- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 1, 2, [3]
Ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης
Ἀσίνην τε...
Κοιτὰξαμε ὅλο τὸ πρωί γύρω-γύρω τὸ κάστρο / ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα / πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγονιοῦ / μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα. / Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν άπὸ ψηλά / στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας / στ' ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθώς τὸ μάτι ἀκολουθῶντας τις / πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικό λίκνισμα / χάνοντας δύναμη ὁλοένα. /
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρύς γιαλός ὁλάνοιχτος / καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικά στὰ μεγάλα τείχη. / Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ' ἀγριοπερίστερα φευγάτα / κι ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα / ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ' ὅλους κι άπὸ τὸν Ὅμηρο / μόνο μιά λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη / ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντὰφια χρυσὴ προσωπίδα. / Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της – κούφιο μέσα στὸ φῶς / σὰν τὸ στεγνό πιθάρι στὸ σκαμμένο χῶμα· / κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας. / Ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενό κάτω ἀπ' τὴν προσωπίδα / παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω άπό ἑνα ὄνομα: / «Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
- - - - - - - - - - καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα / κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας / στὰ διαστὴματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του / ἀραγμένα σ' ἄφαντο λιμάνι· / κάτω ἀπ' τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω άπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους / ἀνὰγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας / ἕνα σημεῖο σκοτεινό ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι / μέσα στὴν αὐγινή γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις: / ἕνα κενό παντοῦ μαζί μας. / Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμῶνα / μὲ σπασμένη φτερούγα / σκήνωμα ζωῆς, / κι ἡ νέα γυναῖκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει / μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ / κι ἡ ψυχή ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο / κι ὁ τὸπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασὲρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου / μὲ τ' ἀρχαία μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτὰζοντας τὶς πέτρες κι ἀναρωτιέται / ὑπάρχουν ἆραγε / ἀνὰμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμές τὶς ἀκμές τὶς αἰχμές τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες / ὑπάρχουν ἆραγε / ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς / ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς / ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας / αὐτῶν ποὺ άπὸμειναν σκιές κυμάτων καὶ στοχασμοί μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου / ἤ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος / ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς / ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας / σὰν τὰ κλωνὰρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας / ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργά βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο / εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπὸφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς. / Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμῶντας / κι άπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μιὰ νυχτερίδα τρομαγμένη / χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴν σαΐτα πάνω στὸ σκουτὰρι: / «Ἀσίνην τέ Ἀσίνην τέ...». Νά 'ταν αὐτή ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης / ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σὲ τούτη τὴν ἀκρόπολη / ’γγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ἁφή του πάνω στὶς πέτρες.
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρύς γιαλός ὁλάνοιχτος / καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικά στὰ μεγάλα τείχη. / Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ' ἀγριοπερίστερα φευγάτα / κι ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα / ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ' ὅλους κι άπὸ τὸν Ὅμηρο / μόνο μιά λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη / ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντὰφια χρυσὴ προσωπίδα. / Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της – κούφιο μέσα στὸ φῶς / σὰν τὸ στεγνό πιθάρι στὸ σκαμμένο χῶμα· / κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας. / Ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενό κάτω ἀπ' τὴν προσωπίδα / παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω άπό ἑνα ὄνομα: / «Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
- - - - - - - - - - καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα / κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας / στὰ διαστὴματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του / ἀραγμένα σ' ἄφαντο λιμάνι· / κάτω ἀπ' τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω άπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους / ἀνὰγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας / ἕνα σημεῖο σκοτεινό ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι / μέσα στὴν αὐγινή γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις: / ἕνα κενό παντοῦ μαζί μας. / Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμῶνα / μὲ σπασμένη φτερούγα / σκήνωμα ζωῆς, / κι ἡ νέα γυναῖκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει / μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ / κι ἡ ψυχή ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο / κι ὁ τὸπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασὲρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου / μὲ τ' ἀρχαία μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτὰζοντας τὶς πέτρες κι ἀναρωτιέται / ὑπάρχουν ἆραγε / ἀνὰμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμές τὶς ἀκμές τὶς αἰχμές τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες / ὑπάρχουν ἆραγε / ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς / ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς / ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας / αὐτῶν ποὺ άπὸμειναν σκιές κυμάτων καὶ στοχασμοί μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου / ἤ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος / ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς / ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας / σὰν τὰ κλωνὰρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας / ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργά βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο / εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπὸφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς. / Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμῶντας / κι άπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μιὰ νυχτερίδα τρομαγμένη / χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴν σαΐτα πάνω στὸ σκουτὰρι: / «Ἀσίνην τέ Ἀσίνην τέ...». Νά 'ταν αὐτή ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης / ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σὲ τούτη τὴν ἀκρόπολη / ’γγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ἁφή του πάνω στὶς πέτρες.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τριζόνια
Τό σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυποῦν σάν ἄρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Καί τά χρόνια
πού ζοῦμε σάν αύτά χτυποῦν
καθώς οἱ δίκαιοι σιωποῦν
σά νά μήν εἶχαν τί νά ποῦν.
Κάποτε τ' ἄκουσα στό Πήλιο
νά σκάβουνε γοργά ἕνα σπήλαιο
μέσα στή νύχτα. Ἀλλά τό φύλλο
τῆς μοίρας τώρα τό γυρίσαμε
καί μᾶς γνωρίσατε καί σᾶς γνωρίσαμε
ἀπό τούς ὑπερβόρειους ἴσαμε
τούς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ
πού ἔχουνε σῶμα χωρίς νοῦ
καί πού φωνάζουν σάν πονοῦν.
Κι ἐγώ πονῶ κι ἐσεῖς πονεῖτε
μά δέ φωνάζουμε καί μήτε
κάν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανή εἶναι βιαστική
στήν φρίκη καί στήν καταφρόνια
στόν θάνατο καί στήν ζωή,
τό σπίτι γέμισε τριζόνια.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τελευταῖος Σταθμὸς
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ' ἀρέσαν. / Τ' ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις / ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας / καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες, / πιὸ καθαρά μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις. /Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω / λίγα φεγγάρια ἀπὸμειναν στὴ μνήμη∙ /νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργά στὴ χάση / ἤ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριᾶ ρίχνοντας κάποτε / σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμούς καὶ μέλη ἀνθρώπων / βαριά μιὰ νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα / ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χαράξει / σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια / στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος / ἦρθε ἡ στιγμή τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται / νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι∙ / σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικό χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ θάλασσα τοῦ Σαλέρνο / πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη / μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι /ξεπέρασε τὰ σύν- νεφα, καὶ γίναν / τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο. /
Σιωπές ἀγαπημένες τῆς σελήνης…
Εἶναι κι αὐτός ἕνας εἱρμός τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος / ν' ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς / δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο / ποὺ ξέφυγε κρυφά καὶ φέρνει / μαντὰτα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τοὺς συντρόφους, / καὶ βιάζεσαι ν' ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου / μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιά καὶ τὸν ἀλλάξει. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη τὴ Συρία∙ / τὸ κρατίδιο / τῆς Κομμαγηνῆς πού 'σβησε σὰν τὸ μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στὸ μυαλό μας, / καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια / κι ἔπειτα ἀπὸμειναν τὸπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες / χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ' τὶς θάλασσες τοῦ Πρωτέα, / ψυχές μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες, / καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλί μές στὸ κλουβί του. / Τὸ βροχερό φθινόπωρο σ' αὐτή τὴ γούβα / κακοφορμίζει τὴν πληγή τοῦ καθενός μας / ἤ αὐτὸ ποὺ θα ΄λεγες ἀλλιῶς νέμεση μοῖρα /
ἤ μοναχά κακές συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη, / ἤ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων. / Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους∙ / ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο∙ / χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἑνα ἄσπρο στῆθος / μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας / καὶ πόδια ποὺ θά τρέχανε – κι ἄς εἶναι τὸσο κουρασμένα – / στὸ παραμικρό σφύριγμα τοῦ κέρδους. / Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο, / ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο - ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἁπλώνουν∙ / σὰν ἔρθει ὁ θέρος / προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ' ἄλλο χωράφι∙ /σὰν ἔρθει ὁ θέρος / ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νά ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ / ἄλλοι μπερδεύονται μὲς στ' ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν. / Ἀλλά τὰ ξόρκια τ' ἀγαθά τὶς ρητορεῖες, / σάν εἶναι οἱ ζωντανοί μακριά τί θὰ τὰ κάνεις; / Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα; / Μήν εἰναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή; / Καιρός τοῦ σπείρειν, καιρός τοῦ θερίζειν!..
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. / Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμαλώτου τὴ σκέψη / τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατὰντησε κι αὐτὸς πραμάτεια / δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δέν μπορεῖς. / Ἴσως καὶ νά 'θελε νὰ μείνει βασιλιᾶς ἀνθρωποφάγων / ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανείς δὲν ἀγοράζει, / νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων / ν' ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ' τὸ δὲντρο τοῦ μπαμποὺ, / καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί μὲ τερατώδεις προσωπίδες. / Ὅμως ὁ τὸπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις / εἴτε στὸ σκοτεινό βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτες / εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θά βουλιάξει καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές, / ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν / ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες μὲ τὰ δὲντρα ἐκεῖνα / ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση / κι αὐτά καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν∙ / ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελῶντας / λεῦγες καὶ λεῦγες∙ / ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας. / Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς / εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη / δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή / γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙ / στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο /μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης / ποὺ ἔφυγε μ' ἀνοιχτές πληγές ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο / ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη / ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μές στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, / οὔρλιαζε ψηλαφῶντας τὸν πόνο μας∙ «Στὰ σκοτεινά / πηγαίνουμε,
στὰ σκοτεινά προχωροῦμε…» / Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ’ ἀρέσουν.
Casa dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ‘44
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἁγιάναπα, Α’
Καὶ βλέπεις τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καθὼς ἔλεγαν οἱ παλαιοί.
Ὡστὸσο νόμιζα πὼς ἔβλεπα τόσα χρόνια
περπατῶντας ἀνάμεσα στὰ βουνά καὶ στὴ θὰλασσα
συντυχαίνοντας ἀνθρώπους μὲ τέλειες πανοπλίες·
παράξενο, δὲν πρόσεχα πὼς ἔβλεπα μόνο τὴ φωνή τους.
Ἦταν τὸ αἷμα ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλοῦν, τὸ κριάρι
ποὺ ἔσφαζα κι ἔστρωνα στὰ πόδια τους·
μἀ δέν ἦταν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κόκκινο χαλί.
Ὅ,τι μοῦ λέγαν ἔπρεπε νὰ τὸ ψηλαφήσω
ὅπως ὅταν σὲ κρύψουν κυνηγημὲνο νύχτα σὲ στὰβλο
ἤ φτὰσεις τέλος τὸ κορμί βαθύκολπης γυναίκας
κι εἶναι γεμάτη ἡ κάμαρα πνιγερές μυρωδιές·
ὅ,τι μου λέγαν δορά καὶ μετὰξι.
Παράξενο, τὸ βλέπω ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· τὸ χρυσό δίχτυ
ὅπου τὰ πράγματα σπαρταροῦν σὰν τὰ ψάρια
ποὺ ἕνας μεγάλος ἄγγελος τραβᾶ
μαζί μὲ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἑλένη
Τεῦκρος: ...ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων,
-- -- - - - - ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
..............................................................................................
Ἑλένη: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ', ἀλλ' εἴδωλον ἦν.
..............................................................................................
Ἄγγελος: Τί φῂς ;
- - - - - - - Νεφέλης ἄρ' ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
- - - - - - - - - - -- - - - - - - - - - -ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες…
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμό τῶν φύλλων,
σύ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσική δροσιά τοῦ δάσους
στὰ χωρισμὲνα σώματα καὶ στὶς ψυχές
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, ποὺ ψηλαφεῖς μὲσα στὴ νυχτωμὲνη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες – δέ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα –
καὶ τὸ πικρό τρικύμισμα τῆς ξαγριεμμὲνης σκλάβας.
Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες…
Ποιές εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιός τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτὰκουστα –
καινούργιους τὸπους, καινούργιες τρέλλες τῶν ἀνθρώπων
ἤ τῶν θεῶν·
-- - - - - - - - ἡ μοῖρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνὰμεσα στὸ στερνό σπαθί ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μιὰν ἄλλη Σαλαμίνα
μ' ἔφερε ἐδῶ σ' αὐτό τὸ γυρογιὰλι.
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ' τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη·
σκέπασε τ' ἄστρα τοῦ Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει
τὴν καρδιά τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ' ἀλλάζει...
Ποῦ εἰν' ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγώ στὸν πόλεμο τοξότης·
τὸ ριζικό μου: ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστὸχησε.
Ἀηδόνι ποιητὰρη,
σὰν καὶ μιὰ τέτοια νύχτα στ' ἀκροθαλάσσι τοῦ Πρωτέα
σ' ἄκουσαν οἱ σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνὰμεσό τους —ποιός θὰ τό 'λεγε— ἡ Ἑλένη!
Αὐτή ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἔρημου· τὴν ἄγγιξα – μοῦ μίλησε:
«Δέν εἰν' ἀλήθεια, δέν εἰν' ἀλήθεια!» φώναζε.
«Δέν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι!
Ποτέ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμὲνη Τροία!..»
Μὲ τὸ βαθύ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτὸ τὸ ἀνὰστημα
ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ
στοὺς ὤμους στοὺς μηρούς στὰ γόνατα·
ζωντανό δὲρμα – καὶ τὰ μάτια
μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνὸς Δὲλτα!..
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -Καὶ στὴν Τροία;
Τίποτε στὴν Τροία—ἕνα εἴδωλο.
Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.
Κι ὁ Πάρις, μ' ἕναν ἴσκιο πλάγιαζε σὰ νά ἠταν πλάσμα ἀτὸφιο·
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια!..
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.
Τὸσα κορμιὰ ριγμὲνα
στὰ σαγόνια τῆς θὰλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς·
τὸσες ψυχές
δοσμὲνες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτὰρι.
Κι οἱ ποταμοί φούσκωναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα
γιὰ ἕνα λινό κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη
μιᾶςς πεταλούδας τίναγμα τὸ ποὺπουλο ἑνὸς κύκνου
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Κι ὁ ἀδερφός μου;
-- - - - - - - - - - - - -Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μή θεός; καὶ τί τ' ἀνὰμεσό τους;
Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες…
Δακρυσμὲνο πουλί,
- - -- - - - - - - - - - - -στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχός μ' αὐτό τὸ παραμύθι,
ἄν εἰναι ἀλήθεια πὼς αὐτό εἶναι παραμύθι,
ἄν εἰναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἀνθρῶποι δέ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιό δόλο τῶν θεῶν·
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - -ἄν εἰναι ἀλήθεια
πῶς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἤ κάποιος Αἴαντας ἤ Πρίαμος ἤ Ἑκάβη
ἤ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστὸσο
εἶδε ἑνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δέν τό 'χει μὲς στὴ μοῖρα τοῦ ν' ἀκούσει
μαντατοφόρους που ἔρχουνται νὰ ποῦνε
πὼς τὸσος πόνος τὸση ζωή
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μιὰν Ἑλένη.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τρία κρυφά ποιήματα
– Ε’ –
Ποιός βουρκωμένος ποταμός μᾶς πῆρε;
Μείναμε στὸ βυθό.
Τρέχει τὸ ρέμα πάνω ἀπ' τὸ κεφάλι μας
λυγίζει τ' ἄναρθρα καλάμια·
οἱ φωνές
κάτω ἀπ' τὴν καστανιά γίναν χαλίκια
καὶ τὰ πετᾶνε τὰ παιδιά.
– ΣΤ’ –
Πότε θὰ ξαναμιλήσεις;
Εἶναι παιδιά πολλῶν ἀνθρώπων τὰ λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιοῦνται σάν τά βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται μὲ τὸ αἷμα.
Ὅπως τὰ πεῦκα
κρατοῦνε τὴ μορφή τοῦ ἀγέρα
ἐνῶ ὁ ἀγέρας ἔφυγε, δέν εἰναι ἐκεῖ
τὸ ἴδιο τὰ λόγια
φυλάγουν τὴ μορφή τοῦ ἀνθρώπου
κι ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε, δέν εἰναι ἐκεῖ.
Ἴσως γυρεύουν νὰ μιλήσουν τ' ἄστρα
ποὺ πάτησαν τὴν τόση γύμνια σου μιά νύχτα
ὁ Κύκνος ὁ Τοξότης ὁ Σκορπιός
ἴσως ἐκεῖνα.
Ἀλλὰ ποῦ θὰ εἶσαι τὴ στιγμή ποὺ θά 'ρθει
ἐδῶ σ' αὐτό τὸ θέατρο τὸ φῶς;
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 1, 2, [3]Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα / ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χαράξει / σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια / στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος / ἦρθε ἡ στιγμή τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται / νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι∙ / σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικό χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ θάλασσα τοῦ Σαλέρνο / πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη / μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι /ξεπέρασε τὰ σύν- νεφα, καὶ γίναν / τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο. /
Σιωπές ἀγαπημένες τῆς σελήνης…
Εἶναι κι αὐτός ἕνας εἱρμός τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος / ν' ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς / δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο / ποὺ ξέφυγε κρυφά καὶ φέρνει / μαντὰτα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τοὺς συντρόφους, / καὶ βιάζεσαι ν' ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου / μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιά καὶ τὸν ἀλλάξει. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη τὴ Συρία∙ / τὸ κρατίδιο / τῆς Κομμαγηνῆς πού 'σβησε σὰν τὸ μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στὸ μυαλό μας, / καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια / κι ἔπειτα ἀπὸμειναν τὸπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες / χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ' τὶς θάλασσες τοῦ Πρωτέα, / ψυχές μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες, / καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλί μές στὸ κλουβί του. / Τὸ βροχερό φθινόπωρο σ' αὐτή τὴ γούβα / κακοφορμίζει τὴν πληγή τοῦ καθενός μας / ἤ αὐτὸ ποὺ θα ΄λεγες ἀλλιῶς νέμεση μοῖρα /
ἤ μοναχά κακές συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη, / ἤ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων. / Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους∙ / ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο∙ / χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἑνα ἄσπρο στῆθος / μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας / καὶ πόδια ποὺ θά τρέχανε – κι ἄς εἶναι τὸσο κουρασμένα – / στὸ παραμικρό σφύριγμα τοῦ κέρδους. / Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο, / ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο - ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἁπλώνουν∙ / σὰν ἔρθει ὁ θέρος / προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ' ἄλλο χωράφι∙ /σὰν ἔρθει ὁ θέρος / ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νά ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ / ἄλλοι μπερδεύονται μὲς στ' ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν. / Ἀλλά τὰ ξόρκια τ' ἀγαθά τὶς ρητορεῖες, / σάν εἶναι οἱ ζωντανοί μακριά τί θὰ τὰ κάνεις; / Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα; / Μήν εἰναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή; / Καιρός τοῦ σπείρειν, καιρός τοῦ θερίζειν!..
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. / Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμαλώτου τὴ σκέψη / τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατὰντησε κι αὐτὸς πραμάτεια / δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δέν μπορεῖς. / Ἴσως καὶ νά 'θελε νὰ μείνει βασιλιᾶς ἀνθρωποφάγων / ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανείς δὲν ἀγοράζει, / νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων / ν' ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ' τὸ δὲντρο τοῦ μπαμποὺ, / καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί μὲ τερατώδεις προσωπίδες. / Ὅμως ὁ τὸπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις / εἴτε στὸ σκοτεινό βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτες / εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θά βουλιάξει καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές, / ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν / ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες μὲ τὰ δὲντρα ἐκεῖνα / ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση / κι αὐτά καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν∙ / ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελῶντας / λεῦγες καὶ λεῦγες∙ / ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας. / Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς / εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη / δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή / γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙ / στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο /μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης / ποὺ ἔφυγε μ' ἀνοιχτές πληγές ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο / ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη / ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μές στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, / οὔρλιαζε ψηλαφῶντας τὸν πόνο μας∙ «Στὰ σκοτεινά / πηγαίνουμε,
στὰ σκοτεινά προχωροῦμε…» / Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ’ ἀρέσουν.
Casa dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ‘44
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἁγιάναπα, Α’
Καὶ βλέπεις τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καθὼς ἔλεγαν οἱ παλαιοί.
Ὡστὸσο νόμιζα πὼς ἔβλεπα τόσα χρόνια
περπατῶντας ἀνάμεσα στὰ βουνά καὶ στὴ θὰλασσα
συντυχαίνοντας ἀνθρώπους μὲ τέλειες πανοπλίες·
παράξενο, δὲν πρόσεχα πὼς ἔβλεπα μόνο τὴ φωνή τους.
Ἦταν τὸ αἷμα ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλοῦν, τὸ κριάρι
ποὺ ἔσφαζα κι ἔστρωνα στὰ πόδια τους·
μἀ δέν ἦταν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κόκκινο χαλί.
Ὅ,τι μοῦ λέγαν ἔπρεπε νὰ τὸ ψηλαφήσω
ὅπως ὅταν σὲ κρύψουν κυνηγημὲνο νύχτα σὲ στὰβλο
ἤ φτὰσεις τέλος τὸ κορμί βαθύκολπης γυναίκας
κι εἶναι γεμάτη ἡ κάμαρα πνιγερές μυρωδιές·
ὅ,τι μου λέγαν δορά καὶ μετὰξι.
Παράξενο, τὸ βλέπω ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· τὸ χρυσό δίχτυ
ὅπου τὰ πράγματα σπαρταροῦν σὰν τὰ ψάρια
ποὺ ἕνας μεγάλος ἄγγελος τραβᾶ
μαζί μὲ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἑλένη
Τεῦκρος: ...ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων,
-- -- - - - - ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
..............................................................................................
Ἑλένη: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ', ἀλλ' εἴδωλον ἦν.
..............................................................................................
Ἄγγελος: Τί φῂς ;
- - - - - - - Νεφέλης ἄρ' ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
- - - - - - - - - - -- - - - - - - - - - -ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες…
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμό τῶν φύλλων,
σύ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσική δροσιά τοῦ δάσους
στὰ χωρισμὲνα σώματα καὶ στὶς ψυχές
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, ποὺ ψηλαφεῖς μὲσα στὴ νυχτωμὲνη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες – δέ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα –
καὶ τὸ πικρό τρικύμισμα τῆς ξαγριεμμὲνης σκλάβας.
Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες…
Ποιές εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιός τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτὰκουστα –
καινούργιους τὸπους, καινούργιες τρέλλες τῶν ἀνθρώπων
ἤ τῶν θεῶν·
-- - - - - - - - ἡ μοῖρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνὰμεσα στὸ στερνό σπαθί ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μιὰν ἄλλη Σαλαμίνα
μ' ἔφερε ἐδῶ σ' αὐτό τὸ γυρογιὰλι.
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ' τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη·
σκέπασε τ' ἄστρα τοῦ Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει
τὴν καρδιά τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ' ἀλλάζει...
Ποῦ εἰν' ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγώ στὸν πόλεμο τοξότης·
τὸ ριζικό μου: ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστὸχησε.
Ἀηδόνι ποιητὰρη,
σὰν καὶ μιὰ τέτοια νύχτα στ' ἀκροθαλάσσι τοῦ Πρωτέα
σ' ἄκουσαν οἱ σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνὰμεσό τους —ποιός θὰ τό 'λεγε— ἡ Ἑλένη!
Αὐτή ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἔρημου· τὴν ἄγγιξα – μοῦ μίλησε:
«Δέν εἰν' ἀλήθεια, δέν εἰν' ἀλήθεια!» φώναζε.
«Δέν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι!
Ποτέ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμὲνη Τροία!..»
Μὲ τὸ βαθύ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτὸ τὸ ἀνὰστημα
ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ
στοὺς ὤμους στοὺς μηρούς στὰ γόνατα·
ζωντανό δὲρμα – καὶ τὰ μάτια
μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνὸς Δὲλτα!..
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -Καὶ στὴν Τροία;
Τίποτε στὴν Τροία—ἕνα εἴδωλο.
Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.
Κι ὁ Πάρις, μ' ἕναν ἴσκιο πλάγιαζε σὰ νά ἠταν πλάσμα ἀτὸφιο·
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια!..
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.
Τὸσα κορμιὰ ριγμὲνα
στὰ σαγόνια τῆς θὰλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς·
τὸσες ψυχές
δοσμὲνες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτὰρι.
Κι οἱ ποταμοί φούσκωναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα
γιὰ ἕνα λινό κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη
μιᾶςς πεταλούδας τίναγμα τὸ ποὺπουλο ἑνὸς κύκνου
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Κι ὁ ἀδερφός μου;
-- - - - - - - - - - - - -Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μή θεός; καὶ τί τ' ἀνὰμεσό τους;
Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες…
Δακρυσμὲνο πουλί,
- - -- - - - - - - - - - - -στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχός μ' αὐτό τὸ παραμύθι,
ἄν εἰναι ἀλήθεια πὼς αὐτό εἶναι παραμύθι,
ἄν εἰναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἀνθρῶποι δέ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιό δόλο τῶν θεῶν·
- - -- - - - - - - - - - - - - - - - -ἄν εἰναι ἀλήθεια
πῶς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἤ κάποιος Αἴαντας ἤ Πρίαμος ἤ Ἑκάβη
ἤ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστὸσο
εἶδε ἑνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δέν τό 'χει μὲς στὴ μοῖρα τοῦ ν' ἀκούσει
μαντατοφόρους που ἔρχουνται νὰ ποῦνε
πὼς τὸσος πόνος τὸση ζωή
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μιὰν Ἑλένη.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τρία κρυφά ποιήματα
– Ε’ –
Ποιός βουρκωμένος ποταμός μᾶς πῆρε;
Μείναμε στὸ βυθό.
Τρέχει τὸ ρέμα πάνω ἀπ' τὸ κεφάλι μας
λυγίζει τ' ἄναρθρα καλάμια·
οἱ φωνές
κάτω ἀπ' τὴν καστανιά γίναν χαλίκια
καὶ τὰ πετᾶνε τὰ παιδιά.
– ΣΤ’ –
Πότε θὰ ξαναμιλήσεις;
Εἶναι παιδιά πολλῶν ἀνθρώπων τὰ λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιοῦνται σάν τά βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται μὲ τὸ αἷμα.
Ὅπως τὰ πεῦκα
κρατοῦνε τὴ μορφή τοῦ ἀγέρα
ἐνῶ ὁ ἀγέρας ἔφυγε, δέν εἰναι ἐκεῖ
τὸ ἴδιο τὰ λόγια
φυλάγουν τὴ μορφή τοῦ ἀνθρώπου
κι ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε, δέν εἰναι ἐκεῖ.
Ἴσως γυρεύουν νὰ μιλήσουν τ' ἄστρα
ποὺ πάτησαν τὴν τόση γύμνια σου μιά νύχτα
ὁ Κύκνος ὁ Τοξότης ὁ Σκορπιός
ἴσως ἐκεῖνα.
Ἀλλὰ ποῦ θὰ εἶσαι τὴ στιγμή ποὺ θά 'ρθει
ἐδῶ σ' αὐτό τὸ θέατρο τὸ φῶς;