- Γιώργης Παυλόπουλος (α)


Ἀποκαθήλωση

Κάπου ξεκαρφώνουν ἀπ’ τὸ πρωί.
Ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ὁ ἥλιος μέσ’ στὴ συννεφιὰ
σὰ Λάζαρος μὲ σάβανο.
Ἔπειτα λάμπουν οἱ στολὲς τῶν πεθαμένων
τὸ μετάξι, τὰ χρυσαφικά, τὰ λεμονάνθια
ὅλα τ’ ἀνώφελα τῶν ἐνταφιασμῶν
καὶ τὰ μικρὰ σκεύη τοῦ κάτω κόσμου.

Τώρα τοὺς βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στὰ κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
τὸ σχῆμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ θάνατος
ἁπλώνοντας τ’ ἀδύναμα χέρια τους
ν’ ἀγγίξουν λίγο φῶς ἢ τὸν ἀγέρα
αὐτὸν ποὺ ἀνασαίνουμε.
Φτωχὰ σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δὲν ξέρουνε πῶς νὰ φερθοῦν·
γυρίζουν ἀφηρημένοι ἐκεῖ
κατὰ τὸ μέρος ποὺ ὁλοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμοῦνται.

*

Δὲν εἶναι πόνος, μήτε ξεκούραση κἄν
μονάχα σὰ νὰ σὲ κατεβάζουν προσεχτικὰ ἀπ’ τὸ πρωὶ
χωρὶς νὰ τοὺς δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ἕνα ἄσπιλο σεντόνι καὶ τὸ νιώθεις
καθὼς μετατοπίζουν τὶς σκάλες ἀπὸ καρφὶ σὲ καρφὶ
ὥσπου μένουν τὰ τέσσερα σημεῖα στὸν ἄνεμο
γυμνά, ματωμένα.


Στῆς Κίρκης

Πλάγιαζα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν περίμενα
ἀκούγοντας ν’ ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
μέσ’ στὴ δροσιὰ τοῦ σπιτιοῦ
σὰν ψίθυρος ἀπὸ φιλιὰ κι ἀνάσες.

Γύρευα τότε νὰ ξεφύγω
μὰ ἡ ὀμορφιά της στάλαζε στὰ κόκκαλά μου
νύχτες ποὺ μελετοῦσα τὸ κενὸ
πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἡδονὴ στὸν Ἅδη.

Καὶ τὰ λαγόνια της νὰ φέγγουνε στὸν ὕπνο μου
ματόκλαδα καὶ χείλια ποὺ τἄσκιζε ὁ πόθος μου
κι ὁ γυρισμὸς στὸν ὕπνο μου μονάχα
λίγος καπνὸς ἀπὸ μακριὰ
λουλούδια κι ἕνα δροσερὸ σταμνί.
Καὶ τὸ καράβι μου στὸν κῆπο της
δεμένο κι ἄγρυπνο
σὰν ἕνα μεγάλο μαῦρο σκυλὶ
μοῦ θύμιζε κάποτε τοὺς σύντροφους ποὺ χάθηκαν
ἢ τὶς παράξενες ἀφορμὲς τῆς ἀγάπης.



Τὸ σακὶ

Ἤμουν παιδὶ ἀκόμη δὲν τοὺς καλοθυμᾶμαι.
Μπήκανε στὸ χωριό μου ἕνα πρωὶ
μὰ δὲ σταθήκανε. Περάσανε
ἀργὰ πάνω στὸ χιόνι. Τὰ γένια τους
ἀνάμεσα στὰ σύννεφα καὶ τὶς κοτρόνες
καθὼς τοὺς χώνευε τὸ βουνό.

Μονάχα ὁ τελευταῖος δὲ φεύγει ἀπ’ τὸ μυαλό μου.
Κράτα τὸ ἄλογο, μοῦ εἶπε
καὶ βάζοντας τὸ σκοῦφο του στὴν ἀμασχάλη
ἔσκυψε στὸ νερὸ νὰ πιεῖ
καὶ τὄνα μάτι του μὲ κοίταζε ἀπ’ τὸ πλάι.

Κοίταζε τὰ κουρέλια μου
τὰ πόδια μου μὲς στὶς λινάτσες
τὶς ξόβεργες στὰ ξυλιασμένα χέρια μου
καὶ πῶς τοῦ χαμογέλαγα
κρατῶντας τ’ ἄλογο μὲ περηφάνια.
Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μάτι μὲ κοίταζε τὸν ἄλλο χρόνο
ἀχνὸ βασιλεμένο
ὅταν ἀδειάσαν ματωμένο τὸ σακὶ
καὶ κύλησαν στὴ μέση τῆς πλατείας
κομμένα τὰ κεφάλια τους.

Ἦταν ὁ χρόνος ποὺ κατέβηκα στὴν πόλη
καὶ πούλαγα τσιγάρα σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες.



Κατάβαση

Μονάχα ἕνα σκυλὶ κι ἐγὼ κοιτάζαμε.
Τὸ ποτάμι νὰ φεύγει ὄπως ὁ πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τὰ βουνὰ
ἐκεῖνο τὸ κουρέλι
μαῦρο ἀνεμίζοντας στὰ σύρματα
καὶ κοντὰ στὰ βοῦρλα μιὰ λιωμένη ἀρβύλα.
Κι ἀνάμεσα σὲ τοῦτες τὶς εἰκόνες
πάλι τὰ πολυβόλα στὴν καταχνιὰ
πάλι ὁ θάνατος ἡ ἀκρίδα
πηδῶντας ἀπὸ κορμὶ σὲ κορμὶ
πάλι νὰ χάνω τὸν τόπο
νὰ μὴν ξέρω ποῦ βρίσκομαι
ἐδῶ ἢ ἐκεῖ
στὸ ἄλλο ποτάμι σὲ τοῦτα τὰ βουνὰ
σὲ τοῦτο τὸ χαντάκι σὲ κεῖνα τὰ πλατάνια
ἐδῶ ἢ ἐκεῖ
ἀκούγοντας κάποιον νὰ μοῦ φωνάζει
ἀπ’ τὴν ἀντικρυνὴ ὄχθη
χωρὶς νὰ ξεχωρίζω
μήτε τὴ φωνὴ μήτε τὸν ἄνθρωπο.
Ποιά φωνὴ καὶ ποιός ἄνθρωπος;
Αὐτός ποὺ τὸν σκοτώνουν;
αὐτός ποὺ μᾶς σκοτώνει;

Μονάχα ἕνα σκυλὶ κι ἐγὼ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
ἐκεῖ ποὺ δὲν ἦταν τίποτε
νὰ κοιτάξουμε.


Ἄσκηση

Ἄρχισε τότε νὰ βγάζει προσεχτικὰ τὰ φτιασίδια

Ἡ μορφή του σὰν τοῦ πνιγμένου
κάτω ἀπὸ τὸ νερὸ
κυμάτιζε περνῶντας ὁλοένα
μέσα στὸν καθρέφτη
χωρὶς νὰ βουλιάζει

Σιγά-σιγὰ φανερωνόταν
πιὸ καθαρὰ τὸ πρόσωπό του

Ξαφνικὰ τὸ εἶδε
νὰ πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας
καὶ πάλι γρήγορα νὰ μεγαλώνει
καθὼς χανότανε σβησμένο
σὲ μιὰ καταχνιὰ

Ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ στὰ τυφλὰ
πῆγε ν’ ἀγγίξει τὸ κρύσταλλο
μὰ δὲν ἦταν ἐκεῖ κανένας καθρέφτης

Τρομαγμένος ψηλάφισε τὸν ἀέρα
ψάχνοντας γιὰ τὸ πρόσωπό του
φώναξε δυνατὰ ν’ ἀκούσει τὴ φωνή του
καὶ ἡ φωνὴ δὲν ἔβγαινε ἀπὸ πουθενά.

Τότε κατάλαβε πὼς βρισκότανε πάλι
σὲ μίαν ἀόρατη σκηνὴ
χωρὶς νὰ τοὺς βλέπει καὶ χωρὶς νὰ τὸν βλέπουν
ἕτοιμος ν’ ἀρχίσει
ὑπολογίζοντας τώρα στὴν τέλεια παράσταση.


Ἡ λέξη

Τυφλὸς ἀπὸ χρόνια
πάλευε μ' ἕνα μαῦρο κάρβουνο
νὰ γράψει μιὰ λέξη
πάνω στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι.

Καμμιὰ γραφὴ καὶ καμμιὰ φωνὴ
δὲ θὰ μποροῦσε ν' ἀποδώσει
τὸ φριχτὸ νόημά της.

Δὲ βρισκόταν σὲ κανένα λεξικό.

Στ' ὄνειρό του τὴν ἔβλεπε
ἀχνὰ χαραγμένη
μέσα σὲ σπήλαιο ἀνερεύνητο
καὶ φοβόταν πὼς οἱ ἄνθρωποι
κάποτε θὰ τὴν ἀνακαλύψουν.

Ὁ ἴδιος οὐδέποτε τόλμησε νὰ τὴν προφέρει.
Μήτε ἤξερε γιατί βασανιζόταν
νὰ γράψει αὐτὴ τὴ λέξη.


Οἱ μαστόροι

Ξυπνήσαμε ἀκούγοντας χτύπους ἀπόμακρους βαθιὰ στὸ θόλο
σὰν κάτι νὰ μαστόρευαν πολὺ ψηλὰ στὸν Οὐρανό.
Κάποιος ἔδειξε κατὰ τὸν ἥλιο. Βλέπω εἶπε χρυσὲς σκαλωσιὲς
τοὺς βλέπω εἶπε ν’ ἀλφαδιάζουν καὶ νὰ καρφώνουν ἐκεῖ πάνω.
Ἐμεῖς ψάχναμε ὁλοένα μὲς στὸ φῶς μὰ τίποτε δὲν φαινόταν
τοὺς χτύπους ἀκούγαμε μονάχα.

Ὕστερα ἕνας Ἄγγελος ἦρθε στὸ πηγάδι μας,
ἄρχισε νὰ βγάζει νερό.
Τὰ φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στὰ ὕψη καὶ πάλι ξαναγύριζε ἀμίλητος καὶ σοβαρὸς
κι ὅλη μέρα ἀνέβαζε νερὸ νὰ ξεδιψᾶν ἐκεῖ πάνω.
Δουλεύουν καὶ διψᾶνε εἴπαμε ὄπως κι ἐμεῖς ἐδῶ κάτω.

Σὰν βράδιασε ρίξανε τὸ σκοινί. Κανένας δὲν κατέβηκε.
Ἀπὸ τὴν ἄκρη του ἔσταζε στὸ χῶμα λίγο αἷμα.
Καὶ ποτὲ δὲν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτὲ
τί ἀπογίναν οἱ μαστόροι.


Τὸ ἄγαλμα καὶ ὁ τεχνίτης
Στὴν Ἰσμήνη καὶ στὸν Στέλιο Τριάντη

Σὰν ἔκλεινε τὸ μουσεῖο
ἀργὰ τὴ νύχτα ἡ Δηιδάμεια
κατέβαινε ἀπὸ τὸ ἀέτωμα.
Κουρασμένη ἀπὸ τοὺς τουρίστες
ἔκανε τὸ ζεστὸ λουτρό της καὶ μετὰ
ὥρα πολλὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη
χτένιζε τὰ χρυσὰ μαλλιά της.
Ἡ ὀμορφιά της ἦταν γιὰ πάντα
σταματημένη μὲς στὸ χρόνο.
Τότε τὸν ἔβλεπε πάλι ἐκεῖ
σὲ κάποια σκοτεινὴ γωνιὰ νὰ τὴν παραμονεύει.
Ἐρχόταν πίσω της ἀθόρυβα
τῆς ἅρπαζε τὴ μέση καὶ τὸ στῆθος
καὶ μαγκώνοντας τὰ λαγόνια της
μὲ τὸ ἕνα του πόδι
ἔμπηγε τὴ δυνατὴ τοῦ φτέρνα
στὸ πλάι τοῦ ἐξαίσιου μηροῦ της.
Καθόλου δὲν τὴν ξάφνιαζε
κάθε φορὰ ποὺ τῆς ριχνόταν.
Ἄλλωστε τὸ περίμενε τὸ εἶχε συνηθίσει πιά.
Ἀντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
μὲ τὸν ἀγκῶνα τὸ φιλήδονο κεφάλι του
καὶ καθὼς χανόταν ὅλη
μὲς στὴν ἁρπάγη τοῦ κορμιοῦ του
τὸν ἔνιωθε νὰ μεταμορφώνεται
σιγά-σιγὰ σὲ κένταυρο.
Τώρα ἡ ἀλογίσια ὁπλή του
τὴν πόναγε κάπου ἐκεῖ
γλυκὰ στὸ κόκκαλο
καὶ τὸν ὀνειρευότανε παραδομένη
ἀνάμεσα στὸ φόβο της καὶ τὴ λαγνεία του
νὰ τὴ λαξεύει ἀκόμη.


Τὸ ποίημα

Φεύγει νύχτα μ’ ἕνα παλιὸ ἁμάξι
γέρος πιὰ φοράει μαῦρα.
Ποιός εἶναι καὶ ποῦ πηγαίνει
κανεὶς δὲν ξέρει.
Μέσα στὴ σκέψη του ὑπάρχει τὸ ποίημα
ποὺ ποτὲ δὲν θὰ γράψει.
Τόσο ἀόριστο σὰν τὴ ζωή του.
Μέσα στὸ κούφιο μπαστοῦνι του
ὑπάρχει ἕνα φίδι χρυσό.
Καθὼς θὰ τὸ τυλίγει ἀπόψε στὸ λαιμό της
σὲ κάποιο ἐλεεινὸ ξενοδοχεῖο
θὰ τὸν κοιτάζει στὸν καθρέφτη
χλωμὸς ὁ ἄλλος ἐαυτός του.
Αὐτὸς ποὺ χρόνια φτιάχνει τὸ ποίημα
καλπάζοντας τώρα στὸ πλάι του
καὶ ἀνάβοντας ὁλοένα τ’ ἄλογα ποὺ ἔχουν μεθύσει
ἀπ’ τὸ σκοτάδι καὶ τὴ λάσπη.


Τὰ ἀντικλείδια

Ἡ Ποίηση εἶναι μιὰ πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοὶ κοιτάζουν μέσα χωρὶς νὰ βλέπουν
τίποτα καὶ προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοὶ
κάτι βλέπουν, τὸ μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καὶ μαγεμένοι πηγαίνουνε νὰ μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μὰ κανεὶς
δὲν τοὺς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιὰ τὸ κλειδί.
Κανεὶς δὲν ξέρει ποιός τὸ ἔχει. Ἀκόμη
καὶ τὴ ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τὸ μυστικὸ νὰ τὴν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δὲν ἀνοίγει πιά. Δὲν ἄνοιξε ποτέ
γιὰ ὅσους μπόρεσαν νὰ ἰδοῦν στὸ βάθος.
Ἴσως τὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν
ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μιὰ ἀτέλειωτη ἀρμαθιὰ ἀντικλείδια
γιὰ ν’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς Ποίησης.

Μὰ ἡ Ποίηση εἶναι μιὰ πόρτα ἀνοιχτή.


Ἡ σιωπὴ
Στὴν Αὐγή-Ἄννα Μάγγελ

Ἡ Σιωπὴ εἶναι μιὰ ἄγνωστη
ποὺ ἔρχεται τὴ νύχτα.
Ἀνεβαίνει τὴ σκάλα
χωρὶς ν’ ἀκούγονται πατήματα
μπαίνει στὴν κάμαρα
καὶ κάθεται στὸ κρεβάτι μου.
Μοῦ φοράει τὸ δαχτυλίδι της
καὶ μὲ φιλεῖ στὸ στόμα.
Τὴ γδύνω.
Μοῦ δίνει τότε τὶς βελόνες
καὶ τὰ τρία χρώματα
τὸ κόκκινο τὸ μαῦρο καὶ τὸ κίτρινο.
Κι ἀρχίζω νὰ κεντάω
πάνω στὸ δέρμα της
ὅλα ὅσα δέ σοῦ εἶπα
καὶ ποτέ πιὰ δὲ θὰ σοῦ πῶ.


Τῆς γύφτισσας
Στὴν Ἀνθὴ

Εἶπα σὲ μιὰ Γύφτισσα
θέλω νὰ γίνω γύφτος
νὰ σὲ πάρω

Μπορεῖς μοῦ λέει νὰ φᾶς γιὰ βράδυ
χόρτα πικρὰ χωρὶς ἁλάτι
κι ἔπειτα νὰ πλαγιάσεις;

Μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μοῦ λέει νὰ πλαγιάσεις
χωρὶς νὰ κλαῖς ἀπὸ τὸ κρύο
πάνω στὴν παγωμένη λάσπη;

Μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μοῦ λέει πάνω στὴ λάσπη
νὰ μοῦ ἀνάψεις τὸ κορμὶ
καὶ νὰ τὸ κάνεις στάχτη;

Αὐτὸ κι ἂν τὸ μπορῶ τῆς λέω

Μπορεῖς μοῦ λέει τὴ στάχτη μου
νὰ τὴ ρίχνεις στὸ κρασί σου
γιὰ νὰ μεθᾶς πολύ, νὰ μὲ ξεχνᾶς;

Ὄχι αὐτό, δὲν τὸ μπορῶ τῆς λέω

Γύφτος δὲ γίνεσαι μοῦ λέει.


Ἡ κόρη τῆς ἀβύσσου
Στὴ μνήμη τοῦ Φρανσουά, τοῦ Κάρολου καὶ τοῦ Ἀρθούρου

Ἀχτύπητη κι ὡραία πάνω στὴ Γιαμάχα της
------ κόβει τὸ κρύσταλλο τῆς νύχτας σὰν διαμάντι
στὴν ὄψη της χορεύουν φλόγες
------ ἀπὸ τὴν Κόλαση τοῦ Δάντη.

Μπαίνει στὰ μπὰρ σεκλετισμένη κι οἱ νέοι ποιητὲς
------ τὴν τρέμουνε καὶ τὴν κερνᾶνε βότκα καὶ οὐίσκι
μὰ Ἐκείνη κοιτάζει ἀόριστα στὴν πόρτα νὰ φανεῖ
------ χλωμὸς ὁ πρίγκιψ Μίσκιν.

Δὲν ἔχει ποῦ νὰ κοιμηθεῖ, γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ
------ μὲ μιὰ κιθάρα καὶ δισάκι
διαβάζει κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες
------ Βιγιὸν καὶ Καρυωτάκη.

Ὅταν πλαγιάζει μὲ τοὺς οἰκοδόμους στὰ γιαπιὰ
------ τὸ Κοινοβούλιο συνέρχεται ἐκτάκτως καὶ βελάζει.
Ἐκείνη ὀνειρεύεται τὴ μάνα Ἐπανάσταση
------ ὅλους νὰ μᾶς θηλάζει.

Κόβει μὲ ὄνειρο τὶς φλέβες της
------ γιὰ νὰ τὴ βλέπουνε τῆς νύχτας οἱ καθρέφτες
γιὰ νὰ παγώνει μέσα τῆς ὁ κόσμος ὁ κακὸς
------ οἱ μαστροποὶ κι οἱ κλέφτες.

Ἀνοίγει τὰ συρτάρια ἐπιδόξων συγγραφέων
------ μὲ τοῦ διαβόλου τ’ ἀντικλείδια
κλέβει τὰ αἰσθηματικά τους κείμενα
------ καὶ τὰ πετάει στὰ σκουπίδια.

Κάποτε κλαίει σὰν παιδὶ
------ χώνοντας τὸ πρόσωπο στὴ γούνα τοῦ ἀνέμου
κι ἄλλοτε εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες κάτω ἀπὸ τὴ θάλασσα
------ ψάχνει γιὰ τὸ ὑποβρύχιό τού πλοιάρχου Νέμου.

Στὸ ἄχτιστο φῶς τῆς λέξης μένει ἐκστατικὴ
------ μὲ δέος, ἡδονὴ καὶ τρόμο
στὰ βάθη τῆς λογοτεχνίας χάνεται
------ χωρὶς ἐπιστροφή, χωρὶς νὰ βρίσκει δρόμο.

Τὴν ποθοῦν, μὰ τοὺς περιφρονεῖ
------ τοὺς δῆθεν ἐραστὲς τοῦ ἀπολύτου
τὸ γκόλφι τῆς τὸ χάρισε σ’ ἕναν τρελλὸ τραγουδιστὴ
------ γιὰ ἕνα πικρὸ φιλί του.

Κι ἐμένα ὅταν μού λέει «Πάρε με»
------ τὰ παίζει ὅλα, ἡ θεατρίνα,
μὲ προκαλεῖ ποζάροντας
------ σὰν μιὰ πουτάνα σὲ βιτρίνα.

Κι ὅταν μού λέει «Πεθαίνω ἐγὼ γιὰ σένα»
------ ἐγὼ δὲν τὴν πιστεύω
τὴν ἄπιαστη ὀμορφιά της μὲ θλίψη καρχαρία
------ σὲ μαύρη ἄβυσσο γυρεύω.

Ἀχτύπητη κι ὡραῖα καβάλα στὴ Γιαμάχα της
------ σκίζει τὶς διαβάσεις τοῦ μυαλοῦ μου σὰν πριονοκορδέλα
πηδάει τοὺς τάφους τῶν ὀνείρων μου
------ τ’ ἀγάλματα καὶ τὴν παλιά μου ὀμπρέλα.

Μὲ παίρνει πισωκάπουλα στὴ σέλα της
------ κι ἐγὼ τὴν ἀγκαλιάζω ἀπὸ τὴ μέση
γέρνω γλυκὰ στὴν πλάτη της
------ κλείνω τὰ μάτια καὶ μ’ ἀρέσει.

Καὶ μ’ ἀνεβάζει ἀνάλαφρα στὸν οὐρανὸ
------ κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στὸ βαρέλι καὶ μαρσάροντας
------ γυρίζουμε γυρίζουμε τὸ γῦρο τοῦ θανάτου.


Τὸ διάφανο μετάξι

Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ δυό μας
νὰ ἔχουμε δοθεῖ σὰν ἄλλοτε στὸν ἔρωτα.
Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ δυό μας πάλι
ἀσάλευτοι τώρα νὰ κοιτάζουμε.
Κοιτάζαμε τὰ διψασμένα σώματα
ποὺ ἤμαστε κάποτε
κοιτάζαμε τὴν ἡδονή τους καὶ ποθούσαμε
καὶ λιώναμε νὰ σμίξουμε μαζί τους.
Ὅμως ἀνάμεσά μας ἕνα μετάξι διάφανο
σχεδὸν ἀόρατό μᾶς χώριζε γιὰ πάντα.
Γύρισε τότε καὶ μοῦ ἔδωσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια
ἕνα φιλὶ ποὺ ἔκοβε τὰ χείλια σὰν μαχαίρι.
Τὸ πῆρα καὶ ἀρχίζοντας νὰ σχίζω τὸν ἀέρα
μᾶς φάνηκε τάχα πὼς περάσαμε
καὶ πέσαμε στὴν ἀγκαλιά τους
καὶ σμίξαμε τοὺς ἄλλους ἑαυτούς μας.

Κι Ἐκείνη ἐπῆγε μὲ τὸν Ἄλλο
κι ἐγὼ ἐπῆγα μὲ τὴν Ἄλλη.


Ἡ Στάχτη

Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
οὐά φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.

Πάψε τρελὲ τοῦ ἔλεγε
δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.

Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.

Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.

Πάψε τρελὲ τοῦ ἔλεγε.