- Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (α)

--> Σελὶς 0, [1]

Ἡ Ἀγράμπελη


Λέγ' ἡ ἀγράμπελη μυριανθισμένη
στὸν ἄγριο πλάτανο ποὺ τὴ θωρεῖ
καὶ μὲ τὸν ἴσκιο του συχνοδιαβαίνει
πάντοτ' ἐπάνω της βράδυ κι αὐγή:

« – Δένδρο περήφανο, μὲς στὸν ἀγέρα
τὰ φύλλα, οἱ κλῶνοι σου θρασομανοῦν!
Βρίσκεις στενόχωρη τώρα τὴ σφαῖρα;
Τ' ἄστρα τὰ σύγνεφα δέ σὲ χωροῦν;

Τρέχει στὴ ρίζα σου νεράκι κρύο
βυζαίνεις ἄκοπα τὴν καταχνιά,
κι ἐμένα ἐζήλεψες σύ τὸ θηρίο,
γιατί μ᾿ ἐπότιζε λίγη δροσιά;

Τί θέλεις πλάτανε, τί μοῦ γυρεύεις;
Διῶξε τὸν ἴσκιο σου κ' εἶμαι μικρή!
Τ᾿ ἄνθη μου ἐπάγωσαν – μήν τὰ παιδεύεις,
ἄστον τὸν ἥλιο μου νὰ τὰ χαρῇ!..»

« – Ξανθή μου ἀγράμπελη, τί μὲ φοβᾶσαι;
Θέλεις νὰ σέρνεσαι πάντα ὀρφανή,
μονάχη σου ἔρημη τὴ νύχτα νἆσαι,
νἄχῃς κρεββάτι σου λιθάρια, γῆ;

Τ' ἄνθη ζευγάρωσε μὲ τὴν ἀνδρειά μου,
γένου βασίλισσα κι ἐγὼ θρονί,
στηλώσου ἐπάνω μου – στὴν ἀγκαλιά μου
κάθε ἄλλο λούλουδο θὰ σὲ φθονῇ!..»

Τὴν ἐξεγέλασε τ᾿ ἄγριο πλατάνι,
τὴν ἐπερίπλεξε μές στὰ κλαριά....
Τί κρῖμα, πὄδωκες, ξανθό βοτάνι,
γιὰ λίγο ψήλωμα τὴν παρθενιά!

Φτωχὴ κι ἀνύπανδρη στὴν ἐρημιά σου
μοῦ ’τανε τ' ἄνθη σου κρυφή χαρά·
τώρα θ' ἁρπάζουνε τὴ μυρωδιά σου
τὰ νέφη κι ὁ ἄνεμος πούσαι κυρά.

Παράπονο

Πόσες φορές τὰ κύματα
που ἐπέφταν ἀφρισμένα
στὸ ἔρμο τ’ ἀκρογιάλι μου,
τὰ ρὠτησα γιὰ σένα!

Πόσες φορές τὸ δάκρυ μου
στὴν ἄβυσσο εἶχε στάξει,
καὶ πόσο ἐπαρακάλεσα
ναλθῇ σ' ἐσέ ν' ἀράξῃ!

Τοῦ κάκου! Φεύγ' η θάλασσα
καὶ πίσω της μ' ἀφήνει
ἀφροὺς καὶ λίγα φρύγανα
γιὰ μόνη ἐλεημοσύνη.

Κ’ ἐγώ, τυφλός, ἐκοίταζα
τὸ κῦμα – καὶ δέν εἶδα
ὅτ' εἶναι ἀφρός ἡ ἀγάπη μου
καὶ φρύγανα ἡ ἐλπίδα.

Ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης Στεφάνου Μεσσαλᾶ, μόλις ἐφήβου

Ὤργωνε ὁ Χάρος, ὤργωνε τὴ γῆ ποὺ τόνε τρέμει.
Τ᾿ αὐλάκια του εἶναι μνήματα, ὁ σπόρος του φαρμάκι.
Ὤργωνε ὁ Χάρος, ὤργωνε!.. Τὰ μαῦρα του τὰ βόδια
φυσομανοῦν στὸ κέντημα τῆς ἄσπλαγχνης βουκέντρας.
Ὅθε περάσει τὸ γενί ξαναγυρίζει δέντρα,
ξεθεμελιώνει ριζιμιά καὶ συνεπαίρνει κόσμους.
Kαὶ ἐσύ, βλαστάρι τρυφερό, στὸ δρόμο του τί θέλεις;
Στὴν ἀγκαλιά τῆς μάνας σου, στὸν κόρφο τοῦ πατέρα,
νὰ σὲ ποτίζῃ τὸ φιλί, νὰ σ᾿ ἀνατρέφῃ ἡ ἀγάπη,
παιδί, γιατί δέν ἔμενες;.. Σοῦ φάνηκε ποὺ εἶναι
γλυκός ὁ ὕπνος μὲς στὴ γῆ, παιδί, καὶ δέ γνωρίζεις
πὼς θέλει ὁ τάφος συντροφιά, καὶ σὺ στὴ σκοτεινιά σου
θὰ μείνῃς ἔρμο κι ὀρφανό... Ἐκεῖ ποὺ κατεβαίνεις
δὲ θάβρῃς τοῦ πατέρα σου τὰ κόκκαλα στρωμένα –
θὰ πέσῃς ὁλομόναχο... Παιδί, γιατί νὰ φύγῃς;..

K᾿ ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς ἄκουσε τὴν ὥρα ποὺ χιλιάδες
κόσμοι κι ὀνείρατα χρυσά ὁλόγυρά του ἐλάμπαν,
ἐχαμογέλασε – γλυκά, σὰ νάλεγε: «Πατέρα,
δέν εἰν᾿ ὁ τάφος ἐρημιά, εἶναι ζωή κι ἀγάπη».

Ὤργωνε ὁ Χάρος, ὤργωνε... Τὸν κάματο δέν παύει –
μέρα καὶ νύχτ᾿ ἀκοίμητο τ᾿ ἀλέτρι του δουλεύει.
Ἐσυνεπῆρε τὸ βλαστό, τὸν ἔγειρε στὸ χῶμα
καὶ δίχως σάλαγο, βουβός, περνᾶ καὶ διβολίζει...
Πατέρα, μάνα, ἐπέταξε... Ἐκλείστηκε τὸ μνῆμα...
Φχηθῆτε τὸ παιδάκι σας... Στὸ μακρυνό ταξίδι,
μὲ τὸ στερνό σας τὸ φιλί, μὲ τὸ πικρό σας δάκρυ
θὰ ν᾿ ἀρμενίςῃ σὰν πουλί...
---------------------------------- (Ὤχ! νάμουνα μαζί του,
νάβλεπ᾿ ἀκόμα μιὰ φορά κ᾿ ἐγώ τὴ θυγατέρα!...)

Ἐπέσανε τὰ Γιάννινα

Ἐπέσανε τὰ Γιάννινα, σιγά νὰ κοιμηθοῦνε,
ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιά στὴν ἀγκαλιά της,
γιατ’ εἶναι χρόνοι δύστυχοι καὶ τρέμει μή τὸ χάσῃ.
Τραγούδι δέν ἀκούεται, ψυχή δέν ἀνασαίνει.
Ὁ ὕπνος εἶναι θάνατος καὶ μνῆμα τὸ κρεββάτι
κι ἡ χώρα κοιμητήριο κι ἡ νύχτα ρημοκλήσι.

Ἄγρυπνος ὁ Ἀλὴ πασᾶς, ἀκόμη δέ νυστάζει,
κι εἰς ἕνα δέρμα λιονταριοῦ βρίσκεται ξαπλωμένος.
Τὸ μέτωπό του εἶναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
καὶ τὄβαλεν ἀντίστυλο τὸ χέρι του, μὴν πέσει.
Χαϊδεύει μὲ τὰ δάκτυλα τὰ κάτασπρά του γένια,
ποὺ σέρνονται στοῦ λιονταριοῦ τὴν τρομερή τὴ χαίτη.
Ἀγκαλιασμένα τὰ θεριά, σοῦ φαίνονται πὼς ἔχουν
ἕνα κορμὶ δικέφαλο, τὸ μάτι δέ γνωρίζει
ποιό τάχα νἆν᾿ τὸ ζωντανὸ καὶ ποιό τὸ σκοτωμένο.

Ἀθανάσιος Διάκος – Ἆσμα Τρίτον
(ἀπόσπασμα)

Λαλοῦν οἱ πέρδικες γλυκά κι ὁ ἥλιος στὴ χαρά του
ἁπλώνει μιὰν ἀχτίδα του καὶ ψηλαφίζει, ὁ κλέφτης,
τὰ παρδαλὰ τὰ στήθια τους – κι αὐτὲς ἀναγαλλιάζουν.
Κατάκορφα στὸν οὐρανὸ πετιέται κι ὁ πετρίτης,
τ᾿ ἀητοῦ πρωτοπαλλήκαρο, νὰ βάψῃ τὰ φτερούγια
μὲς στὸν αἰθέρα τῆς αὐγῆς, πρὶν ἔβγη στὴν παγάνα.
Πλένουν τὰ φύλλα στὴ δροσιά χαρούμενα τ' ἀρείκη,
καὶ στὸ ἐλαφρό τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα, ποὺ διαβαίνει,
συναπαντοῦσε φιλικά μὲ τὸν ἀνασασμό του
τὸ θρούμπι, τὴν ἀλιφασκιά, τὸ σφελαχτό ἡ μυρτούλα.
Δακρύζουνε τ᾿ ἀπάρθενα τὰ χιόνια στὸ λιοπύρι,
ἀκούοντ᾿ οἱ νεροσυρμές ἀπὸ ἐγκρεμό σὲ βράχο
νὰ παραδέρνουνε γοργά – καὶ λὲς μὲ τὴ γαργάρα
π᾿ ἀνάκραζαν τὴν κλεφτουριά καὶ τὴν ἀποζητοῦσαν.
Ἐκυματίζαν τὰ σπαρτά, χαρὰ τοῦ ζευγολάτη,
καὶ κάπου-κάπου ἀνάμεσα ξεπρόβαιν᾿ ἕνα στάχυ
καὶ ἔγερν᾿ ἐδῶ, κ᾿ ἔγερν᾿ ἐκεῖ τὸ τρυφερό κεφάλι,
ὡσὰν νὰ παραμόνευε νὰ ἰδῇ κι᾿ αὐτό τὸ Διάκο. [...]

Σήμερ' ἀρχίζει ὁ κάματος. Ἦρθαν τα πρωτοβρόχια –
θάμεθα μεῖς ἡ πρωιμιά... Ἄφαντος ὁ ζευγολάτης,
ποὺ δέ δειλιάζει στὴ σπορά, κρατεῖ τὸ χερουλάτη.
Τ' ἀλέτρι τρίζει στ' ὄργωμα... Ἦταν ἡ γῆ χερσάδα
καὶ τὸ γενὶ θὰ μπῇ βαθιά... Τὸ γήμορο δικό μας... [...]

---------------------------------- ...Λὲς ὅτι αὐτό τὸ βράδυ
ἦρθε μὲ δυό μεσάνυχτα κι ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ...

Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καριοφίλι του

Ἐγέρασα, μορές παιδιά! Πενῆντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δέν ἐχόρτασα, καὶ τώρ' ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ... Ἐστρέφεψ' ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα – σταλαματιά δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρί ἀπ' τὸ λόγγο
νἆναι χλωρό καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθούς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεββάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.

Ποιός ξέρει ἀπ' τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει...
Κι ἄν ξεφυτρωσῃ πλάτανος, στὸν ἴσκιο του ἀποκάτω
θάρχωνται τὰ κλεφτόπουλα τ' ἄρματα νὰ κρεμᾶνε,
νὰ τραγωδοῦν τὰ νιῶτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου·
Κι ἄν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχωνται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.

Ἔφαγ' ἡ φλόγα τ' ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου·
ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου – Παιδιά μου μή μὲ κλάψτε!
Τ' ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωή στὴ νιότη.
Σταθῆτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.

Κ' ἕν' ἀπὸ σᾶς τὸ νιότερο ἂς ἀνεβῇ στὴ ράχη,
ἂς πάρῃ τὸ τουφέκι μου, τ' ἄξο μου καριοφίλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξῃ τρεῖς φορές – καὶ τρεῖς φορές ἂς σκούξῃ:
«Ὁ Γέρο Δῆμος πέθανε, ὁ Γέρο Δῆμος πάει!..»

Θ᾿ ἀναστενάξ' ἡ λαγκαδιά, θὰ νὰ βογκήξῃ ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁπου περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσῃ, θὰ σβηστῇ, θὰ ρίξῃ τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μή πάρῃ τὴ βοή ἄθελα καὶ τὴ φέρῃ
καὶ τήνε μάθῃ ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσῃ ὁ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γλήγορα, τρέχα ψηλά στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν' ἀκούσω τὴ βοή του!

Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«– Ὁ Γέρο Δῆμος πέθανε, ὁ Γέρο Δῆμος πάει!..».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιά, κ' ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο τὸ καριοφίλι
βροντᾷ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ' τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο,
πέφτει ἀπ' τοῦ βράχου τὸ κρεμό, χάνεται πάει, πάει...

Ἀκουσ' ὁ Δῆμος τὴ βοή μὲς τὸν βαθύ τὸν ὕπνο –
τ' ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γέρο Δῆμος πέθανε, ὁ Γέρο Δῆμος πάει. [...]

Ὁ Σαμουὴλ

– Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν – κ’ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κ’εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροί ποὺ σ’ ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσῃς τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσης,
κι ἀφέντης ὁ Βελήπασας δεσπότη θὰ σὲ κάμη!

Ἔτζι ψηλά ἀπο το βουνό φωνάζει ὁ Πήλιο Γκούσης...

Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησά βρίσκετ’ ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.

Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοὶ – δὲν ἀνασαίνουνε· καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὁπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους –
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!

Δέ φαίνετ’ ὁ καλόγερος· μόνος του στ’ ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ’ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σφιχτά-σφιχτά στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι’ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ’ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.
Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφές ἐλπίδες!..
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πᾶψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιά θὰ πάρῃ!

Κ’ ἐκεῖ ποὺ κοίταζ’ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ’ ἀπ’ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφά ἑνα δάκρυ.

– Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδωμέσα
ἐδίψασα... Χωρὶς νερό ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἒμεν’ ἀτελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτό τὸ μαῦρο δάκρυ μου – μή το καταφρονέσης·
ἀμόλυντο καὶ καθαρό βγαίν’ ἀπ’ τὰ φυλλοκάρδια·
δέξου τό, Πλάστη, δέξου το – ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.

Ἤτανε ἥλιος κ’ ἔλαμψε τὸ ἱερό τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ που εἰδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκό ποτήρι
καὶ τόσφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.

Ἀνοίγ’ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια·
τ’ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε,
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητα τοῦ γέροντα τὰ λόγια.

Ἐπρόβαλ’ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφή στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ’ ἕνα βαρέλι
πόκλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι ἀπελπισία.
Ἐκεῖνο μόνο τόμεινε..- ἐκεῖνο μόνο φθάνει!

Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νάταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νάταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ’ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι...

Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικά τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει –
κ’ οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοί μέσα στὰ μάτια:

Ἡ δέησις

– Πατέρα μου, σ’ἐδούλεψα
πιστά σαράντα χρόνια,
καὶ τώρα στὰ γεράματα
μοῦ δίνεις κατηφρόνια!
Τὸ θέλημά σου ἂς γενῆ!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
καὶ πάψε τὴν ὀργή σου!

Σ’ ἐσένα, σὰν ὠρφάνεψα,
ἔδωκα τὴν ψυχή μου –
τὸ Σούλι μου τ’ ἀγκάλιασα
στὸν κόσμο γιὰ παιδί μου...
Τώρα τὸ Σούλι τόχασα…
Ἠλθ’ ἡ στερνή μου μέρα -
θάλθω σ’ ἐσέ, Πατέρα...

Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροί καὶ λαβωμένοι!
Ἂταφ’ ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.

Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συχώρεσε, συχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νάλθωμε
κ’ ἡμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!

Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ’ ἐσέ σκωμένα
πῶς εἶν’ ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ’ εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «– Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»

Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε·
δὲν ἒμειν’ ἕνα χέρι
πού νὰ μπορῇ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξῃ τὸ μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοὺ σ’ ἐμᾶς πατρίδα –
ἄλλη δέν ἔχω ἐλπίδα.

Ἐκεῖ ψηλά στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ’ ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρή μιὰ κατοικία,
νὰ μοιάζῃ μὲ τὸ Σούλι μας –
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ’ ἐκεῖ τὸ Κούγκι νάχω.

Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει·
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συχώρεσε νὰ γένῃ
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.

Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο
ποτέ δὲ θὰ τολμήση
(ποτέ! τὸ εἶπα, τ’ ὤρκισα)
τὸ Κούγκι νὰ πατήσῃ.
Μαζί μου παίρνω τὰ κλειδιά,
Πλάστη μου, δέν τ’ ἀφήνω –
οὔτε σ’ ἐσέ τὰ δίνω!

Ἐκεῖ ψηλά στὸν οὐρανὸ
νὰ τὰ φορῇ στὴ μέση
ὁ Σαμουὴλ ὁ δοῦλος σου
θὰ σὲ παρακαλέσῃ...
Πατέρα μου, μή πειραχθῆς –
κάμε μου αὐτὴ τὴ χάρη:
ἄλλος νὰ μή τὰ πάρη!

…Καὶ τώρα, τώρα π’ ἄκουσες
τὸν πόνο, τὸν καημό μας,
δέξου μας καὶ θ’ἀφήσωμε
τὸ Σούλι τὸ γλυκό μας...
Τὸ Σούλι – ἂχ ! πῶς τόχασα! –
ψυχή μου, μή δακρύσῃς,
εἶν’ ὥρα νὰ τ’ ἀφήσῃς!

Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του στοὺς πέντε του συντρόφους:

Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα ποὺ θαν’ ἀφήσω
τὸν κόσμο καὶ στὸν ἴσκιο σου
θάλθ’ ὁ φτωχὸς νὰ ζήσω,
μιά χάρη θέλω, Πλάστη μου:
– τὰ πέντε τὰ παιδιά μου
νὰ τάχω συντροφιά μου!

Τ’ἀνάθρεψα στὸν κόρφο μου –
γιά ἰδὲ τά, τὰ καημένα,
ἄλλονε δέν ἀγάπησαν
παρὰ ἐσέ κ’ ἐμένα.
Παιδιά μου, μὴ δειλιάζετε –
νἄχετε τὴν εὐχή μου,
θὰ ζήσετε μαζί μου!

Σταλαματιά-σταλαματιά τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κ’ ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος,
καὶ κλαίοντας ὁ Σαμουήλ, εἰς τόνα του τὸ χέρι
τὸ ἱερό ποτήρι του καὶ στ’ ἄλλο τὴ λαβίδα,
ἀρχίνησε τὴν κοινωνιά τοῦ Πλάστη νὰ μεράζῃ...

Ὁ πρῶτος ἐμετάλαβε – μεταλαβαίνει κι ἄλλος,
τὴν ἔδωσε στὸν τρίτονε – κι ὁ τέταρτος τὴν παίρνει,
καὶ φθάνει ὥς τὸν ὕστερο καὶ τοῦ τηνε προσφέρει.
Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἒψαλλ’ ὁ παπάς μὲ τὴ γλυκειά φωνή του
τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ / σήμερον Υἱέ Θεοῦ,..
φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.
Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι..- καλόγερε, τί κάνεις;..

Ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο –
καὶ στάζ’ ἀπ’τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι
μιὰ φλογερή σταλαματιά ἀπ’ τοῦ Θεοῦ τὸ γαῖμα...
Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος –
λάμπει στὰ γνέφ’ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!
Τί φοβερή κεροδοσά πόλαβε στὴ θανὴ του
τὸ Σούλι τὸ κακότυχο, καὶ τί καπνό λιβάνι!..

...Ἀνέβαινε στὸν οὐρανό καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερή μαυρίλα,
σὰ σύγνεφο κατάμαυρο κ’ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.
Κ’ ἐνῶ τ’ ἀνέβαζ’ ὁ καπνός, κ’ ἐνῶ τὸ συνεπαίρνῃ,
τὸ ράσο πάντ’ ἀρμένιζε κ’ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος·
κ’ ἐκεῖθεν ὁποὺ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,
σὰν νάταν μυστική φωτιά ἐρρόγισε τὸ λόγγο.
Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραψές καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,
ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγές – χαρές κ’ ἐλευθερία.

Στὸν ἀνδριάντα Γρηγορίου τοῦ Ε’

Πῶς μας θωρεῖς ἀκίνητος;.. Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;.. Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μή φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές ἀχτῖδες,
ὄσες μᾶς δίδ’ ἡ ὄψη σου παρηγοριές κ’ ἐλπίδες;..
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μή γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;.. Γιατί νὰ μή σπαράζῃ
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά – καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ’ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ’ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;..

Ὁλόγυρά σου τὰ βουνά κ’ οἱ λόγγοι στολισμένοι
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν... Ἡ θάλασσ’ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρά σὲ γνώρισε καὶ μ’ ἀφρισμένο στόμα
φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα,
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάχνα του... Θυμᾶται τὴν ἡμέρα,
ὅπου κι αὐτή στὸν κόρφο της, σὰν τρυφερή μητέρα
πατέρα μου, σ’ ἐδέχτηκε... Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ’ ἅγιο πρόσωπό σου
τ’ ἄτιμα τὰ ραπίσματα.., τὸ βόγγο.., τὴ λαχτάρα..,
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή..- θυμᾶται τὴν ἀντάρα..,
τὴν πέτρα, πού σοῦ ἐκρέμασαν.., τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου..,
τὸ φοβερό τὸ ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου!..
Δέν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σόγινε πατρίδα,
οὔτε τὸ χέρι που εὔσπλαχνο μ’ ὁλόχρυση χλαμύδα
τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη,
ὅταν, πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν’ οἱ ξένοι
τὸ αἷμα σου ἔγλειφαν κρυφά στὰ νύχια τοῦ φονιά σου...
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου...
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
τ’ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας, κ’ ἐδῶ μαρμαρωμένο
θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο κ’ αἰώνιο θα να ζήσῃ,
νάναι φοβέρα ἀδιάκοπη σ’ Ἀνατολή καὶ Δύση...

Πενῆντα χρόνοι ἐπέρασαν σὰν νάτανε μιά μέρα!..
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκειές, πατέρα
πετοῦν οἱ ὥρες ἀμέτρες στοῦ τάφου τὸ λιμάνι...
Γιὰ μᾶς..- καὶ μόνη μιά στιγμή ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ...
Πενῆντα χρόνοι ἐπέρασαν κι ἀκόμ’ ἡ ἀνατριχίλα
βαθειά μᾶς βόσκει τὴν καρδιά... Μὲ τὰ χλωρά τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι ὁ τάφος σου, καὶ στὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται στὸν οὐρανό τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθῶν τὴν μυρωδιά καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου που ἐζωντάνεψες... Γέροντα τί σου λείπει;..
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;.. Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;..
Ποιός εἲν’ ὁ πόθος σου ὁ κρυφός καὶ ποιό τὸ μυστικό σου;..

...Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι
κι’ ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὥς τ’ ἄγριο Κακοσούλι
ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα... Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί καὶ ψυχομάχημα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα...
Ἐβρόντουν κι ἄστραφταν παντοῦ τὰ κλέφτικα λημέρια...
Γοργά τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ’ ἀχόρταγα τὰ χέρια,
κ’ ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικάπαιχνίδια...
Μὲ μιᾶς θολώνουν του Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται στοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη...
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριά καὶ τὰ νερά κ’ οἱ βράχοι,
μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἄχε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αὐτήν τὴ γῆ κ’ ἐσκότωσε τὴν πλάση...

...Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρά πουλί κυνηγημένο
σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βοριάκαὶ μαυροφορεμένο·
σκοτείδιασε τὸν οὐρανό μὲ τὰ πλατιά φτερά του,
καὶ μὲ φωνή που ἐξέσχιζε σκληρά τὰ σωθικά του,
ἐρρέκαξε κ’ ἐβρόντησε: «– Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ὁ χαλασμός..- Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!»

Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει στὴ γῆ, στὸ κῦμα
τὸ φλογερό τὸ μήνυμα – κι ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιά, καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ’ ἄτιμο τὸ σχοινί σου
κ’ ἔγινε φίδι φτερωτό στὸν κόρφο τοῦ φονιά σου...
(Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾶς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;..)

Ἀναστηλώνεται ὁ Μωριᾶς.., Ἡ Ρούμελη μουγκρίζει.
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει..-
Παντοῦ παράπονο βαθύ καὶ ἀλαλαγμοί καὶ θρῆνοι...
Διαβαίνει μαύρ’ ἡ ἄνοιξη... Τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται – καὶ τὰ πουλιά, σκιασμένα,
ἀφήνουν ἔρμη τη φωλιά καὶ φεύγουνε στὰ ξένα...
Στοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα..- πᾶσα ματιά του σφάζει!..
Διωγμέν’ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχή στὸ στόμα,
χιλιάδες γυναικόπεδα δέ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
νὰ μείνουν ἀκυνήγητα..- κι ὁ Χάρος δεκατίζει!..
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριό τὴ χαίτη του ἀνεμίζει...
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερο..- δέ θ’ ἀπομείνῃ λόθρα!..
Στὴν Κιάφα νεκρανάσταση.., στοῦ Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δέ μένει ἀσάλευτη, κλαρί χωρίς κρεμάλα...
Ἐρμιά καὶ ξεθεμέλιωμα στὴν Τρίπολη, στοῦ Λάλα...
Κι ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε κ’ ἔπεφτε στομωμένο
νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθί στὴ θήκη ξαπλωμένο,
ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος: «– Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ὁ χαλασμός..- Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!»

Φρυμάζουν τὰ Καλάβρυτα.., καπνίζει τὸ Ζητούνι..,
κ’ ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόταχτη τεντώνει τὸ ρουθούνι
σὰν τὸ καθάριο τ’ ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ’ ἀγέρι
ποὺ ταχυδρόμος τ’ οὐρανού μὲ τὰ φτερά του φέρει
τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολή καὶ τὴν ἀναλαμπή του...
Ὁ γιὸς τ’ Ἀνδρούτσου στὴ Γραβιά στηλώνει τὸ κορμί του
κ’ ἐπάνω του σὰν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
συντρίβεται ἡ Ἀρβανιτιά μὲ τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη...
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα στὴν Τένεδο, στὴν Σάμο
καὶ κάθε κῦμα πόρχεται νὰ ξαπλωθῇ στὸν ἄμμο
ξερνῶντας αἷμα καὶ φωτιά φωνάζει... «– Πολεμάρχοι!
Ἐκδίκηση ἄσπλαχνη παντοῦ!.. Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!»

Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλά στὸ Καρπενήσι
τοῦ Βότσαρή του τὴν ψυχή γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
σοῦ στένλει αἱματοστάλαχτη... Στὸν τάφο του κλεισμένο
τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δέν παραδίδει τ’ ἄρματα, δέ γέρνει τὸ κεφάλι...
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
τὸ ράσο τοῦ δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
καὶ φλογερό μετέωρο πετᾶ στὸν οὐρανό του
καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο... Στὸ διάβα του τρομάζουν
τ’ ἀστέρια ποὺ τὸ κοίταζαν καὶ ταπεινά μεριάζουν...
Κλαρί δέ φαίνεται χλωρό, καὶ τὸ στερνό χορτάρι,
πόμεινε ἀκόμα πράσινο, τ’ ἀράπικο ποδάρι
τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε..- χορτάσαν οἱ κοράκοι!..
Στὴ Ράχωβα, στὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
ἀδελφωμένο πολεμᾶ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι.. -
θερίζει τ’ ἄσπλαχνο σπαθί κι ὁ πάγος σαβανώνει...

Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιά καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ’ ἀχόρταγο λαρύγγι...
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται... Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυασίματά του
στοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά, καὶ φεύγει.. - ἀνάθεμα τὸν!

...Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ’ ἀστραπόβροντά των
καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοή τοῦ μαύρου καταρράχτη...

Μ’ αὐτά.., μ’ αὐτά τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ φτωχική φωλιά μας –
κ’ ἐκεῖθ’ ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας
π’ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου... Γιατί τὰ δάχτυλά σου
ἀκίνητα δέν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...
Στ’ ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρά ‘πὸ τὴν Ἑλλάδα
ἐρρίζωσε τόσο βαθιά τοῦ Χάρου ἡ φαρμακάδα,
π’ οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δέ φθάνει
τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν’ ἀνοίξῃ νὰ γλυκάνη;..
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ στὸ πλευρό σου χύνει
αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερό καμίνι;...
Οὔτε τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια;..
Οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ Θρόνου μας βλαστάρια,
ποὺ θάρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητοῦ τη λύρα,
καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγινε τὸ ράσο σου πορφύρα;

Τί θέλεις, γέροντ’ ἀπό μᾶς;.. Δέ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
πόσες θὰ ἐφλόγιζε καρδιές κι ἀπὸ τὰ σωθικά σου
πόση θὰ ἐβλάστανε ζωή;.. Πῶς δέν ξυπνᾶς, πατέρα;..
Δέ φέγγει μὲς τὸ μνῆμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;..

...Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... Καὶ θανα μείνῃ ἀκόμα,
ποιός ξέρει ὥς πότ’ ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα...
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται... Καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα βροντήση
τὸ φοβερό μας κήρυγμα...
---------------------------------- «– Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μή λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».

Ἡ Φυγὴ

«Τ’ ἄλογο, τ’ ἄλογο! Ὀμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει!
Τ’ ἄλογο, τ’ ἄλογο! Ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστά τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.

Γιὰ ἰδές, σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε!
Κάτου ἀπ’ τὸ βράχο τους πῶς ροβολᾶνε!
Δές τὰ κεφάλια μας, δές τὰ κουφάρια
κυλᾶνε ἀνάκατα σὰ να’ λιθάρια.

Τ’ ἄλογο, τ’ ἄλογο! Ἀκοῦς πῶς σκούζουν;
Οἱ λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Ἄνοιξ’ ἡ κόλαση καὶ μοῦ ξερνάει
τὸν μαῦρον κόσμο της γιὰ νὰ μὲ φάῃ.

Βριόνη, πρόφθασε· ἀκόμη λίγο,
κι ἀπὸ τὰ νύχια τους δέ θὰ ξεφύγω.
Τ’ ἄλογο!.. Γνώρισα τὴ φουστανέλλα
τοῦ ἐχθροῦ μου τ’ ἄσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.

Δέν τόνε βλέπετε; Σὰ Χάρος φθάνει
ψηλ’ ἀνεμίζοντας τὸ γιαταγάνι.
Νιώθω τὸ χέρι του μὲς στὴν καρδιά,
ποὺ πάει σπαράζοντας τὰ σωθικά.

Ἀνεμοστρόβιλος, θεοποντή,
ὅλα σὰ σίφουνας θὰ καταπιῇ.
Τὸ μάτι ἐπάνω μου ἄγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

Κρύο τὸ σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Ἀκοῦτε, ἀκοῦτε τον πῶς μοῦ φωνάζει!
Νιώθω τὸ χνῶτο του φωτιά ζεστό,
πὄρχετ’ ἐπάνω μου σὰ νά ’ναι φιό.

Τ’ ἄλογο, τ’ ἄλογο! Ὀμὲρ Βριόνη!
Ὁ ἥλιος ἔπεσε, νύχτα σιμώνει...
Ἄστρα, λυτρῶστε με· αὐτή τὴ χάρη
ζητάει ὁ Ἀλήπασας, πιστό φεγγάρι».

Ἐμπρός του στέκεται καμαρωμένο
μαῦρο σὰν κόρακας, χρυσᾶ ντυμένο,
ἄτι ἀξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο ἀράπικο, τὸ λὲν Βοριᾶ.

Χτυπάει τὸ πόδι του, σκάφτει τὸ χῶμα,
δαγκάει τὸ σίδερο πὄχει στὸ στόμα.
Ρουθούνια διάπλατα καὶ τεντωμένα
ἀχνίζουν κόκκινα σὰν ματωμένα.

Ἀκούει τὸν πόλεμο καὶ χλιμιντράει.
Τ’ αὐτιά του τέντωσε, ἄγρια τηράει.
Ὁλόρθ’ ἡ χήτη του, ὁλόρθ’ ἡ ὁρά,
λυγάει τὸ σῶμα του σὰν τὴν ὀχιά.

Σκώνεται λαίμαργο στὰ πισινά του.
Λάμπουν τὰ νύχια του, τὰ πέταλά του.
Λές καὶ δὲν ἔγγιζε κάτου στὴ γῆ...
Κρῖμα ποὺ τό ‘θελαν γιὰ τὴ φυγή!

Ὁ Λάμπρος τό ‘βλεπε κι ἀπὸ τὴ ζήλεια
κρυφ’ ἀναστέναξε, δαγκάει τὰ χείλια:
«Ἄτι περήφανο, νὰ σ’ εἶχα ἐγώ,
μέσα στὰ Γιάννινα ἤθελα μπῶ».

Ὡστόσ’ ὁ Ἀλὴπασας ἀπὸ τὸν τρόμο,
τὴ χήτη του ἅρπαξε, πετάει στὸν ὦμο...
Σὰ βόλι γλήγορο, σὰν ἀστραπή,
τὸ ἄτι χάθηκε μὲ τὸν Ἀλή.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Τοὺς ἐκυνήγαε ἀχνή τρομάρα·
νύχτα κατάμαυρη καὶ συγνεφιά
γύρω τους στέκονται γιὰ συντροφιά.

Λόγγους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Αἵματα στάζουνε τὰ φτερνιστήρια·
ἀφρούς σὰ θάλασσα τ’ ἄλογο χύνει,
σκιάζεται ὁ Ἀλήπασας, καιρό δέ δίνει.

Καθὼς διαβαίνουνε, τρίζει ἕνα ξύλο,
φυσάει ὁ ἄνεμος, πέφτει ἕνα φύλλο,
πουλάκι ἐπέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πὄτρεχε μὲς στὸ λαγκάδι.

Ὅλα ὁ Ἀλήπασας, ὅλα τρομάζει,
κρύος ὁ ἵδρωτας βρύση τοῦ στάζει.
Τ’ ἄλογο αὐτιάζεται, δέν ἀνασαίνει,
τὰ πόδια ἐστύλωσε, λύκος διαβαίνει.

Καὶ κειός τὰ δάχτυλα σφίγγει στὴ σέλα,
τὰ μάτια του ἔβλεπαν παντοῦ Τζαβέλλα.
Παντοῦ τοῦ φαίνονται πὼς εἶν’ κρυμμένα
σπαθιά ποὺ λάμπανε ξεγυμνωμένα.

Μακρυά τὰ γένια του, ἄσπρα σὰ χιόνι,
τὰ παίρνει ὁ ἄνεμος, σκόρπια τ’ ἁπλώνει
ἐμπρός στὸ στόμα του καὶ στὸ λαιμό,
λὲς καὶ τὸν ἔχουνε γιὰ πινιμό.

Καθὼς τὰ κύματα μὲ τὴ νοτιά
τὴ νύχτα χάνονται στὴ σκοτεινιά,
καὶ δὲν χωρίζουνε παρὰ οἱ ἀφροί των
ψηλά ποὺ ἀσπρίζουνε στὴν κορυφή των,

ἔτσι καὶ τ’ ἄλογο κεῖνο τὸ βράδυ
σὰν κῦμα διάβαινε μὲς στὸ σκοτάδι,
κῦμα ὁλοφούσκωτο καὶ σκοτεινό,
πὄχε τ’ Ἀλήπασα τὰ γένεια ἀφρό.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κ’ ἐδείλιασε τὸ μαῦρο τ’ ἄτι,
φθάνει καὶ τρέμουνε τὰ γόνατά του·
ἀκοῦς πῶς βράζουνε τὰ σωθικά του!

Λυσσάει ὁ Ἀλήπασας καὶ βλαστημᾷ.
Τὸ φτερνιστήρι του χώνει βαθειά.
Τὸ ἄτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ἕνα πήδημα καὶ γονατίζει.

Ἡ καρδιὰ μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ’ αὐτιά του γέρνουνε, πέφτει στὴ γῆ.
Σπαράζει, ἀνδρειεύεται καὶ ροχαλιάζει,
ἀπ’ τὰ ρουθούνια του τὸ αἷμα στάζει.

K’ ἐκεῖ ποὺ τ’ ἄλογο ψυχομαχάει
βουβός στὴ λύσσα του ὁ Ἀλῆς τηράει,
τηράει ἀνήσυχος, ἀχνός, νὰ ἰδῇ.
Τ’ αὐτιά του ἐτέντωσε ν’ ἀκουρμαστῇ.

Ἀκόμα σκιάζεται τοῦ ἐχθροῦ τὰ βόλια
καὶ ἁρπάζει τρέμοντας τὰ δυὸ πιστόλια.
Τ’ ἄτι τὸ δύστυχο δίπλα στὸ χῶμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ἀκόμα.

Καὶ δὲν τὸν ἄφηνε καλὰ ν’ ἀκούσῃ
ἂν κεῖν’ οἱ δαίμονες τὸν κυνηγοῦσι.
Ἄφριασ’ ὁ Ἀλήπασας, καίετ’, ἀνάφτει,
τὰ βόλια τὄφτεψε μὲς στὸ ριζαύτι.

Τ’ ἄτι ἐταράχτηκε σὰν τὸ στοιχειό
καὶ μ’ ἕνα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Τὸ μάτι ἀκίνητο καὶ καρφωμένο
ἔμειν’ ἐπάνω του θολό, σβημένο.

Ἀκούει πατήματα, φωνὲς πολλές...
Ἄχ, τὸν ἐπρόδωκαν οἱ πιστολιές!
Σιμώνει ὁ θόρυβος, τὸ αἷμα του πήζει,
ἔπιασε τ’ ἄλογο γιὰ μετερίζι.

Γιομίζει τ’ ἄρματα, καὶ στὸ μαχαίρι
σιγά καὶ τρέμοντας ρίχνει τὸ χέρι.
Ἀκούει ποὺ φώναζαν «Βεζίρη Ἀλῆ!».
K’ ἐκεῖνος ἕλιωνε σὰν τὸ κερί.

Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά
ἀκούετ’ ὁ θόρυβος πλέον σιμά.
Τὸ μάτι ὁλάνοιχτο ὁ Ἀλῆς καρφώνει:
«Βοήθα με, φώναξε, Ὀμὲρ Βριόνη!»

Ἔτσι ὁ Ἀλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στὰ Γιάννινα σὰν πεθαμένος.
Ὅσο κι ἂν ἔζησεν, ἡ φουστανέλλα
τοῦ Λάμπρου τὄστεκε στὰ μάτια φέλα.

--> Σελὶς 0, [1]