- Ἀναστάσιος Δρίβας (1899 - 1942)
Μιὰ δέσμη ἀχτῖδες στὸ νερὸ
- - - -Ξύπνησε μὲ τὴ λαχτάρα τοῦ παιδιοῦ, / στὸν ἄνεμο ρίξε τὰ τεφρά μαλλιά σου!
- - - -Στὸ πρωινὸ ξαλάφρωμα, / ποὺ τὸ φῶς ἀλαφροαγγίζοντας τὴ γῆ / ξαναβρίσκει μὲ προαιώνιο πάθος / τὴν ἀρραβωνιαστικιά του, / δάκρυ πικρό ἂς μή σταλάξῃ / στὴ θαλασσιά ποδιά τῆς νέας γυναίκας / ποὺ σὲ προσμὲνει!.. / Μή θυμηθῇς τὰ δυνατά κρασιά, τὰ γιασεμιά, / τὰ ρόδα, / τὴν πεθαμὲνη σου ἡλικία! / Μάλαμα χυμὲνο στὰ τεφρά μαλλιά σου. / Ρανίδες ἀπὸ τὸ αἷμα της, / ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ σάρκα της, χιόνι ποὺ σκόρπισε ὁ παιδικός της κόρφος / – μη θυμηθῇς! / Μάλαμα χυμένο στὰ τεφρὰ μαλλιά σου. / Εἰκόνα / ποὺ τὸ φεγγάρι τοῦ χειμώνα / λυώνοντας /μὲς
ἀπὸ σύννεφα τῆς ἔδωσε τὰ νηπενθῆ χρώματὰ του. / Δέξου μὲ τὰ λιγνὰ καὶ παιδεμὲνα δάχτυλα / τὸ ποτὴρι μιᾶς καινούργιας εὐτυχίας.
- - - -Κλεῖσε τὰ μάτια σου, / μίλησε μὲ τοὺς νεκρούς, / κοιμήσου. / Μὲς ἀπὸ τὸ κρύο σούρουπο, ποὺ χαμηλώνει, / ἡ φωνή τῶν πνιγμὲνων σὲ καλεῖ. / Μάταια ζητᾶς νὰ δῇς ἂν ἔρχωνται / οἱ μορφὲς που ἀγάπησες. / Μὲ τοὺς ἀνθούς ποὺ μάζωξες / καὶ λυώνεις μὲς στὴ φοῦχτα σου / μύρισε ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς παιδικῆς σου ἡλικίας: / ἁρμυρισμὲνα βαθυπράσινα σκῖνα, / ἡ ἀσπράδα ἀπὸ τὸ πέλαγος / οἱ πασχαλιὲς σταυρωμὲνες μὲ κρίνα.
- - - -Πιάσε μὲ τὰ δάχτυλά σου / αὐτά τὰ λίγα βότσαλα / ποὺ ἡ ἅρμη, ὁ ἥλιος κ’ ἡ φουρτούνα / ἔχουν λειάνει / – ὀμορφιά, λυγμός, ἀνὰμνηση / ταξίδι στὰ νησιά μας, / μοναξιά μὲ ἀγριοπερίστερα μὲ σκῖνα καὶ φιδιές! / Τὸ κρασί, / κρίθινο ψωμί / καὶ τὸ φαΐ τῶν ψαράδων / ψημὲνο στὰ γκρίφφια, / ἡ βαμμὲνη κατράμι ψαρόβαρκα / καὶ τὰ βρεγμὲνα τοὺς κοκκινόμαυρα δίχτυα / – ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ θὰλασσα, / ποὺ τὰ στιλπνά ἐτοῦτα βότσαλα / μὲ συντριβή θὰ σοῦ ποῦνε.
- - - -Ξεπλυμένη ἐξέδρα, / τὸ ξύλο εὐωδιάζει / δάσος / καὶ φροῦτα καλοκαιρινά, / τὸ πέλαγος / μὲ τὴ νοτιὰ ξυπνὰει… / Στὴν παραλία μικρομάγαζα / πουλᾶνε κόκκινο θαλασσινό κρασί / κ’ ἡ τέφρα τοῦ ἀπὸβροχου / ἐνταφιάζει τὴ θολωμὲνη θὰλασσα.
- - - -Ἅρπαξε / μὲ ὅση δύναμη ἁρπάζει ὁ βοριάς τὸ σύννεφο, / ρίξε / μὲ ὅση τρέλλα ρίχνει τὸ παιδί / τὴν καλαμαριά στὸν τοῖχο!.. / Τὴ φουφού καὶ τὰ ψημὲνα κάστανα ποὺ κλώτσησες / – αὐτό θυμήσου.
- - - -Φλυαρία / φθινοπωρινῆς τεφρῆς βροχῆς, / ὅταν βραδιάζῃ τὸ φθινόπωρο / κι ὁ καστανὰς χαράζει κάστανα / στὴν ἴδια θέση…