- Διονύσιος Σολωμὸς (α)
Εὐρυκόμη
«Θάλασσα, πότε θέλ' ἰδῶ τὴν ὄμορφη Εὐρυκόμη;
Πολὺς καιρὸς ἐπέρασε καὶ δὲν τὴν εἶδα ἀκόμη.
Πόσες φορὲς κοιτάζοντας ἀπὸ τὸ βράχο γέρνω
καὶ τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας γιὰ τὰ πανιά της παίρνω!
Φέρ' τηνε, τέλος, φέρ' τηνε». Αὐτὰ ὁ Θύρσις λέει,
καὶ παίρνει ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὴ φιλεῖ καὶ κλαίει·
καὶ δὲν ἠξέρει ὁ δύστυχος ὁποῦ φιλεῖ τὸ κῦμα
ἐκεῖνο, ποὺ τῆς ἔδωσε καὶ θάνατο καὶ μνῆμα.
Ἡ Ξανθούλα
Τὴν εἶδα τὴν Ξανθούλα,
τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
ποὺ μπῆκε στὴ βαρκούλα,
νὰ πάει στὴν ξενητιά.
Ἐφούσκωνε τ’ ἀέρι
λευκότατα πανιά,
ὡσὰν τὸ περιστέρι
ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
μὲ λύπη, μὲ χαρά,
καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντήλι
τοὺς ἀποχαιρετᾶ.
Καὶ τὸ χαιρετισμό της
ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
ὥσπου ἡ πολλὴ μακρότης
μοῦ τό ’κρυψε κι αὐτό.
Σ’ ὀλίγο, σ’ ὀλιγάκι
δὲν ἤξερα νὰ πῶ,
ἂν ἔβλεπα πανάκι,
ἢ τοῦ πελάγου ἀφρό.
Καὶ ἀφοῦ πανί, μαντίλι,
ἐχάθη στὸ νερό,
ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι,
ἐδάκρυσα κι ἐγώ.
Ἡ Ψυχούλα
Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
τὴν ὕστερη ἔβγαλε
ἀναπνοή.
Καὶ ἡ ψυχούλα του,
εἰς τὸν ἀέρα
γλήγορα ἀνέβαινε
πρὸς τὸν αἰθέρα,
σὰν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.
Ὅλα τὴν ἔκραζαν,
ὅλα τ᾿ ἀστέρια,
κι ἐκείνη ἐξάπλωνε
δειλὴ τὰ χέρια,
γιατὶ δὲν ἤξευρε
σὲ ποιό νὰ μπεῖ.
Ἀλλά, νά, τοῦ ἔδωσε
ἕνα ἀγγελάκι
τὸ φιλὶ ἀθάνατο
στὸ μαγουλάκι
ποὺ ἔξαφνα, ἔλαμψε
σὰν τὴν αὐγή.
Ἡ Ἀγνώριστη
Ποιά εἶναι τούτη
ποὺ κατεβαίνει
ἀσπροντυμένη
ὀχ τὸ βουνό;
Τώρα ποὺ τούτη
ἡ κόρη φαίνεται,
τὸ χόρτο, γένεται
ἄνθι ἁπαλό.
Κι εὐθὺς ἀνοίγει
τὰ ὡραῖα του κάλλη
καὶ τὸ κεφάλι
συχνοκουνεῖ·
κι ἐρωτεμένο,
νὰ μὴν τὸ ἀφήσῃ,
νὰ τὸ πατήσῃ
παρακαλεῖ.
Κόκκινα κι ὄμορφα
ἔχει τὰ χεῖλα,
ὡσὰν τὰ φύλλα
τῆς ῥοδαριᾶς,
ὅταν χαράζῃ,
καὶ ἡ αὐγούλα
λεπτὴ βροχούλα
στέρνει δροσιᾶς.
Καὶ τῶν μαλλιῶνε της
τ’ ὡραῖο πλῆθος
πάνου στο στῆθος
λάμπει ξανθό.
Ἔχουν τὰ μάτια της,
ὁποὺ γελοῦνε,
τὸ χρῶμα πού ’ναι
στὸν οὐρανό.
Ποιά εἶναι τούτη
ποὺ κατεβαίνει
ἀσπροντυμένη
ὀχ τὸ βουνό;
Ὠδὴ στὴ Σελήνη
Γλυκύτατη φωνὴ βγάν’ ἡ κιθάρα,
καὶ σὲ τούτη τὴν ἄφραστη ἁρμονία
τῆς καρδιᾶς μου ἀποκρίνεται ἡ λαχτάρα.
Γλυκὲ φίλε, εἶσαι σύ, ποὺ μὲ τὴ θεία
ἔκσταση τοῦ Ὀσσιάνου, εἰς τ’ ἀκρογιάλι,
τῆς νυχτὸς ἐμψυχεῖς τὴν ἡσυχία.
Κάθισε γιὰ νὰ ποῦμε ὕμνον στὰ κάλλη
τῆς Σελήνης· αὐτὴν ἐσυνηθοῦσε
ὁ τυφλὸς ποιητὴς συχνὰ νὰ ψάλλει.
Μοῦ φαίνεται τὸν βλέπω ποὺ ἀκουμβοῦσε
σὲ μίαν ἐτιά, καὶ τὸ φεγγάρι ὡστόσο
στὰ γένια τὰ ἱερὰ λαμποκοποῦσε.
Ἀπ’ τὸ Σκοπό, νἄτο, προβαίνει· ὢ πόσο
σὺ τὴ νύχτα τερπνὰ παρηγορίζεις!
Ὕμνον παθητικὸ θὲ νὰ σοῦ ὑψώσω,
παθητικὸ σὰ ἐσένα, ὅταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, καὶ τὸ φῶς σου
σὲ ταφόπετρα ὁλόασπρη ἀποκοιμίζεις.
Ἡ Σκιὰ τοῦ Ὁμήρου
Ἔλαμπε ἀχνὰ τὸ φεγγαράκι· εἰρήνη
ὅλην, ὅλη τη φύση ἀκινητοῦσε,
καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημη τὴν κλίνη
τ’ ἀηδόνι τὰ παράπονα ἀρχινοῦσε·
τριγύρω γύρω ἡ νυχτικὴ γαλήνη
τὴ γλυκύτατη κλάψα ἠχολογοῦσε·
ἀπάντεχα βαθὺς ὕπνος μὲ πιάνει,
κι ὀμπροστά μου ἕνας γέροντας μοῦ ἐφάνη.
Στὸ ἀκρογιάλι ἀναπαύονταν ὁ γέρος·
στὰ παλαιὰ τὰ ροῦχα τὰ σχισμένα
γλυκὰ γλυκὰ τὸ φύσημα τοῦ ἀέρος
τ’ ἀριὰ μαλλιά του ἐσκόρπαε τ’ ἀσπρισμένα·
κι αὐτὸς εἰς τὸ πολύαστρον τοῦ αἰθέρος
τὰ μάτια ἐστριφογύριζε σβησμένα·
ἀγάλι γάλι ἀσηκώθη ἀπὸ χάμου,
κι ὡσὰν νὰ ’χε τὸ φῶς του ἦλθε κοντά μου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στὸν Κύριο Γεώργιο Δὲ Ῥώσση
ὅταν ἦταν στὴν Ἀγγλία
Τοῦ πατέρα σου, ὅταν ἔλθῃς,
δὲ θὰ ἰδῇς παρὰ τὸν τάφο·
εἶμαι ὀμπρός του καὶ σοῦ γράφω,
μέρα πρώτη τοῦ Μαϊοῦ.
Θὰ σκορπίσουμε τὸ Μάη
πάνου στ' ἄκακα τὰ στήθη,
γιατὶ ἀπόψε ἀποκοιμήθη
εἰς τὸν ὕπνο τοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν ἥσυχος κι ἀκίνητος
ὣς τὴν ὕστερη τὴν ὥρα,
καθὼς φαίνεται καὶ τώρα
ποὺ τὸν ἄφησε ἡ ψυχή.
Μόνον, μία στιγμὴ πρὶν φύγῃ
τ' Οὐρανοῦ κατὰ τὰ μέρη,
ἀργοκίνησε τὸ χέρι,
ἴσως γιὰ νὰ σ' εὐχηθῇ.
Ἡ Φαρμακωμένη
Τὰ τραγούδια μου τά ’λεγες ὅλα,
τοῦτο μόνον δὲ θέλει τὸ πεῖς,
τοῦτο μόνον δὲ θέλει τ᾿ ἀκούσεις·
ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς!
Ὢ παρθένα, ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψες
πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
τόσες ἔκαμα κλάψες γιὰ σένα,
ποὺ ’θελ’ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.
Συφορά! σὲ θυμοῦμ’ ἐκαθόσουν
στὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ·
«τί ἔχεις;» σοῦ ’πα καὶ σὺ μ’ ἀποκρίθης:
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».
Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
ὁποὺ τοῦ ’πρεπε φόρεμα γάμου,
πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.
Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά·
τοῦ κακοῦ σ’ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος
καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.
Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
ὀχ τὸ στόμα σου τι ’θελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα καὶ οἱ πόνοι,
φὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.
Κόσμε ψεύτη, τὲς κόρες τὲς μαῦρες
κατατρέχεις ὅσο εἶν’ ζωντανές,
σκληρὲ κόσμε, καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
τὴν τιμήν ὅταν εἶναι νεκρές.
Σώπα, σώπα! Θυμήσου πὼς ἔχεις
θυγατέρα, γυναῖκα, ἀδελφή.
Σώπα! Ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.
Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
καὶ στὸν Πλάστη κινῶντας μὲ σέβας
τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:
«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
Τὰ φαρμάκωσα, ἀλήθεια, ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὀχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
ποὺ πλασμένα μοῦ τά ’χες Ἐσύ.
Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
ποὺ τὸ κρίμα τους κλαῖνε, καὶ πές,
πὲς τοῦ κόσμου ποὺ φώναξε τόσα,
ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγές».
Τέτοια, ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινῶντας
τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! Κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».
Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν
Μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὁ Σολωμὸς εἶχε ἠδη περάσει σὲ μιὰν ὑψηλότερη περίοδο τῆς ποίησής του. Τό 1823 γράφει, σὲ τροχαϊκὰ τετράστιχα, τὸν ὁρμητικὸ «Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν», ποίηση συνειδητὰ ἐθνικοπολιτική. To motto εἶναι δύο στίχοι τοῦ Dante, ἐλαφρὰ παραλλαγμένοι:
Ψάλλω τὴ Λευτεριὰ ποὺ εἶν’ τόσο αγαπητή·
τὸ ξέρει ὅποιος γι’ αὐτή, τὴ ζωὴν ἀρνιέται.
τὸ ξέρει ὅποιος γι’ αὐτή, τὴ ζωὴν ἀρνιέται.
Τὸ ποίημα τυπώθηκε στὸ Παρίσι, στὸ τέλος τῶν Δημοτικῶν Τραγουδιῶν τοῦ Fauriel, καὶ στὸ Μεσολόγγι τὸ 1825. Μεταφράστηκε σὲ ξένες γλῶσσες καὶ συνέβαλε στὸν φιλελληνισμό.
Ἡ δομὴ τοῦ «Ὕμνου» εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Μετὰ τὴν ἀρχικὴ προσφώνηση πρὸς τὴν ὁπλισμένη καὶ μαχόμενη Ἐλευθερία, ἡ δεύτερη στροφὴ μιλάει γιὰ τὴν ἀνάσταση τῆς Ἐλευθερίας ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν Ἑλλήνων, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ἡ ἴδια στροφὴ ἐπανέρχεται κατὰ διαστήματα, εἰσάγοντας σὲ νέες ἑνότητες. Ὕστερα ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ καὶ τὴ μάταιη ἐλπίδα γιὰ ξένη βοήθεια, ἀκολουθοῦν τὸ ἄγγελμα τῆς ἐξέγερσης καὶ ὁ ἀντίκτυπος στὸ ἐξωτερικό. Τὰ κύρια γεγονότα εἶναι ἡ ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς, ἡ νίκη τῆς Κορίνθου (στὰ Δερβενάκια), ἡ ἀπόκρουση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (1822), τὰ κατορθώματα τῶν πυρπολικῶν, ἡ θανάτωση τοῦ Πατριάρχη.
--- Σὲ μιὰ λυρικὴ παρέκβαση (στροφὲς 83-86), ἐκφράζεται χαρὰ γιὰ τὰ κορίτσια τῆς Ἑλλάδας: θὰ γεννήσουν ἐλεύθερα παιδιά, ὄχι σκλάβους. Ὁ οἰνοπότης Ἕλληνας ἔγινε πολεμιστής. Εἶναι μιὰ λεπτομερὴς ἀπάντηση στὶς ἀπαισιόδοξες γιὰ τὴν Ἑλλάδα προβλέψεις τοῦ Byron στὸ περίφημο ποίημά του «Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδας» στὸ ἔργο τοῦ Don Juan. Στὴ στροφὴ 78 ὁ Σολωμὸς ἀναφέρει, ὡς ἰσάξιους μὲ τοὺς ἀπογόνους των, τοὺς «Τρακόσιους» τοῦ Λεωνίδα, τοὺς ὁποίους νοσταλγικὰ ἀναπολοῦσε ὁ Byron.
--- Ἀκολουθεῖ τὸ ὅραμα τῆς Ἐλευθερίας καὶ μιὰ φιλοσοφικὴ νύξη, ποὺ θὰ ἀναπτυχθεῖ ἀργότερα στοὺς «Ἐλεύθερους ΙΙολιορκημένους»: πέρα ἀπὸ τὸν τοπικὸ ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα, ἐξαίρεται ἡ ἐλεύθερη ἀνθρώπινη Θέληση σὰν κάτι θεϊκὸ (στροφὴ 94). Τελικὰ ἡ Ἐλευθερία ἀποτείνεται στοὺς Βασιλιάδες (τῆς ἀντιδραστικῆς «Ἱερῆς Συμμαχίας») καὶ δίνει συμβουλὲς ὁμόνοιας στοὺς Ἕλληνες.
--- Ὁ «Ὕμνος», μὲ τὴν ἔξαρση τοῦ '21 καὶ τὴ σύνδεση πρὸς τὴν ἀρχαῖα Ἑλλάδα, δημιουργοῦσε τὴ βάση τῆς νεοελληνικῆς ἰδεολογίας, ζωντανῆς ἀκόμη ἐκείνη τὴν ἐποχή. Πέρα ἀπὸ αὐτό, ὁ «Ὕμνος» ἔδινε τὴ σωστὴ κατεύθυνση στὴ διαμόρφωση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας. Μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὶς διαβαθμίσεις ἀπὸ τὸ δημοτικὸ ὕφος στὸ λογιώτερο, δείχνει πλήρη κατοχὴ τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου. Ἀδεξιότητες (καὶ κάποιοι ἀδόκιμοι τύποι γιὰ τὴ ρίμα) ὑπάρχουν, ὄπως ἦταν φυσικὸ σ' αὐτὸ τὸ πρώιμο στάδιο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερες θὰ βροῦμε στοὺς νεώτερους δημοτικιστές, Ψυχάρη, Πάλλη, Βλαστὸ κ.ἄ.
(ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ)
Libertà vo cantando, ch’ è si cara
come sa chi per lei vita rifiuta.
--------------------------------------------- Dante
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.
Ἄργειε νά ‘λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ’σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγῶντας τα νὰ κλαῖς.
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
Κι ἔλεες: «Πότε, ἄ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
----------- – 10 –
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή·
δὲν εἶν’ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
Ἄλλος σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ’ ἀνάσαση καμμιά·
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
Ἄλλοι, ὀιμέ, στὴ συμφορά σου,
ὁποὺ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ’βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
Ταπεινότατη σοῦ γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
Ναι, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τσ’ ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς,
ἐγαλήνευσε· καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή. (1)
Ὅλοι οἱ τόποι σου σ’ ἐκράξαν
χαιρετῶντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
----------- – 20 –
Ἐφωνάξανε ὣς τ’ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
μ’ ὅλον πού ’ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ,
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
Ἀπ’ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ’ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τσ’ ὀργῆς.
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν’ δυνατὰ·
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
καὶ σ’ ἐσὲ καταγυρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ’ ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποῦ θὰ πρωτοπᾷς·
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὁποὺ ἀγρικᾷς,
σὰν τὸ βράχον ὁποὺ ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό·
----------- – 30 –
ὁποὺ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ὤ, δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῇ
στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
καὶ σ’ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.
Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται
πὼς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ·
τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάσῃ, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.
Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὁπὼς νικεῖ,
καὶ ἂς εἶν’ ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν’ πολλὰ·
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά; (2)
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ να ‘βρῃ ἡ συμφορά!
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
----------- – 40 –
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν’ ἀνεβῇ. (3)
Μέτρα! εἶν’ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ’, ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά! (4)
Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὁποὺ μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
Ἄ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὁποὺ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράστεναν τὸν Ἅδη
ποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά.
Τ’ ἀκαρτέρειε. Ἐφαίνοντ’ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.
----------- – 50 –
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν’ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.
Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ’ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὁποὺ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν’ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ’ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά·
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
κι ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.
----------- – 60 –
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·
λὲς καὶ ἐκεῖθενε ἡ ψυχὴ
ἀπ’ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν’ γοργά.
Οὐρανὸς γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι’ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ’ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕ ν α ς ζωντανός.
Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.
Προσοχὴ καμμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή·
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει,
φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
Ποιός ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
----------- – 70 –
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ’ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ’ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι (5)
φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·
δὲν λάμπ’ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ’ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῶα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.
Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ’ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
Ὢ τρακόσιοι, σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ’ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ’ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε με σᾶς.
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ’ ἐδῶ.
----------- – 80 –
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πείνα καὶ θανατικὸ
ποὺ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποὺ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες, (6)
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό.
Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραῖα μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς.
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι (7)
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Σοῦ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπῶντας
ἡ Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινῶντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό:
----------- – 90 –
«Σ’ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!»,
καὶ φιλῶντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά. (8)
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
Ποιοί εἶν’ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἄρματ', ἄρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ!
Ἄ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾶς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς.
Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρῶντας ὁμιλεῖς:
«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».
Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε:
«Ἐγὼ εἶμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ· (9)
πέστε, ποῦ θ' ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
Φλόγα ἀκοίμητην σᾶς βρέχω,
ποὺ, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὁποὺ σᾶς ἔχω
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.
----------- – 100 –
Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς.
Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σώζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
Τοῦ θυμοῦ Του εἶσαι ἀδελφή;
Ποιός εἶν’ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μ’ ἐσὲ νὰ μετρηθῇ;
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.
Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ’ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, ποῦ πάτε
τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροή, (10)
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
ν’ ἀποφύγετε; Τὸ κῦμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
Ποιὸς στὸν σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποιὸς τὴ σάρκα του δαγκώνει,
ὅσο ὁποὺ νὰ νεκρωθῇ.
----------- – 110 –
Κεφαλὲς ἀπελπισμένες
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ’ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.
Σβιέται – αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή –
τὸ χλιμίτρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸ βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
Καὶ ἐκεῖ πού ’ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ’ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφός τοῦ Φεγγαριοῦ. (11)
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένῃ,
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ’ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
μεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ.
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιό
καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει·
πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
Ἄ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
ὅπου ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.
----------- – 120 –
Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρών,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ’ ἕνα τύμπανο τερπνόν, (12)
καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τσ’ ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδῶντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Εἰς αὐτήν, εἶν’ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν’ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει,
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ·
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
Φαίνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
Δὲν νικιέσαι, εἶν’ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν’ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν’ πολλές,
πολεμῶντας, ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
----------- – 130 –
Μ’ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
δύο μεγάλα σὲ θωρῶ, (13)
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τους κεραυνό.
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει
καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.
Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποὺ σ’ ἐπέταξεν ἐκεῖ.
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τσ’ ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε (14)
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὁποὺ ἐφιλῆστε
πλέον, ἄ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
Ὅλοι κλάψτε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
ὡσὰν νά ’τανε φονιάς!
Ἔχει ὁλάνοικτο τὸ στόμα
π’ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.
----------- – 140 –
Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ’ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ:
«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική,
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ, τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.
Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
“πάρ’ το”, λέγοντας, “καὶ σύ”.
Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
Ἀπὸ στόμα ὁποὺ φθονάει,
παλληκάρια, ἂς μὴν ’πωθῇ,
πὼς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
”Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά”.
Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
----------- – 150 –
Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθῇ.
Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
“Βασιλεῖς, κοιτάξτ’ ἐδῶ!
Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ
ματωμένους μᾶς κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.
Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ·
δὲν εἶν’ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
λευθεριὰν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!”».
Σημείωσες τοῦ ποιητῆ
(1) Δεῦτε παῖδες τῶν Ἑλλήνων...
(2) Ἀρματώθηκαν τότε ὅλοι ἀπὸ δεκατέσσερους χρόνους καὶ ἀπάνου.
(3) Ἡ περιτειχισμένη Τριπολιτσὰ δὲν ἔχει κάστρον, καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ κάστρου ἐννοεῖ ὁ ποιητὴς τὴν μεγάλην Τάπιαν τῆς πόλης.
(4) Ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ἡμέρα ὅταν ἐπάρθηκεν ἡ Τριπολιτσά, ὁ ποιητὴς ἀκολούθησε τὴν κοινὴν φήμην ὁποὺ τότε ἐσκορπίστηκεν, ὅτι τὸ πάρσιμό της ἐσυνέβηκε τρεῖς ὧρες ἔπειτα ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα.
(5) Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ φεγγάρι εὑρίσκεται τυπωμένον εἰς τὲς τούρκικες σημαῖες.
(6) Ὁ λὸρδ Μπάιρον εἰς τὴν τρίτην ᾠδὴν τοῦ Don Juan παραστένει ἕνα ποιητὴν Ἕλληνα, ὁποὺ ἀπελπισμένος καὶ παραπονεμένος διὰ τὴν σκλαβιὰν τῆς πατρίδος του, ἔχει ἐμπρός του ἕνα κρασοπότηρον, καὶ κοντὰ εἰς ἄλλα λέγει καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Οἱ γυναῖκες μας χορεύουν ἀποκάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιον· βλέπω τὰ θέλγητρα τῶν ματιῶν τους· ἀλλὰ ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι θὰ γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τὰ μάτια μου δάκρυα». Ἐπέρασε ἕνας χρόνος ἀφοῦ ἐγράφθηκε τοῦτος ὁ ὕμνος· ὁλοένα ὁ ποιητὴς ἑτοιμάζει ἕνα ποίημα γιὰ τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάιρον.
(7) Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον, Ἡσαΐας Κεφ. λε´, [1-2].
(8) Εἶναι ἀληθινὸν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν ἐναντίον τοῦ Μεσολογγιοῦ τὰ ξημερώματα αὐτῆς τῆς ἁγίας ἡμέρας· δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινόν, καθὼς τότε ἐκοινολογήθηκεν, ὅτι ἦταν ἀνοικτὲς καὶ οἱ ἐκκλησίες· μάλιστα ἐκλείσθησαν ἐπιταυτοῦ διὰ νὰ ἔχουν οἱ Ἕλληνες ὅλην τὴν προσοχήν τους εἰς τὸν πόλεμον.
(9) Καὶ εἰπέ μοι· γέγονε· ἐγὼ εἰμὶ τὸ A καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, Ἀποκάλ. Ἰωάννου Κεφ. κα´ [6].
(10) Τὰ περιστατικὰ τοῦ περάσματος τοῦ ποταμοῦ, τῆς μάχης τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγιοῦ εὑρίσκονται καταστρωμένα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη, ἐγκαρδίου φίλου τοῦ ποιητῆ. Αὐτὴ ἡ ἱστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει καὶ τὴν γλῶσσαν μας καὶ τὴν φιλολογίαν μας.
(11) Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τίτλους τοῦ Σουλτάνου.
(12) Ἔξοδος Κεφ. ιε´, [20]
(13) Τὸ καύσιμό της καραβέλας τοῦ Καπετὰν πασᾶ καὶ ἑνὸς ἄλλου καραβίου κοντὰ εἰς τὴν Τένεδον, τὲς 29 Ὀκτωβρίου.
(14) Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας συνηθίζουν νὰ σπέρνουν δάφνες εἰς τὲς ἐκκλησίες τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα.
(2) Ἀρματώθηκαν τότε ὅλοι ἀπὸ δεκατέσσερους χρόνους καὶ ἀπάνου.
(3) Ἡ περιτειχισμένη Τριπολιτσὰ δὲν ἔχει κάστρον, καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ κάστρου ἐννοεῖ ὁ ποιητὴς τὴν μεγάλην Τάπιαν τῆς πόλης.
(4) Ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ἡμέρα ὅταν ἐπάρθηκεν ἡ Τριπολιτσά, ὁ ποιητὴς ἀκολούθησε τὴν κοινὴν φήμην ὁποὺ τότε ἐσκορπίστηκεν, ὅτι τὸ πάρσιμό της ἐσυνέβηκε τρεῖς ὧρες ἔπειτα ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα.
(5) Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ φεγγάρι εὑρίσκεται τυπωμένον εἰς τὲς τούρκικες σημαῖες.
(6) Ὁ λὸρδ Μπάιρον εἰς τὴν τρίτην ᾠδὴν τοῦ Don Juan παραστένει ἕνα ποιητὴν Ἕλληνα, ὁποὺ ἀπελπισμένος καὶ παραπονεμένος διὰ τὴν σκλαβιὰν τῆς πατρίδος του, ἔχει ἐμπρός του ἕνα κρασοπότηρον, καὶ κοντὰ εἰς ἄλλα λέγει καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Οἱ γυναῖκες μας χορεύουν ἀποκάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιον· βλέπω τὰ θέλγητρα τῶν ματιῶν τους· ἀλλὰ ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι θὰ γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τὰ μάτια μου δάκρυα». Ἐπέρασε ἕνας χρόνος ἀφοῦ ἐγράφθηκε τοῦτος ὁ ὕμνος· ὁλοένα ὁ ποιητὴς ἑτοιμάζει ἕνα ποίημα γιὰ τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάιρον.
(7) Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον, Ἡσαΐας Κεφ. λε´, [1-2].
(8) Εἶναι ἀληθινὸν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν ἐναντίον τοῦ Μεσολογγιοῦ τὰ ξημερώματα αὐτῆς τῆς ἁγίας ἡμέρας· δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινόν, καθὼς τότε ἐκοινολογήθηκεν, ὅτι ἦταν ἀνοικτὲς καὶ οἱ ἐκκλησίες· μάλιστα ἐκλείσθησαν ἐπιταυτοῦ διὰ νὰ ἔχουν οἱ Ἕλληνες ὅλην τὴν προσοχήν τους εἰς τὸν πόλεμον.
(9) Καὶ εἰπέ μοι· γέγονε· ἐγὼ εἰμὶ τὸ A καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, Ἀποκάλ. Ἰωάννου Κεφ. κα´ [6].
(10) Τὰ περιστατικὰ τοῦ περάσματος τοῦ ποταμοῦ, τῆς μάχης τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγιοῦ εὑρίσκονται καταστρωμένα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη, ἐγκαρδίου φίλου τοῦ ποιητῆ. Αὐτὴ ἡ ἱστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει καὶ τὴν γλῶσσαν μας καὶ τὴν φιλολογίαν μας.
(11) Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τίτλους τοῦ Σουλτάνου.
(12) Ἔξοδος Κεφ. ιε´, [20]
(13) Τὸ καύσιμό της καραβέλας τοῦ Καπετὰν πασᾶ καὶ ἑνὸς ἄλλου καραβίου κοντὰ εἰς τὴν Τένεδον, τὲς 29 Ὀκτωβρίου.
(14) Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας συνηθίζουν νὰ σπέρνουν δάφνες εἰς τὲς ἐκκλησίες τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα.
Ὅταν ἐπρωτοδιαβάσθηκε τὸ ποίημα, κάποιοι εἶπαν: «Κρῖμα: ὑψηλὰ νοήματα καὶ στίχοι σφαλμένοι!» Γιὰ νὰ δεχθῶ τὴν πρώτην, ἀκαρτερῶ νὰ δικαιολογήσουν τὴν δεύτερη παρατήρησι. Μὰ τὸν Δία ποὺ ἐσάστισα! Αὔριο θέλει ἔρθῃ καὶ κανένας νὰ μοῦ δείξῃ τ᾿ ἀλφαβητάρι μὲ τὸ κονδύλι στὸ χέρι· ἀλλὰ ἐγὼ τοῦ τὸ παίρνω καὶ ἀπιθώνω τὴν ἄκρην του εἰς τὰ μεγάλα ὀνόματα τοῦ Δάντη καὶ τοῦ Πετράρχη, τοῦ Ἀριόστου καὶ τοῦ Τάσσου, καὶ εἰς τὰ ὀνόματα ὅσων στιχουργῶντας τοὺς ἀκολούθησαν, καὶ τοῦ λέγω: Λάβε τὴν καλοσύνην, Διδάσκαλε, νὰ γύρῃς τ᾿ αὐτιά σου ἐδῶ πάνου, καὶ μέτρα. Κάθε συλλαβὴ εἶναι ἕνα πόδι, καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ αὐτούς, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι ὁ στίχος· ὅμως ἐσὺ δὲν ἠξεύρεις νὰ τὰ μετρᾶς. Τὸ φωνῆεν, μὲ τὸ ὁποῖον τελειώνει ἡ λέξη, χάνεται εἰς τὸ φωνῆεν, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ ἀκόλουθη ἀρχινᾶ· ὅμως τὸ προφέρω, ἐπειδὴ ἔτσι μὲ συμβουλεύει ἡ τέχνη τῆς ἀληθινῆς ἁρμονίας. Τὸ ιὰ (βία), τὸ έει (ρέει), τὸ αϊ (Μάϊ) καὶ τὰ ἑξῆς, ὅταν δὲν εἶναι εἰς τὸ τέλος τοῦ στίχου, δὲν κάνουν παρὰ μία συλλαβή. Τὸ τιμὴ εἶναι ὁμοιοτέλευτο μὲ τὸ πολλοί, τὸ κακὸς μὲ τὸ τυφλός, τὸ ἐχθὲς μὲ τὸ πολλές. Τοῦτοι οἱ κανόνες ἔχουν κάποιες ἐξαίρεσες, τὲς ὁποῖες, ὅποιος ἔχει καλὰ θρεμμένη μὲ τοὺς κλασσικοὺς τὴν ψυχὴν του βάνει εἰς ἔργον, χωρὶς τόσο νὰ συλλογίζεται, εἰς τὴν ἴδιαν στιγμὴν εἰς τὴν ὁποίαν μορφώνει τὴν ὕλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, ἡ ἁρμονία τοῦ στίχου δὲν εἶναι πρᾶγμα ὅλο μηχανικό, ἀλλὰ εἶναι ξεχείλισμα τῆς ψυχῆς· μ᾿ ὅλον τοῦτο, ἂν φθάσης νὰ μοῦ ἀποδείξῃς ὅτι σφάλλω τοὺς στίχους, θέλει γράψω τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Ἰσπανῶν, νὰ τοὺς δώσω τὴν εἴδησιν, ὅτι τοὺς ἔσφαλαν ἕως τώρα καὶ αὐτοί, καὶ μὴ φοβᾶσαι νὰ σοῦ πάρω γιὰ τὴν ἐφεύρεσιν τὸ βραβεῖον, γιατὶ θέλει σὲ μελετήσω. – Ἀλλὰ ποῖος σοῦ εἶπε νὰ τσακίσης τὴν λέξη θερι- σμένα; (στρ. 51) – Ποῖος μοῦ τό ‘πε; Τὸ ἀπόκρυφο τῆς τέχνης μου καὶ τὸ παράδειγμα τῶν μεγάλων. Ἄμετρα εἶναι τὰ παραδείγματα τέτοιας λογῆς, καὶ θέλει σοῦ τὰ ἀναφέρω ὅλα ἕνα ἕνα, ὅταν ἀνανοηθῶ πὼς ἔχω καιρὸν νὰ χάσω. Ὁ Πίνδαρος ἔχει τσακισμένες καμμία χιλιάδα λέξες· οἱ τραγικοὶ στοὺς χοροὺς ἐτσάκισαν ἀρκετὲς καὶ αὐτοί, καὶ ὁ Ὀράτσιος τοὺς ἐμιμήθηκε. Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀριόστου:
Ne men ti raccomando la mia Fiordi...
Ma dir non pote -ligi; e qui finio
---------------------- [Orl. Fur., Canto XLII 14]
ἀναλεῖ τὴν εἰκόνα καὶ περιέχει πάθος λύπης. Τὸ παράδειγμα τοῦ Πινδάρου:
Ἰδοῖσα δ᾿ ὀξεῖ’ Ἐρινὺς
πέφνεν οἱ σὺν ἀλλαλο-
φονίᾳ γένος ἀρήϊον
---------------------- [Ὀλύμπ. Β´, στίχ. 75]
ἀναλεῖ τὴν εἰκόνα καὶ περιέχει πάθος τρομάρας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Δάντη:
Così quelle carole differente-
mente danzando, della sua ricchezza
mi si facean stimar veloci e lente
---------------------- [Parad. Canto XXIV 16-18] *
Ne men ti raccomando la mia Fiordi...
Ma dir non pote -ligi; e qui finio
---------------------- [Orl. Fur., Canto XLII 14]
ἀναλεῖ τὴν εἰκόνα καὶ περιέχει πάθος λύπης. Τὸ παράδειγμα τοῦ Πινδάρου:
Ἰδοῖσα δ᾿ ὀξεῖ’ Ἐρινὺς
πέφνεν οἱ σὺν ἀλλαλο-
φονίᾳ γένος ἀρήϊον
---------------------- [Ὀλύμπ. Β´, στίχ. 75]
ἀναλεῖ τὴν εἰκόνα καὶ περιέχει πάθος τρομάρας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Δάντη:
Così quelle carole differente-
mente danzando, della sua ricchezza
mi si facean stimar veloci e lente
---------------------- [Parad. Canto XXIV 16-18] *
εἶναι τέτοιο, ὁποὺ ἂν τὸ διαβάσῃς μὲ ἐκεῖνες τὲς ἄλλες θεῖες ζωγραφίες, καὶ καταλάβῃς ὅτι τέτοιες δὲν τὲς κάνει κανένας, ἴσως ἠμπορεῖ, Διδάσκαλε, νὰ φιλιωθοῦμε· καὶ ἡ φιλία θέλει βαστάξῃ, ὅσο νὰ σοῦ κάμω μία παρατήρησι εἰς τὸν Πίνδαρο. Ἡ λέξη ὅλον [Ὀλύμπιονικῶν Β´, στίχ. 55] βρίσκεται τσακισμένη· γιὰ ὅποιο δίκαιο, ἢ μουσικῆς, ἢ ἄλλο ἐπαρακινήθηκεν ὁ Πίνδαρος νὰ τὴν τσακίση, τὸ πρῶτο δίκαιο τὸ εἶχε ἡ φύση τῆς λέξης, ἡ ὁποία, ἂν τσακισθῇ, ἐναντιώνεται μὲ τὴν ἰδέαν ποὺ παραστένει. Σὲ βλέπω καὶ φρίττεις καὶ ἑτοιμάζεσαι νὰ μαδήσῃς τὰ μαλλιά σου ὡσὰν τὸ Θ τοῦ Λουκιανοῦ [Δίκη συμφώνων, 10]· ἀλλὰ ἡσύχασε, γιατὶ ὁ Πίνδαρος μ᾿ ὅλον τοῦτο μένει πάντα ὁ ἴδιος γιὰ καθέναν· ὁ ἴδιος γιὰ μὲ ὅπου βρίσκω τὴν τέχνην ὅπου εἶναι, ὁ ἴδιος γιὰ σὲ ὁποὺ ξανοίγεις τὲς ὀξεῖες ὅπου δὲν λείπουν... Βλέπω ἕνα χαμόγελο εἰς τὰ χεῖλα τῶν ξένων· ἀλλλᾶ δὲν τὸ κάνουν τόσο πικρό, γιατὶ βέβαια θυμοῦνται καὶ τὰ δικά τους.
- - - - - - - - - -
- - - - - - - - - -
* Μετάφραση τῶν τριῶν χωρίων: «”Ὄχι λιγότερο σοῦ συνιστῶ νὰ προσέχεις τὴν ἀγαπητή μου Fiordi”…, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ συμπληρώσει τὸ ὄνομά της –ligi καὶ πέθανε». – «Τὸ εἶδε ἡ ὀργισμένη Ἐρινὺς καὶ ἔκαμε νὰ ἀλληλοσκοτωθεῖ ἡ ἀνδρεία γενιά του» (οἱ γιοὶ τοῦ Οἰδίποδος). – «Ἔτσι ἐκεῖνοι οἱ κύκλοι, διαφορετικὰ χορεύοντας, γρήγορα ἤ ἀργά, μοῦ ἐδειχναν τὸν βαθμὸ τῆς εὐτυχίας τους». – Ἡ φράση τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον δὲν χωρίζεται στὶς νεώτερες ἐκδόσεις τοῦ Πινδάρου.