Ὁ ἄγγελος ἐβόα
Ἡ τέρψη σου, ψυχή μου, πολύ λίγο σὲ τέρπει...
Ὑπόμεινε, ψυχή μου, τὴν παραφυλακή σου,
ἀχόρταγη ἄκρα δίψα ποτέ δὲν θὰ κορέσῃς,
γιατi πολύ ποικίλες ἐτάχθηχαν οἱ ἕλξεις
ἀπὸ τῆς ἄγριας μοίρας τὶς εἴρωνες διαθέσεις...
Πρὸς τοῦτο, παραιτήσου - ὅσο κι ἂν ἐπιμένῃ
ἡ πλάνη τῆς ὁρμῆς σου νὰ σπρώχνῃ πρὸς τὸν κόρο.
Διείσδυσε στῆς γαλήνης τὶς σφαῖρες∙ τοῦτες μόνες
εἰκόνα προσεγγίζουν σπουδαία καταπαύσεως,
μή τις μισῇς, παρ' ὅλη τὴν τέτοιαν ὅρμησή σου,
παγίδα εἶναι καὶ τούτη, ὅπου νὰ μή πιασθῇς!
Ἄφησε τὶς ὀρέξεις, ποὺ κατ' ἐπιπολή
μονάχα ἱκανοποιοῦνται καὶ παρατοῦν ἁρμύρα.
Ὑπόμεινε ὣς τὸ τέλος, ἐν γνώσει τῶν πραγμάτων.
Γιατi τοῦτο μὲν φθάνει, ἐγγίζει ὁσονούπω,
σύ δέ, γιατί νὰ μείνῃς στὴν πλάνη ἐκτεθειμένος,
κορόιδο τῶν ρευμάτων ποῦ σπείρουν τὶς ὀρέξεις;
Ἡ κόπωση ὅταν ἔρθῃ, κ'ἐπικαλῆσαι ἀγκάλη
τοῦ ὕπνου γλυκυτάτη, δέν σοῦ καταβουΐζει
τὴν μέθη τῆς γαλήνης, πόσον ἀπόλυτη εἶναι;
Τούτη ἡ βουή ἂς πείσῃ, σὰν νἄρχεται ἀπ' ἀγγέλου,
πὼς κεχαριτωμένη εἶναι μονάχα ἡ παύση!..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Κραυγὴ
Ὁ ἄλλοτε μεταστραμμένος πρὸς τὸ φῶς τοῦ Ἐλέους,
Θεὲ τοῦ Ἐλέους, Κρεμάμενε τοῦ Ξύλου, μένει μῆνες τώρα,
ἄκλαυτος, ἀσυμπάθητος καὶ ἀνελέητος. Δὲν εἶναι μακρυά σου,
ἀλλὰ ἔγινες ἐσύ μακρυά του. Ἐσύ ὁ Οἰχτίρμονας,
αἰφνίδια ἀνοιχτίρμονας καὶ Σκληρός, κι ἐσύ ὁ πλησίον τῶν πονούντων,
μάκρυνες ξαφνικά ἀπὸ τὸν πονοῦντα τόσο
ποὺ τοῦ χεριοῦ σου ἡ ἐβλογία καὶ ἡ θωπεία του δέν φαίνονται.
Ὁ βουτηγμένος στὰ Αἵματα τῆς θλίψης, ὁ Βασιλιάς τῆς Πορφύρας,
βέβαια καὶ δέν βδελύσσεται τὸ βάφτισμα τοῦτο τῆς Ἀγωνίας.
Ἦρθε ἡ στιγμή, μὲ τὴ σειρά του τώρα νὰ σ' ἀρωτήσει,
ὁ Μαθητής τὸν Δάσκαλο «μιὰν ὥρα δὲν βάσταξες
νὰ ξαγρυπνήσεις μετ' ἐμοῦ»; Ἀστεία ἰδέα, παιδιάστικη,
πολύ ἀνθρωπινή, τοῦ Θεοῦ ν' ἀποκοιμιέται σὲ στρῶμα Ἀστοργίας!
Ὁ Ξάγρυπνος, τὸ Μάτι τῆς Δικαιοσύνης καὶ τῆς Ἀγάπης,
ὁ ἔξω τῆς Κούρασης, ἡ ἄκαυτη Φλόγα ποὺ δέν ἀναλίσκει,
καὶ ὁ Περιπατῶν ἐπὶ Φτερύγων τῶν Ἀνέμων,
ν' ἀποκοιμιέται σὲ Κρεββάτι τῆς Σκληρότητας! Ἐντούτοις πάσχω
καθὼς ἔπαθες. Προσθέτω κάθε νύχτα νέους θρόμβους κακῆς σκιᾶς,
καὶ κάθε μέρα μου, μοῦ προσθέτει στὸ κεφάλι νέα ἀγκάθια,
καὶ μοῦ ἐμπηγνύει στὶς παλάμες νέα καρφιά. Βλέπω τὴν Ἀδικία
πανύψηλα μπροστά μου καὶ τὰ ἀκατέργαστα πελώρια δυό ξύλα
τοῦ σταυροῦ. Δὲν εἶναι ὁ σταυρός σου, νὰ προστρέξω,
νὰ προσπέσω καὶ νὰ ἀναπαφθῶ. Εἶναι ὁ σταυρός μου,
ποὺ βέβαια δέν τὸν πελεκάνε σὲ ἄγνοιά σου, καὶ ἄνευ θελήματός σου.
Ἡ ἕλξη μου νὰ προσπέσω πρὸς ἐκεῖ, μὲ φέρνει ἀναρτημένον
καὶ δέν εἶμαι Θεός. Καὶ δέν μὲ παραστέκουν οἱ μυριάδες
τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι Ζέστη ἐνοῦ Θέρους ἀπηνοῦς. Διψῶ.
τὸ σκεῦος πού μοῦ προσφέρουν τὸ ζωγραφιστό, περιέχει τὸ φαρμάκι.
Μοῦ ἐξαποστέλλεις ἕναν Ἄγγελό Σου∙ ἦταν τὸ μόνο Μήνυμά σου
ποὺ μοῦ στάλθηκε τοὺς τελευταίους ἀυτοὺς βαριούς καιρούς.
Ἀλλὰ ἕνας ἄγγελος παραλλαγμένος. Τὴν μεγάλη Σφραγίδα
ἔφερε τ' Οὐρανοῦ. Φτασμένος διὰ Ὁδοῦ τῶν Ὑδάτων.
Ὑδάτινος τῆς Εὐλογίας.
Ἀλλὰ ὄχι Κομιστὴς Παρηγορίας.
Δέν κρατοῦσε στὸ χέρι Λουλούδι τοῦ Μηνύματος.
Περίεργο κι ἀφάνταστο: Ἄγγελος νὰ ἐπισείῃ Μαστίγιο.
Μαστίγιο τιμωρίας ἐνῶ ἐκόμιζε
τὰ Φῶτα τ' οὐρανοῦ καὶ Διαύγεια τῶν Ὑδάτων. Ἄγγελος διαυγής
ποὺ μοῦ 'φερε τὴν ἀδιαφάνεια τοῦ Σκότους.
Θεέ μου, τοῦ Ἐλέους καὶ τῶν Οἰχτιρμῶν,
ἄφησέ μου τὸν Ἄγγελο τοῦτον τοῦ Μαστίγιου κοντά μου.
Ὅσο κι ἂν φεύγεις καὶ ἂν ἀποκοιμιέσαι,
μή μου τὸν ἀνακαλεῖς.
Ἄφησέ μου τὸν Ἄγγελο κοντά μου
τοῦ Μαρτυρίου καὶ τοῦ Θανάτου.
Ἄφησέ μου τὸν Ἄγγελο τοῦτο τοῦ Πένθους στὸ πλευρό μου.
Ἄκουσε τὴν Κραυγὴ τῆς Ἀδυναμίας μου, Θεέ τῆς Ἀγάπης,
καὶ τοῦτο μόνο σοῦ δέομαι, στὴν παράλυση τῆς σκοτείνιας:
Ἄφησέ μου κοντά μου, τὸν Ἄγγελο
τοῦ Φωτὸς καὶ τῶν Ὑδάτων.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὁ κηπουρὸς τοῦ τάφου
Ὁ κηπουρὸς τοῦ τάφου, γέροντας ἀγαθός,
αὐτός ποὺ παραστάθηκε στὰ ὀγκώδη γεγονότα,
καὶ στὶς πρωινές ὁράσεις τῶν γυναικῶν,
σὲ ὅλες τὶς ἀνοιξιάτικες καλωσύνες
ὄχι ἀπαθής, ἄλλα μεστός (γέροντας καθὼς ἦτο)
ἔμενε κι ἀσυγκίνητος ἐν μέρει τοὺς φαινόταν.
Ἀλλὰ ἡ ψυχή του ἀκέραια δίχως ν' ἀναλωθῇ
σὲ ἄκαιρες πράξεις. Τί σὲ λόγια περισσά,
ὡρίμασε σὲ πλήρη ἰδέα τῆς θεογνωσίας.
Μελέτες, περιδιάβασες, μετεωρισμοί,
αἰώνων ἀπασχόληση γιὰ ν' ἀποβῇ
κάποτε ἀνέβασμα ψυχῶν τῶν νέων παιδιῶν,
πολλάκις ἄκαρπη, πάντοτε μισερή,
ἠλιοδαρμός καὶ πάμπλουτη ἀχτινοβολία,
βίαιο χύμα κάδου τῆς χρυσῆς βροχῆς
καὶ ποντισμός πολλοῦ φωτός, πλούσιων βολίδων
ἀπόβηκε στὸ γέροντα ἡ ἑωθινή
μύηση σὲ κόσμους ἐχτεινόμενους
ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ταρτάρων καὶ τοῦ ἴσκιου,
ὥς μὲ τὴν ὅλη οὐσία τοῦ ὕψους καὶ τῆς θεότητας,
μὲ διάμεσα περιβόλια καλωσύνης,
ἀνθῶνες τέρψεως καὶ τρυφῆς καὶ κελαηδήματα
πουλιῶν ὡραῖα, χρωματιστῶν, ποὺ προϋπαντοῦνε
ψυχές ποὺ αἰφνίδια ἀνθίσανε, γερόντων ἔστω,
σ' αἰφνίδια καὶ φλογώδη Ἀποκάλυψη τοῦ Μυστηρίου.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Σχῆμα
Δέν εἰναι φωτεινότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια∙
ψάχνεις μ' ἔρωτα καὶ μανία νὰ τῆνε βρεῖς ;
εἶναι ἡ ἔρευνά σου σὰν τὴ Νύχτα καρποφόρα,
ποὺ ἔχει ἀσφαλές, ὅτι θὰ σκάσει ὁ Ἥλιος πομπωδῶς∙
ἡ ἔρευνά σου σὰν τὴ Νύχτα, ποὺ ὅσα ἐρέβη
καὶ ἂν δέρνουν, κάτι σιγολάμπει, εἴτε ἡ πληθώρα
τῶν ἄστρων, εἴτε, ἔστω, ἡ ἀγωνιώδης μέσῳ συγνέφων
θολή ἐκείνη φωταύγεια ποὺ ὁδηγάει.
Ἀντίθετα, ὅποιος δέν νοιάζεται γιὰ τὴν Ἀλήθεια,
εἶναι τῆς ἀμεριμνησίας του ἡ δῆθεν γαλήνη
σὰν τὴν αἰώνια νύχτα τοῦ κακοῦ θανάτου — ἄκαρπη,
δίχως οὐδενός πράγματος φόβο ἢ ἐλπίδα, δίχως ἀρχή,
δίχως τέλος, ἀσυνείδητη, σὰν τὴν ψιλή ἔννοια
θανάτου δίχως τρόπαια χρωμάτων, δίχως κἄν τὴν στιλπνότητα
Κρίσεως μελλοντικιᾶς μετὰ σαλπίγγων.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Βραδύνοια
Περαστικὰ ἀπὸ δῶ σμῆνος πουλιά
μᾶς φέραν μήνυμα βορινό, καὶ τοὺς κωφεύσαμε.
Στὴν τέφρα τους τὰ 'Ορτύκια ἀντιφεγγίζαν Παγετῶνες,
καὶ ὄχι μονάχα τοὺς κωφεύσαμε, μὰ καὶ τοὺς στήσαμεν ἐνέδρα
καὶ τοὺς ρίξαμε σκάγια καὶ φωτιές, γιὰ νὰ τὰ φᾶμε.
Καὶ ποιοί; Ἐμεῖς, ποὺ περιμέναμε
σὰν καὶ τί τὸ βορινὸ μήνυμα,
τυφλωθήκαμε, καὶ δίχως νὰ σκεφθοῦμε ποὺ μᾶς ἦρθε,
τοῦ ρίξαμε φωτιές, τὸ λαβώσαμε, τ' ἀποδιώξαμε.
Περαστικὸ ἤτανε τὸ σμῆνος, δὲν σοῦ λέω,
μὰ οὔτε τὴν κούρασή του, τὸν ἀφανισμό του
δέν ἀγαπήσαμε, δέν σεβαστήκαμε∙ καὶ μιά καὶ λεῖψαν,
μᾶς ἦρθε τώρα ἡ συμπόνεση καὶ βάρος τῆς ψυχῆς
γιὰ τὴν ἄχαρη πράξη, γιὰ τὴ φαύλην ἐπίθεση,
καὶ ἰδού μας, ἀπομείναμε οἱ ἀνεπιτήδειοι,
οἱ βραδυκίνητοι στὸ νοῦ τῶν ἐμφανίσεων,
ἔρημοι, δίχως μήνυμα βορινό,
μὲ τὰ συνηθισμένα μας τὰ mea culpa
καὶ τὶς ἀνώφελες αἰτιάσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Παροιμία
Ἀπὸ τὴ φαύλην Ὥρα, φαυλότερο τὸ μέτρημά της.
Ἀσε την νὰ παρέλθῃ ἀμέτρητη,
καί, ἄν σοῦ εἶναι τοῦτο δυνατό, δίχως ν' ἀφήσῃ τὰ Ἴχνη.
Μέτρα, ἂν τὸ κρίνῃς πρόσχαρο και ὠφέλιμο,
ἄν σοῦ ἔγινε συνήθεια τὸν βίο σου νὰ μετρᾶς,
μέτρα τὴν Εὐφροσύνη, ποὺ ἡ φυγὴ τῆς φαύλης Ὥρας
καὶ ἡ λησμονιά της ἀσφαλῶς σοῦ προσφέρουν∙
ἀλλά, ποτέ τὴ φαύλην Ὥρα.
Κράτησε τὰ Ἴχνη τούτων τῶν σπανίων Ὡρῶν,
ἀλλὰ ὄχι ἐκεῖνα. Ἐκεῖνα εἶναι νεκρές
Σελῆνες τῶν Δυσμῶν, καταντικρύ
τῆς πρωινῆς Λάμψης. Εἶναι ψευδεῖς Ἐπινοήσεις,
πονηροί Συνδυασμοί, πού, παλαιόθεν,
ἐβάλθηκαν νὰ προκαλοῦν τὴν Τάξη τὴν θεσπεσία.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Περὶ τοῦ ξύλου
Ψυχή μου, εὐλόγα σήμερα πρωί, ὅλη τὴ μέρα
καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα νύχτα ὅλη, τὸ σωτήριο τοῦτο Ξύλο.
Πηγάζει ἀπ' τὰ σκοταδερὰ ἔγκατα τῶν δασῶν.
Ἐκεῖ εἶναι ἡ βασιλεία του, στολισμένο μὲ φύλλα θροοῦντα.
Ἐκεῖ ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς δροσιές τῆς Νύχτας, μὲ τὰ θάμπη
τῶν Ἡμερῶν. Ἐκεῖ τοῦ περιπλέχουνται οἱ κισσοί καὶ οἱ ἄλλες περιπλοκάδες,
γεννῶντας τὴν ἰδέα τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης.
Σπάνιο εἶναι νὰ τ' ἀφήσουν νὰ γεράσῃ, νὰ τὴ ζήσῃ
τὴν αἰώνια ζωή, καὶ σπάνιο εἶναι κεραυνός νὰ τὄβρῃ,
μήνυμα ἐπουράνιο, ἕνωση οὐρανοῦ καὶ γῆς μὲ λάμψη ἀκαριαία
καὶ θάνατος στὸ δάσος, ὅπως πρέπει.
Ψυχή μου, εὐλόγα καὶ τὴν ὥραν,
ὁπότε ξεκινᾶνε μὲ τὰ πελέκια μιὰν αὐγή, ἄκαρδο, δουλευτικό
σμῆνος οἱ ὑλοτόμοι. Γουρμάζει τότες ἡ γραμμένη
σιωπηλή στιγμὴ τῆς θυσίας. Μὲ τὰ πολλά καταπέφτει
τὸ θειότατο ξύλο. Τοῦ ἀποξεραίνουνται οἱ χυμοί.
Ξερὸ ἀπομένει∙ καὶ ὅμως ξερό, δέν ἔρχεται ὁλότελα
νὰ τὸ ξενώσῃ ἡ ξεραΐλα ἀπὸ τὶς φυσικές του ἐπιρροές.
Τὸ διαβιβρώσκει ἡ ὑγρασία ἢ τὸ φουσκώνει. Τοῦ ἀνοίγει
ὁ χρόνος τὶς ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Ἔχτὸς ἂν τὸ προορίζουνε
γιὰ τὶς φωτιές, ὁπότε πάλι τρίζει, τρίζει, καὶ ἀφοῦ ἀναλάμψει,
τέφρα γίνεται, καθὼς ὅλα. Εἶπα ὅμως σήμερα τῆς ψυχῆς μου
νὰ γράψῃ γιὰ τὸ Ξύλο ἐκεῖνο τὸ προορισμένο ἀπὸ αἰώνων,
γιὰ τὸ Ξύλο, ποὺ ἡ γέννησή του βαστάει ἀπὸ τὶς πρῶτες
της γῆς μας φύτρες. Ἐτοῦτο ἐκόπη γιὰ νὰ γίνῃ
Ζυγός μέγιστος, θαυματουργός Στατῆρας,
ποὺ ἐστήθηκε στὴ μέσην ἀκριβῶς τοῦ χρόνου
γιὰ νὰ ζυγιάσῃ τὴν κούφιαν ἔγνοια τῶν ἀνθρώπων.
«Δέν εἰναι δάσος, ποὺ νὰ προσφέρει ξύλο παρόμοιο».
Τὸ Ξύλο αὐτὸ δέν εἰναι διόλου ὕλη ἀπαθής.
Ἔχει ψυχή καὶ δείχνει τη κάθε τόσο.
Ἐνῷ κατάξερο εἶναι καὶ κομμένο, ὅμως ἀνθεῖ
καὶ μέσα του μυκᾶται καὶ ἀναβράζει χυμός σεβάσμιος.
Δὲ θὰ ξετάξω τὸ γιατί ἔφερε Λύτρωση τὸ Ξύλο ἐτοῦτο.
Οὐδὲ ποιά Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο νὰ εὐλογήσῃς
τὴν οὐσία τοῦ Ξύλου, ὁπόθε ἀχτινοβόλησε τοῦ κόσμου ἡ λάμψη.
Καὶ τὴν εὐγένεια ποὺ τοῦ ἐδόθη ἕνα πρωί, ὅταν ποτίστη
μέχρι τοῦ βάθους τῶν φλεβῶν του ἀπὸ αἷμα ἐξαγοραστικό
καὶ ζωογόνο. Ποιό βάρος φορτώθηκε! Ποιόν πόνο
φορτώθηκε! Ὅλου τοῦ κόσμου! Τοῦ καθηλώθησαν
ὅλοι οἱ δρυμοί τῆς ἀγωνίας. Χαῖρε, Σταυρέ, πού, μὲ ὅλα,
μονάχη ἐλπίδα ἐσὺ ἀποβαίνεις στὶς ἐρημώσεις.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὄνειρο στὴν ἄπνοια
Τί σοβαροί, τί σεμνοί ποὺ εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ γερόντοι,
ποὺ κατοικοῦνε τώρα τοὺς παγωμένους Οὐρανούς,
καὶ ἡ σοφία τους, τί μεστή, ποὺ γίνεται ἕνα
στὴν ἄσκησή της μὲ τὴ δίκαιη καλωσύνη∙
τί καλοπροαίρετοι κι' ἀφάνταστα ἐπιεικεῖς,
σ' αὐτούς πιὰ καταφεύγουμε νὰ βροῦμε τὴ γιατριά,
κι ἂν ὄχι τὴ γιατριά, κάποια κατάπαυση,
κάποια γαλήνη, μιά καὶ στεγνῶσαν
τοῦτες οἱ βρύσες, ποὺ μᾶς πλουταῖναν τοὺς κήπους.
Κάθονται γύρω γύρω στὴ φωτιά τους,
καθὼς ἄλλους καιροὺς στοὺς καφενέδες
τῶν λιμανιῶν τους, δέρματα τυλιγμένοι,
λιγομίλητοι, συνοφρυωμένη γερουσία,
προσμένοντας νὰ φτάσῃ κάποιος ὣς αὐτούς.
Θαλασσινοὶ ἀποτραβηγμένοι, ποὺ ἀκόμη τώρα,
ὅλο καὶ θάλασσα ὀνειρεύονται. Θαλασσινοί,
τόσα ξερόνησα στὴ ζωή μας, τόσους κάβους
κι' ἐμεῖς, τόσα βράχια ἀντικρύζαμε,
χωρὶς νὰ νιώσουμε ποτέ μας ἀπὸ κοντά
τὴν πίκρια καὶ τὴ στέγνια τῆς πέτρας:
μᾶς ἔθρεφε ἡ ἁπλοχωριά τοῦ πελάγους,
μᾶς γέμιζε τὰ στήθια ὁ ὅποιος ἀγέρας
σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς δεῖχναν τὸ δρόμο.
Κάθε ποὺ στρίβαν οἱ καιροί,
τὄχαμε πανηγύρι∙ ἕνα κουρέλι σύγνεφο
ἔφτανε νὰ πετάξῃ ὁ οὐρανός,
ἢ νὰ φουντώσῃ τὸ βουνό ἕναν καπνό,
καὶ πλάθαμε ὅλη τὴ μέλλουσα ἱστορία μας.
Ξεραινόταν τὸ ἁλάτι στὰ γένια μας
καὶ τὸ τρίβαμε στὰ δάχτυλα μὲ ἡδονή.
Λὲς καὶ δέ μᾶς μιλᾶνε πιά οἱ θάλασσες.
Λὲς καὶ μᾶς πεισμώσανε γιὰ πάντα.
Τὸ Ρόδο τῶν Ἀνέμων δέν ἔχει πιά τί νὰ δείξῃ,
μαράθηκε, κι' ἀφήνονται τὰ πανιά μας νὰ παίζουν
ἄβουλα καὶ νεκρά∙ δέν τὰ φουσκώνει τώρα
τὸ Πνέμα ποὺ τὰ φτέρωνε μέρα καὶ νύχτα
καὶ τἄστελνε σαΐτες, γλάρους καὶ θαλασσοπούλια,
κι’ ἀφρολουσμένες γοργόνες.
Πάνω στὸ πέταγμά του,
μαρμάρωσε τὸ περιστέρι.
Κάτι θὰ ξέρουν ἀσφαλῶς γιὰ τὰ δεινά μας
αὐτοί οἱ ἀμίλητοι γερόντοι.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Σοφία
Ἐφθάσαμε ἔτσι λίγο-λίγο στὴν γυμνότητα,
ἕνα-ἕνα ἀποδυθήκαμε τὰ περίφημα προβλήματα,
τὰ πολύχρωμα, τὰ βύσσινα, τὰ πορφυρά τῶν γοητειῶν,
καὶ μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι ἀπὸ πρίν,
κάποιο προμήνυμα, μᾶς ἔλεγαν τί μᾶς προσμένει,
ὅμως, μονάχα τώρα, οἱ γυμνωμένοι
εἴδαμεν, ὅτι χοῦς ἐσμέν. Ἄθλιας ἐπίγνωση
σοφίας. Ἔνδεια σημερινή. Βραδύνοια τῆς χθές.
Δουλειά μας τώρα νὰ τὴν ἀναγάγωμε σὲ θρίαμβο.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τὰ μηνύματα
Ἡ Μέρα, ποὺ ἀναμένει ὁ ἄνθρωπος μηνύματα,
εἶναι ὅλη ἀπὸ ἀβαρές μολύβι κανωμένη.
Ψιλοβρέχει, δίχως νὰ δείχνῃ πὼς θὰ πάψῃ ποτέ,
ψιλοβρέχει βροχὴ μὲ διαλυμένη τὴν αἰωνιότητα.
Μπροστά του ἁπλώνεται ἡ θάλασσα μὲ κάποια ταραχήν,
ὄχι μεγάλη. Τ' ἀντίκρυ βουνὰ ἐντελῶς κρυφτῆκαν στὴν καταχνιά!
Κάθεται στὸ παράθυρο τὸ κάπως παγερό. Στρέφεται ὅλος
ν' ἀτενίζῃ πρὸς ἐκεῖ, ὁπόθε τὰ περιμένει. Τὸν θαρρεῖς,
τὸν φθινοπωρινόν ἐτοῦτον ἄνθρωπο, πὼς τ' ἀγναντεύει
νἄρχονται, σὰν καράβι, ἀπ' τὸ πέλαγο, ἢ σὰν πέρασμα
πολλῶν πουλιῶν. Πουλιῶν ἀναρίθμητων, σύννεφο μές στὸ σύννεφο,
τοῦτο τὸ ταξιδιωτικό, μὲ προορισμό του νὰ τὰ φέρῃ.
Φέτος, τί πρόωρα ποὔρθεν ὁ χειμώνας στὸ νησί!
Ἡ νύχτα, ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὴ Μέρα τῶν Μηνυμάτων
εἶναι πολύ πιὸ ἄγρια, μονότονη ἀπελπιστικά.
Τὴν ἀγριεύουν τὰ σκοτάδια. Κι ἔπειτα, δὲν ἔχει
ὡριμάσει ἐντὸς τῆς ψυχῆς ἡ ἀκριβής ἰδέα τοῦ τὶ θὰ ‘ρθῇ.
Ἡ Ἐρημία κι' ἡ Ἐγκατάλειψη θεριεύουν∙ δέν ἁπαλύνει
τίποτε τὴν σκέψη, παρ' ἀναδρομὲς σὲ περασμένα
φθινόπωρα, σὲ περασμένες ἀναπολήσεις. Ἀλλὰ τὸ Πρωί,
ὤ δέν εἰναι τὸ ἴδιο, τὸ Πρωί. Ξημερώνει καί, ναί μέν
δέν εἰναι Ἥλιος ν' ἀνατείλῃ Φῶς, νὰ θερμάνῃ τὴ νέκρα τούτη,
ἀλλ' ἀνατέλλει, γέννημα τοῦ ἁπλοῦ νερόχιονου, βουνό
καταπράσινο, μιὰ Βεβαιότητα, ποὺ ὅπου καὶ νἄναι, θἄρθουν
Μηνύματα πολλά κι' ὡραῖα, συνθεμένα σὰν Χρησμοί
τοῦ Μέλλοντος ἀπὸ μακρυά, ὅλο χαρά καὶ θέρμη.
Καὶ τούτη ἡ Πίστη σώνει καὶ σὲ ζωογονεῖ.
Ἄσχετα ἂν ἔρθουν ἢ δὲν ἔρθουν, φθάνει ποὺ πλασθῆκαν.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Εἰς ἦχον Ἀναστάσιμον
Πληροῦται ἡ ἀσματογράφος φωνή,
τώρα, ποὺ οἱ πρόσκαιροι ἴσκιοι ἀναλυθῆκαν
στὸ ἀπρόσιτο τὸ φῶς τῆς μιᾶς Αὐγῆς.
Μη δά οἱ νεκροί θὰ Σὲ παινεῦαν;
ζωντανοὶ τώρα ἐμεῖς θὰ Σὲ παινέψουμε.
Μη δά οἱ ψυχροί, ποὺ εἶχε στερέψει τὸ αἷμα τους;
Σὲ μᾶς λαχαίνει νὰ γευτοῦμε
τὴν εὐδοκία τοῦ Παντοκράτορα, εὐχή τῶν γηγενῶν.
Σὲ μᾶς λαχαίνει νὰ τονίζουμε
μὲ γεγονυῖα φωνὴ κι' ἀσματικὰ τὸ
«θάνατος φροῦδος ὤφθη», καὶ ποιός θὰ τὄλεγε,
λίγες ὧρες πρωτύτερα, τότε ποὺ σχίζετο
τὸ Καταπέτασμα καὶ τὰ Ξαφτέρυγα συνοφρυοῦντο.
Ὄχι, δέ φεύγουμε κι ἐμεῖς, ἕνας-ἕνας,
δέ θὰ μαυρίσῃ ὁ κόσμος τοῦτος ὁλοτελῶς,
δέ θ' ἀποτραβηχθοῦμε στοὺς Κυπαρισσῶνες.
Κρατῶντας τὸ καλάμι του μὲ τὸ χουνί
καὶ τὸ σφουγγάρι, ἀπόκοσμη εἰκόνα
ἄγνωμου Λογχιστῆ τοῦ Γολγοθᾶ,
σβήνει ὁ Ἐκκλησιάρης ἕνα-ἕνα,
ὕστερ' ἀπ' τὴν Ἀπόλυση τὰ κεριά τοῦ Βωμοῦ.
Ἐκεῖ ποὺ ἔλαμπες, Θεέ μου, καὶ χοροστάτεις,
σκοτάδια γίνονται. Κρυφή γωνιά
φωτίζει τώρα μονάχα τὴν πηγὴ τοῦ Ἐλέους
ἕνα καντῆλι, ἔσχατο χνάρι λατρείας,
κι' ὅ,τι κρατάει ἀπὸ τὸ εὐῶδες θυμίαμα.
Σφαλνᾶνε κι οἱ πυλῶνες, μονάζει τὸ καμπαναριό.
Ὄχι ἔτσι ἐμεῖς: τοὺς νιοσκαμμένους τάφους
θὰ τοὺς ἀνοίγουν οἱ νεκροί γιὰ τοὺς νεκρούς τους,
ἄφετε τούτους θάπτειν, ὄχι ἐμεῖς,
«τὴν τῶν Ἑλλήνων νεκράν φωνήν καταθάπτει
ὅλος ὁ Δῆμος τῶν Ἀποστόλων, καθὼς θεολογεῖ».
Ἂς καταθάπτει, ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς.
Εἶπαν καὶ τοῦτο τὸ στενόκαρδο,
σὲ ὥρα ὑψηγορίας: «Ὁ Πέτρος ρητορεύει,
ὁ Πλάτων κατεσίγησε∙ διδάσκει Παῦλος,
Πυθαγόρας ἔδυσεν»∙ Ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς
δέν θὰ τὸ ποῦμε. Καὶ Πέτρο κηρύσσουμε,
καὶ Πυθαγόρα μὲ τὰ τρίγωνα. Καὶ τὸν Ταρσέα Παῦλο
καὶ Πλάτωνα ὑψιπέτη κι' ὅλους τοὺς ὁμίλους
ἄχρονους καὶ πνευματικούς, κι' ὅλους τοὺς εἰς Χριστόν,
Ἑβραίων κι' Ἑλλήνων σκάνδαλο καὶ μωρία,
Ἰησοῦν Χριστόν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον,
Ἰησοῦν Χριστόν μὲ λάβαρο καὶ που ἀληθῶς
ἀνέστη, ἡ ὀρθή καὶ ζῶσα καταλαλιά
γιὰ ὑπναλέους ψεύτικους μάρτυρες
ποὺ σκυθρωπάζουν, φρουρούς
περιδεεῖς καὶ δωρολῆπτες.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Αἱ μωραὶ
Μὲ τὶς λαμπάδες μας ὅλο στολίδια
καὶ καλοφροντισμένο μας τὸ διάκοσμο,
κατάφορτες μὲ ψέλια καὶ μὲ βύσσους,
τὸ Γάμο πῶς καὶ τί τὸν περιμέναμε,
πῶς θ' ἀντικρύζαμε φωταύγεια καὶ χλιδή του.
Μόνο γιὰ τὸ λαδάκι μας δὲν στοχασθήκαμε.
Μᾶς πλάνεψεν ὁ κόσμος στὰ σωστά,
πήραμε τ' ὄνομα ποὺ μας προβάλθηκε
σὰ νἄταν μόνο διάκοσμος κενός.
Καὶ σπίνου νἄχαμε στὸ κεφάλι τὸ νοῦ,
κάτι θὰ τρέχαμε πρὸς τὰ κελάρια,
ἐκεῖνα ποὺ λιπαίνονται στὴν ἀφθονία
τοῦ ἐλαίου κι ἐκεῖνα ποὺ ἀδιάκριτα
παρέχουν τὴ σιτοδοσία τους σὲ ὅποιον-ὅποιον,
μονάχα νὰ θελήσῃ νὰ κατέβῃ ὣς ἐκεῖ.
Καὶ τώρα σέρνομε τὰ τρίχαπτα, τὰ σηρικά μας
καὶ ὅλο τὸν μάταιο κόμπο μας, μὲ μιὰν ἠλίθιαν
ἀπελπισία, σβηστές λαμπάδες σειῶντας καὶ πεινῶντας,
κατεμπροστά σὲ πόρτα διπλοσφαλιστήν, ἐκτεθειμένες
σὲ ἄγρια σκοτάδια τῆς νυχτός, ἐνῶ μᾶς φτάνουν,
ταντάλεια πάθη, καὶ μᾶς περιλούουν ἀπὸ τὸν πύργον
ὅθε διωχθήκαμε: τόση ἁρμονία τῶν εὐφραινομένων,
σαμβύκη καὶ ψαλτήριο καὶ πᾶν γένος μουσικῶν.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τὸ μήνυμα τοῦ Παπαδιαμάντη
Σὲ ψηλὸ βράχο, ποὺ δεσπόζει
στὴ μοναξιά τριγύρω καὶ στὴν εἰρήνη
τῆς Δυτικῆς Σκιάθος, ποὺ ἀφήνει
ἀπ' τὸ ἕνα μέρος τὸ εὐρύ πέλαγος νὰ κρώζῃ
τὴ νύχτα, ἐνῶ ἀπὸ τ' ἄλλο οἰμώζει
πλούσιων βουνῶν ὁ ἄνεμος — ἀντὶ σὲ κλίνη,
ἔστω καὶ καλογερικά στρωτή, τὸ σῶμα παραδίνει
σὲ ἀγκαθόσπαρτο μνῆμα (μόλις ποὺ σώζει
ἕνα σταυρόν ὡς σήμερα ἀπὸ ξύλο ποὺ ξεβάφει
καὶ διαβιβρώσκεται) ὁ ἀκατανόητος ἱεροφάντης
καὶ μυστικός, Ἄλέξαντρος Παπαδιαμάντης.
Τὸν ἐλεεινό σταυρό τοῦτος ὁ λόγος ἐπιγράφει:
«Ὁ κάθε στοχασμὸς σου — ἀσμάτων ἆσμα∙
στὸν κόσμο τὸ δικὸ σου — κόσμος τὸ κάθε πλάσμα».
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι
Ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο
ἀπὸ τὴν ἀντηλιά! Γύρω-γύρω σου ἀμπέλια, μποστάνια
καρποφόρες συκιές καί κάπου-κάπου, μοναχική,
καὶ κάποια ἐλιά... Χρυσοφρυγαννισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε ἄχυρο πιά. Κι ἀντίς γι' ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια
σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργά
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικό Κανόνα...
Ἀναστραμμένο σου θρονί ὅλο τὸ γαλάζιο
ἐνοῦ ἁπλοῦ οὐρανοῦ, ποὺ πάλαι γίνηκε
τὸ Μέτρο τῶν Δωριέων
καὶ που ἀναπαύεται στεριωμένος στὰ χρυσάφια
τοῦ εὐλογημένου μας πελάγους!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
If only
Ὤ, ἂν μόνο κάποτε ἔρθῃ ὁ καιρός,
ἡ μόνωση πλησίον μιᾶς παραλίας μακρυνῆς
νὰ πληροῖ ὅλα τὰ φοβερά κενά τῆς ζωῆς
καὶ τῶν νυχτῶν της, ὅλους τοὺς ἀγῶνες
μὲ τὸ 'Αγνωστο καὶ τὸ Μαῦρο – τοῦτο μόνο
θ' ἀρκοῦσε, ὅλα νά 'ταν λυμένα
τὰ μυστήρια τ' ἀγωνιώδη.
Ἂν μόνο ἡ θέα ὁλοσκέπαστο οὐρανοῦ
τοῦ φθινοπώρου, ποὺ δίνει νέα διαφάνεια
στὰ βότσαλα τῆς θαλάσσης,
(ἐκείνη τὴν ἀνοιχτά πράσινη τῶν ματιῶν τῆς Νεράιδας)
ἔφθανε νὰ καλύψῃ τὴ ζωή στὸ σύνολό της,
– ἐτοῦτο μόνο, θά 'ταν κιόλας εὐτυχία.
Ὅταν μιά σου στιγμή,
ἄνθρωπε, πού 'χεις ξεφύγει τὸ πλέγμα τῶν θορύβων,
αἰσθανθῇς ἄυλος πιά καὶ κατασταλαγμένος,
– τοῦτο, ἂν ἤσουν βέβαιος πὼς θά 'ταν καὶ τὸ διαρκές.
πῶς σὲ μιὰν ὥρα μέσα, στὸ πλευρό σου
δὲν θὰ βρισκόταν ἡ Σειρῆνα, νὰ σοῦ ταράξῃ
τὴ διαφάνεια τῶν βοτσάλων – καὶ τοῦτο μόνο
θά 'ταν κιόλας ἡ εὐτυχία.
Ἀλλὰ ἔρχεται ἤδη ἡ φωνή της ἀπὸ Βορρᾶ, ἀπὸ Νότου,
ἀπὸ Ἀνατολικά κι ἀπὸ Δυσμῶν. Βουᾶνε
ὅλοι οἱ ὁρίζοντες ἀπὸ δαύτη. Ἔρχεται ὁλοῦθε
μὲ τὴν οὐσία τῆς βροχῆς ἢ τῶν ἀνέμων. Μὲ τοὺς ἀφρούς
τῶν κυμάτων. Τὸ σύμπαν, κι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου,
εἶναι γεμᾶτα ἀπ' αὐτὴή τὴ φωνή. Ἂς ἔρθῃ. Δὲν εἶναι ἀκόμη
ἐρχόμενος ὁ καιρός τοῦ Θανάτου.