- Κωνσταντίνος Καβάφης (1863 - 1933)


Τείχη

Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδῶ
μεγάλα κ' ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.
Καὶ κάθομαι καὶ ἀπελπίζομαι τώρα ἐδῶ.
ἄλλο δὲν σκέπτομαι: τὸν νοῦν μου τρώγει αὐτὴ ἡ τύχη·
διότι πράγματα πολλὰ ἔξω νὰ κάμω εἶχον.
Ἄ, ὅταν ἔκτιζαν τὰ τείχη πῶς νὰ μὴν προσέξω.
Ἀλλὰ δὲν ἄκουσα ποτὲ κρότον κτιστῶν ἤ ἦχον.
Ἀνεπαισθήτως μ' ἔκλεισαν ἀπὸ τὸν κόσμον ἔξω.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Δέησις

Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πῆρ’ ἕναν ναύτη.
Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πηαίνει κι ἀνάφτει

στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερί
γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καί νἆν’ καλοὶ καιροί –

καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ’ αὐτί.
Ἄλλὰ ἐνῶ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,

ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,
ξεύροντας πὼς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Κεριὰ

Τοῦ μέλλοντος ἡ μέρες στέκοντ' ἐμπροστά μας
σὰ μία σειρὰ κεράκια ἀναμένα -
χρυσά, ζεστά, καὶ ζωηρὰ κεράκια.
Ἡ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μία θλιβερή γραμμή κεριῶν σβυσμένων·
τὰ πιὸ κοντά βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, καὶ κυρτά.
Δέν θέλω νά τὰ βλέπω · μὲ λυπεῖ ἡ μορφή τῶν,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρός κυττάζω τ' ἀναμένα μου κεριά.
Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ δῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποὺ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποὺ τὰ σβυστά κεριὰ πληθαίνουν.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τὰ Παράθυρα

Σ' αὐτὲς τὲς σκοτεινὲς κάμαρες, ποὺ περνῶ
μέρες βαρυές, ἐπάνω κάτω τριγυρνῶ
γιὰ νἄβρω τὰ παράθυρα. – Ὅταν ἀνοίξει
ἕνα παράθυρο θἆναι παρηγορία. –
Μὰ τὰ παράθυρα δὲν βρίσκονται, ἤ δὲν μπορῶ
νὰ τἄβρω. Καὶ καλλίτερα ἴσως νὰ μὴν τὰ βρῶ.
Ἴσως τὸ φῶς θἆναι μιὰ νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τί καινούργια πράγματα θά δείξει.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Θερμοπύλες

Τιμὴ σὲ ἐκείνους ὅπου στὴν ζωήν των
ὥρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες,
δίκαιοι κ᾿ ἴσιοι σ᾿ ὅλες των τὲς πράξεις,
ἀλλὰ μὲ λύπη κιόλας κ᾿ εὐσπλαχνία,
γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι,
κι ὅταν εἶναι πτωχοί, πάλ᾿ εἰς μικρὸν γενναῖοι,
πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε,
πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες,
πλὴν χωρὶς μίσος γιὰ τοὺς ψευδόμενους.

Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει ὅταν προβλέπουν,
καὶ πολλοὶ προβλέπουν,
πῶς ὁ Ἐφιάλτης θὰ φανεῖ στὸ τέλος,
κ᾿ οἱ Μῆδοι ἐπιτέλους θὰ διαβοῦνε.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Περιμένοντας τοὺς Βαρβάρους

– Τί περιμένουμε στὴν ἀγορὰ συναθροισμένοι;

- - - - - - - - - - - Εἶναι οἱ βάρβαροι νὰ φθάσουν σήμερα.

– Γιατί μέσα στὴν Σύγκλητο μιὰ τέτοια ἀπραξία;
Τί κάθοντ' οἱ Συγκλητικοὶ καὶ δὲν νομοθετοῦνε;

- - - - - - - - - - - Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα.
- - - - - - - - - - - Τί νόμους πιὰ θὰ κάμουν οἱ Συγκλητικοί;
- - - - - - - - - - - Οἱ βάρβαροι σὰν ἔλθουν θὰ νομοθετήσουν.

– Γιατί ὁ αὐτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
καὶ κάθεται στῆς πόλεως τὴν πιὸ μεγάλη πύλη
στὸν θρόνο ἐπάνω, ἐπίσημος, φορῶντας τὴν κορώνα;

- - - - - - - - - - - Γιατί οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα.
- - - - - - - - - - - Κι ὁ αὐτοκράτωρ περιμένει νὰ δεχθεῖ
- - - - - - - - - - - τὸν ἀρχηγό τους. Μάλιστα ἑτοίμασε
- - - - - - - - - - - γιὰ νὰ τὸν δώσει μὶα περγαμηνή. Ἐκεῖ
- - - - - - - - - - - τὸν ἔγραψε τίτλους πολλοὺς κι ὀνόματα.

– Γιατί οἱ δυό μας ὕπατοι κ' οἱ πραίτορες ἐβγῆκαν
σήμερα μὲ τὲς κόκκινες, τὲς κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν μὲ τόσους ἀμεθύστους,
καὶ δαχτυλίδια μὲ λαμπρὰ γυαλιστερὰ σμαράγδια·
γιατί νὰ πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ἀσήμια καὶ μαλάματα ἔκτακτα σκαλισμένα;

- - - - - - - - - - - Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα·
- - - - - - - - - - - καὶ τέτοια πράγματα θαμπώνουν τοὺς βαρβάρους.

– Γιατί κ' οἱ ἄξιοι ρήτορες δὲν ἔρχονται σὰν πάντα
νὰ βγάλουνε τοὺς λόγους τους, νὰ ποῦνε τὰ δικά τους;

- - - - - - - - - - - Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα·
- - - - - - - - - - - κι αὐτοὶ βαριοῦντ' εὐφράδειες καὶ δημηγορίες.

– Γιατί ν' ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτὴ ἡ ἀνησυχία
κ' ἡ σύγχυσις. (Τὰ πρόσωπα τί σοβαρά ποὺ ἐγίναν).
Γιατί ἀδειάζουν γρήγορα οἱ δρόμοι κ' οἱ πλατέες,
κι ὅλοι γυρνοῦν στὰ σπίτια τους πολὺ συλλογισμένοι;

- - - - - - - - - - - Γιατὶ ἐνύχτωσε κ' οἱ βάρβαροι δὲν ἦλθαν.
- - - - - - - - - - - Καὶ μερικοί ἔφθασαν ἀπ' τὰ σύνορα,
- - - - - - - - - - - καὶ εἴπανε πὼς βάρβαροι πιὰ δὲν ὑπάρχουν.

Καὶ τώρα τί θὰ γένουμε χωρὶς βαρβάρους.
Οἱ ἀνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐπιθυμίες

Σὰν σώματα ὡραῖα νεκρῶν ποὺ δὲν ἐγέρασαν
καὶ τἄκλεισαν, μὲ δάκρυα, σὲ μαυσωλεῖο λαμπρό,
μὲ ρόδα στὸ κεφάλι καὶ στὰ πόδια γιασεμιά –
ἔτσ' ἡ ἐπιθυμίες μοιάζουν ποὺ ἐπέρασαν
χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν· χωρὶς ν' ἀξιωθεῖ καμμιὰ
τῆς ἡδονῆς μιὰ νύχτα, ἤ ἕνα πρωί της φεγγερό.


- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μονοτονία

Τὴν μιὰ μονότονην ἡμέραν ἄλλη
μονότονη, ἀπαράλλακτη ἀκολουθεῖ. Θὰ γίνουν
τὰ ἴδια πράγματα, θὰ ξαναγίνουν πάλι –
ἡ ὅμοιες στιγμὲς μᾶς βρίσκουνε καὶ μᾶς ἀφίνουν.

Μῆνας περνᾶ καὶ φέρνει ἄλλον μῆνα.
Αὐτὰ ποὺ ἔρχονται κανεὶς εὔκολα τὰ εἰκάζει·
εἶναι τὰ χθεσινὰ τὰ βαρετὰ ἐκεῖνα.
Καὶ καταντᾶ τὸ αὔριο πιὰ σὰν αὔριο νὰ μὴ μοιάζει.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ Πόλις

Εἶπες· «Θὰ πάγω σ' ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ' ἄλλη θάλασσα.
Μία πόλις ἄλλη θὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἀπ' αὐτή.
Κάθε προσπάθεια μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτὴ
κ' εἴν' ἡ καρδιά μου -σάν νεκρός- θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὥς πότε μές στὸν μαρασμὸν αὐτὸν θὰ μένει.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἄν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποὺ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα.»

Καινούργιους τόπους δὲν θὰ βρεῖς, δὲν θάβρεις ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθεῖ. Στοὺς δρόμους θὰ γύρνᾶς
τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾶς·
καὶ μὲς στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ' ἀσπρίζεις.
Πάντα στὴν Πόλι αὐτὴ θὰ φθάνεις. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ -μὴ ἐλπίζεις-
δὲν ἔχει πλοῖο γιά σὲ, δὲν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι ποὺ τή ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ' ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μάρτιαι Εἰδοὶ

Τὰ μεγαλεῖα νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή.
Καὶ τὲς φιλοδοξίες σου νὰ ὑπερνικήσεις
ἂν δὲν μπορεῖς, μὲ δισταγμό καὶ προφυλάξεις
νὰ τὲς ἀκολουθεῖς. Καὶ ὅσο ἐμπροστὰ προβαίνεις,
τόσο ἐξεταστικὴ, προσεκτικὴ νὰ εἶσαι.

Κι ὅταν θὰ φθάσεις στὴν ἀκμή σου, Καίσαρ πιά·
ἔτσι περιωνύμου ἀνθρώπου σχῆμα ὅταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σὰ βγεῖς στὸν δρόμον ἔξω,
ἐξουσιαστὴς περίβλεπτος μὲ συνοδεία,
ἂν τύχει καὶ πλησιάσει ἀπὸ τὸν ὄχλο
κανένας Ἀρτεμίδωρος, ποὺ φέρνει γράμμα,
καὶ λέγει βιαστικά «Διάβασε ἀμέσως τοῦτα,
εἶναι μεγάλα πράγματα ποὺ σ' ἐνδιαφέρουν»,
μὴ λείψεις νὰ σταθεῖς· μὴ λείψεις ν' ἀναβάλεις
κάθε ὁμιλίαν ἤ δουλειά· μὴ λείψεις τοὺς διαφόρους
ποὺ χαιρετοῦν καί προσκυνοῦν νὰ τοὺς παραμερίσεις
(τοὺς βλέπεις πιὸ ἀργά)· ἂς περιμένει ἀκόμη
κ' ἡ Σύγκλητος αὐτή, κ' εὐθὺς νὰ τὰ γνωρίσεις
τὰ σοβαρὰ γραφόμενα τοῦ Ἀρτεμιδώρου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἰωνικὸν

Γιατί τὰ σπάσαμε τ' ἀγάλματά των,
γιατί τοὺς διώξαμεν ἀπ' τοὺς ναούς των,
διόλου δὲν πέθαναν γι' αὐτό οἱ θεοί.
Ὤ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη,
σένα ἡ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη.
Σὰν ξημερώνει ἐπάνω σου πρωί αὐγουστιάτικο
τὴν ἀτμοσφαίρα σου περνᾶ σφρίγος ἀπ' τὴν ζωή των·
καὶ κάποτ' αἰθερία ἐφηβικὴ μορφὴ,
ἀόριστη, μὲ διάβα γρήγορο,
έπάνω άπὸ τοὺς λόφους σου περνᾶ.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἰθάκη

Σά βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νά ΄ναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους∙
νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά∙
σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.

Πάντα στὸν νοῦ σου νἄχεις τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξεῖδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει∙
καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξεις στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκῶντας πλούτη νὰ σὲ δώσει ἡ Ἰθάκη.
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξεῖδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες οἱ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀπ’ τὲς ἐννιὰ

Δώδεκα καὶ μισή. Γρήγορα πέρασεν ἡ ὥρα
ἀπ' τὲς ἐννιὰ ποὺ ἄναψα τὴν λάμπα,
καὶ κάθισα ἐδῶ. Κάθουμουν χωρὶς νὰ διαβάζω,
καὶ χωρὶς νὰ μιλῶ. Μέ ποιόνα νὰ μιλήσω
κατάμονος μέσα στὸ σπίτι αὐτό.

Τὸ εἴδωλον τοῦ νέου σώματός μου,
ἀπ' τὲς ἐννιὰ ποὺ ἄναψα τὴν λάμπα,
ἦλθε καὶ μὲ ηὖρε καὶ μὲ θύμισε
κλειστὲς κάμαρες ἀρωματισμένες,
καὶ περασμένην ἡδονή
τί τολμηρὴ ἡδονή!
Κ' ἐπίσης μ' ἔφερε στὰ μάτια ἐμπρός,
δρόμους ποὺ τώρα ἔγιναν ἀγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι ποὺ τέλεψαν,
καὶ θέατρα καὶ καφενεῖα ποὺ ἦσαν μιὰ φορά.

Τὸ εἴδωλον τοῦ νέου σώματός μου
ἦλθε καὶ μ'ἔφερε καὶ τὰ λυπητερά∙
πένθη τῆς οἰκογένειας, χωρισμοί,
αἰσθήματα δικῶν μου, αἰσθήματα
τῶν πεθαμένων τόσο λίγο ἐκτιμηθέντα.

Δώδεκα καὶ μισή. Πῶς πέρασεν ἡ ὥρα.
Δώδεκα καὶ μισή.
Πῶς πέρασεν τὰ χρόνια.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τοῦ Πλοίου

Τὸν μοιάζει βέβαια ἡ μικρὴ αὐτή,
μὲ τὸ μολύβι ἀπεικόνισίς του.

Γρήγορα καμωμένη, στὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου·
ἕνα μαγευτικὸ ἀπόγευμα.
Τὸ Ἰόνιον Πέλαγος ὁλόγυρά μας.

Τὸν μοιάζει. Ὅμως τὸν θυμοῦμαι σὰν πιὸ ἔμορφο.
Μέχρι παθήσεως ἦταν αἰσθητικός,
κι αὐτὸ ἐφώτιζε τὴν ἔκφρασί του.
Πιὸ ἔμορφος μὲ φανερώνεται
τώρα ποὺ ἡ ψυχή μου τὸν ἀνακαλεῖ, ἀπ' τὸν Καιρό.

Ἀπ' τὸν Καιρό. Εἴν' ὄλ' αὐτὰ τὰ πράγματα πολὺ παληά –
τὸ σκίτσο, καὶ τὸ πλοῖο, καὶ τὸ ἀπόγεyμα.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὑπὲρ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας πολεμήσαντες

Ἀνδρεῖοι σεῖς ποὺ πολεμήσατε καὶ πέσατ᾿ εὐκλεῶς
·
τοὺς πανταχοῦ νικήσαντας μὴ φοβηθέντες.
Ἄμωμοι σεῖς, ἂν ἔπταισαν ὁ Διαῖος κι ὁ Κριτόλαος.
Ὅταν θὰ θέλουν οἱ Ἕλληνες νὰ καυχηθοῦν,
«Τέτοιους βγάζει τὸ ἔθνος μας» θὰ λένε
γιὰ σᾶς. Ἔτσι θαυμάσιος θἆναι ὁ ἔπαινός σας.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Παλαιόθεν Ἑλληνὶς

Καυχιέται ἡ Ἀντιόχεια ----- γιὰ τὰ λαμπρά της κτήρια,
καὶ τοὺς ὡραίους της δρόμους∙
---- γιὰ τὴν περὶ αὐτὴν
θαυμάσιαν ἐξοχήν,
---- καὶ γιὰ τὸ μέγα πλῆθος
τῶν ἐν αὐτῆ κατοίκων.
----- Καυχιέται ποὺ εἶν’ ἡ ἕδρα
ἐνδόξων βασιλέων∙
---- καὶ γιὰ τοὺς καλλιτέχνας
καὶ τοὺς σοφοὺς ποὺ ἔχει,
---- καὶ γιὰ τοὺς βαθυπλούτους
καὶ γνωστικοὺς ἐμπόρους.
--- Μιὰ πιὸ πολὺ ἀσυγκρίτως
ἀπ’ ὅλα, ἡ Ἀντιόχεια
------ καυχιέται ποὺ εἶναι πόλις
παλαιόθεν ἑλληνίς∙
---- τοῦ Ἄργους συγγενής:
ἀπ’ τὴν Ἰώνη ποὺ
------- ἱδρύθη ὑπὸ Ἀργείων
ἀποίκων πρὸς τιμὴν
----- τῆς κόρης τοῦ Ἰνάχου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες –
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς
τοὺς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως,
οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.


- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης

Ἄρεσε γενικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
τὲς δέκα μέρες ποὺ διέμεινεν αὐτοῦ,
ὁ ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἀριστομένης, υἱός τοῦ Μενελάου.
Ὡς τ' ὄνομά του, κ' ἡ περιβολή, κοσμίως, ἑλληνική.
Δέχονταν εὐχαρίστως τὲς τιμές, ἀλλὰ
δὲν τὲς ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.
Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,
ἰδίως ἱστορικὰ καὶ φιλοσοφικά.
Πρὸ πάντων δὲ ἄνθρωπος λιγομίλητος.
Θἆταν βαθὺς στὲς σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οἱ τέτοιοι τὄχουν φυσικὸ νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.

Μήτε βαθὺς στὲς σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σὰν τοὺς Ἕλληνας,
ἔμαθ' ἐπάνω, κάτω σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·
κ' ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μὴ τυχὸν
χαλάσει τὴν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλῶντας μὲ βαρβαρισμοὺς δεινοὺς τὰ ἑλληνικά,
κ' οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό,
ὡς εἶναι τὸ συνήθειο τους, οἱ ἀπαίσιοι.

Γι' αὐτὸ καὶ περιορίζονταν σὲ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μὲ δέος τὲς κλίσεις καὶ τὴν προφορά·
κ' ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.