Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι
Ξυπνᾶς τὸ αἰώνιο καλοκαίρι,
ἀνατέλλοντας ἕναν ἄλλο ἥλιο,
κάνοντας πιὸ ὄμορφα, πιὸ θαυμαστὰ τὰ μάτια,
καθὼς ἐλπίζουν νὰ σὲ ἰδοῦν, κρεμῶντας μιὰ λευκὴ ἀντηλιά…
Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς τὸ εἰρηνικὸ ποὺ πέφτει
στούς κάμπους – στεφανωμένους μὲ πορφυρὴ αἰωνιότητα…
Κ’ εἶναι ἡ σκιά σου αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ μέ τυλίγει,
καὶ μὲ σηκώνει, μὲ κρεμνάει ψηλά,
στὴν ἄνοιξη τοῦ κόρφου του!..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Μὲ βρῆκε ἡ νέα ἡμέρα…
Μὲ βρῆκε ἡ νέα ἡμέρα
μὲς στ’ οὐρανοῦ τὴν ξαστεριὰ
μὲ τὰ πολλὰ παράθυρα.
Ὄμορφος εἶναι ὁ κόσμος
– ἡ βρύση τοῦ ματιοῦ.
Ἕνα λαμπρὸ ρουμπίνι
ἀπὸ ματόκλαδο.
Μὲς στοῦ νεροῦ τὴ διάφανη ὥρα,
μὲ τὰ κοχύλια καὶ μὲ τ’ ἄστρα,
ἕνα γυμνὸ καθάριο πρόσωπο.
Μάτια βαθιά,
σφιγμένα χείλη
ἐπάνω σ’ ἕνα στόμα ποὺ περιμένει.
Μὲς στ’ οὐρανοῦ τὴ διάφανη ὥρα
ἔσκυψα καὶ κοίταξα
κ’ ἔγινα ὅλο μάτια.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Σὲ ποιά θάλασσα
Σὲ ποιά θάλασσα,
ποιός οὐρανὸς
σ’ ἔχει φιλήσει;..
Τὰ μαλλιά σου τρυποῦν
τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνέμου,
σὰν τὰ δέντρα καὶ σὰν τὰ ταξίδια!
Τὸ χέρι σου χαμόγελο,
φωνὴ σὰν τοῦ νεροῦ,
σὰν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!
Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει τὸ πρόσωπό σου,
κατεβαίνει τὸ βλέμμα σου
ἀπὸ χίλια
λουλούδια!
Κοίταξε, κάλλιο,
τὸν ἴσκιο ποὺ πέφτει,
τὸν καβαλλάρη τῆς βροχῆς,
τὸ χαμογέλοιο
τοῦ καλοῦ θεοῦ!..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ἐρημία
Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ πράγματα.
Ἀπ’ ὅπου περάσῃς νύχτα, ἀκοῦς σὰν ἕνα ψίθυρο
νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ δὲν πάτησες,
ἀπὸ τὰ σπίτια ποὺ δὲν ἐπισκέφθηκες,
ἀπ’ τὰ παράθυρα ποὺ δὲν ἄνοιξες,
ἀπ’ τὰ ποτάμια ποὺ δὲν ἔσκυψες νά πιῇς νερό,
ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ δὲν ταξίδεψες…
Ἔξω ἀπὸ μᾶς πεθαίνουν τὰ δέντρα ποὺ δὲ γνωρίσαμε.
Ὁ ἄνεμος περνᾶ μὲς ἀπὸ δάση ἀφανισμένα…
Πεθαίνουν τὰ ζῶα ἀπὸ ἀνωνυμία – καὶ τὰ παλιὰ ἀπὸ σιωπή.
Τὰ σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά ἀπὸ ἐγκατάλειψη,
μαζὶ μὲ τὰ παλιά μας φορέματα μὲς στὰ σεντούκια.
Πεθαίνουν τὰ χέρια ποὺ δὲν ἀγγίσαμε, ἀπὸ μοναξιά.
Τὰ ὄνειρα ποὺ δὲν εἴδαμε, ἀπὸ στέρηση φωτός…
Ἔξω ἀπὸ μᾶς ἀρχίζει ἡ ἐρημία τοῦ θανάτου…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ξύλινη σκάλα
Ἀνεβαίνοντας τήν παλιά ξὔλινη σκάλα,
μπορεῖς νά σταθῆς, ἔξαφνα, καθώς ἀκοῦς
μές ἀπ’ τό κούφιο ξύλο, πιό μέσα ἀκόμα,
κάτι στεγνό, ξηρό, πού συντρίβεται…
Σέ παίρνουν μεμιᾶς καί πλῆθος θόρυβοι
ἀπό τήν ὀροφή, ἀπ’ τό δάπεδο, ἀπ’ τά τοιχώματα…
Ἔχουμε κάποιους συγκάτοικους πού μας νοιάζονται.
Ἀνησυχοῦν γιά μᾶς μές μές ἀπ’ τόν ὕπνο τους…
Χωρᾶνε ὅλοι – καμμιά ἐνόχληση…
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Οὐρανέ γεμᾶτε…
…Οὐρανέ γεμᾶτε βροχὴ κι ἀγαθότητα,
ποὺ ὑφαίνεις τὴν ἡμέρα καὶ ξηλώνεις τὴ νύχτα,
ρίξε μου ἕναν κόκκο χαλάζι!
Ἔλα λευκὸ ἀστέρινο δάκρυ
ἀπὸ τὴν ἄσπιλη εὐφορία τῆς ἀστραπῆς
νὰ περπατήσω κάτ’ ἀπ’ τὴν ἄκρα σου ἐπιείκεια
νἄβρω τὰ ἴχνη τοῦ φτεροῦ ποὺ φώτισαν τὸν ἄνεμο,
τοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἔκλεισαν λυπημένοι!..