- Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος (1901 - 1975)


Ὑψικάμινος

Κλωστήριον νυκτερινῆς ἀνάπαυλας

Εἴμεθα ὅλοι ἐντός τοῦ μέλλοντός μας. Ὅταν τραγουδᾶμε τραγουδᾶμε ἐμπρός στοὺς ἐκφραστικούς πίνακες τῶν ζωγράφων ὅταν σκύβουμε ἐμπρός στὰ ἄχυρα μιᾶς καμμένης πόλεως ὅταν προσεταιριζόμεθα τὴν ψιχάλα τοῦ ρίγους εἴμεθα ὅλοι ἐντός τοῦ μέλλοντός μας γιατὶ ὅ,τι και ἂν ἐπιδιώξουμε δέν εἰναι δυνατόν νὰ ποῦμε ὄχι νὰ ποῦμε ναί χωρίς τὸ μέλλον τοῦ προορισμοῦ μας ὅπως μιὰ γυναῖκα δέν μπορεῖ νὰ κάμῃ τίποτε χωρίς τὴν πυρκαγιά ποὺ κλείνει μέσα στὴ στάχτη τῶν ποδιῶν της.Ὅσοι τὴν εἶδαν δέν στάθηκαν νὰ ἐνατενίσουν οὔτε τὰ συστρεφόμενα κηπάρια οὔτε τὴν εὐωχία τῶν μαλλιῶν ποὺ λατρεύτηκαν οὔτε τὰ σουραύλια τῶν ἐργαστηριακῶν μεταγγίσεων ἀπὸ μιὰ χώρα σὲ φλέβες κόλπου θερμοῦ προστατευομένου ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καὶ τὰ μελτέμια τῆς κυανῆς ἀνταύγειας λιγυρῶν παρθένων.Εἴμεθα ὅλοι ἐντός τοῦ μέλλοντος μιᾶς πολυσύνθετης σημαίας ποὺ κρατεῖ τοὺς ἐχθρικοὺς στόλους ἐμπρός στὰ τείχη τῆς καρδιᾶς μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιοῦντες ἐνδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς νὰ νοηθῇ τὸ ἀντικείμενον τῆς πάλης. Στιγμιότυπα μᾶς ἀπέδειξαν τὴν ὀρθότητα τῆς πορείας μας πρὸς τὸν προπονητήν τοῦ ἰδίου φαντάσματος τῆς προελεύσεως τῶν ὀνείρων καὶ τοῦ καθενός κατοίκου τῆς καρδιᾶς μιᾶς παμπαλαίας πόλης. Ὅταν ἐξαντληθοῦν τὰ χρονικά μας θὰ φανοῦμε γυμνότεροι καὶ ἀπὸ τὴν ἄφιξι τῆς καταδίκης παρομοίων πλοκαμιῶν καὶ παστρικῶν βαρούλκων γιατί ὅλοι μας εἴμεθα ἐντός τῆς σιωπῆς τοῦ κρημνιζομένου πόνου στὰ γάργαρα τεχνάσματα τοῦ μέλλοντός μας.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τριαντάφυλλα στὸ παράθυρο

Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δέν εἶναι ἡ χαμέρπεια. Ὑπάρχουν ἀπειράκις ὡραιότερα πράγματα καὶ ἀπ’ αὐτήν τὴν ἀγαλματώδη παρουσία τοῦ περασμένου ἔπους. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀτελεύτητη μᾶζα μας. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ λυσιτελής παραδοχή τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς κάθε μας εὐχῆς ἐν παντί τόπω εἰς πᾶσαν στιγμήν εἰς κάθε ἔνθερμον ἀναμόχλευσιν τῶν ὑπαρχόντων. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι τὸ σεσημασμένον δέρας τῆς ὑπάρξεώς μας.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Παρουσία ἀγγέλων ἐντὸς ἀτμομηχανῆς

Ὅταν μὲ τὴν βαρύτητα τοῦ ἀνέμου ποὺ συναρπάζει τὰ φρόκαλα μέσ’ ἀπ’ τὰ πόδια τῶν μανάδων ἐσάλπισε τὸ πεφταστέρι τὶς τελευταῖες ἐντολές τῶν θεανθρώπων σηκώθηκε ὑπερήφανος ὁ φθόγγος καὶ μ’ εὐκαμψία τελείου μηχανικοῦ λεπτολογήματος παρέσυρε τὴν εὐτυχία πρὸς τὰ πελάγη μιᾶς παμμεγίστης παλιρροίας. Τότε συνέβη νὰ φτερνισθοῦν οἱ φυσητῆρες καὶ ὅλα τὰ κήτη ἀνέστρεψαν τὴν κοιλιά τους καὶ κατεποντίσθησαν αὔτανδρα τὰ περασμένα κουφάρια ὑπὲρ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς εὐτυχίας ὑπὲρ τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐσχατιῶν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης ὑπὲρ τῆς ἀμαυρώσεως ὑπὲρ τῆς ἐκλάμψεως τῆς ἀληθείας ὑπὲρ τῆς κατισχύσεως τῶν ρόδων καὶ τῆς μαγικῆς ἀράχνης ἐν ἔτει χαρᾶς γιὰ τὸν αἰῶνα τῶν μεγάλων ὀλισθημάτων τῶν κυμάτων ἐπάνω στὰ στεκούμενα καράβια.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Χειμερινὰ σταφύλια

Τῆς πῆραν τὰ παιγνίδια καὶ τὸν ἐραστή της. Ἔσκυψε λοιπὸν τὸ κεφάλι καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ πεθάνῃ. Μὰ τὰ δεκατρία ριζικά της σὰν τὰ δεκατέσσερά της χρόνια ἐσπάθισαν τὴν φευγαλέα συμφορά. Κανείς δὲν μίλησε. Κανείς δὲν ἔτρεξε νὰ τὴν προστατεύσῃ κατὰ τῶν ὑπερποντίων καρχαριῶν ποὺ τὴν εἶχαν ἤδη ματιάξει ὅπως ματιάζει ἡ μυῖγα ἕνα διαμάντι μιὰ χώρα μαγεμένη. Κ’ ἔτσι ξεχάστηκε ἀνηλεῶς αὐτὴ ἡ ἱστορία ὅπως συμβαίνει κάθε φορά ποὺ ξεχνιέται ἀπὸ τὸν δασοφύλακα τὸ ἀστροπελέκι του στὸ δάσος.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐνδοχώρα

Ὡς ἔργον ἀτελεύτητον

Ἡ μέθη τῶν κυμάτων εἶναι μήνυμα
Ποὺ πάει ὁ ποντοπόρος στὴν καλή του
Γαλήνια νύχτα τὸ βελοῦδο τῆς σιγῆς
Μέσα στ’ ἀστέρια ποὺ κυλοῦν στὴν πρύμη
Γιὰ τὸ ταξίδι τῶν ἱστῶν γιὰ τὸ ταξίδι τῶν ἁρμάτων
Ἁρματωσιᾶς μιᾶς σκούνας ἠνιόχου
Τεθρίππου βαίνοντος πρὸς τὴν χαρὰ
Καταυλισμῶν ἀτσίγγανων μὲ κοριτσάκια
Πιὸ θελκτικά κι ἀπὸ τὰ μάτια τους
Ὅταν σκιρτοῦν στὴν πάχνη τῆς πρωίας.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἔαρ σὰν πάντα

Καλύπτουσα τὰ κύματα τοῦ δορυάλωτου χωριοῦ μὲ τὸ κόκκινό της φόρεμα
Πρῶτα μικρή κ’ ἔπειτα μεγάλη
Ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ πύργου
Καὶ πιάνει τὰ σύννεφα καὶ τὰ συνθλίβει ἐπὶ τοῦ στήθους της
Ἴσως ποτέ νὰ μὴν ὑπῆρξε μεγαλύτερος καϋμὸς ἀπ’ τὸν δικό της
Ἴσως ποτέ νὰ μὴν ἔπεσαν ψίθυροι πιὸ πεπυρακτωμένοι στὴν ἐπιφάνεια
- - - - ἑνὸς προσώπου
Ἴσως ποτέ δὲν ἐξετέθη στὴν κατανόησι ἀνθρώπου ἔκθεσις πιό ἐκτεταμένη
Ἔκθεσις πιό ποικίλη πιό περιεκτική ἀπὸ τὴν ἱστορία ποὺ λὲν τὰ νέφη αὐτῆς
- - - - τῆς ἐξομολογήσεως
Ἐδῶ κ’ ἐκεῖ τὰ κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στὴν γῆ
Ὁ γήλοφος ποὺ σχηματίσθηκε στὸ κυριώτερο σημεῖο τῆς πτώσεως
Φουσκώνει καὶ ἀνεβαίνει ἀκόμη
Κανείς δασμός δὲν εἶναι βαρύτερος ἀπὸ μιὰ τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιό βαρύ
Κανείς μνηστὴρ πιό πλήρης πάθους
Στιλπνά τὰ κράσπεδα τοῦ λόφου καὶ γυαλίζουνε στὸν ἥλιο
Στὴν κορυφή του περιμένει μιὰ λεκάνη
Εἶναι γιομάτη ὣς ἐπάνω
Κι ἀπ’ τὰ νερά της ἀναδύεται μιὰ πολύ μικρή παιδίσκη ὡραιότατη.
Ἐλπίδα μας αὐριανή.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τὸ ρῆμα ἀγναντεύω

Τούτη ἡ αἰθρία μὲ τὸ σύννεφο ποὺ πλέχει στὸν ἀέρα
Εἶναι γαλάζιος πλοῦς μίας κάτασπρης φρεγάδας
Ἱστάμενος ἀκουμπιστός στὴν κουπαστὴ κοιτάζω
Καὶ βλέπω τὰ θηράματα τῶν λογισμῶν μου
Δελφίνια που ἀναδύονται κ’ εἰσδύουν μέσ’ στὸ κῦμα
Πεδιάδες ἀκρογιάλια καὶ βουνά
Καὶ μιὰ ξανθή νεάνιδα ποὺ στέκει στὸ πλευρό μου
Μεσ’ στῆς ὁποίας τὰ γαλήνια μάτια βλέπω
Τὸ μέλλον της ὁλόκληρο καὶ τὸ παρόν μου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Στροφὲς στροφάλων

Ὡς ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Ἄσπρο στὸ σῶμα σου καὶ κίτρινο στὶς τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τὰ βρωμερά νερὰ τῶν ἀγκυροβολίων
Ἐσύ ποὺ ἀγάπησες τὶς μακρυνές σποράδες
Ἐσύ ποὺ σήκωσες τὰ πιὸ ψηλά μπαϊράκια
Ἐσύ ποὺ πλέχεις ξέθαρρα στὶς πιό ἐπικίνδυνες σπηλιάδες
Χαῖρε ποὺ ἀφέθηκες νὰ γοητευθῇς ἀπ’ τὶς σειρῆνες
Χαῖρε ποὺ δέν φοβήθηκες ποτέ τὶς συμπληγάδες.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Στὸ σέλας τῆς θαλάσσης μὲ τοὺς γλάρους
Κ’ εἶμαι σὲ μιὰ καμπίνα σου ὅπως ἐσύ μέσ’ στὴν καρδιά μου.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Οἱ αὖρες μᾶς ἐγνώρισαν καὶ λύνουν τὰ μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αὐτές καὶ πλαταγίζουν οἱ πτυχές τους
Λευκές οἱ μὲν καὶ πορφυρές οἱ δὲ
Πτυχές κτυποκαρδιῶν πτυχές χαρᾶς
Τῶν μελλονύμφων καὶ τῶν παντρεμένων.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Φωνὲς ἐδῶ καὶ φάλαινες στὸ πέρασμά σου πάρα κάτω
Ἀπὸ τὰ ὕφαλά σου ἀντλοῦνε τὰ παιδιὰ τὴν μακαριότητα
Ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου τὴν ὁμοιότητα μὲ σένα
Καὶ μοιάζεις μὲ αὐτούς ποὺ ἐσύ κ’ ἐγώ γνωρίζουμε
Ἀφοῦ γνωρίζουμε τί θὰ πῇ φάλαινα
Καὶ πὼς ἰχνηλατοῦν οἱ ἁλιεῖς τὰ ψάρια.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Φυγομαχοῦν ὅσοι κρυφά σὲ μυκτηρίζουν
Ὅσοι πουλοῦν τὰ δίχτυα σου καὶ τρῶνε λίπος
Ἐνῷ διασχίζεις τὶς θαλάσσιες πραιρίες
Καὶ φθάνεις στὰ λιμάνια μὲ τὰ πούπουλα
Καὶ τὰ κοσμήματα τῆς ὄμορφης γοργόνας
Ποὔχει στὸ στῆθος της ἀκόμη τὰ φιλιά σου.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Εἶναι ὁ καπνός σου πλόκαμος τῆς εἱμαρμένης
Ποὺ ξετυλίγεται μέσ’ στὴν αἰθρία κι ἀνεβαίνει
Σὰν μαύρη κόμη ἡδυπαθοῦς παρθένας οὐρανίας
Σὰν λυρική κραυγή τοῦ μουεζίνη
Ὅταν ἀστράφτῃ ἡ πλώρη σου στὸ κῦμα
Ὅπως ὁ λόγος τοῦ Ἀλλὰχ στὰ χείλη τοῦ Προφήτη
Κι ὅπως στὸ χέρι του ἡ στιλπνή κι ἀλάνθαστή του σπάθα.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Στὶς τροχιές τῶν βαθυπτύχων ὀργωμάτων
Ποὺ λάμπουν στὸ κατόπι σου σὰν τροχιές θριάμβου
Αὔλακες διακορεύσεως χνάρια ἡδονῆς ποὺ ἀσπαίρουν
Μέσ’ στὸ λιοπύρι καὶ στὸ φῶς ἢ κάτω ἀπὸ τ’ ἀστέρια
Ὅταν οἱ στρόφαλοι γυρνοῦν πιό γρήγορα καὶ σπέρνεις
Ἀφρό δεξιά κι’ ἀφρό ζερβά στὸ ρῖγος τῶν ὑδάτων.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Θαρρῶ πὼς τὰ ταξίδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πώς σου μοιάζω καὶ μοῦ μοιάζεις
Οἱ κύκλοι μας ἀνήκουνε στὴν οἰκουμένη
Πρόγονοι ἐμεῖς τῶν γενεῶν ποὺ ἐκκολάπτονται ἀκόμη
Πλέχουμε προχωροῦμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ ἐργοστάσια ἐμεῖς
Πεδιάδες καὶ πελάγη κ’ ἐντευκτήρια
Ὅπου συνέρχονται μὲ τὶς νεάνιδες τὰ παλληκάρια
Κ’ ἔπειτα γράφουνε στὸν οὐρανό τὶς λέξεις
Ἄρμαλα Πόρανα καὶ Βέλμα.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Ἀνθοῦνε πάντα στὴν καρδιά μας οἱ μηλιές
Μὲ τοὺς γλυκεῖς χυμούς καὶ τὴν σκιά
Εἰς τὴν ὁποίαν ἔρχονται τὸ μεσημέρι τὰ κορίτσια
Γιὰ νὰ γευθοῦν τὸν ἔρωτα μαζί μας
Καὶ γιὰ νὰ δοῦν κατόπι τὰ λιμάνια
Μὲ τὰ ψηλά καμπαναριά καὶ μὲ τοὺς πύργους
Ὅπου ἀνεβαίνουν κάποτε γιὰ νὰ στεγνώσουν
Οἱ στεριανές κοπέλλες τὰ μαλλιά τους.

Ὤ ὑπερωκεάνειον τραγουδᾶς καὶ πλέχεις
Ἀχοῦν οἱ φόρμιγγες τῆς ἄπλετης χαρᾶς μας
Μὲ τὰ σφυρίγματα τοῦ ἀνέμου πρίμα-πλώρα
Μὲ τὰ πουλιά στὰ σύρματα τῶν καταρτιῶν
Μὲ τὴν ἠχώ τῶν ἀναμνήσεων σὰν κιανοκιάλια
Ποὺ τὰ κρατῶ στὰ μάτια μου καὶ βλέπω
Νὰ πλησιάζουν τὰ νησιά καὶ τὰ πελάγη
Νὰ φεύγουν τὰ δελφίνια καὶ τὰ ὀρτύκια
Κυνηγητές ἐμεῖς τῆς γοητείας τῶν ὀνείρων
Τοῦ προορισμοῦ ποὺ πάει καὶ πάει μὰ δέν στέκει
Ὅπως δέν στέκουν τὰ χαράματα
Ὅπως δέν στέκουν καὶ τὰ ρίγη
Ὅπως δέν στέκουν καὶ τὰ κύματα
Ὅπως δέν στέκουν κ’ οἱ ἀφροί τῶν βαποριῶν
Μήτε καὶ τὰ τραγούδια μας γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὀκτάνα

Ἡ σιωπὴ

Ὅσο και ἂν μένουν ἀνεκτέλεστα τὰ ἔργα, ὅσο και ἂν εἶναι πλήρης ἡ σιγή (ἡ σφύζουσα ἐν τούτοις) καὶ τὸ μηδέν ἂν διαγράφεται στρογγύλον, ὡς ἄφωνον στόμα ἀνοικτόν, πάντα, μὰ πάντα, ἡ σιγή καὶ τὰ ἀνεκτέλεστα ὅλα, θὰ περιέχουν ἕν μέγα μυστήριον γιομᾶτο, ἕνα μυστήριον ὑπερπλῆρες, χωρίς κενά καὶ δίχως ἀπουσίαν, ἕν μέγα μυστήριον (ὡς τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς ἐν τάφῳ) – τὸ φανερόν, τὸ τηλαυγές, τὸ πλῆρες μυστήριον τῆς ὑπάρξεως τῆς ζωῆς, Ἄλφα-Ὠμέγα!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μία χιονοστιβὰς κρημνιζομένη

Ὅταν ἐνώπιον μιᾶς κρημνιζομένης χιονοστιβάδος, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων καὶ ἀπὸ τοὺς πάγους τῶν ψυχρῶν πτυχώσεων τοῦ ἐδάφους σὲ χαμηλότερες πλαγιές, ἢ πρὸς τὸ βάθος μιᾶς χαράδρας ἢ κοιλάδος, ὅταν ἐνώπιον μιᾶς κρημνιζομένης χιονοστιβάδος ἕνας θεατής ἢ ἕνας ὀρειβάτης κατέχεται ἀπὸ δέος, ἢ τέρπεται ἀπὸ τὴν ἡδονὴν τοῦ ἐπικινδύνου, ὄχι μόνον ἠχεῖ ἡ ἠχώ τῶν πτώσεων τῶν χιονοσωρῶν, ἀπὸ φαράγγι σὲ φαράγγι, καὶ ἐπαναλαμβάνει τὴν βοή καὶ παρατείνει τὴν διάρκεια τοῦ πατάγου, μὰ ἀντηχεῖ καὶ μέσα στὰ σπλάχνα τοῦ ὀρειβάτου κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ δυνατότης νὰ ἐπεκταθῆ διὰ ποικίλων βιωμάτων ἡ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ζώνην τοῦ βορρᾶ πρὸς μίαν διακεκαυμένην ζώνην, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ ἠμπορῇ νὰ αἰσθανθῆ αὐτός πόσον πολύτιμη καθίσταται ἡ ζέστη, ἡ ζέστη ποὺ μέσα της τὸ ἄτομον ἀπορροφᾷ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα, ποὺ κάποτε θὰ ἐξατμισθοῦν μὲ τὴν σειρὰ των, ἐν ὥρα ἀνάγκης ἀντιστρόφου, ἐν ὥρα ποὺ τὸ ἄτομον ἐπιθυμεῖ ἐκ νέου, ἂν ὄχι τὸ ψῦχος τοῦ βορρᾶ, τουλάχιστον μίαν δροσεράν πνοήν ἀνέμου, μίαν ζείδωρον πνοήν ἐκ τοῦ πελάγους, ποὺ ν' ἀνεμίζῃ τὰ μαλλιὰ μιᾶς κόρης, μιᾶς κόρης, ποὺ ἐνῷ θὰ σκύβῃ τὸν Ἀπρίλη στὸν ἐξώστη, θὰ εὔχεται νὰ ἰδῆ (στρέφουσα γρήγορα τὴν κεφαλήν της πρὸς τὰ ὀπίσω) νὰ πλησιάζῃ αὐτός – τουτέστιν ὁ θεατής, τουτέστιν ὁ ὀρειβάτης – καὶ νὰ τὴν πιάνῃ ἀπὸ τὴν μέσην, ὡς ἐραστής ἢ ὡς σύζυγός της.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὁ Εύφράτης

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ πλήρης μοναξιὰ εἶναι βαρεῖα καὶ ὅτι ἡ ἔρημος εἶναι αὐχμηρά καὶ ταλανίζει. Ἀλλά, ἀλλά, οὐ μήν ἀλλὰ (ὅπως τοῦ Ἰσλὰμ τὸ Ἲλ Ἀλλά, τῶν χριστιανῶν τὸ Ἔχει ὁ Θεὸς καὶ τῶν ἀθέων αἱ ὑψηλαί αἱ σκέψεις) κανείς ἱδρώς, καμμία δίψα δέν ἐξαντλοῦν τὸν μυστικόν Εὐφράτην, ποὺ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀκόμη, καὶ ἐντός καὶ πέραν τῆς σιγῆς, ἐντός καὶ πέραν πάσης μοναξιᾶς καὶ πάσης μεμψιμοιρίας, ποτίζει τὰ πάντα, πάντοτε, χωρὶς νὰ φαίνεται ἡ πηγή του, ὅπως τὸ μέγα φῶς, τὸ ἄκτιστον, φωτίζει τὰ πάντα εἰς τὸν αἰῶνα, χωρὶς νὰ φαίνεται ἡ ἑστία, τὰ πάντα, τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ μικρά, ὅσον καὶ τὸ ἐκστατικόν, τὸ ἀνέσπερον, τὸ μέγα παφλάζον Σύμπαν!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Οἱ Χαρταετοὶ

Σὲ ὠρισμένους τόπους ὀνομάζουν τὰ χέρια χέρες. Στὰ Ἀκροκεραύνια πετοῦν γυπαετοί. Στὶς πανωσιὲς σουρώνει ἡ θάλασσα καὶ ἀναγαλλιάζει. Στὶς ἀνοικτὲς πλατεῖες τὰ παιδιὰ πετοῦν τὸν Μάρτη χρωματιστοὺς ἀετοὺς ἀπὸ χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι καὶ κάποτε γαλάζιοι, οἱ χάρτινοι ἀετοί λυσίκομοι καὶ μὲ μακριές οὐρές, πετοῦν ἐπάνω ἀπὸ τὴν πόλι, ὅπως ἐπάνω ἀπὸ τὴν φτέρη τῶν ὑψηλῶν βουνῶν οἱ ἀετοί.
Ἐκστατικά ὑψώνουν τὰ παιδιά τὰ χέρια. Δείχνουν τοὺς χάρτινους κομῆτες μὲ τὶς μακρυές οὐρές. Οὐράνιοι δράκοι πιό ψηλά τὰ ἀεροπλάνα, βροντοῦν καὶ γράφουν στὸ στερέωμα μὲ ἄσπρους καπνοὺς τὶς λέξεις:
- -- - - - - - - - - - - - - ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Εἶναι ἡ ὥρα κάτασπρη· ἡ ἔκστασις γαλάζια. Ἡ πόλις ἀχνίζει ἀπὸ ἡδονή. Κουνοῦν τὶς χέρες τὰ παιδιὰ καί, ἀκόμα, ἀπὸ τὰ στόματα τῶν πηδοῦν σὰν πίδακες οἱ λέξεις:
- - -- - - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Αἱ λέξεις

Ὅταν καμμιὰ φορὰ ἐπιστρέφομεν ἀπὸ τοὺς Παρισίους καὶ ἀναπνέομεν τὴν αὔραν τοῦ Σαρωνικοῦ, ὑπὸ τὸ φίλιον φῶς καὶ μέσα στὰ ἀρώματα τῆς πεύκης, ἐν τῇ λιτότητι τῶν μύθων – τῶν σημερινῶν καὶ τῶν προκατακλυσμιαίων – ὡς σάλπισμα πνευστῶν, ἢ ὡς ἦχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, ὑψώνονται πίδακες στιλπνοί, ὠρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ἑνώσεως ἁψιδωτῆς καὶ κορυφαίας, λέξεις μὲ σημασίαν ἀπροσμέτρητον διὰ τὸ παρὸν καὶ διὰ τὸ μέλλον, αἱ λέξεις Ἐλελεύ, Σὲ ἀγαπῶ καὶ Δόξα ἐν ὑψίστοις, καί αἰφνιδίως ὡς ξίφη ποὺ διασταυρούμενα ἑνοῦνται ἢ ὡς κλαγγή ἀφίξεως ὁρμητικοῦ μετρό εἰς ὑπογείους σήραγγας τῶν Παρισίων, καὶ αἱ λέξεις: Chardon-Lagache, Denfert-Rochereau, Danton, Odeon, Vauban και Gloria, gloria in excelsis.