- Ζωὴ Καρέλλη (1901 - 1998)


Τοὺς πεθαμένους σκέπτομαι...

Τοὺς πεθαμένους σκέπτομαι βιαίως
ἐκείνους ποὺ πέθαναν δίχως νὰ θέλουν
νὰ τελειώσῃ ἡ ζωή τους, ἐκείνους
ποὺ νὰ ζήσουν ἤθελαν ἀκόμα
κι ὅμως ἔχασαν τὴ ζωή τους...

Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε μέσα μας.
Κρατοῦμε τὴ ζωή τους μέσα μας
ἀπήχηση ὀδυνηρή, βάρος
ἀπάνω στὴ ψυχὴ ἀπ’ τὸ σῶμα μας
ἡ ζωή τους, ποὺ τὴ φανταζόμαστε καλὴ
καὶ ξέρουμε πὼς δὲν τὴν ἔζησαν.
Γίνονται οἱ κινήσεις ποὺ δὲν ἔκαναν
μέρος τῆς ζωή μας, καὶ σταματοῦν…
Τὰ μάτια μας πασκίζουν
νὰ τοὺς κοιτάζουν – τί θὰ ἔκαναν,
θέλουν νὰ τοὺς ἰδοῦν… Ἔτσι τοὺς ἀγαποῦν…
Πασκίζουν νὰ μὴ λησμονήσουν τὶς κινήσεις
ποὺ οἱ πεθαμένοι θὰ ἔκαναν
– ὥσπου πιὰ λησμονοῦν…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Φόβος

Ψὲς ἐφοβήθηκα πολὺ τὸ θάνατο!..
Μὲς στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ψύχος,
ὅλες ἐκεῖνες οἱ πόρτες, ἀνοιχτές,
τὸν ἔφηναν ἐλεύθερον νἄρθῃ κοντά μου…
Τὸν προμηνοῦσε τὸ ψυχρὸ σκοτάδι…
Μονάχο ἦταν τὸ σῶμα μου καὶ φοβισμένο,
ποὺ φοβοῦνταν, δὲν μποροῦσε
μὲ τὴ ζωή του νὰ ἐπιβληθῇ,
δὲν πίστευε σ’ αὐτή…
Ἦταν πολλὰ τ’ ἀνοίγματα
καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προφυλαχτῇ∙
πολὺς ἐσχηματίζονταν ὁ θάνατος,
πολύμορφος, πλατύς, μεγάλος,
ἀόριστος, μὲ τὸ μεγάλο πρόσωπο,
σκληρός, ταχὺς καί ἀλαφρός…

…Ὅλες ἐκεῖνες οἱ πόρτες, ἀνοιχτὲς
ποὺ ἄφηναν τὸ σκοτάδι καὶ τὸ ψύχος
δυνατὸ νὰ προχωρῇ ἀπάνω μου!..
Συμμαζευόμουν μὲς στὸ φόβο μου,
μονάχος μου μ’ αὐτὸν βρισκόμουν –
κι ὁ θάνατος μποροῦσε ἐλεύθερα
νὰ προχωρήσῃ ἀπάνω μου,
ὅπως ἐφανταζόμουν πὼς τὸν ἔβλεπα,
χωρὶς καμμία θαλπωρὴ τριγύρω μου –
σκοτάδι ἀνεμπόδιστο κι ἀδέσμευτο!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τῆς συνέχειας

Ἐχτύπησε ξανά,
ἐσήμανε ξανά –
δὲν περιμένει ὁ θάνατος!..
Ἀπέξω ἀπ’ τὸ σῶμα μου
τὸ περιμένει ὁ θάνατος!..

Γρήγορα-γρήγορα φεύγουμε,
ἀπερχόμαστε, παρερχόμαστε!..
Κανένας, λοιπόν, δὲ θὰ μείνῃ
νὰ μαρτυρήσῃ;
Κανένας δὲν ἀπομένη νὰ πῇ
σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται,
κανένας μας δὲν θὰ πῇ
πόσο παιδευτήκαμε πῶς
νὰ κρατήσουμε τὴ ζωή;..
Πρέπει, λοιπόν, κι αὐτοὶ
νὰ τὸ μάθουν μονάχοι;..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς

Σὰν ὡραῖες γυναῖκες γυμνὲς
τοῦτες οἱ μέρες οἱ καλοκαιρινὲς
ὑπάρχουν μὲ τὴ στιλπνότητα
τῶν λαμπρῶν σωμάτων,
μὲ τὴν ἔκθαμβη προσφορά τῶν,
μὲ τὴν ἔντονη περηφάνεια,
μ’ ἐκείνη τὴ σταθερότητα
που ἔχουν οἱ γυναῖκες
ὅταν εἰν’ ὡραῖες,
πολὐ βέβαιες γιἀ τἠν ἐμορφιά τῶν,
τόσο ποὺ μένουν ἔξαφνα
σκεφτικές, ὅμως, ἀτάραχες,
γεμᾶτες προσμονὴ στέκονται,
μ’ ὑπομονὴ γνωρίζουν,
γνωρίζουν νὰ περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια τὴν ἡδονή
τοῦ ἑαυτοῦ των…
- - - - ---- - - - - - -Ἔτσι
οἱ ἔντονες τοῦ καλοκαιριοῦ μέρες
φαίνονται ἀκέριες –
- - - - - - ---- - - - -καθώς
τὶς περιβάλλουν νύχτες ἐξαίσιες,
μὲ πολὺν ἔρωτα, μυστικόν…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Φαντασία τοῦ ἐγὼ

Κάποτε τὰ βήματα τοῦ χρόνου
παύουν – καὶ τότε ἡ σιωπή
γίνεται πότε φοβερή κι ἀπαίσια
σκοτάδι γεμάτη ἔννοια
πυκνὴ ἀναπότρεπτη μοῖρα
πότε ξανοίγει, φαίνεται,
φανερώνεται οὐσία φωτὸς
ἄπειρη, καθαρώτατη, διάφανη
τόσο ἐλαφριά, ἐλαφρότατη
ποὺ δὲν μπορεῖς
οὔτ’ αὐτοῦ νὰ σταθῇς
καθὼς φέγγεις φέγγεσαι
ἔξαφνα ὀξύτατα
καίεσαι ἀπὸ φῶς
τὴ στιγμὴ τῆς ἡσυχίας,
τῆς παύσης τοῦ χρόνου,
κ’ ἡ φεγγερή σιωπή περιμένει,
στέκεται ὁ χρόνος καὶ περιμένει,
γιὰ νὰ ἐξαφανιστῇς!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ ἀρχὴ

Ἡ ἀρχὴ φαίνεται
ἀμυχὴ στὸ στερέωμα τοῦ χρόνου
νομίζεις ὅτι θὰ περάσῃς
νομίζεις ὅτι θὰ περάσῃ,
ἤ ὅτι ὁ χρόνος γύρω σου περνάει
μὲ ποικίλα τοπεῖα καὶ βλέψεις…
Ὄχι∙ ἡ πληγὴ ποὺ πλαταίνει
μέσα σου γίνεται καὶ σὲ κατατρώγει
ἀφαίρεση δίχως πραγματικότητα.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μοναξιὰ


Πού θὰ πᾶμε, ψυχή, μ’ ὅλη τούτη
τὴν ἐξορία ποὺ μέσα φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας – κ’ ἡ μοναξιά
ἔγινε τόσο παράξενη, ποὺ εἶναι ἴδια
μὲ τὴ συντροφιά τῶν πολλῶν ἀνθρώπων.
Μιλᾶς καὶ σωπαίνεις, καὶ τὰ πράγματα
μένουν ἀδιάλλαχτα, σὰ νὰ μήν ὑπάρχῃ
θέληση καμμιά νὰ τὰ κυβερνήσῃ…
Ἀστειότερες οἱ θλιβερές προσπάθειες
– γιατί τόση ἀπαισιοδοξία;.. Σὰν τὸ τίποτα
νὰ μεγάλωσε, νὰ φούσκωσε ἀλλόκοτα
δείχνει ἕνα πρόσωπο παράφωρο, δίχως μορφὴ
ἕτοιμο νὰ σκάςῃ, νὰ βγάλῃ ἀπ’ τὸ νοῦ
ὅλα τὰ πλήθη ποὺ τὸ κρατοῦν
καὶ τώρα διασπῶνται – σὰν τὸ τίποτα
νὰ γίνετ’ ἕνα μυρμήγκιασμα.
Ἆ, τί ἀθλιότητες περιέχουν
τὰ μάτια τῆς μοναξιᾶς!..

Φύγετε τόσο μακρυά,
ποὺ ποτέ νὰ μὴ συναντήσετε πιά
τὴ μονάχην εἰκόνα σας
καθὼς φαίνεται σήμερα: ὁλόκληρη!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Χαλκογραφία

Οἱ Ἀπελπισίες οἱ λιγνὲς γελοῦν φχαριστημένες
γιατι ἔχωσαν τὸ δάχτυλο τῆς δοκιμῆς
ὥς μέσα – πολὺ μέσα στὸν ἑαυτό μου.
Καὶ τώρα κάθονται σὰ χορτασμένες
νωθρὲς γυναῖκες ποὺ κοιτάζουν
μ’ ἀδιαφορία πὼς γυρεύω ἀνώφελα
πάνω στὸ σῶμα μου
νὰ βρῶ κάποια βοήθεια…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὡραῖα μαλλιά…

…Ὡραῖα μαλλιά
ἀπ’ τὶς πολὺ νέες γυναῖκες
στόλισμα πλούσιο, κόμη ἁπαλὴ
καὶ ζωντανὴ μὲ τὴν ἰδιαίτερη ζωὴ
ὅπως εἶναι τὰ φυλλώματα στὰ δέντρα
ποὺ ψιθυρίζουν τραγούδια δικά τους
γιὰ νὰ μεθοῦν ἀπὸ ἡδονὴ
οἱ σιωπηλοί ἀλύγιστοι κορμοί…

…Ἔτσ’ οἱ γυναῖκες κάποτε,
σπανίως ὅμως,
ὅταν μποροῦν νὰ καταλάβουν,
αἰσθάνονται τὴν ἐμορφιά
ἀπ’ τὰ κυματιστά μαλλιά τους
τὴν ἀκοῦν καὶ χαίρονται
μὲ ἁπλότητα…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡδυπάθεια

Στὸ χέρι κρατοῦσε ἕνα ρόδι ἀνοιγμένο
ἕνα ρόδο πολὺ ἀνοιχτό.
Στὸ πρόσωπό της εἶχε τὸ στόμα
μισανοιχτό καὶ τὰ χείλη ἀνοῖγαν
στὴ θήκη γεμάτη χυμὸ
τῶν δοντιῶν τὰ ρόδινα οὖλα
ἔφεγγαν, κοκκίνιζαν δίχως ντροπή,
ὅπως τὸ σπασμένο ρόδι τ’ ἀνοιχτό ρόδο!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὄνειρο

Ἕνα μεταξένιο μαγνάδι, ἀκαθόριστο,
ἔπεφτε κάπως βαρύ, βαρύτατο ὕστερα…
Γύρευα τὴν ἀρχή του μὲ τὸ χέρι,
τὴν κάθετη οὔγια∙ καὶ τὸ χέρι μου
χώθηκε στὸ βαρὺ ἀδιέξοδο ὕφασμα.
Τόσο σὲ τοῦτο τὸ ἐμπόδιο
ὕλη πηχτή! Οἱ πτυχές πυκνώνουν.
Κάποιο μαχαίρι ζητοῦσα γιὰ ν’ ἀνοίξω
τὴ δίοδο.
Γιατὶ τοῦτο τὸ ὕφασμα
κολλάει πολὺ πάνω στὸ σῶμα
τυλίγει τὴ ζωή μου,
δὲν φεύγει ἀπὸ πάνω μου.
Κάποιο μαχαίρι γιὰ νὰ κοποῦν
οἱ συνήθειες, τὰ ὕπουλα μάγια,
ποὺ φαίνονται τόσο πολύτιμα,
ἴσως ὡραῖα, κ’ εἴν’ ἀδυσώπητα.
Ὅμως ἡ λεπίδα καθὼς ἐλπίδα
πῆγε νὰ σκίσῃ τὸ τύλιγμα
τὸ πλεγμένο ἀπάνω μου πλέγμα
ἐμπόδιο βρῆκε τοῦ σώματός μου
τὴν ψυχὴ καὶ πόνεσ’ ἐπώδυνα
ἡ τομὴ ποὺ ἔκανα, πολύ!
Γιὰ νὰ φύγω ἔσκισα τὸ ντυμένο
κορμί μου – γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ κεῖ.
Πέρ’ ἀπ’ τῆς συνήθειας τὸ ἔνδυμα
καθὼς καίρια εἶχε χτυπηθῆ
νόμισα πὼς θὰ πέθαινα…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐργάτης στὰ ἐργαστήρια τοῦ χρόνου

Καθὼς ἐργάζονταν τὸ σχῆμα,
ἐργάτης σὲ ὑαλουργεῖο,
κατάλαβε πολὺ καλὰ τὸν ἔρωτα
γιὰ τὴν ὕλη,
ὅπου φυσοῦσε τὴν πνοή του.
Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
φίλντισι, πολύτιμο ἐλεφαντοκόκκαλο
ἤ ὀπάλι μὲ χρώματα ὁμίχλης
πρὸς τὸ κυανό.
Ὄλ' αὐτὰ ὕλη, ποὺ γινόταν σχῆμα,
σχῆμα ἐρωτικό, γιὰ ὅ,τι ὑπάρχει
μὲς στὸ χρόνο.

Τὸ σχῆμα, δοχεῖο τοῦ χρόνου,
ἐρωτικὸ τὸν περιέβαλε,
προσφορὰ στὸ χρόνο,
προσδοκία καὶ δέξιμο μαζί,
ἀγκάλιασμα στοῦ χρόνου τὴ μορφή,
τὸ σχῆμα ποὺ σχημάτιζε εἰδικό,
δικῆς του σημασίας,
δική του φαντασία.

Ὅμως καθὼς τὸ σχῆμα ἔψαυε
τελειωμένο, ὕστερα, τὸ ὑλικό του χέρι,
κατάλαβε τοῦ χρόνου τὴν ὑλικότητα·
καθὼς τὸ χέρι τὸ δικό του
καὶ τὸ σχῆμα μαζί,
καὶ τὸ πολύτιμο ἐρωτικὸ ὑλικὸ
γινόταν διάφανη ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ὅλα μαζί.
Ἰδίως ὁ ἑαυτός του.