Τὸ φῶς των
Τὰ μάτια ποὺ ἀγαπῶ δὲν χάσαν τίποτες ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο χρῶμα τῶν∙
τὸ μειδίαμα διεφύλαξε ὅλη τὴν τρυφερότητά του,
ἡ πνοὴ τὴν ἠδύ της,
ἡ φωνὴ ἴσως νὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ μελωδική.
Ἀλλ’ ὅταν ἀνοίγω τὸ παράθυρο, ἡ θάλασσα παύεται,
ἡ εὐωδιὰ τῶν λιόδεντρων ἀντικατεστάθη ἀπὸ τὸν θόρυβον τοῦ ἄστεως.
Τὰ μάτια ποὺ ἀγαπῶ εἶναι πάντα ἐντόνως γαλανά.
Μόνο ὁ οὐρανός εἶναι ποὺ ἔχασε τὴν ἀντανάκλαση των.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Κοντὰ στὸν ἄξονά τους…
Κοντὰ στὸν ἄξονά τους – μιὰ νύχτα, μιὰ νύχτα γιομάτη – ἀνοίξαμε,
κάτου ἀπὸ τὴ σκιὰ διπλωμένων πανιῶν, τὰ μαῦρα πέπλα τῆς χαρᾶς μας.
Κι ἀντὶς ἀπὸ γέλοια κι ἀντὶς ἀπὸ δάκρυα – δὲν εἴχαμε καιρὸ γιὰ τέτοιες ἐκδηλώσεις –
κλείσαμε τὰ ὁλάνοιχτα μάτια μας, ἀνοίξαμε τὰ σφραγισμένα μας χείλια.
Διπλασιάστηκε ἡ νύχτα καὶ μᾶς κατάπιε.
Ποτισμένη ἀπὸ μαῦρα φιλιά, φάνηκε ἄσπρη.
Σφιχτοδεμένοι, τὸν κόσμον ὅλο εἴδαμε ἀλλιῶς
– καὶ στὸ ἄγγιγμα τῶν δοντιῶν δυὸ στομάτων ἔτριξε ἡδονικὰ ὁ σκελετὸς τὴν ἀπόκρισή του.