- Δ. Ἰ. Ἀντωνίου (α)
--> Σελὶς 0, [1]
Οἱ κακοὶ ἔμποροι
Κύριε, ἄνθρωποι ἁπλοὶ
πουλούσαμε ὑφάσματα·
κι ἡ ψυχή μας
ἦταν τὸ ὕφασμα ποὺ δὲν τ' ἀγόρασε κανείς.
Τὴν τιμὴ δὲν κανονίζαμε ἀπ' τὴν οὔγια
ἡ πήχη καὶ τὰ ρούπια ἦταν σωστὰ·
τὰ ρετάλια δὲν τὰ δώσαμε μισοτιμῆς ποτέ –
ἡ ἁμαρτία μας!
Εἴχαμε μόνο ποιότητας πραμμάτεια.
Ἔφτανε στὴ ζωή μας μία στενὴ γωνιὰ –
πιάνουνε στὴ γῆ μας λίγο τόπο τὰ πολύτιμα.
Τώρα μὲ τὴν ἴδια πήχη ποὺ μετρήσαμε
μέτρησέ μας· Δέ μεγαλώσαμε τὸ ἐμπορικό μας.
Κύριε, σταθήκαμε ἔμποροι κακοί.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἀπό τίς Ἰνδίες
Μὴ λογαριάζεις παραπάνω – μὴν ἀντιστέκεσαι
μέ τὴ θύμηση τῶν περασμένων·
κάλεσε μόνο, γιὰ τὸ δρόμο τῆς ψυχῆς σου
τὸ πρωινό, δεκάξη χρονῶ σὰν ἤσουν,
στὸ νησί σου, ἕνα καλοκαίρι...
Βρῆκες σ’ ἑνὸς παλιοῦ σκρίνιου τὸ συρτάρι
κιτρινισμένα χαρτιὰ καὶ δυὸ κανοκιάλια
– θυμήσου... Ἡ θάλασσα ὕστερα ποὺ κοίταξες
στάθηκε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἀπόφασή σου.
... Κιτρινισμένα χαρτιἀ καὶ δυὸ κανοκιάλια,
ἡμερολόγια καραβιῶν, γράμματα τοῦ παπποῦ μου
ἀπὸ τὰ ξένα λιμάνια, στὴν γιαγιά μου ποὺ πέθανε τόσο νέα
– ὅλα τοῦτα μιὰ ἱστορία δακρυσμένη,
βυθισμένη σὲ τόσον ἀνθρώπινο πόνο
καὶ τόσο καραβίσιο κατράμι κι ἁλάτι... Ἀκόμη, ἦταν ἐτοῦτο
(ὥς ἐδῶ ἡ πρώτη ἀπόφαση):
νὰ διηγόμαστε τώρα, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄκρη τῆς γῆς
τὸ πρωινὸ ἐκεῖνο στὸ νησί μας,
ποὺ δέν ξεχάσαμε κι εἶν’ ἀφορμὴ
ποὺ εἴμαστε πάνω σὲ τοῦτο τὸ καράβι...
... Κι ἐμεῖς στέλνουμε γράμματα ἀπὸ τόσο μακρυά,
κ’ ἐμᾶς εἶναι βαρειὰ κι ἀσήκωτη ἡ ζωὴ
– ἕνας ἀγώνας καὶ μιὰ ἐγκαρτέρηση
στὴν πανάρχαια μοῖρα τῆς θάλασσας...
Ἀρχίσαμε νὰ ζοῦμε ξαγρυπνῶντας
μπροστὰ σ’ ἕνα ποτήρι
μ’ ἕνα κρίνο
– ἕνα μισοάνοιχτο κρίνο –
διψῶντας τὴ στιγμὴ ποὺ θἄνοιγε νὰ χαροῦμε
μέσα στὴ θερμὴ ἐκείνη νύχτα.
Τώρα παλίρροια κι ἄμπωτη μᾶς μετράει τὶς ὦρες
ποὺ τὶς ταξιδεύει
μιὰ ὁλόκληρη συλλογὴ γραμματοσήμων
κυνηγώντας ἐδῶ τὴν μπαλσαμωμένη πεῖρα τῶν βιβλίων
γι’ ἄνθη καὶ μακρυνὲς ἱστορίες,
ἀγαπῶντας ἔτσι
τὴ γιορτὴ τῆς παραλλαγῆς στὴν πλάση,
ὅπως σὲ δυὸ μάτια, ποὺ εἴχαμε τὴν προαίσθηση
πὼς θὰ συναντήσουμε
καὶ θὰ μᾶς κοιτάξουνε φοβισμένα [...]
Χαράζει...
Ἡ φτενὴ στεριὰ εἶναι πιὸ σκοτεινή ἀπὸ τὴ νύχτα·
νιώθω ν’ ἀναπνέει περισσότερο ὁ ἀέρας...
(Πέρασε πλάι ἀπὸ τὸ φιλιστρίνι μου
μιὰ σκιὰ...
Κύριε,
ποιός θὰ μᾶς πρόσεχε!
Ὅταν ὅλα – λίγο ἤ πολὺ εὐχαριστημένα
βρίσκουν τὸν ὕπνο,
ἐμεῖς, ἀχάριστοι, ἀγρυπνᾶμε
γκρινιάζοντας,
σ’ ἄνθη μόνο
ὁμολογῶντας χάρη...
Κύριε!
Καθένας ὑποφέρει χωριστά·
κι ὅπως λένε,
ἕνας παραλογισμὸς κάνει ὑποφερτὴ τὴ ζωή μας...)
Γράφοντας στὴν τύχη τῆς ἀκοῆς,
ποὺ ὑπάρχει σὰν τὴ φωνή μας:
περιμένοντας.
... Λοιπόν, ἀγρυπνῶ καθὼς σὲ συλλογίζομαι,
καὶ σοῦ γράφω ὄλ’ αὐτά,
ἐσένα,
ποὺ ὁ καπνὸς τοῦ καραβιοῦ
ταξιδεύοντας
μοῦ θύμισε τὰ μαλλιά σου.
--> Σελὶς 0, [1]