Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί∙ μαζεύω
μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴ Λαμπρή.
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά, θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη.
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρωτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς; Νὰ ’ρθεῖς!- - - - - - - - - - -