Αὐτὸς ὁ ζεστὸς ἄνεμος…
Αὐτὸς ὁ ζεστὸς ἄνεμος ἀπὸ ποῦ ἔρχεται;
Αὐτὸ τὸ ξαγρύπνημα ἀπὸ ποῦ κρατᾶ;
Αὐτὰ τὰ γαλανὰ μάτια ἀπὸ ποῦ κρυφοκοιτάζουν;
Αὐτὴ ἡ χαρὰ μέσα μου
ἀπὸ ποιό βράχο πέφτει;
Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε
αὐτὸς ὁ τρυφερὸς πλόκαμος
μὲ τὴ βαθυπράσινη ὑπόσχεση,
μὲ τὴν ἁρπάγη του ἕτοιμη; [ ]
Τὸ πουλὶ γελάστηκε ἀπ’ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο
καὶ μπῆκε!
Οἱ ἐλπίδες κοίταξαν τὰ χέρια, κι ἀπατήθηκαν,
κ’ ἔβαναν γρήγορα-γρήγορα
στὸν ἄσπρο δίσκο γλυκὸ ἀμυγδάλου
καὶ στὰ τριανταφυλλένια ποτήρια
κρύο νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Νύχτες
Καλά∙ θ’ ἀπορροφήσουν κάτι ἀπὸ τὴν ἔγνοια σου
ἡ μέρα, ἡ κίνηση, ἡ δουλειά σου, οἱ φίλοι.
Καὶ θὰ μπορέσῃς ὕστερα νὰ πᾶς
σε κανα θέατρο ἤ κέντρον ἤ ὅπου ἀλλοῦ.
Ὅμως, ὅταν τελειώσουν ὅλα,
τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα κλείσουν,
καὶ ποῦν οἱ φίλοι καληνύχτα,
καὶ πρέπει νὰ γυρίσῃς πιὰ στὸ σπίτι, τί θὰ γίνῃ;
Τὸ ξέρεις πὼς σκληρή, ἀδυσώπητη
σὲ περιμένει στὸ κρεββάτι σου ἡ ἔγνοια…
Θἆσαι μονάχος.
Καὶ τότες θὰ λογαριαστῆτε.
Θές ἤ δὲ θές, θὰ μποῦν κάτω ὅλα, νὰ λογαριαστῆτε!..
Θἆσαι μονάχος
κι ἀνυπεράσπιστος ἀπ’ τὰ θέατρα καὶ τὰ κέντρα,
κι ἀπ’ τὴ δουλειά σου καὶ τοὺς φίλους.
Σὲ περιμένει στὸ κρεββάτι σου ἡ ἔγνοια.
Θἄρθῃ – δὲ γίνεται. Εἰν’ τόσο σίγουρη γι’ αὐτό – καὶ περιμένει.
Εἶναι στὸ σπίτι καὶ σὲ περιμένει…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα φῶς…
Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα φῶς στὰ μέρη ποὺ πρωταγαπήσαμε.
Εἶναι ἀκόμα καρφιτσωμένο ἕνα φῶς στὶς ἀγριοπιπεριές
καὶ παιγνιδίζει τὰ ματοτσίνορά του
κι ἀγνοεῖ τὴ λεωφόρο καὶ τὰ ἐπάλληλα…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τὰ εἴδαμε ὅλα…
Τὰ εἴδαμε ὅλα ἀμέτοχοι κι ἀσύνδετοι,
τὰ εἴδαμε ὅλα μὲς ἀπὸ ἕνα τουριστικὸ λεωφορεῖο,
μ’ ἐκεῖνες τὶς κινηματογραφικές διαδοχές,
μ’ ἐκεῖνες ὅλες τὶς ἀναμίξεις τῶν ἀξιοθεάτων.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Πῶς μπῆκε ὁ δρόμος;
Πῶς μπῆκε ὁ δρόμος στὸ δωμάτιό μας;
Τί ἦρθε νὰ διασχίσῃ,
τί ἦρθε νὰ ἑνώσῃ,
ποιούς ἔφερε νὰ κυκλοφορήσῃ; […]
Ἡ φρουτιέρα εἶχε μιὰ ἀγκαλιά θάνατο.
Τὸ δωμάτιο ἦταν ἀπαγχονισμένο ἀπ’ τὶς κουρτίνες.
(Ἀπ’ αὐτὸ τὸ δωμάτιο κάποιος ἔφυγε.
Κάποιος φεύγει διαρκῶς ἀπ’ αὐτό τὸ δωμάτιο…)
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Κάθοδος τῶν Μυρίων
Μᾶς σκότωσαν τοὺς ἀρχηγούς
κ’ ἐπιστρέφουμε ἀκέφαλοι
μ’ ὁδηγό – τί νὰ κάναμε; – ἕνα γραφιά!
(Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς αὐτοί οἱ γραφιάδες
ξέρουν νὰ βρίσκουν τὴ θάλασσα…)