- Νίκος Ἐγγονόπουλος (1910 - 1985)


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 1, [2], 3
Καφφενεῖα καὶ κομῆτες ὕστερα ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα

Οἱ ταξιδιῶτες ἦρθαν κι ἔφυγαν
κεκηρυγμένοι ἐχθροὶ τῆς ἴδιας λησμονιᾶς καὶ τοῦ ἴδιου πάθους
ὑλοτόμοι πάντα τοῦ ἴδιου πόθου
καὶ μπροστά τους ν’ ἀπλώνωνται ὅσο παίρνει τὸ μάτι κι ἡ καρδιά
τὰ ἴδια μαῦρα κουρελιασμένα σύννεφα
νὰ μπλέχουν στὰ κατάρτια τους
νὰ σκουριάζουνε τὶς ἄγκυρές τους
νὰν τοὺς σφυρᾶν κρυφά μὲσα στ’ αὐτί μὲ τὴ μπουροῦ
τὴν ἴδια ὀδύνη.

Λές ἕνα κίτρινο χρυσό
λαμπερό
νὰ βάψῃ αὐτὸ τὸ μαῦρο αἰσχρό καὶ θλιβερό τοπίο
ποὺ τὸ τρυποῦν σκληρά
τὰ νυσταγμὲνα φῶτα τῶν ἠλεκτρικῶν λαμπτὴρων
τὰ νυσταγμὲνα φῶτα μιᾶς ἀξιοδάκρυτης – ἰδανικής – πορνείας
καὶ τῆς ψωριάρικιας γκαμήλας τὸ νυσταλέο che vuoi?

Λές;

Σκέψου πὼς εἶν’ ἀδύνατο
πὼς εἶναι κι ἀπολύτως περιττό νὰ ξεφωνίσῃς καὶ νὰ πῇς
ὅλη τούτη τὴ φλόγα
ὅπου τρώει τὰ σωθικά σου
καὶ τὴν κρατᾶς
ἔ, σύ!
τὸσο καλά
τὸσο σφιχτά
τὸσο βαθειά φυλακισμὲνη
μὲσα σου.

Οἱ ταξιδιῶτες λὲς ἐφύγαν ἤρθανε
ἐλύσανε τὰ μάγια
λύσανε τὶς πριμάτσες
ποὺ τοὺς κρατοὺσανε δεμὲνους στὸ μουράγιο

δέν ἦταν
ἕνας χορός εὐγενικά θλιμμὲνος
ὅλες τοῦτες οἱ ἐξάρσεις τῶν νοσταλγῶν
ποὺ σβεῖ τὸ κῦμα
ὡς δαγκάνει λυσσαγμὲνο
τῶν πεύκων τῶν ἀναμαλλιάρικων τὸ δίχτυ,
τῶν πεύκων ποὺ ἐμεταμφιέστηκαν μόνο γι’ ἀπόψε
μόνο
γιὰ νὰ γενοῦν κομῆτες;

Ἕνα πουλί θαλασσινό τανύζει
τὰ φτερά του –
λέει:
«ἐσύ ’σαι
ὁ νέος προφήτης
μὲσα στὴν τὰφρο τῶν δικῶν σου λιονταριῶν».

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μπαλλάντα τῆς Ψηλῆς Σκάλας

Σὲ κάθε πόλη, συνήθιζε νὰ λέῃ ὁ ποιητὴς Ἀπολλιναίρ,
ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε καὶ μερικοὶ ἀθάνατοι.
Δυνατόν νὰ εἴσαστε σεῖς κύριε μεταξύ αὐτῶν ἤ ἀκόμα
κι ἐσεῖς κύριε. Δὲν ξέρω. Πάντως γιὰ ἕνα εἶμαι σὲ θέση νὰ
σᾶς βεβαιώσω: ὅτι ὑπάρχουν. Δὲν ἀποκλείεται ἐλάχιστοι.
Ὅμως ὑπάρχουν.


Ὁ Θεόφιλος κάποτες ἀνέβηκε
σὲ μιὰ ψηλή σκάλα
– αὐτόπτες μάρτυρες τὸ λέν –
ἴσως νὰ ζωγραφίσῃ μιὰν ἐπιγραφὴ
ἴσως ἀκόμη γιὰ νὰ συμπληρώσῃ
τὸ πάνω μέρος
μιᾶς συνθέσεώς του ἡρωικῆς.

Ἀλητὸπαιδες
– ἀλητὸπαιδες ποὺ μὲ τὸν καιρὸ
ὡς εἶναι φυσικὸ
ἀνδρωθήκανε καὶ γεράσαν
(δέν ἐνθυμούντανε πιά τίποτε)
κι' ἐπεθάναν
εὐυπόληπτοι καὶ
φιλήσυχοι ἀστοί –
ἀλητὸπαιδες ξαναλέω
γιὰ νὰ παίξουνε καὶ νὰ γελάσουν
ἐτραβήξανε
τὴν σκάλα τὴν ψηλή

κι' ὡς γκρεμοτσακιζόντανε
ἔντρομος
ὁ Θεόφιλος ἀπὸ τὰ ὕψη
ἐπρόσμεν' ἐλεεινός σακάτης
θέλεις κι' ἀκόμη
λιῶμα
στὸ χῶμα
νὰ βρεθῇ.

Ἀλλ' ὦ τοῦ θαύματος!
προσεγειώθη
ἀπόλυτα σῶος κι' ἀβλαβής
(πάντως κάτι σὰν νἄπαθε τὸ ἕνα του πόδι
χώλαινε ἐλαφρυὰ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς)

μὰ ναί σᾶς λέω
ἀκέργιος
ἀπ' τὴν κορφή ὣς τὰ νύχια
ἀπὸ τὴν πτώση
μόνο ποὺ τὰ σεμνά φορέματά του
εἶχαν γενεῖ χρυσά ὡσὰν τὸν Ἥλιο
τὸ πρόσωπό του
σὰν τὴ Σελήνη (ἤτανε λὲν χλωμός)
σὰν τὴ Σελήνη φωτεινό
– αὐτά τὰ δυό ἀστέρια
εἴθισται νὰ συνυπάρχουν
στὰ εἰκονίσματα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς.

Καὶ ἂν κατόπι ἐπῆγε νὰ κρυφτῇ στὴ Μυτιλήνη
εἴχ' ἔμπει στὴν ἀθανασία πιά
ἐπέπρωτο πλέον νὰ ὑπάρχη αἰώνια

ἀθάνατος
– πιθανόν μαζὶ μὲ τὸν ἀείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντὲ Κήρυκο
καὶ μὲ τὸν Μπεναρόγια –
ἀνὰμεσα σὲ τὸσους
καὶ τὸσους
καὶ τὸσους Βολιῶτες
ποὺ ἐζήσανε καὶ πρὶν
καὶ κατὰ τὴ διάρκεια
κι ὕστερα
ἀπὸ τοῦ
τραβήγματος τῆς ψηλῆς τῆς σκάλας
τὸν καιρό.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὁ Μυστικὸς Ποιητὴς

Ἡ σκιὰ τῆς λίμνης
ἁπλώνονταν μὲσ' στὸ δωμάτιο
καὶ κάτω ἀπὸ κάθε καρέκλα
κι' ἀκόμη κάτω ἀπ' τὸ τραπέζι
καὶ πίσω ἀπ' τὰ βιβλία
καὶ μὲσ' στὰ σκοτεινά βλέμματα
τῶν γύψινων προπλασμάτων
ἀκούγονταν σὰν ψίθυρος
τὸ τραγούδι τῆς
μυστικῆς ὀρχήστρας
τοῦ νεκροῦ ποιητῆ.

Καὶ τὸτε μπῆκε ἡ γυναῖκα ποὺ περίμενα
τὸσον καιρό
ὁλόγυμνη
μὲσ' στ' ἄσπρα ντυμένη
κάτω ἀπ' τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ τὰ μαλλιὰ λυμὲνα
μὲ κάτι μακρυά πράσινα χορτάρια μὲσα στὰ μάτια
ποὺ κυματίζανε ἀργά
ὡσὰν τὶς ὑποσχέσεις
ποὺ δὲν δοθήκανε ποτές
σὲ μακρυνές ἄγνωστες πόλεις
καὶ σ' ἄδεια
ἐρειπωμὲνα
ἐργοστὰσια.

Κι ἔλεγα νὰ χαθῶ κι' ἐγώ
σὰν τὸ νεκρὸ ποιητὴ
μὲσα στὰ μακρυά
μαλλιά της
μὲ κάτι λουλούδια
π' ἀνοίγουν τὸ
βράδυ
καὶ
κλείνουν
τὸ πρωὶ
μὲ κάτι ψάρια ξερά
ποὺ κρέμασαν
μ' ἕνα σπάγγο
ψηλά
στὴν καρβουναποθήκη.

Κι ἔτσι νὰ φύγω
μακρυά
ἀπ' τὴν ὀχλαγωγὴ
καὶ τὸ θόρυβο
τοῦ σκοπευτηρίου
νὰ φύγω μακρυά
μὲσ' στὰ σπασμὲνα
τζάμια
καὶ νὰ ζήσω
αἰώνια
πάνω στὸ ταβάνι
ἔχοντας ὅμως
πάντα
μὲσα στὰ μάτια
τὰ μυστικὰ τραγούδια
τῆς νεκρῆς ὀρχήστρας
τοῦ
ποιητῆ.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Πικασσὸ

Ὁ ταυρομάχος τώρα πλέον ζῆ στὴν Ἐλασσόνα
εἰς τὴ λιθόστρωτη πλατεῖα κάτω ἀπ’ τὰ πλατὰνια
κι ὁ καφφετζῆς ἀέναα πηγαινοέρχεται κι ἀνανεώνει
τὸν καφφὲ στὸ φλυτζάνι καὶ τὸν καπνὸ στὸν ἀργελὲ τοῦ ταυρομάχου
ὣς ὅτου νὰ περάσουνε νοσταλγικὰ
τῆς μέρας οἱ ὧρες
καὶ συναχτοῦν πουλιῶν μυριάδες
μὲσ’ στὶς πυκνές τὶς φυλλωσιές τῶν πλατανιῶνε
ὅπου σημαίνει πὼς ὁ ἥλιος δύει.

Τότε οἱ συνωμότες ἕνας-ἕνας γλυστρᾶνε στὸ σοκάκι
σιωπηλὰ ὡς πέφτει ἡ νύχτα καὶ βοηθᾶ τους
ἀπαρατὴρητοι νὰ συναχτοῦν κι αὐτοί σὰν
τὰ πουλιὰ
ἐκεῖ ποὺ θέλουν
καὶ δάκρυα βαρειά κυλοῦν ἀπὸ τὰ δόλια τους τὰ μάτια.

Καὶ ἡ μητέρα ὅπου ζητεῖ ν’ ἀναχαιτὶσῃ τοὺς φασίστες
μὲσα στὸ σκοτεινό δωμάτιο κεῖ ποὺ σιγομιλοῦν οἱ συνωμότες
καὶ κρέμονται ἀπ’ τὸ ταβάνι πιπεριές γιὰ νὰ στεγνώνουν
μὲ τὰ ροζιάρικα τὰ χέρια ποὺ τὰ κοσμοῦν ροδάρια
βγάζει τῆς λάμπας τὸ γυαλὶ καὶ τὴν ἀνὰφτει
καὶ τὰ ροζιάρικα πάλι τὰ χέρια ποὺ τὰ λερῶσαν τὰ πετρέλαια
ἥσυχα ἥσυχα τὰ σφουγγίζει στὴν ποδιά της

καὶ καθὼς εἴπαμε ὅτι ποθεῖ ν’ ἀναχαιτὶσῃ τοὺς φονιάδες
παίρν’ ἡ γριὰ τὴ λάμπα ἀπ’ τὸ τραπέζι
κι ἀνοίγει τὸ παράθυρο μὲ βιάση
κι ὄξω τεντώνει
– μὲσ’ στὴ νύχτα –
τὴ χερούκλα ποὺ κρατᾶ τὴ λάμπα.

Γριά μάνα! τῆς φωνὰζουν
ποῦ τὴν πᾶς τη λάμπα;
Ὅμως μὲσ’ στὰ χωράφια τῆς Ἀβίλας δές σαλέψαν
ὕποπτες σκιὲς μ’ αὐτὸματα στὴν ἀμασκάλη
κι ὡς ἀπὸ μακρυὰ ἐφάνταζε σὰν ἄστρο
τὸ φῶς ποὺ εἶχε βγαλθῇ στὸ παραθύρι
ἄρχισαν λίγο-λίγο ν’ ἀντηχοῦν κιθάρες

κι οἱ γύφτισσες ἐπιάσαν νὰ χορεύουν
μὲ τὶς ὡραῖες λαγόνες καὶ τὰ πολύχρωμα ἀνεμιζούμενα πλατειά φουστὰνια
ἐνῶ ἀπ’ τὰ θερμὰ βαμμὲνα στὸματά τους ἴδια κραυγές πόνου
ἐξέφευγαν τοῦ τραγουδιοῦ τὰ λόγια:
θὰ σοῦ πῶ τὴ μοναξιά μου μὲ τὸ Soleares

κι οἱ majos λυσσάγαν πάνω στὶς κιθάρες
καὶ τὰ φασιστικὰ καθάρματα πολυβολούσανε τὰ πλήθη
κι αὐτές μὲ τὰ μεταξωτά γοβάκια τους
μὲ τὰ ψηλά τακούνια –
χάμω, πάνω στὸ καρντερίμι, τσαλαπατοῦσαν τὴν καρδιά μου.

Τὸτες ἐγίνηκε ποὺ νὰ σοῦ φύγῃ τὸ καφάσι
σὰν ἕνας ταῦρος κοκκινότριχος πετὰχτηκε στὴ μέση
φλόγες καθὼς τοῦ βγαίνανε ἀπ’ τὰ ρουθούνια
κι οἱ μπαντερίλλιες τοῦ βελονίαζαν ὀδυνηρά τὸ σβέρκο καὶ τὴν πλάτη.

Κι ἄρχισε ’δῶ καὶ κεῖ νὰ κουτουλάῃ
νὰ ξεκοιλιάζῃ
νὰ λιανίζῃ σάρκες μὲ τὰ κέρατά του
ψηλά στὸν ἀέρα νὰ τινὰζῃ
ὅσους χτυποῦσε
καὶ νὰ σωριάζωνται βουνό κουφάρια ἕνα γύρο
ἀλόγων ἄνθρωπων
μὲσ’ σὲ ποτάμια αἷμα.

– τὸ σβέρκο καὶ τὴ ράχη τοῦ ὀδυνηρά ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες –

κι οἱ κόρες μὲ τοὺς ὡραίους μαστοὺς ἀνὰσκελα ἐξαπλωθῆκαν χάμω
καὶ μὲσ’ στὰ ὡραία μάτια τους δύανε
κι ἀνατέλλαν
ἥλιοι.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σύντομος βιογραφία τοῦ ποιητοῦ Kωνσταντίνου Kαβάφη
(καὶ τοῦ καθενός μας ἄλλωστε…)

- - - - - - ...δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.

Νταλγκαδιασμένος καὶ βαρὺς
γυρνάει τὰ στενορρύμια
τῆς πολιτείας τῆς ἄχαρης
ποὺ τρώει τὰ σωθικά του.

Σ' αὐτήν ἐδῶ γεννήθηκε
σ' αὐτή θε ν' ἀποθάνῃ
ἐδῶ πίκρες τὸν πότισαν κρουνηδόν.

Ἐδῶ τὸν βασανίσαν∙
μόνος του
πίστεψε – φορές –
πὼς τὴ χαρὰν εὑρῆκε σπανίως.

Κάποτε θέλησε κι' αὐτός
κάπου μακρυά να φύγῃ
μὰ ἐκατέβη στὸ γιαλὸ
καὶ δὲν εἶχε καράβι.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ Ὕδρα τῶν πουλιῶν

Μακρυνὲς συναυλίες, ὀπάλινες σπίθες, τοῦ πρώτου σπιτιοῦ μας μέσ’ στὴ λαύρα τοῦ θέρους,
Στῆς Γῆς τοῦ Πυρός τὴν ἀέναη θήρα, στοὺς κάμπους, στὰ δάση, στὰ οὐράνια,
Θ’ ἀσπασθῶ ἀπαλά τῆς εἰκόνος τὰ χείλη, θὰ χαρίσω ἐλπίδες σ’ ἀχιβάδες καὶ κάστρα
Ποὺ βουβά παραστέκουν σ’ ὄσ’ ἀγγίζουν οἱ Μοῖρες, κι ὅταν δύουν στὰ πεῦκα τῶν εἰδώλων
- - - - -φεγγίτες
Αὐλακώνουν μ’ ἀλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπεῖες,
Θεωρίες σεπτές μυστικῶν δεινοσαύρων, στῶν νερῶν τὶς πλεκτάνες ποὺ τὰ ζώσανε κύκνοι,
Μαῦροι κύκνοι, γαλάζιοι, ὅλο ἰδέα, καὶ πόθο ποὺ λὲς πάει νὰ σβύσῃ κι ἀποτόμως γυρεύει
Ν’ ἀνεβῇ πιό ψηλά, νὰ γκρεμίσῃ, νὰ σπάσῃ, παραθύρια ν’ ἀνοίξῃ, νὰ φωνάξω, νὰ κλάψῃ,
Νὰ ρημάξω, ν’ ἀράξῃ, νὰ σκιστῇ, νὰ χαράξω στὸ χαλκὸ πιό βαθειά, πιό βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, τῶν μαλλιῶν της τή νύχτα, τοῦ στρατιώτου τὸ ὅπλο, τ’ ἀρβανίτικο χῶμα,
Κι ὅπου φτάσῃ, ἂν φτάσῃ, φαντασία μετάλλου, λόγια ποὺ εἶπα ἡ Πυθία σὲ ἀνύδρους ἐκτάσεις,
Τροπικούς καὶ πηγάδια θὰ διαβῇ, ὡς νὰ φέξῃ ἡ αὐγὴ ἡ πλανεύτρα μ’ ἄυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ ἀγοράσῃ κιθάρες ποὺ μοῦ πνίγουν τὰ μάτια, ὢς νὰ σύρω τὰ πέπλα ποὺ κρατᾶ ἡ σελήνη,
Στὴ μορφή μου νὰ δέση τὴ μορφή τῶν πουλιῶν.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Πολυξένη

Βρυκόλακες ἀλαλάζοντες καὶ σιδηροπαγεῖς αὖραι μοῦ ἔφεραν χτές, περὶ τὸ μεσονύκτιον, μεσουρανοῦντος τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τὸ μήνυμα τοῦ Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτη, τοῦ Isidore Ducasse καὶ τοῦ Παναγῆ τοῦ Κουταλιανοῦ. H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη! Μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἐπίστευα εἰς τὰ προφητικὰ ὁράματα τῶν τορναδόρων, πρόσμενα τοὺς χρησμούς τῶν ἀλλοφρόνων ἱππέων, προσδοκοῦσα τὰς μεταφυσικὰς ἐπεμβάσεις τῶν ἀγαλμάτων. Μὲ γαλήνευε ἡ ἰδέα τοῦ πτώματός μου. H μόνη μου χαρά ἤτανε οἱ πλόκαμοι τῶν μαλλιῶν της. Ἔσκυβα εὐλαβικά καὶ φιλοῦσα τὴν ἄκρια τῶν δακτύλων της. Παιδὶ ἀκόμα, στὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἔτρεχα ὡσὰν τρελλός νὰ προφτάσω νὰ κλέψω, πρὶν νυχτώσῃ, τὰ λησμονημένα σκιάχτρα μέσ' ἀπ' τὰ χωράφια. Καὶ ὅμως τὴν ἔχασα, μπορῶ νὰ πῶ μέσ' ἀπ' τὰ χέρια μου, ὡσὰν νὰ μὴν ἦταν ποτές παρὰ ἕνα ἀπατηλόν ὅραμα, παρὰ ἕνα κοινότατο σφυρί. Στὴ θέση της βρέθηκε μονάχα ἕνας καθρέπτης. Κι' ὅταν ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα σ' αὐτόν τὸν καθρέφτη, δέν εἴδ' ἄλλο τίποτες παρὰ μόνο δυό μικρά λιθάρια : τὸ ἕνα ἐλέγετο Πολυξένη, καὶ τὸ ἄλλο, Πολυξένη ἐπίσης.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τὸ παραμύθι τῆς Ωραίας τῶν μεγάλων πουλιῶν

Φόρεσε τὴ γύφτικη, τὴν τσίγκινη πανοπλία, κι' ἔγειρε, κι' ἐξαπλώθηκε πάνω στὸ νέο, τὸ λαμπρό καταπράσινο χορτὰρι, μέσα στὴ λεπτή θαλπωρή τοῦ ἀνοιξιάτικου μεσημεριοῦ. Κάτι ψίθυροι, ὅμως, ποὺ ἔρχουνταν ἀπ' ἔξω, δὲν τὸν ἀφίνανε νὰ μπῇ βαθειά στὴν ἡδονὴ τοῦ γλυκὰ γαλάζιου οὐρανοῦ, νὰ χαρῇ τὰ δυό μικρά ἄσπρα σύννεφα ποὺ ἀρμενίζανε μακρυά, στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα. Εἴτανε κεῖ καὶ δυὸ πανύψηλες ὡραῖες λεῦκες. Πραγματικά, ἐπὶ τοῦ βορεινοῦ τοίχου ὑπῆρχε βαρὺ παραπέτασμα ποὺ ἔκρυφτε πόρτα (δὲν εἴταν, ἄλλωστε, μυστικό). Σὲ λίγο ἡ πόρτα ἄνοιξε, τὸ παραπέτασμα ἀνεσύρθη, καὶ στὸ ἄνοιγμα ἐμφανίστηκε ἄνθρωπος τηβεννηφόρος. Ποῦ βρισκόμαστε; ἐρώτησε. O ποιητὴς ἐσηκώθηκε, πλησίασε τὸ φιλιστρίνι, κι' ἐνῶ μὲ τὸ δεξὶ χέρι χάιδευε τὴ χαίτη τοῦ λιονταριοῦ, ἔρριξε ὄξω μιὰ ματιά. Πλησιάζουμε, εἴταν ἀκριβῶς οἱ λέξεις ποὺ εἶπε, πλησιάζουμε στὴ Βηρυτό, κι ἀπὸτομα δίνει μιά, καὶ γυρνάει τὴ βρύση, κι' ἀνοίγουν οἱ κρουνοί, κι' ἀρχίζουν πιά τὰ νερὰ νὰ τρέχουνε, νὰ κατακλύζουν τὰ πάντα, ν' ἀνεβαίνουν ἀνησυχητικά. Τὸτε ὁρμᾶ, χουφτιάζει τοὒς μαστούς της, καὶ τὴν φιλᾶ παράφορα στὸ στὀμα. Μιά φλόγα αἰσθάνθηκε ξαφνικά ν' ἁπλώνεται στὰ σωθικά του, μιά πύρινη στεφάνη νὰ τὸν ζώνῃ στὰ νεφρά, ἐνῶ ἄρχιζε ἡ ἀνηλεής ἀνόρθωση τοῦ πέους. Aυτός ὁ φαλλός, μαρμάρινος, ἐστήθηκε σ' ἀκρογιάλι, κι' ἔρχουνταν ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας χοροὶ κοριτσιῶν, στεφανωμένα μὲ λουλούδια, καὶ τραγουδοῦσαν ἀγκαλιασμένες. Ἄλλες πιανόντουσαν ἀπ' τὰ χέρια καὶ κάμνανε κύκλους γύρω ἀπ' τὸ εἴδωλο, μὲ κάτι ἀργούς βηματισμούς, κι' ὅλο τὸ τραγούδι: ἀργό, καὶ σοβαρό, κι' εὐγενικό. Μιὰ κόρη ξεμάκρυνε ἀπ' τὸ χορό, γονάτισε χάμω, καὶ κούρδιζε τὸ γραμμόφωνο. O ποιητὴς, πάλι ἐκεῖ. Χλωμότερος κι' ἀπὸ τὴ Σελήνη, τῆς εἶπε.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -



- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 1, [2], 3