- Μανώλης Ἀλεξίου (α)
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, [1]
Τὸ λιμάνι μας
Τὸ λιμάνι τὸ δικό μας ἦταν ἀμμουδιά –
πᾶνε χρόνια – σὰν τὸ κῦμα μόνο ἐτραγουδοῦσε.
Κουρνιάζαν θαλασσοπούλια γύρω τὴ βραδιὰ
καὶ ψαρόβαρκες ἀράζαν, ὅταν ἐφυσοῦσε.
Σὲ φτωχὴ μιὰ ταβερνούλα, μὲς στὴν ἐρημιά,
στοὺς ψαράδες ἡ γαλήνη τὸ κρασὶ κερνοῦσε
καὶ παντοῦ ηταν ἁπλωμένη τόση ἀπανεμιά,
ποὺ ἡ ψυχή τους μὲ τὸ φλοῖσβο, θἄλεγες μεθοῦσε.
Τώρα πιὰ στὰ βρωμισμένα καὶ βαθιὰ νερὰ
ἡ ζωή τρυκιμιασμένη παραδέρνει.
Μαῦροι δράκοι τὰ καράβια στέκουν στὴ σειρὰ
καί καθένα δρόμο ἀφήνει , δρόμο παίρνει.
Λόγχες τὰ κατάρτια φτάνουν ὥς τὸν οὐρανὸ
καὶ ξερνοῦν οἱ τσιμινιέρες τὴν καπνιὰ ποὺ κλώθει.
Τὸ λιμάνι τὸ δικό μας εἶναι πιὰ στενό∙
δὲ χωρᾶνε γιὰ ν’ ἀράξουν ὅλοι μας οἱ πόθοι...
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Πρῶτα ἐσώπασε ἡ καρδιά μου...
Πρῶτα ἐσώπασε ἡ καρδιά μου κ’ ἔπειτα ἔκλεισαν τὰ χείλη,
τὰ τραγούδια σὰ λουλούδια μαραθῆκαν πρὶν ἀνθίσουν,
καὶ τὰ νιάτα μαραζῶσαν, τριαντάφυλλα τοῦ Ἀπρίλη,
πρὶν προκάμουνε νὰ ζήσουν.
Μόνος ἔμεινα κ’ ἡ νύχτα μὲ τραβάει στὴ συντροφιά της –
πάνω ἀπὸ τὸ ἀνήδονό μου τὸ κρεββάτι κρεμασμένη
κάποια εἰκόνα μοῦ θυμίζει μὲ νεκρή τὴν ὀμορφιά της
μιὰ κοπέλλα πεθαμένη.
Τὸ παράθυρο ἔχω κλείσει ποὺ κοιτοῦσε σ’ ἕναν κῆπο
καὶ τὴ θύρα δὲν ἀνοίγω νἄμπη ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου,
μὰ οὔτε κ’ ἔρχεται κανένας νὰ ρωτήση ἄν εἶμαι ἤ λείπω,
μήτε ἀκόμη στ’ ὄνειρό μου.
Μόνο θέλει νὰ ξεσπάση, σὰ λυγμὸς βαθιὰ κρυμμένος,
τὸ παράπονο ποὺ πνίγω στὴν περήφανη ντροπή μου
κάποιες ὧρες ὅταν τρέμω – τόσο ἀπ’ ὅλους ξεχασμένος –
καὶ τὴν ἴδια τὴ σιωπή μου.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τὰ δεσμὰ
Τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν
μᾶς πληγώνουνε τὰ χέρια –
κάτι ἀόρατα μαχαίρια
μᾶς κεντοῦν.
Τὸ κλειδί τῆς φυλακῆς
τὄχει ὁ χρόνος κ’ ἡ συνήθεια –
καὶ σὲ πάει στὸ δρόμο ἡ ἀλήθεια
τῆς σιωπῆς.
Πάντα ψάχνεις γιὰ νὰ βρῇς
τὴν ψυχή σου στὸ σκοτάδι,
μὰ τὴν χάνεις κάθε βράδυ
πιὸ νωρίς.
Κι ἂν ὑπάρχουν οὐρανοί –
θέ μου, πόσο μακρυά μας!
Κ’ εἶναι μόνο στὰ ὄνειρά μας
γαλανοί!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὑπάρχουν
Ὑπάρχουν στὸν ἀπέραντο κόσμο, σ’ αὐτὴ τὴ γῆ,
βουνοκορφὲς ἀπάτητες, ἄγρια παρθένα δάση,
θάλλασες ποὺ ἔχουν σκεπαστῆ μὲ ὁμίχλη καὶ σιγή,
ποὺ δὲ θὰ δῶ, ποὺ τἄχω χάσει.
Γιὰ ἐμὲ θὰ μείνουν ἄγνωστες, ὄνειρα μακρυνά,
οἱ πολιτεῖες ποὺ νοσταλγῶ, χαμένες Ἀτλαντίδες.
Γύρω πουλιὰ φασματικὰ πετοῦν στὰ σκοτεινὰ
κ’ οἱ τελευταῖες μου ἐλπίδες.
Μὰ τρέμω μήπως δίπλα μου, κοντά μου ἴσως πολύ,
κι ἂς μὴ τὴ βλέπω, βρίσκεται χρόνια καὶ τὴν ἀφήσω,
μιά ὕπαρξη ἁγνή, μια ἁπλὴ καρδιά, ποὺ σβήνει σιωπηλή,
χωρὶς νὰ τὴ γνωρίσω...
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τὸ παραθύρι ἄσε ἀνοιχτό...
Τὸ παραθύρι ἀσε ἀνοιχτό,
κι ὅλο τὸ πληχτικό σου σπίτι∙
ἄνοιξε ἀκόμη τὸ φεγγίτη
νἄμπῃ τὸ φῶς τὸ λιγοστό.
Στὰ μάτια σου ὅλη σου ἡ ψυχὴ
ν’ ἀνέβῃ κάνε, νὰ προφτάσῃ,
κι ἄσε τὸν ἥλιο νὰ χορτάσῃ,
προτοῦ νὰ μείνῃ μοναχή.
Θἄρθῃ ὁπου νάναι ἡ βραδιά,
σὰν ἐφιάλτης καὶ σὰ δέος
κι ὅσο κι ἂν θὲς νἆσαι γενναῖος,
μόνη θὰ φοβηθῇ ἡ καρδιά.
«Μέρα εἶναι κι αὔριο τοῦ Θεοῦ» –
ὤ, μὴ σοῦ ποῦν καὶ τὸ πιστέψῃς!
Ξανὰ ὅ,τι ζήσης μὴ γυρέψης –
φτερὸ στὸν ἄνεμο πουλιοῦ.
Δὲ θἄβρῃς αὔριο ὅ,τι ποθεῖς,
μὰ οὔτε ἴδια θὰ ποθῇς, σὰν τώρα∙
δὲν ξέρεις – ἔλα καὶ φεύγει ἡ ὥρα –
ἂν αὔριο θὰ ξημερωθῇς!
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Σατιρικὸ μοτίβο
...Καὶ τὸ διαζύγιο ἐχάρισε στὸ ζεῦγος εὐτυχία!..
Ὁ νόμος «ἐπεδίκασε» τὴν Καίτη στὴν μαμά,
τὸν Ντῖνο «ἐκράτησε» ὁ μπαμπάς – καὶ βρῆκαν ἡσυχία!
Τώρα σὰν ξένοι βλέπονται τυχαῖα στὸ σινεμά.
Σὲ μιὰ πανσιὸν ὁ κύριος, στὴν Κηφισιά ἡ κυρία,
μὲ τὴ «μικρή» στὸ Λύκειο τὸ «καημενάκι» ὁ Ντῖνος.
Ἔμαθε ὁ γιὸς τὴ μάνα του νὰ τὴ θεωρῇ «μιὰ ἀχρεία»,
κ’ ἡ κόρη τὸν πατέρα της νὰ τόνε βρίζῃ «κτῆνος».
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 0, [1]