- Διονύσιος Σολωμὸς (β)


Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδ Μπάυρον

ΠΟΙΗΜΑ ΛΥΡΙΚΟ

Στὸ ἴδιο μέτρο καὶ ὕφος μὲ τὸν «Ὕμνο» ἔγραψε ὁ Σολωμός, ὅταν πέθανε ὁ Byron στὸ Μεσολόγγι τὸ 1824, τὸ «Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάυρον, ποίημα λυρι­κό». Δὲν τυπώθηκε, ἀλλὰ ἀτόπως θεωρεῖται ὅτι ὁ Σολωμὸς δὲν τὸ ἐδημοσίευσε, ἀφοῦ τὸ ἐκυκλοφόρησε σὲ ἀντίγραφα ποὺ ἐτοί­μασαν φίλοι του, μὲ τυποποιημένο τὸν τίτλο καὶ τὴν ἀφιέρωση, στὴν ὁποία ὁ ποιητὴς συμπλήρωνε τὸ ὄνομα τοῦ παραλήπτη. Συνδέεται μὲ τὸν «Ὕμνο», ὅπως δείχνει ἡ προσφώνηση τῆς Ἐλευθερίας στὴν ἀρχικὴ στροφή.
--- Ἀκολουθεῖ ἡ ἀφήγηση: ἐνῶ ὁ Byron ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει γιὰ τὴ φιλελεύθερη (τότε) Ἀμερική, πληροφορεῖται τὴν ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση καὶ ἀνταποκρινόμενος σὲ πρόσκληση τῆς σκιᾶς τοῦ ἀρχαίου ποιητῆ Ἀλκαίου ἔρχεται στὸ Μεσολόγγι. Βλέπει σὲ ὅραμα τὴν Ἑλλάδα καί, σὰν Ἐρινύα, τὴ Διχόνοια. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, λόγω τῶν ἐμφυλίων πολέμων, ὑποδουλώθηκε στοὺς Ρωμαίους, λίγο μετὰ τὸν «τελευταῖο Ἕλληνα» (τὸν στρατηγὸ Φιλοποίμενα). Δὲν εἶναι ὅμως πιὰ ὁ «τελευταῖος», ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ γενιὰ τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ '21. Μετὰ τοὺς Ρωμαίους (ποὺ δὲν μνημονεύονται ὀνο­μαστικά), ἀναφέρεται ἡ σκλαβιὰ (στοὺς Τούρκους) καὶ στὸν Ἀλὴ Πασά.
--- Στὴ συνέχεια ὁ ποιητὴς θυμᾶται τὸ πρῶτο ταξίδι τοῦ Byron στὴν Ἑλλάδα (1809-1811) καὶ ὅσα ὁ Byron εἶχε γράψει γιὰ τὴν παρακμὴ ποὺ εἶδε ἐδῶ. Τὸ φιλικὸ χτύπημα ἀνταποδίδεται πλάγια μὲ τὴν προφητεία πὼς καὶ τὴν Ἀγγλία μπορεῖ κάποτε νὰ τὴ φθείρουν οἱ καιροί.
--- Ὁ Byron θέλει νὰ πολεμήσει τοὺς Τούρκους καὶ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα του νικητής, ὡστόσο τὸ ὄνειρό του δὲν πραγματοποιεῖται. Ἐνῶ τὸν περιμένει ἡ κόρη του, ἐπιστρέφει νεκρός. Στὸν Ἅδη ὑποδέχονται τὴν ψυχὴ του σκιὲς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. «Ἡ Ἑλλάδα θὰ ξαναζήσει», τοὺς λέει, «ἂν νικηθεῖ ἡ Διχόνοια».
--- Κατώτερο ἀπὸ τὸν «Ὕμνο» τὸ ποίημα περιλαμβάνει παρεκβάσεις, πεζολογικὰ μέρη, καὶ πρόχειρα γραμμένες στροφές, τὶς ὁποῖες ὁ ποιητής, τὰ ἑπόμενα χρόνια, ἐπεξεργάζεται ἢ τὶς σχολιάζει ἀπορριπτικά, μὲ ση­μειώσεις του πάνω στὸ χειρόγραφο. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ὡραῖα λυρικὰ μέ­ρη ὄπως ὁ «Χορὸς τοῦ Ζαλόγγου» καὶ ὁ Byron ὄρθιος σὰν κυπαρίσσι πά­νω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Μπότσαρη. Ἀξιόλογη στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ μνεία τῶν Βασιλιάδων τῆς Ἱερῆς Συμμαχίας, ποὺ ὁ ποιητὴς τολμηρὰ τοὺς χα­ρακτηρίζει ὡς ἔμπιστους φίλους τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτ, ἕνα εἶδος πασά­δών του, λόγω τῆς φιλοτουρκικῆς πολιτικῆς των.
--- Τὸ ἔργο περιλαμβάνει ἐνδιαφέρουσες ἀπηχήσεις ἀπὸ Βρετανοὺς ποιητές, Milton, Shelley (ἀπὸ τὸ ἔργο του Hellas) καὶ ἀπὸ τὸν Thomas Gray. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Σολωμὸς δανείζεται, καὶ ἀναφέρει, ὡς παράλληλο πρὸς τὶς Σουλιώτισσες τοῦ Ζαλόγγου, ἕναν παλιὸ Οὐαλλὸ τραγουδιστὴ πού, ἀφοῦ καταράστηκε τὸν βασιλιὰ τῆς Ἀγγλίας, αὐτοκτόνησε πέφτοντας στὸν ποταμὸ Conway. Εἶναι σκόπιμες ἀναφορές, ποὺ δείχνουν μεγάλη ἐξοικείωση τοῦ Σολωμοῦ μὲ πράγματα τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Ἐνδιαφέρον παρουσιά­ζει καὶ τὸ ἐγκώμιο γιὰ τὸν Ναπολέοντα. Πρὶν ἀπὸ τὸ 1821, σὲ ποιήματα γραμμένα στὰ ἰταλικά, ὁ Σολωμὸς ἐκφραζόταν ἀρνητικὰ γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο, σὰν νὰ ἀκολουθοῦσε μιὰ συντηρητικότερη τάση, σύμφωνη μὲ τὶς τότε κρατοῦσες στὴν Εὔρωπη συνθῆκες. Ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶχε μεταβάλει τὶς ἀντιλήψεις τοῦ Σολωμοῦ καὶ στὸ σημεῖο αὐτό.
--- Ὁ «Ὕμνος» καὶ τὸ ποίημα γιὰ τὸν Byron κυκλοφόρησαν μὲ ἐκτενεῖς σημειώσεις τοῦ Σολωμοῦ, φιλολογικές, ἱστορικὲς καὶ πολιτικές. Οἱ σημειώ­σεις τοῦ «Ὕμνου» περιελάμβαναν καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ ποιητῆ στὴν ἐπίκριση τῶν καθαρευουσιάνων ἐναντίον τοῦ «Ὕμνου» γιὰ θέματα στιχουργίας.
--- Εἶναι ἐνδιαφέρον, ὡς σχετιζόμενο μὲ τὴ νεοελληνικὴ «ταυτότητα», τὸ ὅτι δὲν γίνεται μνεία τοῦ Βυζαντίου στὰ δύο αὐτὰ σολωμικὰ κείμενα. Σύμφωνα μὲ ἕνα διαδεδομένο τότε ἰδεολόγημα τῶν μορφωμένων, ἡ νεώ­τερη Ἑλλάδα συνδέεται ἀπ' εὐθείας μὲ τὴν ἀρχαῖα. Ὡστόσο στὶς στροφὲς 21-23 τοῦ δεύτερου ἔργου ἀναφέρεται (χωρὶς νὰ ὀνομάζεται) ἡ Ρωσία, ποὺ πῆρε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπό μᾶς (δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο), κι ὅμως ἀρ­γότερα ὤθησε τὴν Ἑλλάδα νὰ ἐπαναστατήσει (στὰ 1770) καὶ ἔπειτα τὴν ἐγκατέλειψε. Ὁ Σολωμὸς θὰ πλησιάσει περισσότερο τὸ Βυζάντιο, στὰ χρόνια της ὡριμότητάς του, π.χ. μὲ τὸν «Βρυέννιο».

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί·
τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάυρον τὸ κορμί·

καὶ κατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά·
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.

Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
καὶ ἀπ’ τὸ λείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱ προδότες
καὶ ἀπ’ τὰ λόγια ὁποὺ θὰ πῶ.

Φλάμπουρα, ὅπλα τιμημένα,
ἂς γυρθοῦν κατὰ τὴ γῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμένα
εἰς τοῦ Μάρκου τὴ θανή,

ποὺ βαστοῦσε τὸ μαχαίρι,
ὅταν τοῦ ’λειψε ἡ ζωή,
μεσ’ στὸ ἀνδρόφονο τὸ χέρι,
καὶ δὲν τ’ ἄφηνε νὰ βγεῖ. (1)

Ἀναθράφηκε ὁ γενναῖος
στῶν ἁρμάτων τὴν κλαγγή·
τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νέος,
μιὰ θεὰ μελωδική.

Μὲ τὲς θεῖες της ἀδελφάδες
ἐστεκότουν σιωπηλή,
ἐνῶ αὐξαίνανε οἱ λαμπράδες
στοῦ Θεοῦ τὴν κεφαλή,

ποὺ ἐμελέτουνε τὴ Χτίση.
καὶ ὅ τι ἐβγῆκε ἡ προσταγή,
ὁποῦ ἐστένεψε τὴ φύση
αἰφνιδίως νὰ φωτιστεῖ,

μὲ τὰ μάτια ἀκολουθῶντας
τὸ νεογέννητο τὸ φῶς,
καὶ σὲ δαῦτο ἀναφτερῶντας,
τῆς ἐξέβγαινε ὁ ψαλμὸς

----------- – 10 –

ἀπ’ τ’ ἀθάνατο τὸ στόμα,
καὶ ἀπομάκραινε ἡ βροντή,
ποὺ τὸ Χάος ἔκανε ἀκόμα
στὴν ὀγλήγορη φυγή,

ἕως ποὺ ὁλόκληρον ἐχάθη
στοῦ Ἔρεβου τὴ φυλακή,
ὅπου ἁπλώθηκε καὶ ἐστάθη
σὰν στὴν πρώτη του πηγή.

– «Ψάλλε, Μπάυρον», τοῦ λαλοῦσε,
«ὅσες βλέπεις ὀμορφιὲς»
καὶ κειός, ποὺ ἐκρυφαγρικοῦσε
ἀνταπόκριση μ’ αὐτές,

βάνεται τὲς τραγουδάει
μ’ ἕνα χεῖλο ἁρμονικό,
καὶ τὰ πάθη ἔτσι στοῦ γγιάει,
ποὺ τραγούδι πλέον ψηλό,

δὲν ἀκούστηκεν, ἀπ’ ὅτα (2)
ἔψαλ’ ὁ Ἄγγλος ὁ τυφλὸς
τ’ ἀγκαλιάσματα τὰ πρῶτα
ποὺ ἔδωσ’ ἄντρας γυναικός.

Συχνὰ ἐβράχνιασε ἡ μιλιά του
τραγουδῶντας λυπηρά,
πὼς στὸν ἥλιον ἀποκάτου
εἶναι λίγη ἐλευθεριά.

«Κάθε γῆ», παραπονιέται (3)
«ἐσκλαβώθηκε – εἶναι μιά,
ὅπου ὁ ἄνθρωπος τιμιέται,
ἀπὸ δώθενε μακριά,

τὴν ὁποία χτυπάει τὸ νάμα
σύνορα τ’ Ἀτλαντικό·
μετανιώνει ἐν τῷ ἅμα
ὅποιος πάει μὲ στοχασμό

τὴ γλυκειὰν Ἐλευθερία
νὰ τῆς βλάψει ἀπὸ κοντά·
τὸ δοκίμασεν ἡ Ἀγγλία!
κανεὶς πλέον ἂς μὴν κοτᾶ!».

Κο ὅ τι βούλεται νὰ φύγει (4)
ἐκεῖ πέρα ὁ Ποιητής,
ἀνεπόλπιστα ξανοίγει
ἐσὲ ἐδῶ νὰ πεταχτεῖς.

----------- – 20 –

Ἐπετάχτηκες! Μονάχη·
χωρὶς ἄλλος νὰ σοῦ πεῖ:
«Τώρα ἀρχίνησε τὴ μάχη,
κι ἐγὼ πλάκωσα μαζί».

Νὰ σ’ τὸ πεῖ, καὶ νὰ σὲ ρίξει
στῶν Τουρκῶν τὲς τουφεκιὲς
ἀσυντρόφιαστη, ἂν ξανοίξει
τὲς περίστασες δεινές,

κι ἂν τὲς εὕρει εὐτυχισμένες,
νά ’λθει ἀντὶς γιὰ τὸν ἐχθρό,
μ’ ἄλλες ἅλυσες φτιασμένες
ἀποκάτου ἀπ’ τὸ Σταυρό,

πού ’χε λάβει στὲς ἀγκάλες
ἀπὸ μᾶς, κι εἶχε θεούς,
ἀστραπές, ἀνεμοζάλες,
καὶ βροντὲς καὶ ποταμούς.

Μόνον τ’ ἀδικοσφαμένα
τὰ παιδιά σου, στριμωχτά,
μὲ τὰ χέρια τσακισμένα
σὲ ἐσπρώξανε ὀμπροστά,

καὶ Σὺ ἐχύθηκες, πετῶντας
μία ματιὰ στὸν Οὐρανό,
ποῦ τὰ δίκια σου θωρῶντας,
ἀποκρίθηκε: «Εἶμ’ ἐδῶ».

Καὶ χτυπῶντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
ἡ ρομφαία σου πυρωμένη
ὀχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή,

καὶ θαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποὺ οἱ τύραννοι τῆς γῆς
σ’ ἐσὲ κίνησαν μὲ ἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.

Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲ μισάει,
καὶ πικρὰ σὲ λοιδορεῖ,
εὐτυχιὰ νὰ πιθυμάει,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ τὴ δεῖ·

καὶ νὰ κλαίει πὼς ἦλθε ἡ ὥρα
ἡ πατρίς του νὰ δεθεῖ
μὲ τὰ σίδερα ποὺ τώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.

----------- – 30 –

Χαίρου ὡστόσο ὅλους τοὺς τόπους,
ποῦ ἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους·
καὶ τοῦ Μπάυρον τὴ χαρά

χαίρου, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα
πράγματα ποὺ σὲ τιμοῦν·
οἱ μεγάλοι τὰ μεγάλα,
ποὺ τοὺς μοιάζουνε ἀγαποῦν.

Βλέποντάς σε ἀναγαλλιάζει
ἡ θλιμμένη του ψυχή,
καὶ τοῦ λέει: «Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡ Ἑλλάδα· πᾶμε ἐκεῖ».

Καὶ κινάει νὰ σ’ ἀπαντήσει·
καὶ ἡ φήμη τοῦ Ποιητοῦ,
ποὺ τὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶ τὴ δέχτηκαν παντοῦ,

μπροστοπάταε, νὰ σὲ κράξει
μὲ ὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺ ὅποιο μάτι σὲ κοιτάξει
σὲ ξανοίγει πλέον σεμνή.

Τὸν ἀκλούθησεν ὁ πλοῦτος,
θεῖος στὰ χέρια τοῦ καλοῦ,
καὶ κακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶ εἶν’ στὰ χέρια τοῦ κακοῦ.

Μ’ ἕνα βλέμμα ὁποὺ φονεύει
τὰ φρονήματα τὰ αἰσχρά,
τρομερὴ τὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴ δεξιά,

καὶ ὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦ Ἀλκαίου ἡ σκιά,
καὶ τοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,

λόγια ἀθάνατα τοῦ λέει,
μὲ τὰ ὁποῖα στὰ σωθικὰ
τὸ θυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά·

θυμό, τρόμο ὅλο γεμάτον,
ποὺ νικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἀρμάτων,
καὶ πετιέται ὁλοῦ μὲ ὁρμή,

----------- – 40 –

καὶ τοῦ τύραννου χτυπάει
τὴ βουλή, καὶ τὴν ξυπνᾶ,
στὴ στιγμὴ ποὺ μελετάει
τῶν λαῶν τὴ συφορά.

Μόνον ἄκουε τοῦ κοράκου (5)
τῆς Αὐστρίας τὸ κραυγητό,
ποῦ δὲν ἔκρωζε τοῦ κάκου,
καὶ ἐπιθύμαε τὸ κακό.

Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡ Μοίρα, (6)
ποὺ εἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές στῆς Κόλασης τὴ θύρα
μὲ τὸ Κρίμα ἀνταμωτή·

ἔστρεφε κατὰ τὴ Χτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδία πού ’χε σκορπίσει
ἡ πικρὴ μεταβολή·

καὶ ἀπὸ τ’ ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸ μιαρό της τὸ ἀνάστημα,
νὰ χαρεῖ τὴ μυρωδιά.

Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι,
γιατί Ἐκεῖνον ποὺ ζητεῖ,
βλέπει να ’ρχεται, καὶ οἱ τόποι
ποὺ ἡ σκλαβιὰ καταπατεῖ,

χαμηλὴ τὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικῶντας τὴ βουή,
ἐδακρύζαν, καὶ οἱ δεσμοί τους
τοὺς ἐφάνηκαν διπλοί.

Ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι
ποὺ εἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶ ἔχουν δάφνη στὸ κεφάλι
ποὺ δὲ θέλει μαραθεῖ,

τὲς σημαῖες τους ξεδιπλώνουν,
καὶ τὲς δάφνες ποὺ φοροῦν
χαιρετῶντας τον σηκώνουν,
καὶ μ’ αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.

Ποῦ θὰ πάει; Βουνὰ καὶ λόγγοι
καὶ λαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦ θὰ πάει; – Στὸ Μεσολόγγι,
καὶ ἄλλοι ἂς μὴ ζηλοφθονοῦν.

----------- – 50 –

Τέτοιο χῶμα, ἀπ’ τὴν ἡμέρα (7)
τὴ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ,
ποὺ εἶχε φέρει ἀπ’ τὸν αἰθέρα
τιμὴ ἐμᾶς καὶ δόξα Αὐτοῦ,

εἰν’ ἱερὸ προσκυνητάρι,
καὶ δὲ θέλει πατηθεῖ
ἀπὸ βάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ ὅταν χαλαστεῖ.

Δέν ἠταν τὴ μέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί·
νά μολύβια, νά μπαρούτι,
νά σπαθιῶν λαμποκοπή!

Στὸν ἀέρα ἀνακατώνονται
οἱ σπιθόβολοι καπνοί,
καὶ ἀπὸ πάνου φανερώνονται
ἴσκιοι θεῖοι πολεμικοί

κι εἶναι αὐτοί ποὺ πολεμῶντας
ἐσκεπάσανε τὴ γῆ,
πάνου εἰς τ’ ἅρματα βροντῶντας
μὲ τὸ ἐλεύθερο κορμί·

κι ἐκεῖ ἀπάνου ἐλάβαν πλήθια,
ἀγκαλιάσματα, φιλιά,
ὅσα ἐλάβανε εἰς τὰ στήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.

Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοὶ
τὴν ψυχὴ τοῦ Πατριάρχη,
ποὺ τὸν πόλεμο εὐλογεῖ·

καὶ ἀναδεύονται, καὶ γέρουν,
καὶ εἰς τὸ πρόσωπο ἱλαροί,
χεραπλώνουνε καὶ παίρνουν
ἀπὸ τὴ σπιθοβολή.

Ἐδῶ βλέπει ἀντρειωμένα
νὰ φρονοῦν παρὰ ποτέ·
καὶ ὅλος ἔρωτα γιὰ σένα
προσηλώνεται σ’ ἐσέ.

Τὸ πουλί, ποὺ βασιλεύει
πάνου εἰς τ’ ἄλλα τὰ πουλιά,
γληγορώτατα ἀναδεύει
τὰ αἰθερόλαμνα φτερά,

----------- – 60 –

τρέχει, χάνεται καὶ πίνει
τόλμην πίνει ὁ ὀφθαλμὸς
ἀπὸ τ’ ἄστρον ὁποὺ χύνει
κύματα ἄφθαρτα φωτός.

Πλανημένη ἡ φαντασιά του
μὲς στὸ μέλλοντα τὸ ἀργό,
ποὺ προσμένει τ’ ὄνομά του
νὰ τὸ κάμει πλέον λαμπρό,

ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰσὲ μία ματιοῦ ροπή·
στρέφει ἀπέκει καὶ κοιτάει·
ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,

ἀπ’ τοῦ κόσμου ὅλου τὰ πέρατα
τοῦ Καιροῦ ἡ χλαλοή,
καὶ διηγῶντας του τὰ τέρατα
τοῦ χτυπάει τὴν ἀκοή:

Ἔθνη ποὺ ἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί,
ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
κι ἄλλοι ἀτάραχτοι καὶ ὀρθοί.

Ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ τρόμο,
ἀπὸ βάρβαρους δεσμούς,
πού ’ναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶ ἀπὸ μύριους ὑβρισμούς,

βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺ τὴν παινοῦν,
καὶ κοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ θωροῦν,

μία Γυναίκα, πού ’χε βάλει
μὲς στὰ βάσανα ὁ καιρός,
ξαναδείχνοντας τὰ κάλλη
ποὺ τῆς ἔσβησε ὁ ζυγός,

μόνον ἔχοντας γιὰ σκέπη
τὰ τουφέκια τὰ ἐθνικά,
καὶ τὸ χαίρεται νὰ βλέπει
πὼς καὶ Αὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.

Ἄχ! συνέρχεται, ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποὺ ἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μία πληγή·

----------- – 70 –

Ἐρινύαν ἀπὸ τὰ χθόνια
ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἀπαρατᾶ.
Ἡ θεομίσητη Διχόνοια
ποὺ τὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ,

ἀφοῦ ἐδιώχτηκε ἀπὸ τ’ ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰ πά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰ κάστρα,
χωρὶς να ’βρῃ δυσκολιά·

καὶ κρατῶντας κάτι φίδια
ποὺ εἶχε βγάλει ἀπ’ τὴν καρδιά,
καί, χτυπῶντας τα πιτήδεια
εἰς τοὺς Ἕλληνας, περνᾶ.

Καὶ ὄχι πλέον τραγούδια νίκης
ὡσὰν πρῶτα, ἐνῶ τυφλά,
μὲ τὸ τρέξιμο τῆς φρίκης,
τούρκικα ἄλογα πολλά

ἐτσακίζανε τὰ χνάρια
στὴν ἀπέλπιστη φυγή,
καὶ ἐγκρεμίζαν παλληκάρια
τοῦ γκρεμνοῦ ἀπὸ τὴν κορφή·

ὄχι, πλέον, ὄχι τὰ δυνα-
τὰ στοιχεῖα νὰ μᾶς θωροῦν,
καὶ νὰ ὀργίζωνται καὶ ἐκεῖνα
καὶ γιὰ μᾶς νὰ πολεμοῦν· (8)

ἀλλὰ πάει στοὺς νόες μία θέρμη,
ποὺ εἶναι ἀλλιώτικη ἀπ’ αὐτὴ
ὁποὺ ἐσκόρπισε στὴν ἔρμη
Χιό, τοῦ Τούρκου ἡ πιβουλή, (9)

ὅταν τόσοι ἐπέφταν χάμου,
καὶ μὲ λόγια ἀπελπισιᾶς,
«κόψε με», ἔλεγαν, «Ἀγά μου»,
καὶ τοὺς ἔκοβεν ὁ Ἀγᾶς.

Ὅμως θέρμη: ποιὸς ὑβρίζει
τὸν καλύτερο, καὶ ποιὸς
λόγια ἀνόητα ψιθυρίζει·
ἄλλος στέκεται ὀκνηρός·

ἄλλος παίρνει τὸ ποτήρι
ἀποκάτου ἀπ’ τὴν ἐλιά,
ὡσὰν να ’τουν πανηγύρι,
μὲ τὰ πόδια διπλωτά.

----------- – 80 –

Καὶ ἄλλοι, ἀλίτηροι, χτυπῶντας
πέφτουνε στὸν ἀδελφό,
καὶ παινεύονται, θαρρῶντας
πὼς ἐχτύπησαν ἐχθρό.

Καὶ τοὺς φώναξε: «Φευγᾶτε
τσ’ Ἐρινύας τὴν τρικυμιά·
ὤ, τί κάνετε; Ποῦ πάτε;
Γιὰ φερθεῖτε εἰρηνικά·

γιατί ἀλλιῶς θὲ νὰ βρεθεῖτε
ἢ μὲ ξένο βασιλιά,
ἢ θὰ καταφανισθεῖτε
ἀπὸ χέρια ἀγαρηνά». (10)

Ἀφοῦ ἐδῶ στὴν παλαιά σου
κατοικία καὶ ἄλλη φορὰ
μὲ διχόνοιες τὰ παιδιά σου
σοῦ ἑτοιμάσανε ἐξοριά,

ἀπὸ τότες ὁποὺ ἐσώθη
στὴν Ἑλλάδα ὁ στρατηγός,
ὁποὺ ὁ Ἕλληνας εἰπώθη
(καὶ τώρα ὄχι) ὁ στερινός,

ἕως ποὺ ὁ κόσμος ἐβαστοῦσε
τὸν ἀπάνθρωπον Ἀλή,
ποὺ ὅσον αἷμα καὶ ἂν ρουφοῦσε
τόσο ἐγύρευε νὰ πιεῖ,

ἐπερνοῦσαν οἱ αἰῶνες
ἢ σὲ ξένη ὑποταγή,
ἢ μὲ ψεύτικες κορῶνες,
ἢ μὲ σίδερα καὶ ὀργή.

Καὶ ἦλθε τότες καὶ ἐπερπάτει (11)
ὅπου ἐπάταγες Ἐσύ,
καὶ τοῦ δάκρυζε τὸ μάτι,
καὶ ἐπιθύμαε νὰ Σὲ ἰδεῖ.

κι ἔλεε: «Πότε ἔρχεσαι πάλι;»
Καὶ δὲν εἶναι ἀληθινό,
πὼς μας εἶχε ἀδικοβάλει
μὲ βρισιὲς καὶ μὲ θυμό. (12)

Ἐζωγράφιζαν οἱ στίχοι
τὸν γαλάζιον οὐρανό,
καὶ ἐκλαιόνταν μὲ τὴν τύχη
καὶ μὲ τ’ ἄστρο τὸ κακό,

----------- – 90 –

εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ σκύψει
κάθε δύναμη θνητή:
καὶ ἡ πατρίδα του νὰ στρίψει
παντελῶς δὲν ἠμπορεῖ.

Τώρα ἀθάμπωτη ἔχει δόξα,
καὶ μὲ φέρσιμο τερπνὸν
βλέπει ἀδύνατα τὰ τόξα
τῶν ἀντίζηλων ἐθνῶν·

καὶ λαοὺς ἁλυσοδένει,
καὶ εἰς τὰ πόδια τοὺς πατεῖ,
καὶ τὸ πέλαγο σωπαίνει
ἂν τοῦ σύρει μία φωνή.

Τέχνες, ἅρματα, σοφία,
τηνὲ κάνουν δοξαστή,
ὅμως θά ’βροῦνε εὐκαιρία
νὰ τὴ φθείρουνε οἱ καιροί,

καὶ νὰ ἰδῇ τὸ ριζικό της
καθὼς εἶναι ἡ καταχνιά,
ποὺ εἰς τὸ κλίμα τὸ δικό της
κρύβει τὴν ἀστροφεγγιά.

«Ποῦ εἶν’», θὰ λένε σαστισμένοι,
«τὸ λιοντάρι τὸ ἀγγλικό;
Εἶναι ἡ χήτη του πεσμένη,
καὶ τὸ μούγκρισμα βουβό».

Ἀλλ’ ἡ Ἑλλὰς νὰ ξαναζήσῃ
ἦταν ἄξια, καὶ νὰ ἰδῇ
ὁ ἐρχομὸς νὰ τὴν τιμήσει
τοῦ ὑψηλότατου Ποιητή.

Ἔστεκε στὸ μισημένο
τὸ ζυγὸ μ’ ἀραθυμιά·
τὸ ποδάρι εἶχε δεμένο,
ἀλλὰ ἐλεύθερη καρδιά.

Ἐκαθότουνε εἰς τὰ ὄρη
ὁ Σουλιώτης ξακουστός·
νὰ τὸν διώξει δὲν ἠμπόρει
πείνα, δίψα, καὶ ἀριθμός. (13)

Συχνὰ σπῶντας τὰ θηκάρια
μὲ τὰ χέρια τὰ λιγνὰ
ὁρμοῦν σ’ ἄπειρα κοντάρια·
τὲς γυναῖκες των συχνά,

----------- – 100 –

μεγαλόψυχα τραβάει
τὸ ἴδιον αἴσθημα τιμῆς,
ποὺ κοιτῶντας τὸν Κομβάϋ
εἶχε ὁ ἀντρεῖος Τραγουδιστής. (14)

Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Ζαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό· (15)

τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.

Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μιά,

χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχὰ
ὁποὺ ἐκάναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμνά.

Στὰ ἴδια ὄρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιὰ
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.

Γιατί, ἀλίμονον, γυρίζοντας
τσ’ ηὖρε ὁ Μπάυρον σκυθρωπούς;
Ἐγυρεύανε δακρύζοντας
τὸν πλέον ἔνδοξο ἀπ’ αὐτούς. (16)

Ὅταν στῆς νυχτὸς τὰ βάθη
τὰ πάντα ὅλα σιωποῦν,
καὶ εἰς τὸν ἄνθρωπο τὰ πάθη,
πού ’ναι ἀνίκητα, ἀγρυπνοῦν,

καὶ γυρμένοι εἰς τὸ πλευρό τους
οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ
μύρια βλέπουν στ’ ὄνειρό τους
ξεψυχίσματα τοῦ ἐχθροῦ,

αὐτὸς ἄγρυπνος στενάζει,
καὶ εἰς τὴν πλάκα τὴν πικρή,
ποὺ τὸν Μπότσαρη σκεπάζει,
γιὰ πολληώρα ἀργοπορεῖ.

----------- – 110 –

Ἔχει πλάγιασμα θανάτου
καὶ ἄλλος ἄντρας φοβερὸς (17)
εἰς τὰ πόδια του ἀποκάτου,
καὶ εἶναι ἀντίκρυ του ὁ ναός.

Ἀκριβὸ σὰν τὴν ἐλπίδα
ποὺ ἔχει πάντοτε ὁ θνητός,
γλυκοφέγγει ἀπ’ τὴ θυρίδα
τσ’ Ἅγιας Τράπεζας τὸ φῶς·

μέσαθε ἔπαιρνε ὁ ἀέρας
μὲ δροσόβολη πνοὴ
τὸ λιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶ τοῦ το ’φερνε ὣς ἐκεῖ.

Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα·
μόν’ τὸν ἴσκιο του θωρεῖς,
ὁποὺ ἁπλώνεται στὰ μνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,

καθὼς βλέπεις καὶ μαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲ γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.

Πές μου, ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
οἱ γενναῖοι σου στοχασμοί,
ποὺ πολληώρα ἀργοποροῦνε
εἰς τοῦ Μάρκου τὴν ταφή;

Σκιάζεσαι ἴσως μὴ χυμήσουν
ξάφνου οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωί, (18)
καὶ τὸ στράτευμα νικήσουν,
ποὺ ἔχει ἀνίκητην ὁρμή;

Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺ ἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴ φερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;

Ἤ σοῦ λέει στὰ σπλάχνα ἡ φύσις
μ’ ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲ ν’ ἀφήσεις,
γιὰ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανό;»

Βγαίνει μάγεμα ἀπ’ τὴ στάχτη
τῶν ἡρώων, καὶ τὸν βαστᾶ,
καὶ τὴ θέλησι τοῦ ἀδράχτει·
τότε αἰσθάνεται μὲ μιὰ

----------- – 120 –

τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺ μὲ φλόγα ἀναζητεῖ
νὰ τοῦ σύρει τὸ κορμί του
σὲ φωτιὰ πολεμική.

Τοῦ πολέμου ἔνδοξοι οἱ κάμποι!
Εἶδ’ ἡ Ἑλλάδα τολμηρὰ
καὶ τὸ Σοφοκλῆ νὰ λάμπει
μέσα στὴν ἀρματωσιά·

Καὶ εἶδε Αὐτὸν ποὺ παρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὁρκώνονταν φριχτά·

ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδές του τὰ παιδιά,
καὶ αἰσθανόντανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά·

καὶ τὰ μάτια τους γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά
τῶν μορφῶν ὁποὺ βαστοῦσαν
τραγουδῶντας τες γλυκά.

– Στὴ φωτιά! καὶ θρέφει ἐλπίδα
νὰ νικήσει, νὰ ἠμπορῇ
νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν πατρίδα,
τὸ κοράσιό του νὰ εὑρῇ·

νὰ τοῦ λέγει μ’ ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό·
εἰς τοῦ στήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶ ἐγώ.

Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰ στήθια τοῦ πατρός·
νά τὴ ζώνη ποὺ εἶχε κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦ ἀντρός».

Καὶ τὸ πέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡ κορασιά,
καὶ ξεφάντωση γυρεύει
μὲ τραγούδια τρυφερά:

«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κάε τονε νικητή,
εἰς τὰ χώματα, στὰ ὁποῖα
ἡ γυναίκα ἀπαρατεῖ

----------- – 130 –

τὰ στολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶ ἀποκάτου ἀπ’ τὸ βυζὶ
ζώνεται ἄρματα, καὶ πέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.

Κᾶμε Ἐσὺ μὲ τὴν μητέρα
τὴ γλυκειά μου νὰ ἑνωθῇ· (19)
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡ Ἀγγλία σὲ καρτερεῖ.

Τὸ καράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲ θάλασσα ἀγγλική;
Μοῦ σπαράζουνε τὰ σπλάχνη,
ὁποὺ μοῦ ἔκαμες ἐσύ.

Πές, πότ’ ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν’ τὸ πλοῖο του στὰ νερά,
ποὺ φλοισβίζουνε σχισμένα,
καὶ ποσῶς δὲν τ’ ἀγρικᾶ.

Ποιός, ἀλίμονον, μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴ παρηγοριᾶς;
Ἀπ’ αὐτὸν δὲ θὲ νὰ μείνῃ
μήτε ἡ στάχτη του μὲ μας·

θὰ τὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ, σύρε,
σύρε, Μπάυρον, στὸ καλό·
ὕπνος ἔξαφνα σ’ ἐπῆρε,
ποὺ δὲν ἔχει ξυπνημό.

Εἶναι ἀδιάφορο, δὲ βλάβει,
ἂν ἐκεῖ σιμοτινὸ
πλέξει ἢ τούρκικο καράβι,
ἢ καράβι ἑλληνικό.

Ἄκου, Μπάυρον, πόσο θρῆνον
κάνει, ἐνῶ σὲ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων·
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά·

γιατὶ ἐκείτεταν στὴν κλίνη,
καὶ τοῦ ἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰ πάντα εἶχε νὰ μείνει,
καὶ ἀπὸ Σὲ νὰ χωριστεῖ.

Ἀρχινάει, τοῦ ξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁ λογισμὸς
καὶ κάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶ τοῦ κρύβεται ἀπ’ ἐμπρός.

----------- – 140 –

Ἀλλὰ ἀντίκρυ ἀπὸ τὰ πλάσματα
τοῦ νοὸς τὰ ἀληθινά,
τοῦ προβαίνουν δύο φαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶ ὀρθά:

ἡ ἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή, (20)
ἐνῶ ἡ τύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶ Ἐσύ.

Ἐσύ, θεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲ τὰ φέγγη σου, καὶ αὐτὴ
ὁποὺ σ’ ἔφθανε στὸ γόνα
μὲ τὴν ὥρια κεφαλή,

γιὰ λίγη ὥρα τοῦ σηκώνετε
τοῦ ἄλλου κόσμου τὴ θωριά,
καὶ σ’ ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲ τὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.

Ἔτσι ὁ Ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος, (21)
ὅταν ἔπαυε νὰ ζῇ,
καθὼς ἤθελεν ὁ φθόνος,
σ’ ἕνα ἀγνώριστο νησί,

καὶ εἶχε μάρτυρα εἰς τὸ βράχο
τοῦ Θεοῦ τὸν ὀφθαλμό,
καὶ τριγύρω του μονάχο
τοῦ πελάου τὸ γογγυτό,

ἐνῶ ἀνάδινε ἡ ψυχῆ του,
μόνους ἄφησε νὰ ἐλθοῦν
ἡ Γαλλία καὶ τὸ παιδί του (22)
πρὸς τὰ μάτια, πρὶν σβησθοῦν·

καὶ ὄχι ἡ μοίρα, ὁποὺ σαράντα (23)
νίκες τοῦ ἄδραξε ἡ σκληρή,
καὶ βαρύτερη εἶναι πάντα
σὲ καρδιὰ βασιλική.

ὄχι ἡ δόξα ἡ περασμένη,
ποὺ μὲ βία πολεμικὴ
τοῦ ἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: «Ἀκαρτερεῖ».

Στὴν ταφή του μὲ τὴν πάχνη
χύν’ ἡ βρύση τὸ νερό,
ποὺ τοῦ δρόσισε τὰ σπλάχνη,
εἰς τὸ ψυχομαχητό.

----------- – 150 –

Τὲς ἡμέρες, ὁποὺ ἂν μόνο
τ’ ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸ θρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱ βασιλεῖς,

κατά μας καὶ Αὐτὸς ἀκόμη
εἶχε ρίξει μία ματιά. (24)
εἶναι ἡ δάφνη ὡραῖα στὴν κόμη,
ὅταν φέρνει ἐλευθεριά.

Ὤ, νὰ μάθαινε ὁ Μεγάλος
πόσην ἔδειξε χαρὰ
ἀγρικῶντας ἕνας Γάλλος:
«Ἐχαθῆκαν τὰ Ψαρά!». (25)

Φωνὴ πόνου ἡ Ἑλλάδα σύρνει,
σύρνει, καὶ ἔπειτα σιωπεῖ·
ὅμως κρότους μὲς στὴ Σμύρνη
ὅλη ἡ νύχτα ἠχολογεῖ.

Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι·
δὲν εἶν’ γέννημα Τουρκῶν,
ὁποὺ τρώοντας περιπαίζει
τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν.

Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
καὶ χτυποῦν τὰ φωτερὰ
στὰ ὁλογέμιστα ποτήρια,
καὶ στὰ γέλια τὰ τρελλά.

Μὲ ἁρμονίες τοὺς κράζει ἡ λύρα,
καὶ ἐπετάχτηκαν ὁμοῦ,
λυσσιασμένοι ἀπὸ τὴν πύρα
τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ κρασιοῦ,

καὶ χορεύουνε τριγύρου.
Γειά σας, Γάλλοι εὐγενικοί! (26)
Εἶν’ τὰ χώματα τοῦ Ὁμήρου
ποὺ τὸ πόδι σας πατεῖ!

Γιατί ξ΄δφνου, σὲ λιγάκι,
τὸ φαγὶ καὶ τὸ ποτὸ
δὲν τοὺς ἔγινεφαρμάκι,
νὰ τοὺς φάει τὸ σωθικό;

Καὶ ἀπ’ τὴ μάνητα ν’ ἀνάψῃ
ἁρμοδιώτερος χορός,
τὸν ὁποῖον μόνος νὰ πάψῃ
σκληρὸς θάνατος καὶ ἀργός,

----------- – 160 –

γιὰ ν’ ἀρχίσουν τὴ χαρά τους,
ὄντας φάσματα ἐλαφρά,
ἐμπροστὰ στὸ βασιλιά τους,
καὶ στὸν Μπάυρον ἐμπροστά,

ὁποῦ φθάνοντας κεῖ κάτου
ἴσως τοῦ ’μεινε ὣς ἐκεῖ
ἡ ἀέρινη ἀγκαλιά του,
σὰν πρωτύτερα, ἀνοιχτή!

Τόνε βλέπω! Τοῦ προβαίνουν
ἄλλα φάσματα γοργά,
ποὺ ἀκατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, κι εἶναι ἑλληνικά.

Γιὰ τὴν ποθητὴν Ἑλλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτοῦν,
σὰν νὰ ἐζήτααν τὴ γλυκάδα
τοῦ φωτὸς νὰ ξαναϊδοῦν.

Κλάψες ἄμετρα χυμένες,
χέρια ἁπλότρεμα, κραυγές,
ποὺ ἀπ’ τσ’ ἀντίλαλους πωμένες
εἶναι πλέον τρομαχτικές.

Κειὸς σεβάσμια προχωρῶντας,
καὶ μὲ ἀνήσυχες ματιές,
τὰ προσώπατα κοιτῶντας,
καὶ κοιτῶντας τὲς πληγές:

«Ἡ Διχόνοια κατατρέχει
τὴν Ἑλλάδα· ἂν νικηθῇ,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ’ ὄνομά σας ξαναζῆ».


Σημείωσες τοῦ ποιητῆ

(1) Λέγουν πὼς εὕρηκαν δυσκολία νὰ τοῦ ἐβγάλουν τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι, τόσο ἦταν πρησμένο ἀπὸ τὴ σφαγὴ ἐκείνων τοὺς ὁποίους:

ce heros a forcés d'accompagner son ombre.*

(2) Ὁ Μπάυρον ἐπαρομοίαζε εἰς διάφορα πράγματα τὸν Μίλτον· — εἰς τὸ πά­θός του γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, εἰς τὴν προθυμία του νὰ γυμνάζεται εἰς τ' ἄρματα, εἰς τὲς διχόνοιές του μὲ τὴ γυναῖκα του, εἰς τὸ νὰ εἶναι δυστυ­χισμένος (ὅταν κανεὶς στοχασθεῖ ὅτι εὑρίσκονται καὶ ἄλλες δυστυχίες ἔξω ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος φτωχὸς καὶ τυφλός)· καὶ τέλος πάντων εἰς τὸν τρόπον ὅπου ἐσχημάτισε τὰ καλύτερά του ποιήματα. Εἰς τὸ Paradise Lost, ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα εἰς τὲς πρωτόπλαστες εὐμορφιὲς τῆς Κτίσης καὶ τοὺς τρόμους τῆς Κόλασης θέλει βέβαια ἔκαμε μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς τὸν νοῦ τοῦ Μπάυρον. Ἡ μελαγχολική του φύση ἀγριεμένη ἀπὸ δυσαρέσκειες ἐσύντρεξε εἰς τὸ νὰ τὸν κάμει νὰ ξετυλίσει εἰς τὰ ποιήματά του αὐτὴ τὴν ἀντίθεσιν εἰς ἄλλον τρόπο. Ἀλλὰ ἐτοῦτο τὸ μοιάσιμο δὲν τὸ εὑρίσκεις παρὰ ὅπου ὁ Μπάυρον τὸ ἠθέλησε, γιατί ὁ Μίλτον ἐμελετοῦσε πολὺ τοὺς στίχους του. Ἡ δυσκολία τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται ὁ συγγραφέας (ὁμιλῶ γιὰ τὸν μεγάλον συγγραφέα) δὲν στέκει εἰς τὸ νὰ δείξει φαντασία καὶ πάθος, ἀλλὰ εἰς τὸ νὰ ὑποτάξει αὐτὰ τὰ δυὸ πράγματα, μὲ καιρὸ καὶ μὲ κόπο, εἰς τὸ νόημα τῆς τέχνης.
(3) Ἰδὲ τὲς ᾠδές του τὲς λυρικὲς [«Venice, An Ode», στ. 125-148].
(4) Ὁ Λὸρδ Μπάυρον εἶχε γνώμη νὰ περάσει εἰς τὴν Ἀμερική.
(5) Μεταξὺ εἰς τ' ἄλλα ἐδιαβάσθηκαν εἰς μία ἀπὸ τὲς ἐφημερίδες τὲς αὐστριακὲς καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια: Ἐλπίζομεν πὼς τὰ πολιτικὰ κατορ­θώματα τοῦ Λὸρδ Μπάυρον θὲ νὰ ἔχουν τὴν ἰδὶα τύχη τῶν ποιητι­κῶν· καὶ τούτη τάχατε ἦταν εἰρωνεία! Ἂν δὲν ἤθελε διαβασθεῖ εἰς αὖστριακὴν ἐφημερίδα, κανένας βέβαια δὲν ἤθελε τὴν καταλάβει.
(6) Ἰδὲ τὴν δεκάτην Ὠδὴ τοῦ Paradise Lost [Χ 230: Sin and Death].
(7) Οἱ δικοί μας ἔλαβαν εἴδηση πὼς οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀπόφαση νὰ τοὺς πλακώσουν ξάφνου τὸ ξημέρωμα τοῦ Χριστοῦ, νομίζοντας νὰ τοὺς εὕρουν μαζωμένους εἰς τὲς Ἐκκλησίες. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας τὲς ἐσφάλισαν, ἑτοιμάσθηκαν, καὶ ἔκαμαν θρῆνο εἰς τὸν ἔχθρο.
(8) To φούσκωμα τοῦ Ἀχελῴου, ἡ βόμβα ὁποὺ ἄνοιξε νερὸ εἰς τοὺς διψα­σμένους διαυθεντευτὰς τοῦ Ἀνατολικοῦ, τὸ ἀστροπελέκι ὅπου εἰς μίαν ἀπὸ τὲς καθαρότερες νυκτιὲς τοῦ Ἰουνίου ἔκαψε τὰ πολεμοφόδια τοῦ στρατεύματος τοῦ Δερβὶς Πάσα εἰς Λιανοκλάδι· ἦταν τριακόσιες κάσες φουσέκια καὶ ἑκατὸν ὀγδοήντα Τοῦρκοι ποὺ ἐφύλαγαν.
(9) Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν δώσει τὸ λόγο τους, ἂν οἱ Χιῶτες ἔδιναν τ' ἄρματα, νὰ μὴν τοὺς πειράξουν. Ἔγιναν ἐγγυηταὶ ὅλοι οἱ Πρόξενοι οἱ Εὐρωπαῖοι ὅπου ἦταν ἐκεῖ. Ἀφοῦ οἱ Χιῶτες ἔδωσαν τ ἄρματα, οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ τοὺς κόφτουν, καὶ τότες τὴ ἀληθείᾳ πολλοὶ ἔλεγαν τὰ λόγια ὀποὺ τοὺς βάνω εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν ἀκόλουθη στροφή.
(10) Ὅταν ἐπρωτοκατέβη εἰς τὴν Ἑλλάδα ὁ Λὸρδ Μπάυρον ἔγραφε τὰ ἀκόλουθα: «La Grecia ora è posta fra questi tre partiti, ο riconquistare la liberta, ο divenire una dipendenza de' Sovrani Europei, ο tornare una provincia turca. Non le rimane che una scelta fra questi tre. Ma la guerra civile non mi sembra che una strada agli ultimi due».
(11) Ἦλθε ὁ Μπάυρον τὴν πρώτη φορὰ εἰς τὴν Ἑλλάδα τοὺς 1809.
(12) Εἶναι γνωστὸ ὅτι κάποιοι κατηγόρησαν τὸν Λὸρδ Μπάυρον πώς μας εἶπε σκλάβους.
(13) Ἰδὲ τὴν Ἱστορία τοῦ Περραιβοῦ καὶ τὰ προλεγόμενα τοῦ ἀξιοτάτου Κυ­ρίου Φωριέλ, Chansons populaires.
(14) Ἰδὲ τὴν Ἱστορίαν τοῦ Ὑούμ, καὶ τὴν περίφημη ᾠδὴ τοῦ Γράϋ, The Bard.
(15) Ἀνάμεσα εἰς ὅσα ἐγράφθηκαν θεώρησε κατ' ἐξοχὴν τὴν περιγραφὴ τοῦ Κυρίου Φωριέλ, Chansons populaires.
(16) Ὁ Μάρκος ὁ Μπότσαρης εἶχε ἀποθάνει ὀλίγον καιρὸ πρὶν ἔλθει ὁ Μπάυρον.
(17) Ὁ ἀνδρεῖος Κυριακούλης ὀποὺ ἐσκοτώθηκε εἰς τὸ Φανάρι. Κείτονται ὁ Μάρκος καὶ αὐτὸς ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, ἀπ’ ἔξω.
(18) Ἰδὲ τὴ σημείωση ἀρ. 7.
(19) Εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ Μπάυρον ἦταν συγχυσμένος μὲ τὴ γυναῖκα του.
(20) Τὰ ὑστερινὰ λόγια τοῦ Λὸρδ Μπάυρον ἐστάθηκαν τοῦτα: Ὢ θυγατέρα μου! Ὢ μαύρη Ἑλλάδα!
(21) «Les personnes mêmes qui détestèrent ce grand homme ont reconnu, que depuis dix siècles il n'avait point paru sur la terre un caractère plus extraordinaire. L'Europe entière a porté le deuil du Héros, et ceux qui ont contribué à ce grand forfait sont voués au mepris des générations présentes aussi bien qu' à ceux de la postérité» (Discours de Lord Holland au Parlement. Pilote du 3 Aout 1822).
(22) Τὰ ὑστερινὰ λόγια τοῦ Ναπολέοντος ἐστάθηκαν τοῦτα: Ὢ Γαλλία! Ὢ παιδί μου!
(23) Οἱ μεγαλύτερες νίκες τοῦ Ναπολέοντος λογαριάζονται σαράντα ἕως πενῆντα. Ὁ ἀριθμός τους, ἔλεγεν αὐτὸς ὁ ἴδιος, κρέμεται ἀπὸ τὸν τρό­πον ὅπου θέλει τινὰς νὰ τὲς θεωρήσει.
(24) «Et après s' être arreté sur ce pays (la Grèce) il (Napoleon) a repris: La Grece attend un liberateur!... Ce serait une belle couronne de gloire!... II inscrirait son nom à jamais avec ceux d'Homère, Platon, Epaminondas!... Je n’en ai peut- être pas été loin!...» (Memorial de Ste Ηélène, par Las-Cases. Journal du 10 au 12 Mars 1816. Tom. II, p. 366).
(25) Παράρτημα τοῦ ἀριθμοῦ 34 τοῦ Φίλου τοῦ Νόμου:

«Σμύρνη 2 Ἰουλίου.
------Ὁ ἐνταύθα Κύριος Ἀρνὼδ Γάλλος (Arnaud) εὐθὺς ὡς ἔμαθε τὴν καταστροφὴν τῶν Ψαρῶν εὐθύμησε μὲ μεγάλην φαιδρότητα, καὶ συγκαλέσας εἰς λαμπρὸν συμπόσιον ὅλους τοὺς φίλους του συνεκρότησε χορὸν καὶ μουσικὴν καὶ ἔδειξε τὴν εὐφροσύνην τῆς ψυχῆς του μὲ τὰ πλέον ζωηρὰ αἰσθήματα. Ὁ ἀξιέπαινος καὶ λαμπρὸς Πρόξενος τῆς Γαλλίας κύριος Π. Δαβίδ, τοῦ ὁποίου ἡ πρὸς τὴν πατρίδα μας φιλοτιμία γνωρίζεται καὶ κηρύττεται ἀπὸ ὅλους, ἐμέμφθη κατὰ πολλὰ καὶ ἤλεγξε τὸ χαιρέκακον τοῦτο κίνημα. Ὅλοι οἱ εἰς ταύτην τὴν πόλιν εὑρεθέντες Ἄγγλοι καὶ Ἀμερικανοί, καὶ πολλοὶ τῶν Εὐρωπαίων, ἐλυπήθησαν διὰ τῶν Ψαρῶν τὸ δυστύχημα καὶ ἔδειξαν μεγάλην κατήφειαν».
(26) Στοχάζομαι ὅτι κανεὶς δὲν θέλει ἀμφιβάλει πὼς τοῦτο ἀναφέρεται εἰς ἐκείνους μόνον ὅπου εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν ἔκαμαν χορὸ καὶ δεῖπνο, καὶ ὄχι εἰς ὅσους ἐγεννήθηκαν εἰς τη γῆ τῆς σοφίας καὶ τῆς εὐγένειας.


* Racine, Bajazet [Acte V, scène 11]


Εἰς Μάρκον Μπότσαρη


Ἡ Δόξα δεξιὰ συντροφεύει
τὸν ἄντρα, ποὺ τρέχει μὲ κόπους
τῆς Φήμης τοὺς δύσβατους τόπους,
καὶ ὁ Φθόνος τοῦ στέκει ζερβιά,
μὲ μάτια, μὲ χείλη πικρά.

Ἀλλ’ ὅποτε ἡ μοίρα τοῦ γράψει
τὸν δρόμον τοῦ κόσμου νὰ πάψει,
ἡ Δόξα καθίζει μονάχη
στὴν πλάκα τοῦ τάφου λαμπρή,
καὶ ὁ Φθόνος ἀλλοῦ περπατεῖ.

Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει
ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη:
κλεισμένο γιὰ πάντα τὸ μάτι,
ὁπού ’χε πολέμου φωτιά· –
Ἐλᾶτε ν’ ἀκοῦστε, παιδιά!

Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα –
μὴ λάχῃ σᾶς βλάψω τ’ αὐτία·
Τρεχᾶτε στὰ μνήματα μέσα,
καὶ ψάλτε μὲ λόγια τρελλά· –
Ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!

Τὸ λείψανο, πού ’χε γλυτώσει
ὁ Πρίαμος μὲ θρήνους, μὲ δῶρα,
ἐγύριζε ὀπίσω τὴν ὥρα
ποὺ πέφτει στὴν ὄψη τῆς γῆς
τὸ φῶς τὸ γλυκὸ τῆς αὐγῆς.

Ἐβγῆκαν μαζὶ τῆς θλιμμένης
Τρωάδας ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη
γυναῖκες, παιδάκια καὶ γέροι,
θρηνῶντας, νὰ ἰδοῦν τὸ κορμὶ
ποὺ χάνει γι’ αὐτοὺς τὴν ψυχή.

Κλεισμένο δὲν ἔμεινε στόμα
ἀπάνου στοῦ Μάρκου τὸ σῶμα.
«Ἀπέθαν’ ἀπέθαν’ ὁ Μάρκος!»
Μιὰ θλίψη, μία ἄκρα βοή,
καὶ θρῆνος καὶ κλάψα πολλή.

Παρόμοια ἠχὼ θὰ λαλήσει,
τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,
παντοῦ στὸν καινούργιον ἀέρα·
παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεῖ
νὰ κάμει καθένας νὰ ἐβγεῖ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ὁ Λάμπρος

--- H δομὴ τοῦ «Λάμπρου», ὅπως τὴν σχεδίαζε ὁ ποιητής, εἶναι ἡ ἀκό­λουθη : ὁ ἀγωνιστὴς βρίσκεται στὴν Ἤπειρο πρὸ τῆς Ἐπανάστασης. Ἐκεῖ σχετίζεται μὲ μιὰ νέα, τὴν Μαρία. Τῆς ὑπόσχεται γάμο καὶ ἀποκτᾶ ἀπὸ αὐτὴν τρία ἀγόρια καὶ ἕνα κορίτσι, ποὺ τὰ ἀφήνει ὅλα, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλ­λο, ἔκθετα. Στὸ κορίτσι, ἡ μητέρα, πρὶν τὸ ἀποχωριστεῖ, χαράζει μὲ μα­χαίρι ἕναν σταυρὸ στὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ του. Στὸν λαιμό του βάζει κά­ποιο διακοσμητικὸ ἁλυσιδάκι ποὺ τῆς τὸ εἶχε χαρίσει ὁ Λάμπρος. Ἴσως, μὲ τὰ σημάδια αὐτά, θὰ μπορέσουν κάποτε νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ μόνο τὸ κορίτσι θὰ ἐπιζήσει.
--- Ἀργότερα ὁ Λάμπρος ἐπαναστατεῖ κατὰ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ποὺ εἶχε θα­νατώσει ἕναν ἱερέα, ἀδελφὸ τοῦ Λάμπρου. Στὸ λημέρι τοῦ Λάμπρου πα­ρουσιάζεται ἕνας νέος Τοῦρκος ποὺ τὸν προειδοποιεῖ γιὰ προσεχῆ ἐπίθεση τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Ὁ δῆθεν νέος ἀποκαλύπτει ὅτι στὴν πραγματικότητα εἶναι κοπέλα καὶ ὅτι θέλει νὰ βαφτιστεῖ Χριστιανή. Ὁ Λάμπρος τὴν ἐρωτεύε­ται καὶ τελικὰ τὴν κάνει δική του, δὲν ἀργεῖ ὅμως νὰ ἀντιληφθεῖ, ἀπὸ τὸ χάραγμα τοῦ χεριοῦ καὶ τὴν ἁλυσίδα, ὅτι εἶναι κόρη του.
--- Βαθιὰ θλιμμένοι βρίσκονται οἱ δύο σὲ μιὰ βάρκα, στὴ λίμνη τῶν Ἰωαν­νίνων. Ἐνῶ ὁ Λάμπρος κωπηλατεῖ, ἡ νέα αὐτοκτονεῖ πέφτοντας στὴ λί­μνη, καὶ ὁ πατέρας της ἀποφεύγει νὰ τὴν σώσει. Φτάνει στὴν ἀκτὴ καὶ πηγαίνει στὸ κατάλυμά του, ὅπου τὸν περιμένει ἡ Μαρία λέγοντας θλιμ­μένα τραγούδια, ἐνῶ ξημερώνει ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ὁ Λάμπρος ρίχνει στὰ πόδια της τὸ ἁλυσιδάκι τοῦ κοριτσιοῦ καὶ τῆς ἀποκαλύπτει τί ἔγινε. Συγκλονισμένη ἐκείνη τοῦ ἀφηγεῖται ἕνα τρομερὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε.
--- Σὰν μιὰ λυτρωτικὴ παρένθεση στὴ δυστυχία αὐτή, παρεμβάλλεται ἡ «Ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς»: ἐνῶ ἀνατέλλει ἡ ἀνοιξιάτικη μέρα, οἱ Χριστιανοὶ ἀνταλλάσσουν τὸ φιλὶ τῆς Ἀνάστασης. Τὸ ἴδιο βράδυ ἡ Μαρία δέεται κοιτά­ζοντας τὸν ἔναστρο οὐρανό, ἐνῶ ὁ Λάμπρος, μόνος μέσα στὸν ναὸ καταδιώ­κεται ἀπὸ τὰ φαντάσματα τῶν τριῶν ἀγοριῶν του. Ἐπιστρέφει στὸ σπίτι, ὅπου ἑτοιμάζεται ὁ γάμος τοῦ ζευγαριοῦ, ἀλλὰ ἡ Μαρία, τρελλὴ πιά, πέφτει στὴ λίμνη καὶ πνίγεται. Ὁ Λάμπρος ἐπίσης πεθαίνει. Κανεὶς δὲν τοῦ κλείνει τὰ μάτια. Στὸ τελικὸ ὀκτάστιχο θὰ γινόταν λόγος γιὰ δυὸ δέντρα ποὺ ἐνώ­θηκαν καὶ ἔβγαλαν τέσσερεις βλαστούς. Ἔπεσε κεραυνὸς καὶ τὰ ἔκαψε:

---------------------------------------------------------------------------- Καὶ δὲν ἔμεινε μήτ’ ἕνα κλωνάρι
---------------------------------------------------------------------------- φιλέρημο πουλάκι νὰ καθίσει
---------------------------------------------------------------------------- τὸ βράδυ, τὴν αυγή νὰ κιλαϊδήσει.

--- Ἄλλο τμῆμα τοῦ ἔργου θὰ μιλοῦσε γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἱερέα πού, ἐνῶ σιγοκαιγόταν, προφήτευε τὴν Ἐπανάσταση, τὸ Μεσολόγγι, τὸν ἀγῶνα στὴν Κρήτη. Πρόκειται γιὰ ἄλλο ἕνα πραγματικὸ πρόσωπο, τὸν Σουλιώ­τη καλόγερο Σαμουὴλ ποὺ εἶχε φήμη προφήτη. Ὁ ποιητὴς ἦταν καλὰ ἐνη­μερωμένος γιὰ τὴ ζωὴ τῶν «κλεφτῶν» καὶ γιὰ τὸν ρόλο ποὺ ἔπαιζε τὸ προσωπικὸ στοιχεῖο στὴν ἀντάρτικη δράση τους. Δὲν τοὺς ἐξιδανίκευε. Ἀξιό­λογη εἶναι καὶ ἡ τολμηρὴ λεπτομέρεια, τὴν ὁποῖα ὁ Πολυλὰς ἀποσιωπᾶ, ὅτι ἡ ἕνωση τοῦ Λάμπρου μὲ τὴν κόρη του γίνεται στὸ νεκροταφεῖο, πάνω στὸν τάφο τοῦ ἱερέα. Σχετικὰ εἶναι τὰ λόγια τῆς νέας, πρὶν ἀποκαλυφθεῖ ἡ αἱμομιξία:

---------------------------------------------------------------------------- Βλέπεις τούτους τοὺς τάφους; Καμμιὰ μέρα
---------------------------------------------------------------------------- ἐδῶ μέσα καὶ σὺ θὲ νὰ κοιμᾶσαι,
---------------------------------------------------------------------------- ἕως ὅτου ἀπὸ ψηλὰ θέλει βουΐσει
---------------------------------------------------------------------------- ἡ σάλπιγγα ἡ στερνὴ νὰ σὲ ξυπνήσει.

--- Σημειώσεις τοῦ Σολωμοῦ στὰ Αὐτόγραφα διευκρινίζουν τὴν συνέχεια: «Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τάφους θὰ βγεῖς κάποτε καὶ σύ, τὴ μέρα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Κρίσης: τί θὰ πεῖς τότε στὸν Θεό, ἂν δὲν μὲ τιμήσεις μὲ γάμο;».
--- Στὸν «Λάμπρο» ἀπαντᾶ καὶ τὸ θέμα τῆς «Ἀναδυομένης» τῆς δρα­ματικῆς ἐμφάνισης πάνω στὰ νερά, ποὺ θὰ τὸ ξαναβροῦμε στὸν «Κρητι­κό». Πιθανῶς καὶ στὸν «Λάμπρο» πρόκειται γιὰ τὴν ψυχὴ τῆς νέας γυ­ναίκας ποὺ πεθαίνει. Ὁ συμβατικὸς τίτλος «Ἀναδυομένη Ἀφροδίτη», τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Πολυλάς, δὲν συνδέεται μὲ τὰ συμφραζόμενα τοῦ ἔργου.
--- Παρὰ τοὺς συνηθισμένους δισταγμοὺς τοῦ Σολωμοῦ καὶ τὶς σκέψεις ποὺ βλέπομε στὰ Αὐτόγραφα, γιὰ ὁρισμένες ἀλλαγὲς στὰ πρόσωπα καὶ στὴν τύχη τους, ὁ σχεδιασμὸς τοῦ «Λάμπρου» δείχνει ἀξιόλογη συνθετικὴ ἱκα­νότητα καὶ προσεκτικὴ ἐργασία γιὰ τὸ δέσιμο τῶν ἐπὶ μέρους ἐπεισοδίων μεταξύ τους. Κατόρθωμα γιὰ τὴν ἀδιαμόρφωτη ἀκόμη τότε γλῶσσα καὶ στιχουργία ἀποτελεῖ ἡ σειρὰ περίτεχνων ὀκταστίχων στροφῶν μὲ ρίμες. Χαρακτηριστικὴ ἀπήχηση ἰταλικῶν μέτρων εἶναι καὶ ὁ λεγόμενος «δαντικός» στίχος μὲ τονισμὸ τῆς τέταρτης συλλαβῆς, ποὺ λειτουργεῖ «σημειο­λογικᾶ», στὸ «Ὄνειρο τῆς Μαρίας», στροφὴ 2:

---------------------------------------------------------------------------- λάμνουν μὲ κάτι κουπιὰ τσακισμένα

--- Τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ «Λάμπρου» εἶναι ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἡ ἀντίθεση τοῦ ἄντρα στὸν ἠθικὸ νόμο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ μέχρι αὐτοθυσίας καλοσύνη καὶ ἀγάπη τῆς γυναίκας. Σωστὰ διέκρινε ἤδη ὁ Πολυλᾶς ὅτι στὸν«Λάμπρο», σὲ σύγκριση πρὸς τὸν «Ὕμνο», ἡ γλῶσσα καὶ ἡ ποίηση εἶναι καθαρότερα.
--- Ἡ χωρὶς λύτρωση, ρομαντικὴ ἀπαισιοδοξία τοῦ «Λάμπρου» ἐκφραζόταν καὶ σὲ μιὰ σχεδιασμένη ἀπὸ τὸν ποιητή, ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα σκηνὴ ὑποθετικοῦ διαλόγου ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀγέννητου ἀκόμη ἀνθρώπου: «Γιατί δὲν μὲ ρώτησες ἂν θέλω νὰ ζήσω; Σοὺ ζή­τησα τὴ ζωή;».
Ἀπηχήσεις ἀπὸ τὸν Ἔρωτοκριτο διαπιστώθηκαν στὸν «Λάμπρο». Στὸ «Ὄνειρο τῆς Μαρίας» ὁ Σολωμὸς μιμεῖται τὸ «Ὄνειρο τῆς Ἀρετού­σας» (Ἐρωτόκριτος Δ53 κ.ἑ.):

---------------------------------------------------------------------------- Σὰ νά' το μεσοπέλαγα εἰς τ’ ὄνειρο τσῆ ἐφάνη...

--- Περισσότερες ἦταν οἱ ἀπηχήσεις ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ποίηση. Ὁ Σο­λωμὸς σημειώνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μοιάζουν οἱ φράσεις του μὲ ἀνάλογες τῶν Byron, Chateaubriand, Milton. Ἐπιβεβαιώνεται στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ σημερινὴ θεωρία ποὺ μιλάει γιὰ τὴν «Anxiety of Influence»: ὁ ποιητὴς δὲν θέλει νὰ φαίνονται οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δέχθηκε.
--- Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸν «Ὕμνο», ἡ ἀπήχηση τοῦ δημοσιευμένου στὴν Ἰόνιο Ἀνθολογία τμήματος τοῦ «Λάμπρου» ὑπῆρξε στὴν Ἀθήνα μηδαμινή. Τὸ ποίημα δὲν ἦταν «ἐθνικό» καὶ ἡ ζοφερὴ φιλοσοφία του ἦταν ἀκατάληπτη γιὰ τοὺς ἁπλοϊκοὺς λογίους τῶν Ἀθηνῶν ποὺ ἀσκοῦσαν τὴν εὐτελῆ πα­τριωτικὴ ρητορεία. Ἀλλὰ καὶ ἡ στροφὴ πρὸς τὴν καθαρεύουσα, στὰ δέκα χρόνια ποὺ μεσολάβησαν μεταξὺ «Ὕμνου» καὶ «Λάμπρου», ἦταν μεγάλη.
--- Ἔτσι ὁ «Λάμπρος» δὲν κατανοήθηκε. Παραμορφώθηκε οἰκτρὰ σὲ μιὰν ἀνθολογία τοῦ Κ.Α. Χαντσερή, Νέος ἑλληνικὸς Παρνασσὸς (1841). Ὁ «βανδαλισμός» αὐτός, ὅπως σωστὰ τὸν ἀποκάλεσε ὁ Πολυλάς, δείχνει ὅτι ὁ Σολωμὸς δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ οὔτε ἐνέπνεε στὸ ἑλληνικὸ Βασίλειο τὸν σεβασμὸ ποὺ θὰ περιμέναμε.

Ὃ Κάλβος καὶ ὁ Σαλομὸς ὠδοποιοὶ μεγάλοι,
πλὴν ὅμως παρημελησαν τῆς γλώσσης μας τὰ κάλλη,

γράφει ὁ Σοῦτσος, καὶ προφανῶς ὁ δεύτερος στίχος εἶναι ὁ βασικός. (Ὁ πρῶτος εἶναι γιὰ τὴ ρίμα).

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ


Τὸ ὄνειρο τῆς Μαρίας

Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω
στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ’ ὄνειρό μου·
μὲ τὸ κῦμα, μὲ τσ’ ἀνέμους παλεύω
μοναχή, καὶ δὲν εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου.
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·
τόνε τηράω, «βόηθα», τοῦ λέω, «δὲν ἔχω
πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω».

Κι ὅ τι τέτοια τοῦ λέω, μέσα μὲ θάρρος
νά σου τὰ τρία τ’ ἀρσενικὰ πετιοῦνται·
τοῦ καραβιοῦ τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ βάρος
τρίζουν τόσο, ποὺ φαίνεται καὶ σκιοῦνται.
Τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὁ χάρος,
καὶ στριμωμένα αὐτὰ κρυφομιλιοῦνται,
κι ἀφοῦ ἔχουν τὰ κρυφὰ λόγια πωμένα,
λάμνουν μὲ κάτι κουπιὰ τσακισμένα.

Μ’ ἕνα πικρὸ χαμόγελο στὸ στόμα
ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει·
τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,
ποὺ στὸν ἀέρα ὁλόασπρο φουσκώνει·
ἀλλὰ πλιὰ χλωμιασμένο εἶναι τὸ χρῶμα
τοῦ χεριοῦ ποὺ ὀμπροστά μου ἀντισηκώνει,
καὶ τῆς τρέμει, ὅπως τρέμει τὸ καλάμι,
δείχνοντας τὸ σταυρὸ στὴν ἀπαλάμη.

Καὶ βλέπω ἀπ’ τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει αἷμα
μαῦρο μαῦρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση·
μοῦ δείχνει ἡ κόρη ἀνήσυχο τὸ βλέμμα,
τάχα πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσῃ.
Ὅσο ἐκειὰ τὰ κουπιὰ σχίζουν τὸ ῥέμα,
τόσο τὸ κάνουν γύρω μου ν’ αὐξήσῃ·
συχνοφέγγει ἀστραπή, σχίζει τὸ σκότος,
καὶ τῆς βροντῆς πολυβουΐζει ὁ κρότος.

Καὶ τὰ κύματα πότε μᾶς πηδίζουν,
ποὺ στὰ νέφη σοῦ φαίνεται πὼς νά ’σαι,
καὶ πότε τόσο ἀνέλπιστα βυθίζουν,
ποὺ μὴν ἀνοίξῃ ἡ Κόλαση φοβᾶσαι.
Οἱ κουπηλάτες κατὰ μὲ γυρίζουν
βλασφημοῦν, καὶ μοῦ λένε: «Ἀνάθεμά σε».
Ἡ θάλασσα ἀποπάνου μας πηδάει,
καὶ τὸ καράβι σύψυχο βουλιάει.

Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῷ σ’ ἐκείνη
τὴν τρικυμιά ποὺ μ’ ἄνοιξε τὸ μνῆμα,
τινάζομαι μὲ βία καὶ δὲ μ’ ἀφήνει
νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κῦμα,
βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα στὴν κλίνη,
ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρίμα,
καὶ πικρότατα κλαίω πὼς εἶναι δίχως
τὸ στεφάνι ποὺ μὄταξες ὁ τοῖχος.

Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς

Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ’ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ’ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα:
«Γλυκειὰ ἡ ζωή κι’ ὁ θάνατος μαυρίλα».

Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθεῖτε·
φιληθεῖτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε «Χριστὸς ἀνέστη» ἐχθροὶ καὶ φίλοι.

Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτῶντας τὲς ζωγραφι-
σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·
λάμπει τὸ ἀσήμι, λάμπει τὸ χρυσάφι,
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ’ τ’ ἁγιοκέρι,
ὁποὺ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ στὸ χέρι.

Ἡ δέηση τῆς Μαρίας καὶ τὸ ὄραμα τοῦ Λάμπρου
------------------ (ΤΟ ΕΣΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ)

Καὶ προβαίνει ἡ Μαρία λίγη νὰ πάρει
δροσιὰ στὰ σωθικὰ τὰ μαραμένα·
εἶναι νύχτα γλυκειὰ, καὶ τὸ φεγγάρι
δὲ βγαίνει νὰ σκεπάσει ἄστρο κανένα·
περίσσια, μύρια, σ’ ὅλη τους τὴ χάρη,
λάμπουν ἄλλα μονάχα, ἄλλα δεμένα·
κάνουν καὶ κεῖνα Ἀνάσταση ποὺ πέφτει
τοῦ ὁλόστρωτου πελάου μὲς στὸν καθρέφτη.

«Τὰ μαλλιὰ σέρνω στὰ λιγνά μου στήθη·
δένω σταυρὸ τὰ χέρια· Οὐράνια, θεῖα!
Πέστε Ἐκεινοῦ ποὺ σήμερα ἀναστήθη
νὰ ἐλεηθεῖ τὴ μαύρη τὴ Μαρία.
Μέρα εἶναι Ἀγάπης· Ἅδης ἐνικήθη·
καίονται τὰ σπλάχνα, καίονται τὰ στοιχεῖα·
καὶ ἡ πυρκαϊὰ τοῦ Κόσμου ἀναγαλλιάζει
καὶ κατ’ Αὐτὸν τὴ σπίθα της τινάζει.

Ὁ Οὐρανὸς Ἀλληλούια ἠχολογάει·
κατὰ τὴ γῆν ἐρωτεμένος κλίνει·
ζῆ τοῦ νεροῦ καὶ ἡ στάλα ὁποὺ κολλάει
στὸ ποτήρι· Ἀλληλούια ἐγὼ κι ἐκείνη.
Ὅταν ἡ Πύλη ἀκούστηκε νὰ σπάει,
τί χλαλοὴ στὸν κάτου κόσμο ἐγίνη!
Χαίρεται μέσα ἡ ἄβυσσο καὶ ἀσπρίζει·
ὁ περασμὸς τοῦ Λυτρωτῆ σφυρίζει».

Στὴν ἐκκλησίαν ὡστόσο ὁ Λάμπρος μένει,
ὅπου ἀνθρώπου πνοὴ δὲν ἀγρικιέται.
Ἀπ’ ἕνα εἰς ἄλλο στοχασμὸ πηγαίνει·
εἶναι ὁ νοῦς του ἔρμος κόσμος ποὺ χαλιέται.
Μέσ’ ἀπὸ τὸ στασίδι ἀγάλι βγαίνει,
καὶ ὀχ τὴν ψυχή του ὁ στεναγμὸς πετιέται·
μόνον οἱ σκόρπιες δάφνες ποὺ ἐμυρίζαν
ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐπερπατοῦσε ἐτρίζαν.

Καὶ τὸ πρόσωπο γέρνει ὡσὰν τὴ δειάφη
καὶ χαμηλὰ τοῦτα τὰ λόγια ρίχτει:
«Κουφοί, ἀκίνητ’ οἱ Ἁγίοι, καθὼς καὶ οἱ τάφοι·
εἶπα κι ἔκραξα ὣς τ’ ἄγριο μεσανύχτι:
Ἄντρας (κι ἡ μοίρα ὅ,τι κι ἂ θέλει ἂς γράφει)
τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι θεός, καὶ δείχτει
στὴν ἄκρα δυστυχία· μὲς στὴν ψυχή μου
κάθου κρυμμένη, ἀπελπισιά, καὶ κοίμου!».

Πάει γιὰ νά ’βγει στὴ θύρα ἀργὰ καὶ ἀνοίγει·
λεπτὴ φωνὴ τοῦ λέει «Χριστὸς ἀνέστη».
Εἰς τὴν ἄλλη πηδάει, καὶ φωνὴ ὀλίγη
καὶ παρόμοια, τοῦ λέει «Χριστὸς ἀνέστη».
Ἀπὸ τὴν τρίτα πολεμάει νὰ φύγει
καὶ μία τρίτα τοῦ λέει «Χριστὸς ἀνέστη».
Αὐτοκίνητες πάντα ἀνοιγοκλειοῦνε
οἱ τρεῖς θύρες καὶ ἀχὸ δὲν προξενοῦνε.

Καὶ ἰδοὺ τρία σὰν ἀδέλφια ἔρμα καὶ ξένα,
ποὺ ἕν’ ἁγιοκέρι σβημένο βαστοῦσαν,
ὅπου στρίψει, ὅπου πάει, τ’ ἀπελπισμένα
γοργὰ πατήματά του ἀκολουθοῦσαν.
Λιγδερὰ καὶ πλατιὰ κι ὅλα σχισμένα
τὰ λαμπριάτικα ροῦχα ὁποὺ φοροῦσαν.
Στὰ μπροστινά, στὰ πισινὰ στασίδια,
ὅλο σιμά του σειοῦνται τὰ ξεσκλίδια.

Ποτὲ δὲν τά ’χει εἰς τὴ φυγή του ἀνάρια·
ἐδῶ ἐκεῖ, μπρὸς ὀπίσω, ἀπάνου κάτου,
βαροῦν ὅμοια τὴν πλάκα ὀχτὼ ποδάρια,
τρέχουν ἴσια, κι ἀκούονται τὰ δικά του.
Νὰ φύγει μία στιγμὴ τ’ Ἅδη τὰ χνάρια
σπρώχνει μάταια μακρίο τὸ πήδημά του,
σὰν τ’ ἄστρο ποὺ γοργὰ τὸ καλοκαίρι
χύνεται πέντε δέκα ὀργιὲς ἀστέρι.

Ἔτσι ἑνωμένοι ἐκάμανε τριάντα
φορὲς τὴν ἐκκλησιὰ ποὺ βοὴ στέρνει.
Σὰ νά ’χε μέσα θυμιατὰ σαράντα,
μυρωδιὰ λιβανιοῦ τὴ συνεπαίρνει.
Πάντα μὲ βία τὸ τρέξιμο, καὶ πάντα
ὁ ζωντανὸς τ’ ἀραχνιασμένα σέρνει·
σκύφτουν, πολὺ κρυφομιλοῦν, καὶ σειέται
τὸ βαμπάκι, ποὺ λὲς καὶ ξεκολλιέται.

Ἄχ, ποιός εἶδε τὰ χέρια νὰ σηκώνει
ἡ Παναγία, τὰ μάτια της νὰ κλείσει;
Ἄχ, ποιός εἶδε τὸ Πάσχα αἷμα νὰ ἱδρώνει
ὁ Χριστός, καὶ παντοῦ νὰ κοκκινίσει;
Τί συφορὰ τὴν ἐκκλησιὰ πλακώνει,
ὁποὺ τὴν ἴδια μέρα εἶχε βροντήσει
ἀπὸ τόσες χαρὲς καὶ ψαλμωδίες,
πού ’χε ἀντιλάμψει ἀπὸ φωτοχυσίες!

Βρίσκεται στ’ Ἅγιο Βῆμα, ἀνατριχιάζει,
καὶ πέφτει ὀμπρός τους γονατιστὸς χάμου.
Μὲ τρομάρα κοιτάει καὶ τοὺς φωνάζει:
«Σᾶς γνωρίζω· τί θέλτε; Εἶστε δικά μου.
Τοῦ καθενὸς τὸ πρόσωπο μοῦ μοιάζει·
ἀλλὰ πέστε τί θέλτε ἔτσι κοντά μου;
Συχωρᾶτε καὶ πάψτε. Ἀμέτε πέρα·
δὲν εἶναι ἀκόμα Παρουσία Δευτέρα!

Ὦ κολασμένα, ἀφεῖτε μου τὰ χέρια!».
Χείλη μὲ χείλη τότε ἐκολληθῆκαν.
Ὅσα ἐδῶσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
στοῦ δυστυχῆ τὰ φυλλοκάρδια ἐμπῆκαν.
Ἀφοῦ στὸν κόσμο ἐλάμψανε τ’ ἀστέρια,
τέτοιου τρόμου φιλιὰ δὲν ἐδόθηκαν.
Φτυοῦνε τὰ χείλη σὰν ἀπὸ φαρμάκι·
μέσα του ἐπῆε τὸ νεκρικὸ βαμπάκι.

Στέκει σὰ μάρμαρο ὥσπου ξημερώνει,
κι εἶναι φευγάτοι οἱ πεθαμένοι νέοι.
Τὴν τρομασμένη κεφαλὴ ψηλώνει
καὶ βαριὰ νεκρολίβανα ἀναπνέει.
Τέλος πάντων τὰ μάτια ἄγρια καρφώνει
στὲς δάφνες, καὶ πολληώρα ἔπειτα λέει:
«Σύρε, σημεῖο χαρᾶς!» καὶ φουχτωμένο
μὲ τὰ δυό, τὸ χτυπάει στὸ Σταυρωμένο.

«Κόλαση; τὴν πιστεύω· εἶναι τη· αὐξάνει,
κι ὅλη φλογοβολάει στὰ σωθικά μου.
Ἀπόψε Κάποιος ποὺ ὅ,τι θέλει κάνει
μὄστειλε ἀπὸ τὸ μνῆμα τὰ παιδιά μου.
Χωρὶς νὰ τὴ γνωρίζω, ἐχθὲς μοῦ βάνει
τὴ θυγατέρα αἰσχρὰ στὴν ἀγκαλιά μου.
Δὲ λείπει τώρα πάρεξ νὰ χαλάσει
τὸν Ἑαυτό του, γιατὶ μ’ ἔχει πλάσει!».

Σηκώνεται καὶ παίρνει τὴν πεδιάδα,
σχίζει κάμπους καὶ δάση, ὄρη, λαγκάδια·
στὰ μάτια του εἶναι μαύρη ἡ πρασινάδα,
τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα εἶναι μαυράδια·
χύνεται μὲ μεγάλη ὀγληγοράδα,
καὶ γύρου ἂς εἶναι, ὅ,τι θωρεῖ, σκοτάδια.
Κι ἀκόμη λέει πὼς κυνηγιέται, ἀκόμα
τὰ βαμπάκια τοῦ Χάρου ἀκούει στὸ στόμα.

Ἔτσι ὁ φονιᾶς ποὺ κρίματα ἔχει πλήθια,
ἐὰν φθάσει καὶ τοῦ κλείσει ὕπνος τὸ μάτι,
βγαίνουν μαζὶ καὶ τοῦ πατοῦν τὰ στήθια
οἱ κρυφὰ σκοτωμένοι, αἷμα γιομάτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
γυμνὸς πετιέται ὀχ τὸ ζεστὸ κρεβάτι,
κι ἔχει τόση μαυρίλα ὁ λογισμός του,
ποὺ μὲ μάτια ἀνοιχτὰ τοὺς βλέπει ὀμπρός του.

Ἡ τρέλλα τῆς Μαρίας

Ὁ παπᾶς γιὰ τὸ γάμο ὅλα ἑτοιμάζει,
κι εἶναι ἀναμμένα τὰ κεριὰ τοῦ γάμου·
ὁ Λάμπρος τρομασμένος τηνὲ κράζει:
«Σήκω, δυστυχισμένη, ἔλα κοντά μου».
Εἰς τὴ φωνὴ τοῦ Λάμπρου ἀνατριχιάζει
καὶ παρευθὺς σηκώνεται ἀπὸ χάμου
καὶ τραγουδάει καὶ τραγουδῶντας κλαίει·
καὶ αὐτός: «Μὴν κλαῖς, μὴν τραγουδᾶς», τῆς λέει.

Ἡ ἀναδυομένη

Στὴν κορυφὴ τῆς θάλασσας πατῶντας
στέκει, καὶ δὲ συγχύζει τὰ νερά της,
ποὺ στὰ βάθη τους μέσα ὁλόστρωτα ὄντας
δὲν ἔδειχναν τὸ θεῖον ἀνάστημά της.
Δίχως αὔρα νὰ πνέει, φεγγοβολῶντας
ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ φεγγαριοῦ κοντά της
συχνότρεμε, σὰ νά ’χε ἐπιθυμήσει
τὰ ποδάρια τὰ θεῖα νὰ τῆς φιλήσει.