- Δίων Ἀμεινίας (γ. 1977)


Μειδίαμα

Ἕνα παιδὶ γεννήθηκε –
δὲν εἶχε ἐπιλογή.
Χιλιάδες βροντεῖα

--πε
-----φτ
-------- αν
---------- - μέσα του
(τὸν εἶπαν δαιμονισμένο)
ἔφυγε
ῥόδα στὸ πέρασμά του.
Ὁ μῦθος του δημοτικὸ τραγούδι
τὸ σύμπλεγμά του
ἀστερισμός.

Ἀρχαῖο λατρευτικὸ εἰδώλιο
Σχολῆς ὁλόκληρης
ὁρισμός.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ξέρω...

Ξέρω.
Μόλις γυρίσω τὴν πλάτη
θὰ πάρεις τὸ σπαθὶ καὶ θὰ κόψεις ἀπ’ τὸ μίσχο τὸ μυστικό ποὺ σοῦ
-------- ἐμπιστεύτηκα
τὴν ὥρα τῆς μάχης
τὴν ὥρα τῆς σιωπηλῆς ἐξομολόγησης.
Τὰ πέταλά του
ἡ ἴδια πνοὴ θὰ τὰ πάρει ἡ που κοιτᾶ τὸν ἀνεμοδείκτη μακρυά στὴν ἀποδήμηση
ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μόλις γύρισα πρὸς ὅπου τώρα φεύγω
ἄλλη μιὰ πλάνης νὰ μαζέψω
ὅ,τι ἀπερίσκεπτα θὰ σοῦ ξαναπροσφέρω τὴν ἑπόμενη θνητή στιγμή τῆς
-------- ἀδυναμίας μου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ξένος

Γεννήθηκε σὲ παρόχθια πόλη
μὲ τὸ σκίσιμο τῶν τρατῶν στὰ νερά τῆς θάλασας
καὶ τὸ σφύριγμα τοῦ ξενιτεμένου ἀέρα στὶς καλαμιὲς
π’ ἔσπαγε στρατηλάτης ἄγριος στὸ λαμπύρισμα τῶν πρωινῶν,
μέθαγε ἡ μέρα τὸν ἔραινε τ’ ἁλάτι τοῦ καλοκαιριοῦ
κορμὸς κυπάρισσου τὸ μπράτσο του πλατάνιστος ὁ στέρνος
ξανθό σπάρτο ἡ μιλιά του –
ἔφυγε ὅταν ἡ χώρα κοιμόταν (δίσεκτοι καιροί)
πῆρε λίγο κομμάτι γῆς
ἄλλοι εἶπαν πὼς δέ δάκρυσε.

Σὲ μακρυσμένες Πολιτεῖες μεσουράνησε.
Τὰ βράδυα, ἄυπνος, κατεβαίνει στὸ γιαλὸ μὲ γυμνά πόδια
βυθίζει στὴν ἄμμο τὴ ματιά του
ἀφήνει τὴ μόνη γυναῖκα
τὴ μόνη γαλάζια θύμηση νὰ τοῦ χαϊδέψει τὰ σφυρά –
τὴ μόνη Άνάμνηση
νὰ τὸν κοιμήσει...

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ πετυχημένη σου ζωή...


Ἡ πετυχημένη σου ζωὴ σ’ ἔφερε, φιλοπαίγμων, στοὺς δρόμους
-------- ποὺ μεγάλωσες.
Μεγίστη ἀναμέτρηση – τὸ περίμενες καιρό
Τιτανομαχία
θυμᾶσαι πῶς ἤσουνα παδί.
Βαρύν ὅρκο εἶχες πάρει – νὰ μή ξεχάσεις
(ἀπ’ τὸ πρωί ἔτρεχες ξυπόλητος...)
Μὰ ἡ ἀθωότητα, ὅσο βαθιά καὶ νὰ τὴ χάραξες καρδόσχημα σ’ ἐκεῖνο
-------- τὸ πεῦκο
ἔφυγε. Καὶ καλά λένε πὼς χάνεται
ἀλλά – πῶς γίνεται βρὲ παιδί μου,
κάθε ποὺ περνᾷς αὐτήν τὴ μικρή γειτονιά
νὰ νιώθεις ρετσίνι νὰ κολλᾷ στὰ χέρια.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Εἶπα...

Εἶπα: «θ’ ἀσχοληθῶ κι ἐγώ ὅπως τόσοι ἄλλοι
μὲ τὸν βιοπορισμό, περνῶντας
βιαστικά δίπλα ἀπ’ τὶς ξανθές μιμόζες τοῦ Φλεβάρη.

Τὴν πεποίθησή μου γιὰ ὑπεροχὴ
στὰ χωλὰ πόδια τοῦ Ἡφαίστου – ἔλα ἄκουσέ με
ξερίζωσε τὴν ἐλπίδα ἀπὸ τὴν ὕπαρξή μου!

Τὶς μέρες θ’ ἀποταμιεύω ἐλπίδα, τὴ νύχτα
θὰ νυμφευθῶ τὴ Μοναξιά
σὲ γυάλινο πύργο μακρυά θὰ ζήσω».

Κι ἡ θεωρία μου κραταιή. Κυκλώπειον τεῖχος
ἐκδούλευσις τῶν θεῶν.

(Ἀγγελιαφόροι φθάσαν ἀπ’ τὶς ἀκριτικές περιοχές.
Ὁ ἐχθρὸς ἄρχισε νὰ εἰσβάλλει.
Ὅ,τι ἔστησα πέτρα τὴν πέτρα κινδυνεύει μ’ ἀφανισμό).

Στὶς στάχτες ἐκείνης τῆς νεανικῆς πυρᾶς
ψάχνω φοίνικα στίχο
ν’ ἀναστήσει τὸ βασίλειό μου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Brave New World

Μὲ τὸ σημάδι τοῦτο στὸ μέτωπο
– Κάιν ἐκ γενετῆς –
ἀναζητῶ τὸν ἀδερφό μου.

Στὸ ἄριστο παίζω τὴ μάχαιραν
(λαβὴ γιὰ τὴ δική μου μόνο γροθιά).
Στὸ δεξὶ μιὰ κεφαλὴ Μέδουσας νὰ παγώσει
τὸ φονικό
βαθιά στὴ μνήμη
γιατὶ οἱ τύψεις λεπιδόπτερα ποὺ μεταμορφώνονται
καὶ πᾶνε.
Ἀναζητῶ τὴ θεία Πράξη ποὺ θὰ γεννήσει
ὀνειροκτόνες ἐλπίδες
πλημμυρίζοντας τὴν ἄμπωτη τοῦ Παραδείσου.

Ἔλα Ἐτεοκλή – κουράστηκα.
Τέντωσε τὸ λαιμὸ
νὰ σηκώσουμε τὸ Νέο Κόσμο ποὺ ὀνειρευόμασταν
νὰ προσφέρουμε τὸ αἷμα τοῦ κόκκορα
στὸ θεμέλιωμα.


- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Κλιματικὴ ἀλλαγὴ
- - - -- - - - - - - - - - - στὴ Γ.Κ

Μιὰ θάλασσα ἔσβησε στὰ χέρια μου
ἁρμύρα ἀπ’ τὰ δυό της μάτια.
Ἁλυκές ὁ χ ρ ό ν ο ς
κι ὁ τ ό π ο ς ὀρχήστρα ἄδεια ἀρχαίου θεάτρου τῆς Περγάμου
ἐμπορεύεται τὸ νέο της χαρτὶ
ἀκριβό, ἀνακυκλωμένο ἀπὸ χίλια πάθη
ἀγάπη κρεμασμένη ἀνάποδα στὰ δοκάρια τοῦ ἀχυρῶνα
ψηλά
μ’ ἕνα γνέμα θύμησης
χαμένους τοὺς χυμούς της
ἀποξηραμένο ἐμπροσθόφυλλο γιὰ τὴ νέα μου συλλογή:

Κελεύθων ἀνθολογία ὅπου κυματοδρόμησα
γλυκά νερά τῶν πάγων
ποὺ ἔλυωσα, πλημμύρισαν καὶ σ’ ἔπνιξα.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐπίγραμμα
- - - -- - - - - - - - - - - «κατακλιθῆναι ἐν κόσμῳ»
- - - -- - - - - -- - - - - - - - - - - Ἀρριανὸς, Ζ', 3.5

Τώρα ποὺ θὰ πεθάνω
φρόντισε γιὰ μεγάλη φωτιά, σὰν ἥλιος
ἐκεῖ νὰ μ’ ἀποθέσεις
πάρε τὴ στάχτη μου ἀλάλαξε φύσηξέ τη μακρυά.

Ὁπως σκόρπισα τὴ ζωὴ, ἂς σκορπίσω
καὶ τὸν θάνατο.