- Προτείνουμε Ρίτσο


Ἕλληνες καραγωγεῖς


Ἀργά, κατὰ τὸ μεσημέρι, ὅταν πουλήσουν στὸ παζάρι
τὰ προϊόντα τους – λαχανικά, σταφύλια, ἀχλάδια –,
γυρίζουν μὲ τὰ κάρρα τους ἀπ' τὸν παραθαλάσσιο δρόμο
πρὸς τὰ μικρά τους κτήματα, τὰ μακρυνά,
κάθιδροι, αὐτοί καὶ τ' ἄλογά τους,
μὲ τὰ χαρτονομίσματα δεμένα στὸ μαντίλι τους
καὶ μὲ τὰ κέρματα νὰ κουδουνίζουνε στὶς τσέπες τους,
ἀνόητοι, τσακισμένοι, σχεδὸν ἄγριοι,
μὲ τὸ θυμὸ μιᾶς ἄγνωστης ἀργοπορίας κι ἀδικίας,
μὲ τὰ τσουλούφια τῶν σκληρῶν μαλλιῶν τους ὅλο σκόνη καὶ ἵδρωτα
χτισμένα κάτω ἀπ' τὸ κασκέτο τους...
Ὅμως, σὰν στρίψουνε τὴ δημοσιά, σὰν ἀνταμώσουν
τὴν πρώτη ἐρημική ἀμμουδιά, ξεζεύουν τ' ἄλογά τους,
γδύνονται βιαστικά, πετοῦν τὰ ροῦχα τους στὶς πέτρες
καὶ μπαίνουνε στὴ θάλασσα νὰ πλύνουν τ' ἄλογά τους.
Καὶ τότε, μουσκεμμένοι, ὁλόγυμνοι κι ὁλόχρυσοι, ἄνθρωποι κι ἄλογα,
ἀστράφτουν μὲς στὸν ἥλιο μὲ μιὰ ὑψηλήν εὐγένεια
ἐργατικοί καὶ παντοδύναμοι, σάμπως νὰ βγῆκαν
μὲς ἀπὸ τοὺς πανάρχαιους μύθους...
Ὁ μικρότερος καραγωγέας,
μόλις δεκαοχτὼ χρονῶ, στίλβοντας ὅλος μὲς στὸ μεσημέρι,
γυμνός, καβάλλα στ' ἄλογό του, κάλπασε πέρα στὴ θάλασσα,
ἐνῶ ἕνα σύννεφο λευκό σημάδευε τὸν ἴσκιο τοῦ μὲς στὸ γαλάζιο...
Καὶ στὴν ἀκρογιαλιά, τὰ κάρρα, ὁλόχρυσα κι αὐτά,
ἔλαμπαν μὲς στὶς κυκλικές ἀνταύγειες τῶν τροχῶν τους
σὰν ἔνδοξα ἅρματα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικούς ἄγωνες,
ποὺ ἐδῶ σταμάτησαν καὶ ποὺ ἀπὸ δῶ πάλι θὰ ξανάρχιζαν...