- Νικηφόρος Βρεττάκος (α)

--> Σελὶς 0, [1]

Περιφρόνηση

Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.

Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἵερὴ μνήμη

Ἤθελα, πρὶν μὲς στ’ ἄπειρο σιωπήσω
στὸ αἰώνιο φῶς δυὸ στίχων νὰ σὲ κλείσω.
Κι ὅταν οἱ αἰῶνες που ἔρχονται ἀλλοιοῦν
καὶ μηδενίζουν τὰ ὅσα βλέπεις μπρός σου,
φύλακες μπρὸς στὸν ἥλιο ν’ ἀγρυπνοῦν
καὶ μὲ ὑψωμένες λόγχες νὰ φρουροῦν
δυὸ στίχοι μου τὸν τάφο τὸν δικό σου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μεταρσίωση

Τὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰ θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε κι ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰ θάλασσα.

Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.

Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κ’ εἶμαι σὰν μιὰν ἀπέραντη, πλατιὰ, γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Προσευχὴ

Κύριε, ποῦ στέλνεις τὴ βροχὴ στοὺς σπόρους
καὶ τὸν ἥλιο στὴ μήτρα τῆς μητέρας,
πο ἀποκρίνεσαι στο βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ
μὲ τὸ οὐράνιο τόξο πάνω ἀπὸ τὴ χλόη,
πο ἀπὸ ψηλὰ εὐλογεῖς, μέρα καὶ νύχτα,
τῶν ἔναστρων ἀχτῶν τὴν ἀνανέωση
τὸ φῶς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μυριάδων
διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μὴν ἀκούσεις
ποτὲ τὸ βέλασμά μου!.. Ὅμως, Κύριέ μου,
τὴ δύση αὐτὴ μπορεῖς νὰ μοῦ στερήσεις
μ’ ὅποια σου δυστυχία;.. Τὰ δάκρυα τοῦτα
ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τά βάθη πιὸ γαλάζια
κι ἀπ’ τὶς πηγὲς τῆς Ἄνοιξης, μπορεῖς,
Κύριε, νὰ τὰ ἐμποδίσεις;
------------------------------- Κοίταξέ με,
πῶς ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τὶς τροχιὲς
τῶν τελευταίων πλασμάτων σου! Εἶναι μάταιο
νὰ μὲ κουράζεις πιότερο!..
------------------------------- Ἄφησέ με
μὲ ἥσυχη ἀναπνοὴ κάτω ἀπ’ τὸ κλῆμα
τῶν ἄστρων σου νὰ κλάψω.. Δὲ μπορῶ
Κύριέ μου, νὰ μισήσω! Ἀγάπησέ με!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τάκης Λιούμης
------------------- (σκοτώθηκε όμηρος στην Γερμανία)

Θὰ σοῦ στείλω μιὰ πράσινη ἐλπίδα
ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ ζωγράφισε ὁ φίλος μας ὁ Βικέντιος Βὰν Γκόγκ∙
θὰ σοῦ στείλω ἕνα ἄνθος τῆς ἀχλαδιᾶς
νὰ θυμηθεῖς πώς ὑπάρχουμε.
Πέντε χαλίκια τοῦ Ὑμηττου στὸ μαντήλι τοῦ χωρισμοῦ μας
πέντε σταγόνες ἀπ’ τὴ θάλασσα, δυὸ ἀχτίδες ἀπὸ τὸ φεγγάρι∙
θὰ σοῦ στείλω τὸν ἴσκιο τοῦ χεριοῦ μου ὅταν χαιρετᾶ
κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο τὴν ἀγαπημένη σου
νὰ θυμηθεῖς πώς ὑπάρχουμε.

Θὰ σοῦ στείλω μηνύματα, φωνές,
ἀπ’ τὰ τοπία ποὺ σ’ ἔθελγαν καὶ σὲ μεθοῦσαν
νὰ σὲ κάμω ν’ ἀκούσεις ἀμυδρὰ
τὸ κῦμα καὶ τὴν καλημέρα μου.

Νὰ σοῦ προξενήσω
ἕνα χαμόγελο.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ

Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου Εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.

Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἔτσι μᾶς μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.

Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι, Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι, Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἅη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενή.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουν ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο!
Ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνητὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο.
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο καὶ προχώρησες...

Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν Ἄνθρωπο!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Δίχως ἐσὲ

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια.

Δίχως ἐσὲ δὲ θ’ ἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του.

Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της∙ στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου

φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Γράμμα

Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα...

Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴν παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα. Ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα...
Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο ὁ κόσμος.
Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιο μου μή με λησμόνει! Εἶναι ἕνα
φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕναν πράσινο κῆπο του.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι...
Ἀνεβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο.
Κοντὰ στὴν καλοσύνη σου ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰν ἀνάσα μητέρας.
Κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.
Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι ποὺ τριγυρισμένη
ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργίτες γνέθει τὴν ἐλπίδα.
Βάλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί∙ μαζεύω
μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴ Λαμπρή.
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά, θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη.
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρωτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς; Νὰ ’ρθεῖς!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σοῦ στήνω μιὰ καλύβα

Σοῦ στήνω μιὰ καλύβα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς, ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,
μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς
στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ
στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἆχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυα μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κ᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κ᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
---------
-------------------------------------------------------- Ὡστόσο,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιο σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδυ μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδυ μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές...

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές – χιόνι, λουλούδια τοῦ ἔρωτα –
ἄσπρισαν ἀπ᾿ τὰ λόγια σου, γύρανε τὰ κλαδιά τους
γιόμισα τὸ μικρό μου κόρφο, πῆγα καὶ στὴ μάνα μου.

Κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ μάλωνε:

– Χτὲς σ᾿ ἔλουσα, χτὲς σ᾿ ἄλλαξα!.. Ποῦ γύριζες,
ποιὸς γιόμισε τὰ ροῦχα σου δάκρυα
καὶ νεραντζάνθια;

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐπιστροφὴ στὸ βουνὸ

Δὲ θὰ ξανάρθω πιὰ κοντά σου
νὰ μὴν ἀκούσεις τὸ ποτάμι
ποὺ μὲς στὸ στῆθος μου κυλᾷ.
Ἂν δεῖς τὸν ἥλιο νὰ σοῦ γνέφει
τὸν Ἕσπερο νὰ σὲ ρωτᾷ,
βάλε τὰ σπάρτα στὰ μαλλιά σου
τὶς μυγδαλιὲς στὴν ἀγκαλιά σου
κι᾿ ἔβγα νυφούλα στὰ βουνὰ!

Ἔβγα νυφούλα στὰ βουνά,
κι᾿ ἂν σὲ ρωτήσουνε τ᾿ ἀλάφια,
ἂν σὲ ρωτήσουν τὰ πουλιά,
πές τους: θὰ βγῶ μὲ τὸ φεγγάρι,
μὲ τρεῖς ἀγγέλους συντροφιά!
Διπλὸ γαρύφαλλο στ᾿ αὐτί μου,
ἡ μάνα μου καὶ τ᾿ ἄλογό μου,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κ᾿ ἑφτὰ παιδιά!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὁ πράσινος κῆπος

Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.


--> Σελὶς 0, [1]