ἀρετή κ’ ὁ ἐλεύθερος
νόμος ὡς ἅγια χρήματα
εἰλικρινῶς λατρεύωνται,
τότε καθὸ ὁ παράδεισος
----- δίδει ἡ γῆ ρόδα
ἀλλ᾿ ἡ ζωὴ καὶ τότε
δέν εἰναι διὰ τὸν βλέποντα
ἄνθρωπον τοὺς ἀστέρας
ἄλλο παρὰ προοίμιον
----- ἀθανασίας
ἰδού τὰ πολυτάραχα
κύματα τῆς θαλάσσης!
Ἰδού, ἰδού τῶν ἀμώμων
Ψαρῶν δικαιοτάτων
----- οἱ τραχεῖαι πέτραι.
Αὐτοῦ καμμία κιθάρα
φθοροποιός, ὄχι ὄργια,
ὄχι κρότος Μαινάδων,
οὔτ᾿ Ἔρωτος παιγνίδια
----- τὸν νοῦν συγχίζουν
ἀλλ' ὡς, κατὰ τὸ βράδυ
τὸ θερινόν, ἀνάπτονται
ταχεῖαι, συχναί οἱ ὀλύμπιαι
ἀστραπαί καὶ θαμβόνουσι
----- τοὺς ὀδοιπόρους
οὕτως τὰ μὲν θηκάρια
σωρηδόν ἐρριμμένα
κρύπτουν τὴν γῆν, τοὺς βράχους –
ὁ δὲ σιδηροχάρμης
----- ἄφοβος Ἄρης
κινεῖ τὴν νῆσον. Χίλια
πολέμου χάλκεα ὄργανα
βροντούν! Εἰς τὸν ἀέρα
τῶν ξίφων μύριαι γλῶσσαι
----- λάμπουν, κλονοῦνται.
Μία βοή σηκώνεται,
μία μόνη ἐπιθυμία,
καὶ ὡσάν ἀκτίνα οὐράνιος,
ὡς φλόγα εἰς δάση εὐάνεμα
----- καίει τὰς καρδίας:
«Ὑπὲρ γονέων καὶ τέκνων,
ὑπὲρ τῶν γυναικῶν,
ὑπὲρ πατρίδος πρόκειται
καὶ πάσης τῆς Ἑλλάδος
----- ὅσιος ἀγῶνας!
Θαλπτήριον τῆς ἡμέρας
φῶς, διὰ πάντοτε χαῖρε!
Καὶ σεῖς ὁπου εὐφραίνετε
μὲ φωνήν ἠδυόνειρον
----- τῆς γῆς τὰ τέκνα
χαίρετ᾿ ἐλπίδες! – Ἦλθε
τῆς Ἄγαρ τὸ ὑπερήφανον
σπέρμα. Ἐπάνω εἰς τὰς ὄχθας
τῶν Ψαρῶν, ἀλαλάζον
----- σφόδρα, κατέβη.
Ὦ πατρίς, τὴν ἑκούσιον
δέξου θυσίαν»... – Ἀστράπτει –
Σεισμός πολέμου ἀκούεται.
Ὑπὸ τύμβον ὑψήνορα
----- ἥρωες κοιμῶνται.
Ἐπὶ τὸ μέγα ἐρείπιον
ἡ Ἐλευθερία ὁλόρθη
προσφέρει δυὸ στεφάνους:
ἕν᾿ ἀπὸ γήινα φύλλα,
----- κ᾿ ἄλλον ἀπ᾿ ἄστρα!
Ὠδὴ Τρίτη. Τὰ Ἠφαίστεια
Χλωρά, μοσχοβολοῦντα
νησία τοῦ Αἰγαίου πελάγους,
εὐτυχισμένα χώματα
ὁπου ἡ χαρά κ᾿ ἡ εἰρήνη
----- πάντα ἐκατοίκουν,
Τί τὰ θαυμάσια ἐγίνηκαν
κοράσια σας ὁπ᾿ εἶχαν
ψυχήν σὰν φλόγα, χείλη
σὰν δροσισμένα ρόδα,
----- λαιμόν σὰν γάλα;
Στὰ πλούσια περιβόλια σας
βασιλικός καὶ κρίνοι
ματαίως ἀνθίζουν – ἔρημα,
οὔτ᾿ ἕνα χέρι εὑρίσκεται
----- νὰ τὰ ποτίζῃ!
Τὰ δάση, τὰ λαγγάδια σας,
ὁπου οἱ φωναί ἀντιβόουν
τῶν κυνηγῶν, σιωπῶσι –
σκύλοι ἐκεῖ τώρα ἀδέσποτοι
----- μόνον βαβίζουν...
Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα
μέσα εἰς τ᾿ ἀμπέλια τρέχουν
τ᾿ ἄλογα – κιὶ εἰς τὴν ράχην τους
τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων
----- κάθεται μόνον...
Εἰς τὸν αἰγιαλόν
Ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα
ἀφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οἱ γλάροι
----- καὶ τὰ γεράκια...
Βαθιά εἰς τὸν ἄμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιῶν καὶ ἀνθρώπων..-
ὅμως ποῦ εἶναι οἱ ἄνθρωποι;
----- ποῦ τὰ παιδία;..
Φρικτόν, θλιβερόν θέαμα
τριγύρω μου ἐξανοίγω·
ποίων εἶναι τὰ σώματα
ποὺ πλέουσ᾿ εἰς τὸ κῦμα;
----- ποίων τὰ κεφάλια;..
Αὐγεριναί τοῦ ἡλίου
ἀκτῖνες τί προβαίνετε;
Τάχα ἀγαπάει ῾νὰ βλέπῃ
ἔργα λῃστῶν τὸ μάτι
----- τῶν οὐρανίων;
Δημιουργέ τοῦ κόσμου,
πατέρα τῶν ἀθλίων
θνητῶν, ἄν σύ τοῦ γένους μας
ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,
----- ἄν σύ τὸ θέλης,
τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,
νά, πέφτουν – τὸ ὑπερήφανον
κεφάλι μου, που ἀντίκρυ
τῶν βασιλέων ὑψώνετο,
----- τὴν γῆν ἐγγίζει!
Ἰδού εὐλαβεῖς οἱ Ἕλληνες
σκύπτουσιν ὅλοι – πρόσταξε,
κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν
ἡ φλόγες τῆς ὀργῆς σου
----- ἄν σύ τὸ θέλῃς.
Πλὴν πολυέλεος εἶσαι,
καὶ βοηθόν σὲ κράζω.....
Βλέπω, βλέπω εἰς τὴν θάλασσαν
πετώμενον τὸν στόλον
----- ἀγρίων βαρβάρων.
Κοίταξε πῶς ὁ ἥλιος
χρυσόνει τὰ πανιά των –
κοίταξε πῶς τὸ πέλαγος
ἀπὸ σπαθιῶν ἀκτῖνας
----- τρέμον ἀστράπτει!
Ἀπὸ τὰς πρύμνας χύνεται
γεμίζων τὸν ἀέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβον
----- ψάλματα ἐκβαίνουν:
« –..Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας
ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον
τῶν χριστιανών..- πρὶν πήξῃ,
ἐλᾶτε, ἐλάτε εἰς νέον
----- αἷμα ἀς τὰ πλύνωμεν.
Ἐλᾶτε νὰ ζεστάσωμεν
τὰ χέρια μας στὰ σπλάγχνα
ὅσων θυσίας προσφέρουσιν
εἰς τὸν σταυρόν καὶ σέβονται
----- ἁγίων εἰκόνας.
Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε..- ὁ κόπος
ἄν μᾶς καταδαμάσῃ,
ἐπὶ σωρούς σφαγμένων
καθίζοντας, ἀνάπαυσιν
----- θέλομεν εὕρει!
Τὰ ρόδα τῆς Ἑλλάδος
εἰς τ᾿ αἷμα της βαμμένα
θέλει φανοῦν τερπνότατον
δῶρον τῶν γυναικῶν μας,
----- κ᾿ ἔργον ἡρῴων!..»
Σκληρά, δειλά ἀναθρέμματα
τῆς ποταπῆς Ἀσίας,
ἔργον ἡρῴων, ναί, βέβαια –
ποῖος τὸ ἀμφιβάλει – ὑπάρχει
----- τὸ τρόπαιόν σας!
Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε
ἀδύνατα παιδία·
ἔργον ἡρῴων, ἂν πνίξητε
τὰς τρυφεράς γυναῖκας
καὶ τὰ γερόντια.
Ἰδού κ᾿ ἄλλα νησία
τὴν λύσσαν σας προσμένουσι –
πόλεις ἰδού καὶ ἁλίκτυπος
ξηρά κατοικημένη
----- ἀπ᾿ ἔθνη ἀθῷα!
Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δέν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δέν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
----- οἱ κατοικίαι.
Ἄμετε, μήν ἀφήσετε
ζῶντα κανένα – ἀπ᾿ αἷμα
τὰ αἰγαῖα νερά βαμμένα
κύματ᾿ ἀς ἔχουν γέμοντα
----- ἀπὸ σφαγάδια!..
Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ποὺ εἰς τοὺς μεγάλους
κινδύνους φανερώνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
----- καὶ ὑψηλήν φύσιν!
Πῶς ἀπὸ σᾶς καμμία
δέν τρέχει τώρα; Πῶς
κεῖ μέσα εἰς τὰ πλεόμενα
δέν ρίχνεσθε καράβια
----- τῶν πολεμίων;
Πῶς, πῶς τῆς ταλαιπώρου
πατρίδος δέν πασχίζετε
῾νὰ σώσητε τὸν στέφανον
ἀπὸ τὰ χέρια ἀνόσια
----- ληστῶν τοσούτων;
Εἶναι πολλά τὰ πλήθη τῶν
καὶ φοβερά εἰς τὴν ὄψιν,
ἀλλ᾿ ἕνας Ἕλλην δύναται,
ἕνας ἄνδρας γενναῖος
----- νὰ τὰ σκορπίσῃ!
Ὅποιος τὴν δάφνην θέλει
ἀθάνατον τῆς δόξης,
ὅποιος δάκρυα διὰ τ᾿ ἔθνος του
ἔχει, διὰ δὲ τὴν μάχην
----- νοῦν καὶ καρδίαν,
ἂς ἔκβῃ αὐτός!.. Νά, βλέπω
ταχεῖαι, ὡς τ᾿ ἁπλωμένα
πτερά τῶν γερανῶν,
ἔρχονται δυὸ κατάμαυροι
----- τρομεραί πρῶραι!..
Παύει ὡστόσον ὁ κρότος
τῶν μουσικῶν ὀργάνων –
τ᾿ ἀγαρηνά τραγούδια
παύουν καὶ τὰ ὑπερήφανα
----- βλάσφημα μέτρα...
...Μόνον ἀκούω τὸ φύσημα
τοῦ ἀνέμου ὁπου περνῶντας
εἰς τὰ κατάρτια ἀνάμεσα
καὶ εἰς τὰ σχοινία σχισμένος
----- βιαίως σφυρίζει...
...Μόνον ἀκούω τὴν θάλασσαν
που ὡσάν μέγα ποτάμι
ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους
κτυπῶντας μυρμυρίζει
----- γύρω εἰς τὰ σκάφη.
Νά, οἱ κραυγαί καὶ ὁ φόβος,
νά ἡ ταραχή και ἡ σύγχυσις
ἀπὸ παντοῦ σηκώνονται,
καὶ ἁπλώνουν πολυάριθμα
----- πανία νὰ φύγουν!..
Στενόν, στενόν τὸ πέλαγος
ὁ τρόμος κάμνει..- πέφτει
ἕνα καράβι ἐπάνω
εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται·
----- πνίγονται οἱ ναῦται!..
Ὤ! πῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου
ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος!..
Πλέον δέν ξανοίγω τώρα
παρὰ καπνούς καὶ φλόγας
----- οὐρανομήκεις.
Ἔξω ἀπὸ τὴν θαλάσσιον
πυρκαϊάν νικήτριαι
ἰδού πάλιν ἐκβαίνουν
σωσμέναι ἡ δυὸ κατάμαυροι
----- θαυμάσιαι πρῶραι·
πετάουν, ἀπομακρύνονται..-
στὸ διάστημα τοῦ ἀέρος
χωσμέναι γίνονται ἄφαντοι·
διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον,
----- κ' ἤκουεν ὁ κόσμος:
Κανάρη!.. Καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν: Κανάρη!..
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
----- πάντα: Κανάρη!..
Ὠδὴ Ἕκτη. Αἱ Εὐχαὶ
Τῆς θαλάσσης καλλίτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
----- ἔρημον βάρκαν·
Στὴν στεριάν, στὰ νησία
καλλίτερα μίαν φλόγα
να ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
----- λαούς καὶ ἐλπίδας·
κλλίτερα, καλλίτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
----- ψωμοζητοῦντες –
παρὰ προστάτας νἄχωμεν!..
Μέ ποτέ δέν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα –
με ποτέ δεν ἐθάμβωσαν
----- σκήπτρων ἀκτῖνες!
Ἄν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρός βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
----- οὐράνια φῶτα.
Τὸ χέρι ὁπου προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
----- πάλαι – καὶ ἀκόμα.
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
ὄχι ψωμί – φιλήματα
στὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐνῷ λάμπουν στὰ χείλη σας
----- χρυσά ποτήρια!
Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρα σας
νέους λαούς καλῆτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς διὰ νὰ πληρώσητε
----- πλουσιοπαρόχως
τὰ ξίφη ὁπου φυλάγουσι
τὰ τρέμοντα βασίλια σας,
τὰ ξίφη ὁπου τρομάζουσι
τὴν ἀρετήν καὶ σφάζουσι
----- τοὺς λειτουργούς της!
Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διὰ ν’ ἀγοράσητε
κρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους
καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαμα
----- τῆς κολακείας!
Ἡμεῖς διὰ τὸν Σταυρόν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα,
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφά τοὺς πολεμοῦντας
----- Σταυρόν καὶ Ἀλήθειαν!.
Διὰ νὰ θεμελιώσητε
τὴν τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν Σταυρόν εἰς τὰς πόλεις σας –
καὶ αὐτόν ἐπολεμήσατε
----- εἰς τὴν Ἑλλάδα!
Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ χέρια σας ἁπλώνετε...
Τραβήξετέ τα ὀπίσω!..
Βλέπει ὁ θεός καὶ ἀστράπτει
----- διὰ τοὺς πανούργους!
Ὅταν τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,
τότε βοήθειαν ἤθελεν –
ἐνδυναμώθη τώρα
----- φθάνει ἡ ἰσχύς του...
Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες..-
τὰ ὀμμάτια σας σηκώσατε!
Ἰδού - εἰς τους οὐρανούς
προστάτης ὁ θεός
----- μόνος σᾶς εἶναι.
Και ἄν ὁ θεός καὶ τ᾿ ἄρματα
μᾶς λείψωσι – καλλίτερα
πάλιν να χρεμετήσωσι
στὸν Κιθαιρῶνα Τούρκων
----- ἄγριαι φορᾶδες,
παρά... – Ἔ, ὅσον εἶναι
τυφλή καὶ σκληροτέρα
ἡ τυραννίς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
----- σωτήριοι θύραι.
(Δέν μὲ θαμβώνει πάθος
κανένα – ἐγώ τὴν λύραν
κτυπάω, και ὁλόρθος στέκομαι
σιμά εἰς τοῦ μνήματός μου
----- τ᾿ ἀνοικτόν στόμα...)