- Γιῶργος Σεφέρης (α)


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς [1], 2, 3
Ἀργὰ μιλοῦσες

Ἀργὰ μιλοῦσες μπρὸς στὸν ἥλιο
καὶ τώρα εἶναι σκοτάδι
κι ἤσουν τῆς μοίρας μου τὸ ὑφάδι
σύ, που θα λέγαν Μπίλιω.

Πέντε στιγμές· καὶ τί ἔχει γίνει
γύρω στὴν οἰκουμένη;
Μια ἄγραφτη ἀγάπη ξεγραμμένη
κι ἕνα στεγνὸ λαγήνι

κι εἶναι σκοτάδι... Ποῦ εἶναι ὁ τόπος
κι ἡ γύμνια σου ὣς τὴ μέση,
θεέ μου, κι ἡ πιό ἀκριβὴ μου θέση
καὶ τῆς ψυχῆς σου ὁ τρόπος!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ λυπημένη

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς∙

κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμή
ποὺ εἶναι γυμνή καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί∙

κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπό
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμί που ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό∙

μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμός
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἄρνηση

Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι·
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.

Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ' ὄνομά της –
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβύστηκε ἡ γραφή.

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος,
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σχόλια

Εἶχε ἡ βεράντα σκοτεινιάσει
πλάι μας φτερούγισε μιὰ βιάση
στὶς δυό καρδιές εἶχε φωλιάσει
ἀντίρροπη μιὰ ἐξομολόγηση.

Και ἡ ἄκαρπη φωνὴ ἐμαράθη
στὰ χείλια μας μελίσσι λάθη
καὶ μόνο ἀπ' τοῦ κορμιοῦ τὰ βάθη
θεέ μου, προσμέναμε μιὰ βλόγηση.

Σκοτάδι βούιζε μὲς στὸ σπίτι
κι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη
ὣς τῶν μαλλιῶν σου τὸ μαγνήτη,
θυμήσου τὸν ἀπρόσιτο ἄγγελο

μὲ τὰ γοργὰ τὰ δαχτυλίδια
πεσμένα ξάφνου δυὸ ριπίδια
στὴ σκέψη ποὺ μὲ δέηση ἴδια
διαβάζαμε σὰν τετραβάγγελο.

Γυναῖκα τῆς ψυχῆς μου ξένη
τὸ ξάφνισμά σου μου ἀπομένει
ὡραία γυναῖκα ἀγαπημένη,
τὸ βράδυ αὐτό το ἀνόητο σήμερα

καὶ τῶν ματιῶν σου οἱ μαῦροι κρίκοι
καὶ τῆς νυχτιᾶς ἡ ἀνάερη φρίκη.. –
σκύψε νὰ μπεῖς πάλι στὴ θήκη
λεπίδι τῆς σιωπῆς μου, χίμαιρα.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐρωτικὸς Λόγος

– Α’ –

Ρόδο τῆς μοίρας, γύρευες νὰ βρῇς νὰ μᾶς πληγώσεις
μὰ ἔσκυβες σάν τὸ μυστικό ποὺ πάει νὰ λυτρωθεῖ
κ’ ἦταν ὡραῖο τὸ πρόσταγμα ποὺ δέχτηκες νὰ δώσῇς
κ’ ἦταν τὸ χαμογέλιο σου σὰν ἕτοιμο σπαθί.

Τοῦ κύκλου σου το ἀνέβασμα ζωντάνευε τὴ χτίση
ἀπὸ τ' ἀγκάθι σου ἔφευγε τοῦ δρόμου ὁ στοχασμός
ἡ ὁρμή μας γλυκοχάραζε γυμνή νά σ' ἀποχτήσῃ
ὁ κόσμος ἦταν εὔκολος - ἕνας ἁπλός παλμός!

– Β’ –

Τὰ μυστικά τῆς θάλασσας ξεχνιοῦνται στ' ἀκρογιάλια
ἡ σκοτεινάγρα τοῦ βυθοῦ ξεχνιέται στὸν ἀφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά τῆς μνήμης τὰ κοράλλια…
ὤ μήν ταράξῃς!.. πρόσεξε ν' ἀκούσῃς τ' ἀλαφρό

ξεκίνημά της... τ' ἄγγιξες τὸ δέντρο μὲ τὰ μῆλα
τὸ χέρι ἁπλώθη κι ἡ κλωστή δείχνει καὶ σε ὁδηγεῖ...
Ὤ σκοτεινό ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα
νά 'σουν ἐσύ ποὺ θἄφερνες τὴν ξεχασμένη αὐγή!

Στὸν κάμπο τοῦ ἀποχωρισμοῦ νὰ ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ἀνοίγουνται ὥριμες οἱ ἀγκάλες τ' οὐρανοῦ,
νὰ φέγγουν στο ἀντηλάρισμα τὰ μάτια μόνο ἐκεῖνα
ἁγνή ἡ ψυχή νὰ γράφεται σὰν τὸ τραγούδια αὐλοῦ...

Ἡ νύχτα νἄταν που ἔκλεισε τὰ μάτια; Μένει ἀθάλη,
σὰν ἀπὸ δοξαριοῦ νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μιὰ στάχτη κι ἕνας ἴλιγγος στὸ μαῦρο γυρογιάλι
κι ἕνα πυκνό φτερούγισμα στὴν εἰκασία κλειστό.

Ρόδο τοῦ ἀνέμου, γνώριζες μὰ ἀνέγνωρους μᾶς πῆρες
τὴν ὥρα ποὺ θεμελίωνε γιοφύρια ὁ λογισμός
νὰ πλέξουνε τὰ δάχτυλα καὶ νὰ διαβοῦν δυό μοῖρες
καὶ νὰ χυθοῦν στὸ χαμηλό κι ἀναπαμένο φῶς.

– Ε’ –

Ποῦ πῆγε ἡ μέρα ἡ δίκοπη πού εἰχε τὰ πάντα ἀλλάξει;
Δέ θὰ βρεθῇ ἕνας ποταμός νἆναι γιὰ μᾶς πλωτός;
Δέ θὰ βρεθῇ ἕνας οὐρανός τὴ δρόσο νὰ σταλάξῃ
γιὰ τὴν ψυχή ποὺ νάρκωσε κι ἀνάθρεψε ὁ λωτός;

Στήν πέτρα τῆς ὑπομονῆς προσμένουμε τὸ θάμμα
ποὺ ἀνοίγει τὰ ἐπουράνια κι εἴν' ὅλα βολετά
προσμένουμε τὸν ἄγγελο σὰν τὸ πανάρχαιο δρᾶμα
τὴν ὥρα ποὺ τοῦ δειλινοῦ χάνουνται τ' ἀνοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο ἄλικο τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς μοίρας,
μόνο στὴ μνήμη ἀπέμεινες – ἕνας βαρύς ρυθμός
ρόδο τῆς νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα τῆς θάλασσας... Ὁ κόσμος εἶναι ἁπλός!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μυθιστόρημα

– Γ’ –

Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης

Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τὰ μάτια∙ μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα.
Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη∙

τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν
ἀκρωτηριασμένα.

– Η’ –

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σὲ καταστρώματα κατελυμένων καραβιῶν
στριμωγμένες μὲ γυναῖκες κίτρινες καὶ μωρά ποὺ κλαῖνε
χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξεχαστοῦν οὔτε μὲ τὰ χελιδονόψαρα
οὔτε μὲ τ᾿ ἄστρα ποὺ δηλώνουν στὴν ἄκρη τὰ κατάρτια,
τριμμένες ἀπὸ τοὺς δίσκους τῶν φωνογράφων
δεμένες ἄθελα μ᾿ ἀνύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες.

- μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στὰ σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι;

Μετακινῶντας τσακισμένες πέτρες, ἀνασαίνοντας
τὴ δροσιά τοῦ πεύκου πιὸ δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπῶντας στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
κι ἐκείνης τῆς θάλασσας,
χωρὶς ἁφή
χωρὶς ἀνθρώπους
μέσα σὲ μιὰ πατρίδα ποὺ δὲν εἶναι πιά δική μας
οὔτε δική σας.

Τὸ ξέραμε πὼς ἦταν ὡραῖα τὰ νησιά
κάπου ἐδῶ τριγύρω ποὺ ψηλαφοῦμε
λίγο πιὸ χαμηλά ἢ λίγο πιὸ ψηλά
ἕνα ἐλάχιστο διάστημα.

– Ι’ –

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνά
που ἔχουν σκεπή τὸ χαμηλό οὐρανό μέρα καὶ νύχτα.
Δέν ἐχουμε ποτάμια, δέν ἔχουμε πηγάδια δέν ἔχουμε πηγές –
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές που ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
(Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.)

Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κ’ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακή σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στο ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δέν ξέρουν πιά πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.

– ΙΖ’ –

Ἀστυάναξ

Τώρα ποὺ θὰ φύγεις πάρε μαζί σου καὶ τὸ παιδί
πού εἰδε τὸ φῶς κάτω ἀπο ἐκεῖνο τὸ πλατάνι,
μιὰ μέρα που ἀντηχοῦσαν σάλπιγγες κ’ ἔλαμπαν ὄπλα
καὶ τ᾿ ἄλογα ἱδρωμένα σκύβανε ν᾿ ἀγγίξουν
τὴν πράσινη ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ
στὴ γούρνα μὲ τὰ ὑγρά τους τὰ ρουθούνια.

Οἱ ἐλιές μὲ τὶς ρυτίδες τῶν γονιῶν μας
τὰ βράχια μὲ τὴ νγνώση τῶν γονιῶν μας
καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ μας ζωντανό στὸ χῶμα
ἤτανε μιά γερή χαρά μία πλούσια τάξη
γιὰ τὶς ψυχές ποὺ γνώριζαν τὴν προσευχή τους.

Τώρα ποὺ θὰ φύγεις, τώρα ποὺ ἡ μέρα τῆς πληρωμῆς
χαράζει, τώρα ποὺ κανείς δὲν ξέρει
ποιόν θὰ σκοτώσει καὶ πῶς θὰ τελειώσει,
πάρε μαζί σου τὸ παιδί ποὺ εἰδε τὸ φῶς
κάτω ἀπ᾿ τὰ φύλλα ἐκείνου τοῦ πλατάνου
καὶ μάθε του νὰ μελετᾶ τὰ δέντρα.

– ΙΗ’ –

Λυποῦμαι γιατι ἄφησα νὰ περάσει ἑνα πλατύ ποτάμι
- - - - - - μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου
χωρὶς νὰ πιῶ οὔτε μιά στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στὴν πέτρα.
Ἕνα μικρὸ πεῦκο στὸ κόκκινο χῶμα,
δὲν ἔχω ἄλλη συντροφιά.
Ὅ, τι ἀγάπησα χάθηκε μαζὶ μὲ τὰ σπίτια
ποὺ ἦταν καινούργια τὸ περασμένο καλοκαίρι
καὶ γκρέμισαν μὲ τὸν ἀγέρα τοῦ φθινοπώρου.

– ΚΔ’ –

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ ἔργα τῆς θάλασσας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
Ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε θὰ ζήσουν ἐδῶ ποὺ τελειώνουμε
ἂν τύχει καὶ μαυρίσει στὴ μνήμη τους τὸ αἷμα καὶ ξεχειλίσει
ἂς μή μᾶς ξεχάσουν, τὶς ἀδύναμες ψυχές μέσα στ᾿ ἀσφοδίλια,
ἂς γυρίσουν πρὸς τὸ ἔρεβος τὰ κεφάλια τῶν θυμάτων:

Ἐμεῖς ποὺ τίποτε δὲν εἴχαμε θὰ τοὺς διδάξουμε τὴ γαλήνη.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς [1], 2, 3